Ἡ καθ’ αὐτό ἱστορία τῆς μονῆς Βαρλαάμ ἀρχίζει μέ τήν ἐγκατάσταση στήν πανύψηλη αὐτή πέτρα τῶν αὐταδέλφων κτιτόρων καί ὀργανωτῶν τῆς μονῆς ὁσίων Θεοφάνους († 1544) καί Νεκταρίου († 1550).
Οἱ ἐξαίσιοι αὐτοί ἅγιοι γεννήθηκαν κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰώνα στά Ἰωάννινα, ἡ δέ οἰκογένειά τους, γνωστή μέ τήν ἐπωνυμία Ἀψαράδες, ὑπῆρξε μία ἀπό τίς πιό ἐπιφανεῖς καί ἀρχοντικές οἰκογένειες, πού διεδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στήν ζωή τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
Ἡ οἰκογενειακή εὐπορία καί ἡ δεξιά τους φύση συνετέλεσαν, ὥστε ὁ Θεοφάνης καί ὁ Νεκτάριος, νά λάβουν μία πλούσια μόρφωση. Πλήν ὡς «σκύβαλα» θεωροῦντες ὅλα τά τοῦ κόσμου τούτου ἔλαβαν τόν σταυρό τους καί ἀκολούθησαν τά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ στήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως.
Ἐγκαταλείψαντες τόν κόσμο περί τό ἔτος 1495 οἱ δυό συνετοί αὐτοί νέοι δέν πορεύθηκαν αὐτόβουλα καί ἰδιόρρυθμα, ἀλλά ἐπιθυμώντας νά δουλεύσουν στόν Χριστό καί ὄχι στόν ἑαυτό τους, ἀνεζήτησαν ἐνάρετο γέροντα γιά νά μαθητεύσουν στήν μοναχική ζωή. Ὁ Θεός ἐκπλήρωσε τόν πόθο τους, καί τούς ὁδήγησε στόν Γέροντα Σάββα «γηραιὸν συνέσει καὶ ἡλικίᾳ καὶ πάσῃ κεκοσμημένον ἀρετῇ». Στό σχέδιο ὅμως τοῦ Θεοῦ ἦταν νά ἀναπαυθεῖ στήν ἄληκτη τοῦ οὐρανοῦ χαρά ὁ πνευματικός τους πατέρας ὅσιος Σάββας[1] († 9 Ἀπρ. 1505), πού ἀπεδείχθη ὅτι ἦταν πράγματι ἁγιασμένος μοναχός, ἀφοῦ μετά τήν κοίμησή του, τά ἱερά του λείψανα εὐωδίασαν. Σώζεται ἀκόμη στό Νησί τό ἱερό του σπήλαιο, πλησίον τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐντός τοῦ ὁποίου καί σήμερα ἐκπέμπεται εὐωδία.
Κατόπιν, μετά τήν τελευτή τοῦ πνευματικοῦ τους καθοδηγοῦ, οἱ ὅσιοι Ἀψαράδες μετέβησαν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Κυρία Θεοτόκος φώτισε τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νήφωνα Β΄ (1435-† 12. Αὐγ. 1508), πού μόναζε ἐκεῖνον τόν καιρό στήν μονή Διονυσίου, νά τούς δεχθεῖ μέ πολλή χαρά, ὡς παιδιά του ἀγαπημένα.
Οἱ ὅσιοι ἀφοῦ ἔλαβαν «ὅρον καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως» καί πρότυπο ἰσάγγελης βιοτῆς, ὑπακούοντας στήν συμβουλή τοῦ διακριτικοῦ πατριάρχη, ἐπέστρεψαν πάλι στό ἀσκητήριό τους, στό γραφικό καί ὄμορφο τῶν Ἰωαννίνων Νησί.
Ἐπειδή ὅμως αὐτό τό βρῆκαν κατειλημμένο, ἀποσύρθηκαν στήν ἄκρη τοῦ Νησιοῦ, σέ τόπο καλό καί ἡσυχαστικό καί μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου ἀνήγειραν ἐκεῖ μέ δικά τους ἔξοδα μοναστήρι ἀφιερωμένο στόν ἀντιλήπτορα τῶν μοναστῶν Τίμιο Πρόδρομο, στήν θέση «Γούβα» (1506/7) καί ἐγγύς τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Ταυτοχρόνως ἀνεκαίνισαν τήν πατρική τους ἀγροικία στό Λεπενό (κοντά στό σημερινό Πέραμα Ἰωαννίνων), τήν ὁποία μετέτρεψαν σέ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἐκεῖ μόνασαν οἱ τρεῖς ἀδελφές τους οἱ ὁποῖες μέ τό ἀγγελικό σχῆμα ἔλαβαν τά ὀνόματα Εὐγενία (†1513/4), Ἀθανασία (†11 Νοεμβ. 1512) καί Μαγδαληνή [κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 215, σ. 106], καί οἱ εὐλαβέστατοι γονεῖς τους ἐπικεκληθέντες Ἰώβ (†1523/24) καί Καταφυγή († 7 Νοεμβ. 1506).
Εἶναι ὅμως σπάνιο στήν ζωή τῶν ὁσίων νά λείψει ὁ ἄδικος κατατρεγμός. Τῇ συνεργίᾳ τοῦ διαβόλου ξεσηκώθηκαν πολιτικοί καί ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες ἐναντίον τους, καί οἱ ὅσιοί μας ποθοῦντες τήν ἡσυχία ἐγκατέλειψαν ὅσα μέ κόπους καί ἔξοδα πολλά εἶχαν ἀνεγείρει στό Νησί καί ἦλθαν νά ἀσκητεύσουν στά ἔρημα βράχια τῶν Μετεώρων.
Οἱ Ὅσιοι Ἀψαράδες ἔφθασαν στά Μετέωρα τό 1510/11 καί ἀφοῦ ἐρεύνησαν τήν περιοχή, ἔκριναν καταλληλότερο νά ἐγκατασταθοῦν σ’ ἕνα μικρό καί ἀπόκρημνο βράχο, τόν λεγόμενο ‘Στύλο τοῦ Τιμίου Προδρόμου’, ἀκριβῶς κάτω ἀπό τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Ἀναπαυσᾶ. «Ἐξεύγημεν ἀπὸ τὸ Νησὶ τῶν Ἰωαννίνων –γράφουν σέ αὐτοβιογραφικά τους σημειώματα– καί ἤλθαμεν εἰς τὴν σκῆτιν τοῦ ἱεροῦ Μετεώρου· καὶ ἐκαθήσαμεν εἰς τὸν στύλον τῆς μονῆς τοῦ Προδρόμου ἔτους ͵ζιθ΄ [=1510/11]».
Ὁ ἰδιαίτερος προστάτης τους καί φρουρός τῶν μοναχῶν Τίμιος Πρόδρομος τούς χάρισε ἑπτά χρόνια ἔντονης ἀσκήσεως καί βαθειᾶς γαλήνης ἐπάνω στόν στύλο του, πού σῴζει ἀκόμη πενιχρά ἐρείπια ἀπ’ τά παλιά του κτίσματα.
Ἐπειδή ὅμως ὁ βράχος αὐτός ἦταν πολύ περιορισμένος καί οἱ ἄνεμοι, πού τόν ἔδερναν ἀνελέητοι: «βουλῇ καὶ γνώμῃ τοῦ πανιερωτάτου Λαρίσης, καὶ τοῦ τότε ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς σεβασμίας καί βασιλικῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου, τὸν τοῦ Βαρλαὰμ λίθον ἐλάβομεν». Στά 1517/18 μητροπολίτης Λαρίσης ἦταν ὁ Μάρκος ὁ Ἡσυχαστής (1499-1526/27), στόν ὁποῖο ὑπήγετο ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν, καί μέ προτροπή τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μετεώρου ἐπεχείρησαν καί πραγματοποίησαν κατά τό ἔτος 1517/18 τήν νέα ἀνάβασή τους στήν δυσπρόσιτη πέτρα τοῦ Βαρλαάμ, ὅπου οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ ἔστησαν τήν ἀσκητική τους παλαίστρα.
Οἱ δύο αὐτάδελφοι ὅσιοι στόν «ἄοικον καὶ ἔρημον ὡς οἰκόπεδον» ἀπό τήν πολυετία βράχο, μέ πολλούς κόπους, μαζί μέ τούς ὁσιώτατους καί φίλεργους ὑποτακτικούς τους Βενέδικτο καί Παχώμιο, ἀνοικοδόμησαν στά ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, στήν μνήμη τῶν ὁποίων εἶχε ἀφιωρώσει τό ἀσκητήριό του ὁ παλαιός ἐρημίτης Βαρλαάμ, καινούριο ὁμώνυμο, μικρό μέν, ἀλλά πολύ ὡραῖο ναό, καθώς καί τά ἄλλα ἀπαραίτητα γιά τήν οἴκηση κτίσματα.
Ἀκολούθως, στά 1541/42, ἄρχισαν τήν ἀνέγερση ἑνός μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τῶν Ἁγίων Πάντων, γιά νά δέχεται τήν τριακονταμελή ἤδη ἀδελφότητα. Ὁ ναός αὐτός, περικαλλής καί εὐρύχωρος περατώθηκε τόν Μάιο τοῦ ἔτους 1544.
Ἡ πληροφορία τῶν ἁγίων κτιτόρων, «ἔκτισται δὲ καὶ τετέλεσται, κατὰ τὸ ͵ζοννον΄ ἔτος [= 1541/2]· διὰ ἡμερῶν εἴκοσι ὅσον τάχος ἐκ βάθρων», ὅτι δηλαδή μέσα σέ εἴκοσι ἡμέρες ἀνηγέρθη ὁ ναός, θά μᾶς φαινόταν ὑπερβολική, ἄν δέν εἴχαμε ὑπ’ ὄψιν, ὅτι τά οἰκοδομικά ὑλικά (δόμοι, ξυλοδοκοί, κέραμοι κλπ.) εἶχαν ἀπό ἐτῶν συναχθεῖ καί τεχνουργηθεῖ ἐπάνω στόν βράχο καί ἔπειτα ἄρχιζε ἡ ἀνέγερση τῶν κτιρίων. Ἐπί πλέον, ὁ λόγος τῆς ὑπερβολικῆς ταχύτητας ἦταν νά μή γίνει ἀντιληπτό τό νέο κτίσμα ἀπό τούς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀπαγόρευαν τό κτίσιμο νέων ναῶν.
Πρακτικοί καί δραστήριοι οἱ ὅσιοι κτίτορες ἀνήγειραν σύν τῷ χρόνῳ πύργο (1535/6) γιά τό ἀνέβασμα τοῦ δικτύου, πτέρυγες κελλίων καί φιλοξενουμένων, νοσοκομεῖο (γηροκομεῖο) γιά τούς ἀσθενεῖς ἀδελφούς καί τούς γέροντες, καί φρόντισαν γιά ἀγρούς, ἀμπέλια, μετόχια καί λοιπά ἀναγκαῖα γιά τήν συντήρηση τῆς πολυμελοῦς ἀδελφότητας. Καλλώπισαν καί πλούτισαν τήν μονή μέ λειτουργικά βιβλία, ἄμφια καί ἱερά σκεύη. Ἡ νηστεία τους ἦταν ὑπεράνθρωπη, οἱ ἀγρυπνίες καθημερινές, ἡ εὐχή ἀσταμάτητη.
Οἱ ἅγιοι ἱδρυτές τῆς μονῆς ὀργάνωσαν τήν μοναστική ἀδελφότητα σέ αὐστηρό κοινόβιο, τίς ἀσκητικές διατάξεις τοῦ ὁποίου κατέγραψαν στήν διαθήκη τους, γιά νά ἀποτελεῖ παρακαταθήκη γιά τίς ἑπόμενες γενιές τῶν μοναστῶν. Ἡ διαθήκη τους εἶχε ὡς πρότυπο καί ὑπόδειγμα τήν διαθήκη τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄, μητροπολίτη Λαρίσης (1527-†1540) καί κτίτορα τῆς ἱερᾶς μονῆς Δουσίκου. Στά 1545, ὁ συμπατριώτης τῶν ὁσίων κτιτόρων φιλομόναχος πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ θά ἐπικυρώσει καί ἐπισημοποιήσει τό ἐν λόγῳ «διαθηκῶο γράμμα» τους.
Γι’ ὅλα αὐτά ὅμως μεριμνώντας, δέν παρημέλησαν καθόλου ἐκεῖνο, δι’ ὃ ἐξῆλθον, τὸ ἕν, οὗ ἐστι χρεία, πού ἦταν ὁ ἐξαγιασμός τῆς ψυχῆς τους καί ἡ ἐπαγρύπνηση γιά τίς ψυχές, τίς ὁποῖες ὁ Κύριος τούς ἐνεπιστεύθη νά κατευθύνουν ὡς λόγον ἀποδώσοντες.
Οἱ μακάριοι καί ἁγιασμένοι αὐτοί ὁδηγοί, ἀκλινεῖς καί χωρίς συγκαταβάσεις στήν ἀσκητική τους γραμμή ὀργάνωσαν μέ γερά πνευματικά θεμέλια τό κοινόβιό τους καί ἔγιναν ἀδιάλειπτο φῶς στούς ἄλλους μοναχούς μέ τούς τρόπους τῆς ζωῆς τους.
Συνέταξαν ἀκόμη σύντομη αὐτοβιογραφία, στήν ὁποία ὁμολογοῦν πρός ὠφέλεια τῶν μελλοντικῶν συνεχιστῶν τοῦ ἔργου τους, αὐτή τήν σταθερή καί συνεπή μέχρις ἐσχάτης τους ἀναπνοῆς ἄσκηση: «Ἦτον δὲ ἡ τάξις καὶ ἡ πολιτεία μας τοιαύτη ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ὅταν ἐπήραμε τὸ θεϊκὸν ἔνδυμα τοῦ ἱεροῦ καὶ μοναχικοῦ Σχήματος. Εἰς ὅλαις γοῦν ταῖς Κυριακαῖς τοῦ χρόνου καὶ εἰς ταῖς δεσποτικαῖς ἑορταῖς καὶ εἰς ἁγίους δοξαζομένους ἡ ἀκολουθία τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν ὁλονύκτιος ἀγρυπνία εἶναι, καὶ κανεὶς δὲν ἐτόλμα νὰ ταῖς παρασαλεύσῃ, εἰς δὲ τὰς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἡ μισὴ νύκτα ἦταν διωρισμένη εἰς ὕμνον καὶ προσευχήν, καὶ ἡ λοιπὴ εἰς ἀνάπαυσιν σώματος καὶ ἡ ἀκολουθία δὲν ἦταν, ἀλλὰ μόνον ἐκείνη, ὅπου ἑρμηνεύουσι τὰ τυπικὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ λέγεται εἰς κάθε τόπον, ἀλλὰ ἀκόμη οἱ λεγόμενοι θεῖοι ὕμνοι τοῦ Θηκαρᾶ, καθὼς ἑρμηνεύουν, ἀκαταπαύστως ἀνεγινώσκοντο».
«Ἡ δὲ τροφή μας ἦτον νὰ τρώγωμεν μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν εἰς τὴν ἐνάτην [= δηλαδή 3 μ.μ.], ὄχι νὰ κάμωμεν τράπεζαν πολυτελῆ μὲ πολλῶν λογιῶν φαγητά, ἀλλὰ νὰ ἀρκούμεθα καὶ νὰ εὐχαριστοῦμεν μὲ ἄρτον μόνον καὶ ὄσπρια καὶ ὕδωρ, ἀκόμη δὲ καὶ εἰς τὰς Ἁγίας τέσσαρας τοῦ χρόνου Τεσσαρακοστάς, οὐδὲ ἄρτον δὲν ἐτρώγαμεν, ἀλλὰ μόνον μὲ ὀπωρικὰ ἐπαρηγοροῦμεν τήν ἀσθένειαν τῆς φύσεώς μας. Κάποιοι δὲ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας μὴ δυνάμενοι εἰς ταύτην τὴν νηστείαν, ἔτρωγαν ἄρτον μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα, ἄλλοι εἰς τρίτην ἡμέραν, καὶ διὰ νὰ εἴπω μὲ συντομίαν ὅλη μας ἡ σπουδὴ καὶ ὁ ἀγὼν πολὺς ἦτον νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ σώσωμεν καὶ ἄλλους τινας, βάλλοντες τὸν ἑαυτόν μας παράδειγμα καὶ τὰς πράξεις μας».
Ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Θεοφάνους ἱερομόναχος Κασσιανός, ὁ ἐπικεκλημένος Ἄραψ, ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως γιά τήν ἄσκησή του τά ἑξῆς: «Λέγεται δὲ ὅτι καὶ ἅλυσον τῇ σαρκὶ αὐτοῦ δεσμούμενον βαστάσας γενναίως χρόνοις πολλοῖς ὁ κὺρ Θεοφάνης, καὶ πολλάκις τῇ πρώτῃ ἑβδομάδι τῆς Τεσσαρακοστῆς μόνον τὸ Σάββατον ἤσθιεν, τὸν δ’ ὅλον καιρὸν αὐτοῦ ἡμέραν παρ’ ἡμέραν· μεθ’ ὅλας δὲ τὰς ἀρετὰς τοῦτο μεῖζον ἐκέκτητο, τὸ διδακτικὸν φημὶ καὶ νουθετικὸν σὺν τῷ εὐδιακρίτῳ τῇ γλυκύτητι τῆς γλώσσης ψελλίζων παρὰ μικρόν, καὶ πᾶσάν τε παλαιὰν καὶ νέαν Γραφὴν εὐφυῶς μιμνησκόμενος τῷ τάχει τῆς διανοίας καὶ ἀναγγέλλων ἀεί».
Ἀπό δύο σημειώματα στόν κώδικα 275 τῆς μονῆς Βαρλαάμ ἔγινε γνωστή ἡ χρονολογία τῆς ἀποδημίας τους πρός τόν Κύριον:
«† Ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν ἱερομονάχοις κῦρ Θεοφάνης, ἐν τῷ ͵ζνβῳ΄[=1544] ἐν μηνὶ / Μαΐῳ ιζ΄, ξημερώνοντας Κυριακῇ, ἑορτὴ τοῦ τυφλοῦ».
«† Ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν κῦρ Νεκτάριος, ἱερομόναχος καὶ κτήτωρ, ἐν τῷ / ͵ζνηῳ΄ [=1550], μηνὶ Ἀπριλίῳ ζ΄, ἡμέρα βα τῆς διακαινησίμου / † αὐτοὶ εἶναι οἱ κτήτορες τοῦ Βαρλαάμ» (Ἀποκατάσταση Ὀρθογραφίας).
Πλατειά ἄνοιξε ἡ ἀγκαλιά τοῦ οὐρανοῦ γιά νά δεχθεῖ τόν μεγάλο Ὅσιο Θεοφάνη. Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία τιμώντας τήν ὁσία μνήμη τῶν δύο Κτιτόρων τούς ἑορτάζει ἀπό κοινοῦ στίς 17 Μαΐου, ἡμέρα τῆς ἀποδημίας τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ ὁσίου Θεοφάνους, τήν ὁποία μέ συγκινητικά λόγια μᾶς τήν περιέγραψε ὁ μαθητής του ἱερομόναχος Κασσιανός:
Ὁ ἐξαντλημένος ἀπό δεκάμηνο ἀσθένεια ὅσιος Θεοφάνης, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τόν περατωθέντα ναό τῶν Ἁγίων Πάντων ἐδόξασε τόν Θεό, εὐχαρίστησε τούς ἁγίους Πάντες καί εὐλόγησε ὅλους, πού ἐκοπίασαν γιά τήν ἀνοικοδόμηση καί διακόσμησή του. «Ἀπὸ δὲ τοῦ πόθου, οὗ περ εἶχε πρὸς τὸν ναόν, ἐγερθεὶς προθύμως καὶ περιχαρής, οἷα καὶ ἦν ἀσθενής, στηριζόμενος ὑπὸ τῆς ῥάβδου αὐτοῦ, ἔνδον εἰσελθὼν καὶ ἰδὼν τὴν τελείωσιν τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, καὶ ὑψώσας τὰς χεῖρας εἰς τὸν Οὐρανόν, καὶ τὸ ‘δόξα σοι ὁ Θεὸς’ ἐπειπών, τοὺς ἁγίους Πάντας εὐχαρίστησεν ἐκ πόθου. Οὕτω γὰρ τῷ ναῷ τῷ καινῷ οὗτος προσηγορεύσατο. Ὁμοίως οὖν εὐχόμενος καὶ εὐλογῶν, καὶ πάντας τοὺς ἀδελφοὺς λατόμους καὶ οἰκοδόμους, κτίστας τε καὶ λεπτουργοὺς ἐπίσης ἐδεξιώσατο καὶ ὑπερηυχήσατο ἡ ἡγιασμένη ψυχή. Εἶτα πάλιν ἐστράφη τοῖς ἰδίοις ποσὶ πορευόμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ, καὶ σχηματισάμενος ἑαυτὸν τῷ τύπῳ τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, κατέθετο τὸ ἱερὸν Σκῆνος ἐπὶ τὴν στρωμνὴν αὐτοῦ, ὁρῶν πρὸς ἀνατολάς, καὶ τοὺς τιμίους αὐτοῦ πόδας ἐκτείνα{ντο}ς, ἤρξατο ψυχοῤῥαγεῖν· ὥρα δ’ ἦν ὡσεὶ δεκάτη, γλυκεῖ τῷ ὄμματι καὶ ἱλαρῷ βλέπων ἡμᾶς καὶ εὐμενῶς· οἱ δὲ συμπαρεστῶτες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες ἅπαντες θρήνοις καὶ ὀδυρμοῖς συνεκόπτοντο, ἐκ σπλάγχνων κλαίων ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφόν, καὶ οἱ φοιτηταὶ τὸν διδάσκαλον, καὶ οἱ μονάζοντες τὸν μυσταγωγόν, καὶ ψάλλοντες ἐπάνω αὐτοῦ τὸν κατανυκτικὸν Κανόνα. Καί, ὦ τοῦ θαύματος! ἐν τῷ ψάλλειν ἀστὴρ διαυγέστατος καὶ λαμπρὸς ἐπάνω τοῦ οἰκήματος κατέλαμπε, παμφαῶς γὰρ κατέλαμπε. Καὶ μετὰ τὴν τοῦ ἡλίου δύσιν, ἅμα καὶ οὗτος ὁ Ἥλιος ἐξεδήμει τῆς μοναδικῆς πολιτείας καὶ καταστάσεως καὶ εἰσῆλθεν ἡ ἁγία αὐτοῦ ψυχὴ ἐν ἀνακτόροις οὐρανίοις καὶ ὑψηλοῖς, ἔνθα ὁ τῶν ἑορταζόντων ὁσίων ἦχος ὁ ἀκατάληκτος· τότε δὲ καὶ ὁ ἀστὴρ ἀπέσβη ἐν τῷ ἅμα. Τίς δὲ τῶν παρεστώτων ἀδελφῶν εὐωδίαν τινά καὶ γλυκεῖαν καὶ θαυμαστὴν ἱστάμενος ᾐσθάνετο, ὡς ἡμᾶς ὕστερον ὅρασις διεβεβαιώσατο. Ὑπῆρχεν οὖν καὶ ἡ ὅρασις τοῦ προσώπου αὐτοῦ λευκοτάτη ὡσεὶ χιών. Τῇ δὲ ἐπαύριον τῆς Κυριακῆς λαμψάσης, παρεγένετο ὁ ὁσιώτατος καθηγούμενος τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ Μετεώρου σὺν τῇ γερουσίᾳ αὐτοῦ πάσῃ, καὶ μετὰ πάντων τῶν λογάδων τῆς Σκήτεως ἱερομονάχων καὶ μοναχῶν καὶ πνευματικῶν πατέρων καὶ ἀδελφῶν· καὶ θέσαντες τὸ ἱερὸν λείψανον μέσον τοῦ καινοῦ ναοῦ, εὐλαβῶς καὶ τιμίως μετὰ σεμνότητος καὶ αἰδοῦς μεγάλης· εἶτα μετὰ τὴν πλήρωσιν τῆς θείας Λειτουργίας ἀποκατέστη πάλιν τό σῶμα τοῦ Μάκαρος ἐν τῷ παλαιῷ ναῷ, εἰς ὅνπερ εἶχον ἀνέκαθεν τοὺς ἑαυτῶν τάφους λελατομημένους καλῶς, τοῦ μὲν ὄντος ἐκ δεξιῶν, τοῦ δὲ ἐξ εὐωνύμων» (Κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 29r, 29v, 30r).
Στίς 17 Μαΐου 1544 ἀνάλαφρη καί χαρούμενη φτερούγισε ἡ ψυχή τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους στίς χορεῖες τῶν ἁγίων. Γλυκειά εὐωδία ἄρχισε νά ξεχύνεται ἀπό τό ὅσιο σκήνωμά του καί ἡ ὄψη του γαλήνια ἔφεγγε «ὡσεὶ χιών». «Καὶ ἦν ἰδεῖν -συνεχίζει ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Θεοφάνους Κασσιανός- θαυμάσιόν τι ἐκεῖσε καὶ μεστὸν οὐ λύπης, ἀλλὰ χαρᾶς. Τὸ γὰρ αἰδεσιμώτατον αὐτοῦ πρόσωπον κατάλευκον ἔφαινε καὶ ροδόχρουν, οἷά τις λειμὼν εὐώδης καὶ παράδεισος ἔνδροσος τῇ τοῖς κρίνοις καὶ ἄνθεσι ποικιλίᾳ κάλλους ὡραϊζόμενον, καὶ οὐχ ὡς νεκρὸς ἐνομίζετο, ζῇ ὁ Θεός, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ τρυφῆς ὑπνώττων καὶ κοιμώμενος ἱλαρῶς, οὕτως ηὔγαζεν ἡ πρόσωψις ἡ Ἁγία τοῦ ὁσιωτάτου Ἀνδρός», (Κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 30r, 30v).
Μετά ἀπό ὀλίγα χρόνια († 7 Ἀπρ. 1550), ἡ ἁγία ἐπίσης ψυχή τοῦ ὁσίου Νεκταρίου ἀπέπτη γιά νά συνδοξάζει μέ τόν πρεσβύτερο ἀδελφό του καί ὅλους τούς ἁγίους τόν Κύριο τοῦ Οὐρανοῦ.
Τό κενοτάφιο στό καθολικό καί τά ἐπ’ αὐτοῦ ἅγια λείψανά τους ἀποτελοῦν πηγή δυνάμεως γιά τούς πατέρες τῆς μονῆς καί τούς εὐλαβεῖς προσκυνητές. Σώζονται τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων χειρῶν τῶν ὁσίων κτιτόρων Θεοφάνους καί Νεκταρίου καί τό ἄφθαρτο πόδι τοῦ ὁσίου Βενεδίκτου, ὑποτακτικοῦ καί συνεργοῦ τῶν κτιτόρων
Περαίνοντας τό συναξάρι τῶν κτιτόρων τοῦ Βαρλαάμ ἁγίων Θεοφάνους καί Νεκταρίου, ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη παραινετικό ἀπόσπασμα, εἰλημμένο ἀπό τόν κολοφώνα τῆς αὐτοβιογραφίας τῶν ὁσίων, τό ὁποῖο δείχνει τήν θαυμαστή χριστοκεντρικότητά τους.
«Μηδεὶς οὖν ἀμελείτω, μηδεὶς καταφρονείτω,
μηδεὶς περὶ τὰ πνευματικὰ νωθρός.
Χριστὸν ζητεῖτε, Χριστὸν μελετᾶτε,
τὰ τοῦ Χριστοῦ τηρεῖτε ἐν φόβῳ.
Οὐδεὶς ἡμῶν κλῆρος, εἰ μὴ Χριστός Ἰησοῦς
καὶ αὐτός ἐστι τὸ μόνιμον καὶ αἰώνιον ἀγαθόν».
Πηγή: Θεοτεκνησ Μοναχησ, Πέτρινο Δάσος, Ἱερά Μοναστήρια, τ. Γ΄, (Ἱερά Μονή Μετεώρου καί Ἱερά μονή Βαρλαάμ), Ὑπό ἔκδοση.
* * *
Ἀκολουθία τῶν ὡς ἄνω ἠπειρωτῶν ἁγίων ἐποίησε ὁ ἐπίσκοπος Ματθαῖος Μυρέων ὁ ἐκ Πωγωνιανῆς τῆς Ἠπείρου (†1624), καί περιέχεται στούς βαρλααμιτικούς κώδικες: 134, φ. 5r-26r, [ἔτ. 1606, αὐτόγραφος τοῦ Ματθαίου] καί 135, φ. 3r-8r, [ἔτ. 1759]. Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε μέ τόν τίτλο: «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν καὶ αὐταδελφῶν Νεκταρίου καὶ Θεοφάνους, τῶν κτιτόρων τῆς σεβασμίας καὶ βασιλικῆς μονῆς τοῦ Βαρλαὰμ τῇ ἐν τῷ Μετεώρῳ, τῶν ἐξ Ἰωαννίνων τὸ γένος Ἀψαράτες. Νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα καὶ μετ’ ἐπιμελείας διορθωθεῖσα φιλοτίμῳ δαπάνῃ τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου ἁγίου Σταγῶν κυρίου Γαβριὴλ τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ἐκ χωρίου Λοζέτζι. Ἐν Βενετίᾳ, παρὰ Νικολάῳ Γλυκεῖ τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1815».
* * *
Κύριες πηγές τοῦ Βίου τῶν Ὁσίων Κτιτόρων Θεοφάνους καί Νεκταρίου τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ εἶναι ἡ αὐτοβιογραφία τῶν ὁσίων, τό διαθηκῷο γράμμα τους, ἕνας ἐγκωμιαστικός λόγος πρός τιμήν τῶν ὁσίων (ὑπό Δημητρίου τάλανος) καί ἕνα ὑπόμνημα τοῦ μαθητῆ τους ἱερομονάχου Κασσιανοῦ, καθώς καί ἰδιόχειρα σημειώματα, ἀναφερόμενα στόν χρόνο θανάτου τῶν κτιτόρων. Τά κέιμενα αὐτά περιέχονται στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 172 μονῆς Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, φ. 1r-27v, [ἔτ.1546] καί στόν κώδικα ὑπ᾿ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 3r-31v (17ου αἰ.).
Τήν παράφραση σέ δημώδη γλώσσα τῶν σχετιζομένων κειμένων μέ τούς Ἀψαράδες ἐποίησε, λίγο μετά τό 1657, ὁ ἐπίσκοπος πρώην Ρέοντος Παρθένιος καί περιέχονται στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 281 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 7r-67.
Λίαν σημαντική καί ἀξιέπαινη μελέτη τῶν αὐθεντικῶν κειμένων γιά τούς κτίτορες τῆς μονῆς Βαρλαάμ συνέταξε ὁ ἱστορικός Δημήτριος Ἀγορίτσας καί ἐξέδωκε ἡ μονή Βαρλαάμ κατά τό ἔτος 2018. Τό σύγγραμμα διαθέτει κριτικό ὑπόμνημα, πλούσια βιβλιογραφία, σχόλια καί γλωσσάριο. Ἐκ τοῦ δέντρου τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου Σοφιανοῦ ἀνεφύη ἕνας ἐξαίρετος βλαστός! Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου: Βίος καί πολιτεία τῶν ὁσίων Νεκταρίου καί Θεοφάνους τῶν Ἀψαράδων κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ. Βίος – Διαθηκῶον γράμμα – Ἐγκωμιαστικά κείμενα, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ, Ἅγια Μετέωρα 2018.
Ἀφηγηματική Βιογραφία τῶν ὁσίων Ἀψαράδων συνέγραψε ἡ Μοναχή Θεοτέκνη μέ τίτλο: Στό βράχο τῆς ἰσάγγελης Πολιτείας. Οἱ Ἅγιοι Κτίτορες τοῦ Βαρλαάμ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2007· ἔνθα πολλές ἱστορικές πληροφορίες στίς παραπομπές.
Παρακλητικό Κανόνα καί Χαιρετιστηρίους Οἴκους εἰς τούς ὡς ἄνω ἁγίους Κτίτορας ἐποίησεν ἡ ἁγιοστεφανίτισσα Μοναχή Θεοτέκνη. Βλ. «Παρακλητικὸς κανὼν εἰς τοὺς ὁσίους καὶ θεοφόρους πατέρας ἡμῶν Νεκτάριον καὶ Θεοφάνην, δομήτορας, κτήτορας καὶ προστάτας τῆς ἐν ἁγίοις Μετεώροις ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ», Ὑμνογραφικά Α΄, Παρακλητικοὶ Κανόνες - Χαιρετισμοί, Ἅγια Μετέωρα 1997, σ. 97-110.
Ὡσαύτως, «Εἰκοσιτέσσαρες Χαιρετιστήριοι Οἶκοι εἰς τοὺς ὁσίους καὶ θεοφόρους πατέρας ἡμῶν Νεκτάριον καὶ Θεοφάνην, δομήτορας, κτήτορας καὶ προστάτας τῆς ἐν ἁγίοις Μετεώροις ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ», περιοδικό Μετέωρα 59-60 (2007) 72-8.
* * *
Ἀπολυτίκιον τῶν ἁγίων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ.
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
[Θεοτέκνης Μοναχῆς Ἁγιοστεφανιτίσσης]
Τὴν λαμπρὰν τῶν Κτιτόρων χορείαν μέλψωμεν, σὺν Θεοφάνει τῷ πάνυ καὶ Νεκταρίῳ κλεινῷ, τὸν Βενέδικτον ὁμοῦ καὶ τὸν Παχώμιον· οὗτοι γὰρ Νήφωνος εὐχαῖς, ἐνασκήσαντες στεῤῥῶς, καὶ στέφη λαβόντες θεῖα, πηγαὶ ποικίλων χαρίτων, ἐν Βαρλαὰμ τῇ Πέτρᾳ πέλουσιν.
[1] Ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Πνευματικός, ὁ ἀσκητής τῆς Νήσου τῶν Ἰωαννίνων, κατά τό ἔτος 2006, ἀνεγνωρίσθη ἅγιος ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 3η Φεβρουαρίου. Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὁσίου ἐκδόθηκε μέ τόν τίτλο: «Ἀκολουθία καὶ παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὸν ὅσιον καὶ Θεοφόρον πατέρα ἡμῶν Σάββαν τὸν Πνευματικόν, τὸν ἐν τῇ Νήσῳ τῶν Ἰωαννίνων ἀσκήσαντα», ὑπό Χαραλαμπους Μπουσια, Μ. Ὑμνογράφου τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ, Ἅγια Μετέωρα 2016.