ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ

Ομιλίου διακόνου Αχιλλέα Πολύζου κατά τον Κατανυκτικό Εσπερινό της Δ' Κυριακής των Νηστειών

Ομιλίου διακόνου Αχιλλέα Πολύζου κατά τον Κατανυκτικό Εσπερινό της Δ' Κυριακής των Νηστειών

Σεβασμιώτατε,

Σεβαστοί Πατέρες,

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,

Με την χάρη του εν Τριάδι Θεού και ὑπερμεσάσαντες τὴν ἱερὰν τῆς Νηστείας περίοδον, εισερχόμενοι με τον προ ολίγου τελεσθέντα κατανυκτικό Εσπερινό στην πέμπτη εβδομάδα της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, καλούμαστε από τον ιερό Υμνογράφο και τα τροπάρια που ψάλλαμε να διέλθουμε με χαρά και το υπόλοιπο στάδιο ούτως ώστε ἀξιωθῶμεν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ τὰ θεία Παθήματα προσκυνῆσαι, προφθᾶσαι, καὶ τὴν φρικτὴν καὶ Ἁγίαν Ἀνάστασιν.          

Γίνεται φανερό από την υμνολογία της Εκκλησίας και τις ακολουθίες της περιόδου ποιος είναι ο στόχος και ο σκοπός της Σαρακοστής και του αγώνα που καλείται να δώσει ο Χριστιανός. Στην αρχαία Εκκλησία η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είχε σκοπό την προετοιμασία των Κατηχουμένων και την βάπτισή τους κατά την ακολουθία του αναστάσιμου Εσπερινού το Μεγάλο Σάββατο. Αλλά και σήμερα που όλοι σχεδόν είμαστε βαπτισμένοι και πιστοί, τον ίδιο ακριβώς σκοπό εξυπηρετεί. Μας προετοιμάζει για την μεγάλη εορτή του Πάσχα, αφού περάσουμε από το στάδιο της επανακατήχησής μας μέσω της προσωπικής μετάνοιας.

Η σημερινή ομιλία κρίθηκε αναγκαίο να κινηθεί σε δύο πλαίσια. Αφενός θα αναφερθούμε στα λειτουργικά στοιχεία της Δ΄ Κυριακής των νηστειών. Πώς προέκυψε η σημερινή ημέρα και υπό ποιες προϋποθέσεις διαμορφώθηκε η σύγχρονη λειτουργική πράξη. Αφετέρου, θα αναφερθούμε στον σημερινό τιμώμενο Άγιο, τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, και θα σχολιάσουμε μερικά μόνο σημεία από την Κλίμακα, το περίφημο έργο του.

Ως γνωστόν, η περίοδος του τεσσαρακονθημέρου περιλαμβάνει πέντε Κυριακές και έξι εβδομάδες. Αυτό που κάνει ξεχωριστό τις σαράντα αυτές ημέρες, είναι το πένθος που κυριαρχεί και εκδηλώνεται με την αυστηρή νηστεία, την απουσία εορταζομένων Αγίων και φυσικά με την απαγόρευση της τελέσεως της θείας Λειτουργία κατά τις καθημερινές.  Τα Σάββατα και οι Κυριακές όμως προσλαμβάνουν έναν τελείως διαφορετικό χαρακτήρα. Αφενός υπάρχει χαλάρωση της νηστείας και αφετέρου τελείται η θεία Λειτουργία, η οποία αποτελεί από μόνη της αναστάσιμο και το ύψιστο εορταστικό γεγονός. Ιδιαίτερα η ημέρα της Κυριακής, χαρακτηρίζεται ως όαση μέσα στην έρημο της Σαρακοστής και ένα λιμάνι στο μέγα πέλαγος της περιόδου. Ο συνδυασμός αυτών των δύο, πένθους και χαράς, δίνουν την αίσθηση της χαρμολύπης και της προσδοκίας των πιστών για το αίσιο τέλος του αγώνα τους.

Κατά την σημερινή Δ΄ Κυριακή των νηστειών, η Εκκλησία έχει ορίσει να τελείται η μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της «Κλίμακος». Όπως ίσως γνωρίζουν οι περισσότεροι, από το Μηναίο του Μαρτίου διαβάζουμε ότι τῇ τριακοστῇ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς τελείται η μνήμη του στον ετήσιο σταθερό εορτολογικό κύκλο. Θα αναρωτηθεί κάποιος: για ποιον λόγο υπάρχει μία δεύτερη εορτή του Αγίου και μάλιστα σε συγκεκριμένη Κυριακή της Σαρακοστής κάθε έτους; Ως απάντηση μπορεί να δοθεί η εξής: σύμφωνα με αρχαίους Κανόνες της Εκκλησίας, όπως προαναφέρθηκε, απαγορεύεται η τέλεση θείας Λειτουργίας (δεν θεωρείται ως τέτοια η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων) και η τέλεση εορτής Αγίου κατά τις καθημερινές της Σαρακοστής. Επιτρέπουν και προτρέπουν βεβαίως οι συγκερκιμένοι Κανόνες την μετάθεση των εορτών των Αγίων κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Μία τέτοια μετάθεση είναι πιθανόν ότι συμβαίνει και την σημερινή εορτή. Δεν θα ήταν δυνατόν εξάλλου μία τόσο σημαντική πνευματική προσωπικότητα να μην λάβει έναν πιο επίσημο εορτασμό, με σκοπό την ωφέλεια του ποιμνίου. Κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να συμβεί σε ημέρα νηστείας.

Για τον λόγο αυτόν βλέπουμε ότι οι τελευταίες δύο Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η σημερινή και η επόμενη, είναι αφιερωμένες σε δύο ασκητές Αγίους∙ τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, και την Οσία Μαρία την Αιγυπτία, των οποίων η μνήμη τελείται στις 30 Μαρτίου και  την 1 Απριλίου αντίστοιχα, άρα εμπίπτει πάντοτε εντός της περιόδου της Σαρακοστής. Θα έκανε κανείς λόγο για ένα «μικρό» εορταστικό κύκλο, εντός ενός μεγαλύτερου, αφιερωμένο στην άσκηση και την μετάνοια. Πρόκειται επομένως για θέματα τα οποία ταιριάζουν απόλυτα στο πνεύμα της όλης περιόδου. Η Εκκλησία, θεσπίζοντας κατά τις δύο τελευταίες Κυριακές των νηστειών τις εορτές του Οσίου Ιωάννου (ως προτύπου εγκρατείας) και της Οσίας Μαρίας (ως προτύπου μετανοίας), κρατά σε πνευματική εγρήγορση τους πιστούς, παρουσιάζοντάς τους το προσδοκώμενο και επιθυμητό αποτέλεσμα των αγώνων τους κατά την περίοδο των νηστειών. Θα λέγαμε ότι τους ενθαρρύνει και τους ενισχύει, φέρνοντας στο προσκήνιο Αγίους που κατόρθωσαν να φθάσουν σε ύψη αρετών.

Σημαντική είναι και η πληροφορία που μας παρέχει ο συναξαριστής της ημέρας, απαντώντας στο παραπάνω ερώτημα. Όπως μας πληροφορεί, η μνήμη του Ιωάννου εορτάζεται και κατά την σημερινή Κυριακή, ίσως διότι από την αρχή της Σαρακοστής γινόταν ευρεία χρήση του βιβλίου της Κλίμακος στις ιερές Μονές.

Πρέπει να αναφερθεί ασφαλώς ότι το εορτολογικό περιεχόμενο, όπως και όλη η περίοδος του Τριωδίου, διαμορφώθηκε μέσα από μία μακραίωνη πορεία και εξέλιξη, η οποία καλύπτει πάνω από δεκατρείς αιώνες. Φυσικά υπήρξαν διαφοροποιήσεις και μετατροπές των λειτουργικών στοιχείων, οι οποίες οφείλονται σε διάφορους κάθε φορά παράγοντες. Διακρίνουμε λόγους ιστορικούς, πολιτικούς και λειτουργικούς , στους οποίους εν πολλοίς οφείλεται η σημερινή τελική διαμόρφωση του Τριωδίου γενικά και των Κυριακών ειδικά.

Είναι εμφανές από μία απλή παρατήρηση στην Υμνολογία της ημέρας, ότι εκτός του Οσίου Ιωάννου, γίνεται αναφορά στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτου αλλά και του Αμπελώνος. Όπως γίνεται κατανοητό, πρόκειται για την παλαιά θεματολογία της ημέρας, όπου στα Ιεροσόλυμα, διαβάζονταν οι αντίστοιχές περικοπές από το Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Λουκά και του Ματθαίου. Έτσι εξηγούνται τα Ιδιόμελα που ψάλθηκαν προ ολίγού, με σαφείς υπαινιγμούς στα δύο αυτά καινοδιαθηκικά θέματα. Έχοντας αυτά ως πηγή έμπνευσης, ακούσαμε τον Ποιητή να καλεί όλους εμάς, τους ἐργάτας τοῦ ἀμπελῶνος να απολαύσουμε τον  μισθό που τόσο γενναιόδωρα μας παρέχει ο Κύριος. Ή σε άλλο τροπάριο, παρουσιάσθηκε ο Κύριος ως άλλος Σαμαρείτης, οὐκ ἐκ Σαμαρείας ἀλλ’ έκ τῆς Θεοτόκου, ο οποίος θεραπεύει τον άνθρωπο που περιέπεσε σε λῃσταῖς λογισμοῖς καὶ ἐκλάπη τὸν νοῦν. Αντίστοιχη θεματολογία κυριάρχησε και στον σημερινό Όρθρο, με την παράθεση του Κανόνος και του Δοξαστικού των Αίνων, αλλά και στις ακολουθίες όλης της πέμπτης εβδομάδος των νηστειών που έπεται.

Η μνήμη του συγγραφέως της «Κλίμακος» Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, κατά την Δ΄ Κυριακή των νηστειών, είναι παντελώς αγνοημένη σε χειρόγραφα Τριώδια παλαιότερα του 13ου αι., ενώ και η εμφάνισή της σε χειρόγραφα μετά τον 15ο αι. δεν είναι καθολική, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την δυσκολία της καθιερώσεώς της στον κύκλο των Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής. Η πρώτη αναφορά για την εορτή του Οσίου Ιωάννου γίνεται σε χειρόγραφο του 13ου αιώνα, ενώ πρόκειται για την τελευταία εορτή του κύκλου των Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που θεσπίστηκε.

Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούν μερικά βιογραφικά στοιχεία του Αγίου. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά αναστήματα, που έζησε κατά τον 6ο-7ο αιώνα. Εικάζεται ότι είχε παρακολουθήσει ανώτατες σπουδές, αφού του αποδόθηκε και ο τίτλος του Σχολαστικού, εισερχόμενος στον μοναχικό βίο στην ηλικία των 16 ετών. Είναι αξιοσημείωτο ότι διεξήλθε και τα τρία στάδια του μοναχικού βίου: κοινοβιακού-ερημητικού-ιδιόρρυθμου. Τόπος ασκήσεώς του καθίσταται η περίφημη Μονή της Αγ. Αικατερίνης του όρους Σινά, στην οποία διετέλεσε και Ηγούμενος, κατόπιν αιτήσεως των Μοναχών. Μάλιστα, οι Μοναχοί της Μονής τον τιμούσαν ως Άγιο ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή, με αφορμή διάφορα θαύματα που επετέλεσε.

Το έργο για το οποίο έγινε γνωστός φυσικά είναι η περίφημη Κλίμαξ, που είναι τόσο συνδεδεμένο μαζί του ώστε να λάβει και ο ίδιος το αντίστοιχο προσωνύμιο. Πρόκειται για σύγγραμμα που συνέγραψε ο Άγιος κατόπιν αιτήσεως του Ηγουμένου της μονής Ραϊθού, στο οποίο κλήθηκε να καταγράψει ως άλλος Μωυσής, οἰονεὶ πλάκας θεογράφους. Σκοπός της συγγραφής του είναι να μας δείξει την σκάλα εκείνη διά της οποίας θα μπορέσουμε βήμα-βήμα να ανέλθουμε στον ουρανό.

Το έργο διαιρείται σε 30 ενότητες-βαθμίδες, όσα και τα έτη του Ιησού προ της δημόσιας εμφάνισης και διδασκαλίας του, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο συγγραφέας. Η κάθε ενότητα είναι και μία αρετή που πρέπει να αποκτήσει κανείς, ούτως ώστε να φτάσει στην τελευταία. Αρετές όπως η πίστη, η ταπείνωση, η πραότητα, η υπομονή, η νηστεία, η προσευχή, η αγάπη, είναι μερικές από αυτές που παρουσιάζονται στον αναγνώστη και του δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να τις αποκτήσει. Απώτερος σκοπός είναι η βασιλεία των ουρανών και ο δρόμος είναι αυτός που μας δείχνει ο Όσιος Πατήρ της Εκκλησίας.

Παρόλο την φαινομενική αντίληψη ότι το έργο απευθύνεται μόνο σε μοναχούς, ο Όσιος Ιωάννης μας βεβαιώνει για το αντίθετο. Ἑὰν οὔτως ποιήσητε, οὐ μακρὰν ἔσεσθε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η Κλίμαξ χαρακτηρίζεται ως το πλέον εξειδικευμένο από τα πατερικά αναγνώσματα για την Μ. Τεσσαρακοστή, αποτελώντας την τελειότερη σύνθεση της ασκητικής διδασκαλίας. Η σημασία της είναι τόσο μεγάλη, ώστε έγινε το απαραίτητο εγχειρίδιο για κάθε ορθόδοξο μοναχό, σε συνδυασμό πάντοτε με τα αγιογραφικά και υμνογραφικά αναγνώσματα. Δύσκολα μπορεί κάποιος να πολεμήσει στον πνευματικό αγώνα χωρίς την συνδρομή της. Δεν ζητά από τον αρχάριο μόνο να ατενίζει προς την κορυφή της, αλλά του παρέχει τα συγκεκριμένα μέσα για να προχωρήσει μέχρις εκεί, δείχνοντας την συνέργεια Θεού και ανθρώπου.

Αξίζει να τονισθεί ότι το έργο δεν είναι πρωτότυπο. Δεν καταγράφονται σε αυτό προσωπικές απόψεις του Συγγραφέως. Κάτι τέτοιο εξάλλου είναι άγνωστο στην χριστιανική θεολογία. Αντίθετα, ο Συγγραφέας συμπυκνώνει στα κεφάλαιά του όλη την θεολογία της Εκκλησίας περί των αρετών, αρχής γενομένης από την διδασκαλία του Χριστού, την πατερική ερμηνεία αλλά και την παράδοση που φέρει το σώμα της Εκκλησίας, μέσα και από τα προσωπικά βιώματα.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η Κλίμαξ παρέχει στον Χριστιανό τα κατάλληλα εκείνα εργαλεία, ώστε να διακρίνει τί προέρχεται από τον Θεό, τί από τον διάβολο ή τι οφείλεται στην ανθρώπινη φύση. Γι’ αυτό, η διάκρισις που απαιτείται, είναι η μακροσκελέστερη και σημαντικότερη από τις βαθμίδες και συγκεκριμένα η 26η. Στην ουσία όμως, σε όλα τα κεφάλαια γίνεται εφαρμογή της αρχής της διακρίσεως στις διάφορες πτυχές της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα η μετά γνώσεως νηστεία προϋποθέτει την αρχή της διακρίσεως στα σωματικά έργα. Είναι η αρετή της διακρίσεως που πιθανόν λείπει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τον σύγχρονο Χριστιανό, γι’ αυτό απαιτείται και μεγαλύτερη προσπάθεια για την απόκτησή της.

Από τα πρώτα κεφάλαια της Κλίμακος, γίνεται αναφορά στην μετάνοια. Επιστροφή στον Θεό, ανανέωση του βαπτίσματος, ειρήνευση με τον εαυτό μας και την κτίση ολάκερη, κάθαρση της συνείδησης, θυγατέρα της ελπίδος, απομάκρυνση από τον πόνο και την θλίψη. Αυτοί είναι μερικοί από τους ορισμούς που δίνονται από τον συγγραφέα.

Είναι τόσο σημαντική και κεφαλαιώδους σημασίας η συγκεκριμένη αρετή, με αποτέλεσμα να διαπνέει όλη την περίοδο της Σαρακοστής. Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει ότι πρόκειται για την σημαντικότερη αρετή, άνευ της οποίας δεν μπορεί να εισέλθει κανείς στον Παράδεισο. Ύψιστο παράδειγμα ο ληστής, ο οποίος με μόνο έναν λόγο μετανοίας έγινε ο πρώτος άνθρωπος που εισήλθε στον Παράδεισο. Ο Ιωάννης τοποθετεί στους πρώτους λόγους του το θέμα της μετάνοιας, για να δείξει την σημαντικότητά της και να ενθαρρύνει τον αναγνώστη στην εφαρμογή της. Χωρίς μετάνοια είναι αδύνατον για κάποιον να προχωρήσει στα επόμενα σκαλοπάτια.

Σημαντική παρατήρηση που οφείλουμε να κάνουμε είναι ότι ο Άγιος Ιωάννης θεωρεί την αμαρτία ως αστοχία και απώλεια της σχέσης ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο, η οποία χρήζει θεραπείας και όχι τιμωρίας. Απουσιάζει από την θεολογία μας η δικανική θεώρηση της αμαρτίας και της μετάνοιας. Δεν είναι η μετάνοια επίγνωση προσωπικής ενοχής ούτε η Εκκλησία δικαστήριο και δικαστική μάχη, αλλά πρόκειται για θεραπευτήριο ψυχών. Η μετάνοια δεν θεωρείται ως κάτι που συντελείται άπαξ και διαπαντός, αλλά πρόκειται για μία συνεχή πορεία επιστροφής του ανθρώπου προς τον Θεό-Πατέρα.

Εντύπωση ίσως προκαλεί το γεγονός ότι ο Ιωάννης τοποθετεί την προσευχή προς το τέλος της Κλίμακος, και συγκεκριμένα στο 28ο κεφάλαιο. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η πνευματική ζωή του Χριστιανού αρχίζει και πορεύεται με την προσευχή, η οποία πρέπει να αποτελεί αδιάλειπτη πράξη κατά την προτροπή του Αποστόλου Παύλου. Ακούσαμε και τον ίδιο Κύριο να αναφέρει στην σημερινή ευαγγελική περικοπή ότι τοῦτο τὸ γένος (των δαιμόνων δηλαδή) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ, καταδεικνύοντας την σημαντικότητα της προσευχής και της νηστείας στον αγώνα των πιστών.

Για να μπορέσουμε όμως να νιώσουμε στο έπακρο την γλυκύτητα, την δύναμη και την αξία της προσευχής, πρέπει κατά τον συγγραφέα της Κλίμακος να έχουμε ανέλθει προηγουμένως όλες τις προηγούμενες βαθμίδες. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να φθάσουμε στην αρετή της προσευχής, αν πρώτα δεν έχουμε απαγκιστρωθεί από την οργή, την μνησικακία, την φιλαργυρία, την υπερηφάνεια. Τότε με καθαρή καρδιά από τα πάθη θα επέλθει η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Πολλά τα παραδείγματα όσων με την σωστή χρήση της προσευχής πέτυχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κορυφαίο όλων ίσως αυτό του Τελώνου της γνωστής ευαγγελικής περικοπής. Εκεί ο Κύριος μας παρουσιάζει με πολύ απλό τρόπο, το πως πρέπει κάποιος να προσεύχεται. Με απουσία φλυαρίας και πολυλογίας και ταυτόχρονα με αίσθημα ταπεινοφροσύνης.

«Μην χρησιμοποιείς στην προσευχή ψεύτικα σοφά λόγια. Μην προσπαθείτε να λέτε πολλά, όταν μιλάτε στον Θεό. Ένας λόγος που ειπώθηκε από τον Τελώνη προκάλεσε το έλεος του Θεού, ένας λόγος πίστης έσωσε τον ληστή στον Σταυρό.», σχολιάζει και ο Όσιος, ενώ προσθέτει διάφορα άλλα χαρακτηριστικά, όπως της ευχαριστίας, της προθυμίας, της υπομονής και επιμονής που είναι σημαντικό να συνοδεύουν την προσευχή, μέσω των οποίων ο προσευχόμενος θα κατορθώσει να έχει διδάσκαλό του τον ίδιο τον Θεό για το πώς και υπέρ ποιων πρέπει να προσεύχεται.

Στο τέλος αυτής της διαδρομής ο Ιωάννης τοποθετεί μία τριάδα αρετών που επισφραγίζουν την προσπάθεια του αναβάτη. Πρόκειται για την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα. Ο Ιωάννης θεωρεί ότι είναι τα συνδετικά στοιχεία που κρατούν ενωμένα όλα τα προηγούμενα. Όταν κάποιος φθάσει σε αυτό το σκαλί, έχει δει τον ίδιο τον Θεό. Όταν μιλάς για την αγάπη είναι σαν να αναφέρεσαι στον Θεό. «Ὁ περὶ ἀγάπης Θεοῦ λέγειν βουλόμενος, περὶ Θεοῦ λέγειν ἐπεχείρησε.  Ἀγάπη ὁ Θεός ἐστιν, καὶ Ἀγάπη ἐστὶν ὁμοίωσις Θεοῦ» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Συγγραφέας.

Ακολουθεί φυσικά και σε αυτό το σημείο την θεολογία της Εκκλησίας ο Ιωάννης. «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» μας διδάσκει ένας άλλος Ιωάννης, ο Ευαγγελιστής και ηγαπημένος του Χριστού μαθητής. Η ταύτιση Θεού και αγάπης κάνει απαραίτητη την απόκτηση της αρετής αυτής για την θέωση του ανθρώπου.

Ας μην απατώμαστε όμως. «Ὁ ἀγαπῶν τὸν Κύριον, τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ προηγάπησεν. Ἀπόδειξις γὰρ τοῦ προτέρου τὸ δεύτερον.» Για να αποκτήσεις την αγάπη πρέπει πρώτα να αγαπήσεις τον αδελφό σου και τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν, αυθόρμητα και ανιδιοτελώς δηλαδή. Είναι ξεκάθαρο αυτό σε όλη την διδασκαλία της Εκκλησίας.  «ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ» μας διαβεβαιώνει ο Ευαγγελιστής της αγάπης.

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί αδελφοί.

Στην Κλίμακα του Ιωάννου, μας φανερώνεται η πορεία που αν ακολουθήσουμε θα φθάσουμε στον ίδιο τον Χριστό. Μπορεί σε όλους μας να φαίνεται δύσβατος και ανηφορικός ο δρόμος, είναι όμως ταυτόχρονα και χαρά και απόλαυση.

Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε δεν είναι οι αρετές και ο τρόπος απόκτησής τους. Αλλά, η διαβάθμιση που υπάρχει σε κάθε μία μέχρι την κατάκτηση. Αυτό που ζητά από εμάς ο Κύριος και φανερώνει μέσα από την Κλίμακα ο Ιωάννης, είναι η προσπάθεια που οφείλουμε να κάνουμε. Ας μην απογοητευόμαστε ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στην κορυφή. Ας προσπαθήσουμε βήμα-βήμα και σταδιακά να ανέλθουμε την κάθε αρετή.

Υπάρχει κλιμάκωση στην απόκτηση των αρετών και αυτό είναι που μπορεί να ενθαρρύνει τον καθένα μας.

Δύο παραδείγματα θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση.

Αν δεν μπορούμε να κλάψουμε για την ζημιά που παθαίνει η ψυχή κάποιου που μας αδικεί, ας λυπηθούμε τουλάχιστον γι’ αυτόν. Και αν δεν μπορούμε ούτε αυτό να πράξουμε, αλλά μας πνίγει η ταραχή, ας σιωπήσουμε.

Αν δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον εχθρό μας, ας τον ανεχόμαστε. Αν και αυτό υπερβαίνει τις δυνατότητές μας, ας μην τον μισούμε τουλάχιστον.

Τελειώνοντας την αποψινή ομιλία, ας έχουμε πάντοτε κατά νου ότι δεν είμαστε εμείς που αποκτούμε τις αρετές και την αγιότητα. Ο Κύριος μας, με το έλεος και την χάρη του είναι αυτός που παρέχει το δηνάριον σε όλους μας, παρόλο που συνήθως αποδεικνυόμαστε μικρὸν ἐργασάμενοι. Είναι αυτός ο οποίος, «δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης» σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο.

Ευχηθείτε Σεβασμιώτατε να γίνει ο φετινός εορτασμός και η μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, του και Συγγραφέως της Κλίμακος, αφορμή για όλους μας, ώστε να προσπαθούμε κάθε μέρα όλο και περισσότερο για την απόκτηση των θείων αρετών, μέσω των οποίων θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στον ουράνιο νυμφώνα, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, καὶ βοώντων ἀπαύστως, Κύριε, δόξα σοι.

Ομιλία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Σπαθή κατά τον κατανυκτικό Εσπερινό της Β΄ Κυριακής των Νηστειών

Ομιλία του Αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτου Σπαθή κατά τον κατανυκτικό Εσπερινό της Β΄ Κυριακής των Νηστειών

Η νηστεία και η προσευχή κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά

Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί. Σήμερα Β΄ Κυριακή των Νηστειών και η Εκκλησία μας αφιέρωσε την ημέρα αυτή στον μεγάλο Πατέρα και Διδάσκαλο της, άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Κανονικά η μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τιμάται στις 14 Νοεμβρίου, ημέρα της κοιμήσεώς του. Η αγία μας Εκκλησία όμως, επέλεξε με τη σημερινή ημέρα να προβάλει το πρόσωπο του αγίου Γρηγορίου, για να μας υπενθυμίζει τους αγώνες του για τη διαφύλαξη και προβολή της αληθείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σημερινή ημέρα αποτελεί προέκταση και συνέχεια της προηγούμενης Κυριακής της Ορθοδοξίας, καθώς η διδασκαλία του αγίου εκφράζει με τον πιο δυναμικό τρόπο την Ορθόδοξη πίστη μας.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε εν συντομία, σε ορισμένα στοιχεία που αφορούν το βίο του αγίου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 1296, από ευλαβέστατους και αγίους γονείς. Η μόρφωση που έλαβε ήταν σπουδαία και αξιοθαύμαστη. Χαρακτηριστικά που τον διέκριναν, η οξυδέρκεια και η ευφυία του. Για το λόγο αυτό οι αυτοκράτορες θέλανε να τον προωθήσουν σε ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Παρόλα αυτά, ο άγιος επιθυμούσε διακαώς να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχισμού. Αρχικά, ασκήτεψε στην περιοχή της Θράκης, στη συνέχεια, στο Άγιον Όρος και τη Βέροια. Παρά τις ταλαιπωρίες και άδικες φυλακίσεις που υπέστη, ο Θεός τον αξίωσε ώστε να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ως χαρακτήρας ήταν υπερβολικά πράος, αλλά γινόταν μαχητικός όταν υπερασπιζόταν θέματα που σχετίζονταν με τον Θεό και τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άγιος εκοιμήθη το έτος 1357 σε ηλικία 61 ετών. Μετά το θάνατό του άρχισε να τιμάται στη συνείδηση των πιστών ως άγιος. Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1368 ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ιερό του λείψανο, σήμερα, σώζεται εντός του Μητροπολιτικού Ναού της Θεσσαλονίκης, ναός που φέρει και το όνομά του.

Όσον αφορά το μεγαλειώδες θεολογικό του έργο, δεν μπορούμε στην παρούσα ομιλία να αποδώσουμε το μέγεθός του. Ωστόσο, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε και να εστιάσουμε σε ορισμένα  καίρια σημεία της θεολογίας του και στη συνέχεια θα δούμε τη σπουδαιότητα της νηστείας και της προσευχής κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά.

Ο άγιος, αδελφοί μου, δεν ήταν σε καμία περίπτωση στοχαστής θεολόγος και φιλόσοφος, δηλαδή δε μιλούσε διανοητικά και φανταστικά, αλλά εκ πείρας. Η γνώση του Θεού όπως μας επισημαίνει ο ίδιος, δεν είναι εγκεφαλική, αλλά εμπειρική. Προηγείται η κάθαρση της καρδιάς και ακολουθεί η θεραπεία της ψυχής. Αυτό τονίζεται και σε έναν από τους οκτώ μακαρισμούς του Κυρίου, που λέγει: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5, 8). Κύριο μέλημα του αγίου λοιπόν, είναι η εμπειρική γνώση του Θεού, η θεογνωσία, μέσω της κάθαρσης των αμαρτωλών παθών. Αυτή επιτυγχάνεται με διαρκή πνευματικό αγώνα και παθήματα. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, μόνον εάν ο πιστός «πάθει τά θεῖα», μπορεί να φτάσει στην αληθινή γνώση του Θεού.

Βέβαια, ο άνθρωπος δε σώζεται από μόνος του, με τις ιδέες, τα ιδανικά, τις αξίες, και τα ηθικά πρότυπα. Σώζεται όταν αγωνιστεί πνευματικά και έχει γνώση ότι αυτός ο αγώνας που κάνει είναι ένα μέσο, μία μέθοδος, η οποία τον οδηγεί στο να έρθει σε άμεση επαφή με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η Χάρις δεν είναι κάτι το άπιαστο και αόριστο, αλλά είναι μια συγκεκριμένη ενέργεια (άκτιστη ενέργεια) και ο χώρος της Χάριτος είναι η Αγία μας Εκκλησία. Εκτός Εκκλησίας, δεν μπορεί να ενεργήσει το μυστήριο της θέωσης του ανθρώπου. Ενώ, εντός της Εκκλησίας, ο πιστός μετέχει στη ζωή της, στα μυστήριά της και σε όλη την ασκητική της ζωή. Γι’ αυτό και στα κείμενα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αξία της προσευχής και της νηστείας, οι οποίες θεραπεύουν την ψυχή του ανθρώπου και την οδηγούν στον Θεό.

Πιο συγκεκριμένα, με την προσευχή πραγματοποιείται εντός του ανθρώπου το μυστήριο της θεώσεως. Από την πρώτη στιγμή πού ο άνθρωπος θα σταθεί ενώπιον του Θεού και θα πει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό», από εκείνη την ώρα αρχίζει να ενεργείται μέσα του το μυστήριο της σωτηρίας του. Δεν είναι δυνατό ο άνθρωπος να επικαλεστεί το όνομα του Χριστού και να μην επιτελεστεί μέσα του μία αλλοίωση, μία ενέργεια. Μπορεί πολλές φορές η καρδιά μας να μην αισθάνεται τίποτα, να’ ναι σκληρή. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν ενεργεί το μυστήριο της προσευχής. Ο Αγ. Γρηγόριος βίωσε το σκότος της ύπαρξής του και έζησε για ένα διάστημα της ζωής του το τι σημαίνει να είσαι μακριά από το Θεό, η καρδία σου να κινείται σ’ ένα σκότος και να είναι σκληρή σαν πέτρα. Γι’ αυτό τον λόγο γράφει στον βίο του ότι για μεγάλο μέρος της ζωής του θρηνούσε απαρηγόρητα και έλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, φώτισον μου τό σκότος». Αυτή ήταν η αδιάλειπτος προσευχή του αγίου, που έβγαινε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, γιατί ήταν το βίωμα και η εμπειρία του.

Επιπλέον, ο άγιος τονίζει ότι η προσευχή δεν είναι προνόμιο μόνον των μοναχών, αλλά δώρο που δίνεται σε όποιον επιθυμεί να ενωθεί με τον Κύριο. Όταν ο νους, βρίσκεται ενωμένος με την καρδιά δεν πρέπει να παραμένει αργός, αλλά να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Με την μέθοδο αυτή, μέρα με τη μέρα, ο νους δεν επηρεάζεται από τους διάφορους πειρασμούς και αυξάνει καθημερινά την αγάπη του προς τον Θεό. Ο ίδιος ο άγιος μας προτρέπει, όταν προσευχόμαστε, το μυαλό μας να είναι διαρκώς στραμμένο προς τον Θεό. Ακόμα και όταν δε βρισκόμαστε μέσα στο ναό, μπορούμε να προσευχόμαστε νοερά προς τον Θεό. Μπορεί ο καθένας μας να προσεύχεται είτε στη δουλειά, είτε στο περπάτημα ή ακόμα και ξαπλωμένος, όταν υπάρχει λόγος. Επί παραδείγματι, ο Απόστολος Παύλος προσευχόταν στη φυλακή του ανάσκελα, επειδή τον κρατούσαν σ’ αυτήν τη στάση τα δεσμά του (Πράξ. 16, 24-25). Αν όμως, κατά τη διάρκεια της προσευχής, ο νους μας άλλοτε στρέφεται στον Θεό και άλλοτε ξεφεύγει, αυτό είναι σημάδι ότι δεν αναθέσαμε ολόκληρο τον εαυτό μας σε Αυτόν.

Εδώ θα ήθελα να επισημάνω το εξής: Η προσευχή δεν είναι αίτηση για παροχές. Με την προσευχή δεν μετατρέπουμε τον Θεό σε υπηρέτη, ώστε να ικανοποιήσει τα θελήματά μας. Είναι σαν να του λέμε, ότι Εσύ δεν ξέρεις τι έχουμε ανάγκη και είμαστε σοφότεροι από Εσένα. Πραγματική, όμως, προσευχή είναι να μη ζητούμε τίποτε άλλο, παρά μόνον τον ίδιο τον Θεό. Για το λόγο αυτό και ο Κύριος συνιστά σε όλους μας, να μην αγωνιούμε για τις καθημερινές μέριμνες αλλά να ζητούμε πρώτα τη Βασιλεία Του, και όλα τα άλλα που έχουμε πραγματικά ανάγκη θα μας δοθούν χωρίς να τα ζητήσουμε (Ματθ. 6, 33).

Έτσι, ο άγιος Γρηγόριος παρατηρεί ότι η προσευχή δεν πραγματοποιείται για να ελκύσουμε τον Θεό προς εμάς, αφού είναι πανταχού παρών, αλλά για να ανεβαίνουμε εμείς προς Αυτόν και να μετέχουμε της ζωοποιού χάρης Του. Όταν όμως, δεν εντάσσουμε την ειλικρινή προσευχή στη ζωή μας, τότε ο νους απομακρύνεται  από τον Θεό, μάχεται κατά του πλησίον του, αποθηριώνεται και γίνεται όμοιος με τα άλογα κτήνη. Πράγματι αδελφοί μου όταν ο νους μας δεν είναι κοντά στον Θεό, τότε συνεχώς ασχολείται με τα λάθη και τις αστοχίες των διπλανών του.

Επιπλέον, ο άγιος Γρηγόριος τονίζει ιδιαιτέρως και τη σπουδαιότητα της νηστείας. Σημειώνει ότι υπάρχει η ευλογημένη νηστεία, αλλά και η δαιμονική. Όταν πίσω από τη νηστεία κρύβεται ο εγωισμός και η υπερηφάνεια, τότε η νηστεία αυτή συγγενεύει με το ίδιο το διάβολο. Γνωρίζουμε ότι οι δαίμονες ασιτούν, δηλαδή δεν τρώνε απολύτως τίποτε. Εντούτοις έχοντας υπερηφάνεια και μίσος προς τον Θεό και τον άνθρωπο, δεν ωφελούνται σε τίποτα. Το αντίθετο της νηστείας όμως, είναι η γαστριμαργία. Η παράβαση της νηστείας δημιουργεί πολλές ανωμαλίες στην ψυχή αλλά και στο σώμα, ενώ η διαφύλαξη της νηστείας ηρεμεί τον άνθρωπο και τις κοινωνίες. Για να μας δώσει ο άγιος να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή του τη διδασκαλεία, μας δίνει ένα παράδειγμα από όσα συνέβαιναν στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που διαποίμανε ως επίσκοπός της. Τις εβδομάδες που ο κόσμος δε νήστευε στην πόλη επικρατούσαν ταραχές, κραυγές, μάχες, ακουγόταν άσματα πονηρά και άσεμνοι γέλωτες. Όταν όμως, ξεκινούσε η περίοδος της νηστείας, όλα αυτά μεταβάλλονταν επί το σεμνότερο.

Ένα ακόμη εμπόδιο, που φέρει ο πονηρός στον αγώνα της νηστείας είναι οι πονηροί λογισμοί. Σε εκείνους που νηστεύουν, βάζει λογισμούς για να θυμηθούν τα λάθη και τις πτώσεις των άλλων και να οδηγηθούν στην κατάκριση και την πτώση. Για το λόγο αυτό ο άγιος συνιστά σε όλους μας, την περίοδο της νηστείας να καλλιεργούμε την αγάπη προς τον πλησίον. Μας τονίζει ότι η νηστεία πρέπει να συνδέεται με όλες τις αρετές για να επιφέρει πνευματικούς καρπούς. Φυσικά, όταν μιλούμε για αρετές δεν αναφερόμαστε σε πράξεις επιφανειακού χαρακτήρα, αλλά για τις ενέργειες του Θεού, όπως είναι η ειρήνη, η αγάπη και η δικαιοσύνη. Κορυφαία όμως αρετή αποτελεί η ταπείνωση, η οποία νικάει κάθε ανθρώπινη κακία και μας ανάγει προς τον Θεό. Συνεπώς, η ειλικρινής νηστεία μας βοηθά πραγματικά στον αγώνα αυτό της ταπείνωσης και της μετάνοιας, καθώς όταν νηστεύουμε κόβουμε την προσωπική μας θέληση υπακούοντας στην Εκκλησία και όχι στο εγώ μας. Όταν ο άνθρωπος προχωρήσει μέσα στη νηστεία, την προσευχή και στη χάρη του Θεού, τότε επικρατεί μέσα του ηρεμία. Οι ψυχικές και σωματικές δυνάμεις αποκτούν αρμονία και ο άνθρωπος χριστοποιείται και γίνεται όπως τον έπλασε ο Θεός κατ’ αρχάς. Και τότε ο άνθρωπος χαίρεται πραγματικά τον εαυτό του. Γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος.

Αγαπητοί μου αδελφοί, στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω, ότι είμαστε ιδιαίτερα ευλογημένοι που είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί και  έχουμε τους αγίους οδοδείκτες στη ζωή μας. Ένας τέτοιος ξεχωριστός οδοδείκτης είναι και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που  αποτέλεσε για την Εκκλησίας μας το φλογερό κήρυκα της χάριτος και του φωτός του Θεού. Ο Παλαμάς διακήρυττε συνεχώς την αλήθεια και υπέστη πολλούς διωγμούς στη ζωή του, γιατί δεν ήθελε να προδώσει την εμπειρία της Εκκλησίας. Δεν ήθελε να προδώσει την πραγματικότητα της σωτηρίας του ανθρώπου, όπως μας την παρέδωσαν οι προφήτες, οι απόστολοι και άγιοι της Εκκλησίας. Αυτή η Εκκλησία είμαστε και εμείς σήμερα, είμαστε μέλη και τέκνα Της και ιδιαίτερα ευλογημένοι από τον Θεό που βρισκόμαστε στο χώρο αυτό που διαφυλλάτει την αλήθεια της σωτηρίας.

Έχοντας λοιπόν αυτή την παρακαταθήκη, ευχηθείτε Σεβασμιώτατε να αγωνισθούμε και αυτή την περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, να τρέξουμε μετά πολλής προθυμίας σε αυτό τον αγώνα, γνωρίζοντας ότι στο τέρμα δεν έχουμε έπαθλο μια ηθική ικανοποίηση, αλλά μια ολοκληρωτική ένωση με τον Αναστάντα Χριστό. Αμήν.

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση Β΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση Β΄ Κυριακής των Νηστειών

 Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Β΄ Κυριακής των Νηστειών

(Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου)

 

Η δεύτερη εβδομάδα των νηστειών καταλήγει με την αντίστοιχη Κυριακή. Στην εποχή μας είναι γνωστή ως Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά. Ωστόσο, η εορτή αυτή δεν συνδέεται και με την οσιακή του κοίμηση, αφού αυτή συνέβη την 14η Νοεμβρίου του έτους 1359, και σχετικά σύντομα θεσμοθετήθηκε ως εορτή με συνοδική απόφαση (1368)[1]. Το γεγονός, όμως, ότι υπήρξε και ο Άγιος Γρηγόριος υπέρμαχος της Ορθοδόξου Πίστεως, συνέβαλε ώστε η μνημόνευσή του να συγκαταλεχθεί μαζί με τα ονόματα των υπολοίπων αγωνιστών της προηγούμενης Κυριακής της Ορθοδοξίας[2]. Η δεύτερη αυτή τιμητική εορτή του Αγίου Γρηγορίου εμφανίζεται σχεδόν δύο αιώνες αργότερα ως ορισμένη σε χφ. του 1519.

1.1.        Το παλαιό θέμα της Κυριακής

Θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο πως και για την συγκεκριμένη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής, όπως και για τις υπόλοιπες, υπάρχουν και άλλα θέματα που κατά καιρούς και τόπους εορτάζονταν. Ανάμεσα σε αυτά είναι του Αγίου Πολυκάρπου[3], κατά το Κωνσταντινουπολιτικό Τυπικό, ή η ανάμνηση της παραβολής του Ασώτου Υιού, κατά το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο[4]. Ο G. Bertoniere υπογραμμίζει στην έρευνά του πως η συγκεκριμένη Κυριακή ήταν ελεύθερη ως προς την θεματολογία της - υπάρχουν τουλάχιστον δεκαπέντε Κανόνες διαφορετικού θέματος στους χειρόγραφους Κανόνες- καθώς συγκέντρωνε μετατιθέμενες εορτές, όντας κενή, σε αντίθεση με τις άλλες Κυριακές της Τεσσαρακοστής[5].Ας ξεκινήσουμε, όμως, την μελέτη από όσα προϋπήρχαν της σημερινής εορτής για να υπάρξει ένας συνεχής χρονολογικός ορίζοντας.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε άλλη στιγμή, κατά το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο, την δεύτερη Κυριακή διαβαζόταν η παραβολή του Ασώτου Υιού (Λκ. 15, 11-32)[6], για να τονισθεί με αυτόν τον τρόπο η βασική διδασκαλία της Εκκλησίας που περιστρέφεται γύρω από την αρετή της μετανοίας. Είναι τόσο σημαντική η απόκτησή της, ώστε ολόκληρη η περίοδος του Τριωδίου μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι διαπνέεται από το θέμα αυτό[7]. Επομένως, δεν υπήρχε καταλληλότερη ευαγγελική περικοπή, ώστε να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος. Με την δημιουργία, όμως, όπως έχουμε σημειώσει σε άλλο κεφάλαιο, της προπαρασκευαστικής περιόδου του Τριωδίου, στην Κωνσταντινούπολη η παραβολή του Ασώτου μετατοπίστηκε στην δεύτερη Κυριακή της νέας περιόδου, αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο για την ανάπτυξη νέων θεμάτων.

Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας στα ιεροσ προερχόταν από την προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Ρωμ. 12, 6-16)[8], στο οποίο γίνεται αναφορά στην αγάπη που πρέπει να διακατέχει τους Χριστιανούς στις μεταξύ τους σχέσεις. Η επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος φαίνεται να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το αντίστοιχο ευαγγελικό. Ο Απ. Παύλος ζητά από τους αποδέκτες της επιστολής «χαίρειν μετὰ χαιρόντων» και να είναι «τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι», κάτι που ασφαλώς δεν έκανε ο μεγάλος αδελφός της παραβολής του Ασώτου, ο οποίος «εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει». Όπως υποστηρίζει ο D. Galadza[9], το θέμα που αναπτύσσεται με τα δύο καινοδιαθηκικά αναγνώσματα αποτελεί επανάληψη του θέματος της προηγούμενης Κυριακής του ἀπολωλότος καὶ εὑρεθέντος προβάτου, αφού και ο Άσωτος υιός «ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη»,

Το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας που χρονολογείται στον 9ο-10ο αι., φαίνεται να προτάσσει την μνήμη του Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης[10], ο οποίος εορτάζεται ως και σήμερα στις 23 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Ο G. Bertoniere φαίνεται βέβαιος πως το γεγονός αυτό συνδέεται με το ότι η εορτή συχνά βρισκόταν εντός της περιόδου της νηστείας και ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον 51ο Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου, η μνήμη του μεταφερόταν στην κοντινότερη ή σε κάποια άλλη Κυριακή. Μοιάζει με απόλυτα λογική σκέψη, αφού η μνήμη του Αγίου Πολυκάρπου είναι σε πολύ κοντινή ημερομηνία με την εκάστοτε Β΄ Κυριακή των νηστειών.

Επίσης, μεταξύ των Κανόνων που αναφέρει, όπως γράφτηκε ανωτέρω, ο G. Bertoniere, εμφανίζονται τα θέματα των περικοπών του Ευαγγελίου που σχετίζονται με τις παραβολές του Τελώνου και Φαρισαίου καθώς και του Ασώτου Υιού. Ακόμη, μέσα από το Κοντακάριο αρ. 213 της Πάτμου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αρχική θεματολογία της ημέρας πρέπει να ήταν η περίπτωση του Νώε, αλλά αυτή εν τέλει μεταφέρθηκε για την Γ΄ Κυριακή των νηστειών, ώστε να μείνει η Β΄ αποκλειστικά για το θέμα του Ασώτου[11]. Όσον αφορά στο τελευταίο θέμα είναι απολύτως λογικό, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν.

Η γεωργιανή λειτουργική παράδοση, η οποία μέχρι τον 10ο αι. συνδεόταν άρρηκτα με το τυπικό των Ιεροσολύμων και σταδιακά εξαρτήθηκε από εκείνο της Κωνσταντινούπολης[12], διασώζει εκτενή δέηση, πιστοποιώντας αυτήν την σύνδεση:

 «Ὁ διὰ τῆς προτυπώσεως τοῦ ἀσώτου τὴν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀποδοχὴν δεὶξας, δεόμεθά σου Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον» και
«Ὁ μὴ ἀποστρεφόμενος τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλ’ ὡς πατὴρ φιλάνθρωπος ἀναμένων αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον»[13].

Το θέμα αυτό παρουσιάζεται μέχρι και σήμερα μέσω της υμνογραφίας, διάσπαρτο καθ’ όλη την εβδομάδα μετά την Β΄ Κυριακή, με πρώτο και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα να αποτελεί το ιδιόμελο των Αποστίχων του γ΄ κατανυκτικού Εσπερινού[14]:

«Χαλινοὺς ἀποπτύσας τοὺς πατρικούς, ἀστάτῳ φρενί, τοῖς κτηνώδεσι τῆς ἁμαρτίας, λογισμοῖς συνέζησα, ὅλον μου τὸν βίον δαπανήσας ἀσώτως, ὁ τάλας ἐγώ, τροφῆς δὲ λειπόμενος, βεβαιούσης καρδίαν, πρὸς καιρὸν λιπαίνουσαν, ἡδονὴν ἐσιτούμην. Ἀλλὰ Πάτερ ἀγαθέ, μὴ κλείσῃς μοι τὰ φιλάνθρωπα σπλάγχνα, ἀλλ' ἀνοίξας δέξαι με, ὡς τὸν Ἄσωτον Υἱόν, καὶ σῶσόν με».

Στο παραπάνω ιδιόμελο, γραμμένο με περισσή λογοτεχνική επιμέλεια, αυτοπαρουσιάζεται ο Υμνογράφος ως ο Άσωτος και αφηγείται την δεινή θέση στην οποία βρέθηκε. Στην δε κατακλείδα, ως είθισται, απευθύνεται στον Θεό – Πατέρα, από τον Οποίο αποζητά την πατρική φιλανθρωπία και την στοργική αγκαλιά για να λάβει την πολυπόθητη σωτηρία του.

Το ίδιο θέμα παρουσιάζεται με πλούσιο θα λέγαμε τρόπο, σε όλες τις ακολουθίες της τρίτης εβδομάδος των νηστειών. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, είναι τόσο σημαντικό το ζήτημα της μετανοίας των πιστών, που δεν θα μπορούσε να εξαντληθεί μόνο στην Κυριακή του Ασώτου, όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί. Προφανώς η αξία του θέματος κράτησε στην επιφάνεια και πολύ μεγάλο υμνογραφικό μέρος που το συνόδευε.

Δύο από τα πολλά παραδείγματα αποτελούν τα κάτωθι από τον Κανόνα και τα Απόστιχα του Όρθρου της Δευτέρας της τρίτης Εβδομάδος:

ᾨδὴ α΄, τοῦ Τριῳδίου[15]
Ἦχος πλ. δ΄.
«ᾎσμα ἀναπέμψωμεν».
«Βρῶσιν λελοιπὼς Ἀγγελικήν, παρωμοιώθην κτήνεσιν, ἐν τῷ σιτίζεσθαι τὴν μοχθηρὰν κακίαν, ἀλλ' οὖν ἐπιστρέφοντα, δέξαι με ὥσπερ ἕνα τῶν μισθίων, οὐράνιε Πάτερ».
Εἰς τὰ ἀπόστιχα τῶν Αἴνων[16]. Ἦχος δ΄.
«Τὸν χαλεπὸν τῶν πταισμάτων μου, ῥύπον ἐνδέδυμαι, καὶ τῆς χαρᾶς τοῦ νυμφῶνος ἐκβέβλημαι οἴκτειρόν με τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, ὡς τὸν Ἄσωτον παῖδα ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με».

Και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις είναι ξεκάθαρη η αναφορά στο θέμα της παραβολής του Ασώτου Υιού. Στην πρώτη περίπτωση ο Υμνογράφος υπογραμμίζει πως η ασωτία φτάνει τον άνθρωπο στο επίπεδο των ζώων καθώς αντί της αγγελικής τροφής επιλέγει να τρέφεται από την κακία. Μάλιστα, το τροπάριο ολοκληρώνεται με την θερμή παράκληση αποδοχής από τον Πατέρα ὡς ἕνα τῶν μισθίων (Λκ. 15, 17). Στην άλλη περίπτωση, περιγράφεται ο αμαρτωλός άνθρωπος ενδεδυμένος με τον  ῥύπον των πταισμάτων και μετανιωμένος αναζητά το νυφικό ένδυμα της χαράς, το οποίο θα του χαρίσει η φιλευσπλαχνία του Θεού για το άσωτο παιδί του. Πέραν της κοινής αναφοράς στην ευαγγελική περικοπή, αξίζει να παρατηρήσει κανείς τη διάθεση των Υμνογράφων να αφηγούνται και να περιγράφουν την κατάσταση της αμαρτωλότητας και της ασωτίας σε α΄ ρηματικό πρόσωπο. Αυτό μάλλον προκύπτει και από την ανάγκη να βιώσουν ακόμα περισσότερο την συντριβή, την κατάνυξη και την μετάνοια μέσα από την ακολουθία, βάζοντας τον εαυτό τους στη θέση του Ασώτου Υιού.

Επιπλέον, επιστρέφοντας στην πολύπλευρη θεματολογία της ημέρας, άξιο αναφοράς είναι πως στο Δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου της Κυριακής δεν γίνεται καμία αναφορά ούτε στον άγιο Γρηγόριο, αλλά ούτε και στο παλαιό θέμα είτε του αγίου Πολυκάρπου είτε του Ασώτου Υιού. Ειδικότερα έχουν γραφεί τα εξής:

Δόξα... Ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου[17]. Ἦχος πλ. β΄.
«Τοῖς ἐν σκότει ἁμαρτημάτων πορευομένοις φῶς ἀνέτειλας Χριστέ, τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, καὶ τὴν εὔσημον ἡμέραν τοῦ Πάθους σου δεῖξον ἡμῖν, ἵνα βοῶμέν σοι· Ἀνάστα ὁ Θεὸς ἐλέησον ἡμᾶς».

Από αυτό συμπεραίνει κανείς πως η ρευστότητα του θέματος είχε ως αντίκτυπο την επιλογή ενός «ουδέτερου» Δοξαστικού, το οποίο έχει ως βασικό θεματικό άξονα την ίδια την νηστεία και την πορεία της, που καταλήγει στην ζωηφόρο Ανάσταση.

Μετά την διαμόρφωση της νέας λειτουργικής πραγματικότητας, με την αποκοπή του αναγνώσματος για τον Άσωτο Υιό, η Β΄ Κυριακή, όπως ήδη σημειώσαμε, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα άνευ ιδιαίτερου εορτολογικού περιεχομένου. Αρχικά, να επισημάνουμε ότι μετά τον 9ο–10ο αι. και με το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας παγιώθηκε η ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο σχετικά με την θεραπεία του Παραλυτικού (Μρκ. 2, 1-12).

Η εορτή του Αγίου Πολυκάρπου δεν διατηρείται σε κανένα από τα εξεταζόμενα Τυπικά, χωρίς να αντικαθίσταται μάλιστα από κάποια άλλη. Στο Τυπικό της μονής Ευεργέτιδος[18], προβλέπεται η αναστάσιμη ακολουθία σε συνδυασμό με αυτήν του μηναίου. Ως Δοξαστικό των Αίνων ορίζεται το εωθινό, αφού το ιδιόμελο του Τριωδίου λαμβάνει την θέση του τελευταίου Στιχηρού. Στο Τυπικό της Μεσσήνης[19], που είναι σύγχρονο της Ευεργέτιδος, δεν γίνεται αναφορά στην ακολουθία του μηναίου, αλλά ψάλλονται μόνο τα αναστάσιμα. Στην ακολουθία του Όρθρου ορίζεται και Κανόνας του Τριωδίου, χωρίς να δίνονται περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ το ιδιόμελο των Αίνων, ψάλλεται και ως τελευταίο Στιχηρό αλλά και ως Δοξαστικό.

Σύμφωνα με το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας[20]  (και τον σιναϊτικό χφ. κώδικα αρ. 150[21]): «δεῖ εἰδέναι ὅτι ἀπὸ τοῦ εὐαγγελίου τούτου εὐθὺς ἀναγινώσκεται τὸ (προσφωνητικὸν) τῶν κατηχουμένων». Το κείμενο της προσφωνήσεως διασώζεται από το χφ. αρ. 104 Α της Δρέσδης και είναι το εξής[22]:

«Τέκνα μου ἀγαπητὰ κύρια, εἰδότες ὑμῶν τὴν περισσὴν ἐν Χριστῷ πίστιν γνήσιον καὶ ὅσον ἔχετε σέβας περὶ τὸ ἅγιον βάπτισμα, ἀναμιμνῄσκοντες ὑμᾶς καὶ νῦν τῆς συνήθους ἀκολουθίας, παρακαλοῦμεν· Ἅπαντες ὅσοι βούλεσθε τινὰς τῶν προσηκόντων ὑμῖν ἐπὶ τὸ σωτήριον τοῦ Χριστοῦ ἀγαγεῖν βάπτισμα, ἐντεύθεν ἤδη, τούτους ταῖς ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις προσαγάγετε, ὥστε φθάσαι προδιδαχθῆναι τοὺς κατηχουμένους τῆς θείας μνήσεως. Τινὲς γὰρ περὶ τὸν ἅγιον προσερχόμενοι, οὐδὲν φθάνουσι τῆς προσαγομένης αὐτοῖς διδασκαλίας μαθεῖν καὶ συμβαίνει τούτοις τῆς μὲν χάριτος ἀξιοῦσθαι μὴ εἰδέναι δὲ παντελῶς τὰ τῆς χάριτος. Ἕκαστος οὖν ὑμῶν τοιοῦτον ἔχων παρ΄ ἑαυτῷ προσαγαγέτω τοῦτον πρὸ τῆς μέσης τῶν νεστειῶν (sic) ἑβδομάδος καὶ αὐτῆς μετὰ γὰρ τὸ ταύτην παραδραμεῖν, οὐκ ἀνεξετάστως οὐδέ, δίχα ἀνάγκης τινὸς κατεπειγούσης τοὺς προσαγομένους ἐν τῇ ἐπιούσῃ ἀναστασίμῳ ἑορτῇ βαπτιστῆναι (sic) καταδεξόμεθα».

Γίνεται φανερή μέσα από το ανωτέρω κείμενο η σημασία που δινόταν μέχρι και τον 10ο αι. στην κατήχηση όσων επρόκειτο να βαπτισθούν, αλλά και ο προβαπτισματικός χαρακτήρας της Μ. Τεσσαρακοστής.

1.2.        Το νέο θέμα της Κυριακής.
Εορτή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

Μπροστά στο κενό από εορτολογικής άποψης θέμα που είχε δημιουργηθεί, προέκυψε η καθιέρωση του εορτασμού του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η οποία ουσιαστικά μεταμόρφωσε την λειτουργική τάξη της ημέρας. Το βάρος της ακολουθίας μετακινήθηκε, ουσιαστικά, στην εξύμνηση του βίου, των κατορθωμάτων και των αγώνων του Αγίου ως ασκητού και ομολογητού.

Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, η κοίμηση του Αγίου Γρηγορίου συνέβη κατά την 14η Νοεμβρίου του έτους 1359, σε ημέρα δηλαδή άσχετη με την Τεσσαρακοστή. Η διδασκαλία και η συμβολή του Αγίου Γρηγορίου στην πατερική θεολογία οδήγησαν στην άμεση αναγνώρισή του από τον λαό ως Αγίου. Πολύ νωρίς δημιουργούνται παραστάσεις του σε ιερούς Ναούς, και μάλιστα εντός του ιερού Βήματος (δηλώνοντας την αξία του ως Ιεράρχου), σε διάφορες πόλεις όπου έδρασε ο Άγιος, όπως Θεσσαλονίκη, Καστοριά, Βέροια και φυσικά στο Άγιον Όρος[23]. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί τοιχογραφία του Αγίου στο παρεκκλήσι των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, η οποία χρονολογείται ήδη από το 1365[24]. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύουν την σημαντική θέση που έλαβε στην συνείδηση των πιστών ευθύς αμέσως μετά την κοίμησή του ο Άγιος Γρηγόριος.

Την εισήγηση για την επίσημη αγιοκατάταξη του Αγίου την έκανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α΄ (1355-1363), αφού διεξήγαγε έρευνα στην Θεσσαλονίκη περί των μαρτυρουμένων θαυμάτων και έλαβε θετικές απαντήσεις. Αντίστοιχη έρευνα πραγματοποίησε και ο μαθητής και συναγωνιστής του Αγίου Γρηγορίου, ο μετέπειτα Πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος (1364-1376) σύμφωνα με τα λεγόμενά του: «ἅπερ πληροφορηθῆναι βουλόμενος ἐγώ, οὐχ ὡς ἀμφιβάλλων περὶ τούτων, οἶδα γὰρ τὸν ἐκείνου βίον ἄξιον ὄντα τοιαῦτα ποιεῖν, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀμφιβάλλοντας καὶ τοὺς ἀπιστοῦντας αὐτοῖς, ἐμήνυσα τῷ ἐμῷ ἀδελφῷ τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης, ἵνα ἐξετάσῃ καὶ εὕρῃ τινὰ τῶν θαυμάτων ἐκείνου καὶ γράψῃ μοι ταῦτα» [25].

Μετά την απάντηση που έλαβε ο Άγιος Φιλόθεος από τον Επίσκοπο Θεσσαλονίκης, έγραψε την μνήμη του Αγίου Γρηγορίου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας με την συνοδική πράξη του Απριλίου του 1368[26]. Μέσα από τα λόγια του πληροφορούμαστε για τις τιμές που απολάμβανε ήδη ο Άγιος στην Θεσσαλονίκη, όπου εκτός από αγιογραφίες είχε οικοδομηθεί και Ναός, καθώς και στην Καστοριά αλλά και σε διάφορες άλλες πόλεις[27]. Ο Πατριάρχης Φιλόθεος συνέγραψε αμέσως ακολουθία προς τιμήν του Διδασκάλου του, Συναξάρι καθώς και εκτενή βιογραφία[28]. Διαπιστώνουμε εκ των ανωτέρω την μεγάλη απήχηση που είχε ο Άγιος και μάλιστα ελάχιστα έτη μετά την κοίμησή του.

Μέσα από την παραπάνω συνοδική πράξη δεν φαίνεται να γίνεται κάποια αναφορά για καθιέρωση του εορτασμού αυτού κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών[29]. Αυτό μάλλον συμβαίνει μετά το 1519, αφού τότε εμφανίζεται σε χφφ. του Τριωδίου[30]. Κατά την άποψη του Β. Βολουδάκη[31], η εισαγωγή της εορτής στην Τεσσαρακοστή συνέβη μεταξύ των ετών 1445-1545, χωρίς επίσημη απόφαση της Εκκλησίας. Λογική ημέρα καθιερώσεως της μνήμης θα ήταν αυτή της κοίμησής του, η οποία τοποθετείται «μετὰ τὴν τοῦ Χρυσορρήμονος», δηλαδή στις 14 Νοεμβρίου του 1359, όπως ο ίδιος ο Άγιος Γρηγόριος είχε προμηνύσει, αν και υπάρχει και διαφορετική εκδοχή για την ημερομηνία αυτή[32].

Η ημέρα μνήμης του Αγίου κατά την 14η του μηνός Νοεμβρίου συνάντησε την δυσκολία της ύπαρξης της μνήμης του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου, η οποία ως αποστολική εορτή λαμβάνει ξεχωριστή τιμή κατά το στουδιτικό Τυπικό, και είναι δύσκολο να εξοβελισθεί ή να υποβαθμισθεί με την εισαγωγή νέας εορτής Αγίου και μάλιστα νεοφανούς[33]. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού αποτελεί η απώθηση και μετάθεση της εορτής του Αγίου Γρηγορίου κατά την 5η Νοεμβρίου, σύμφωνα με τρία χφφ. Μηναία αγιορειτικών μονών (Ξηροποτάμου και Μ. Λαύρας, τα οποία αποτελούν τα μοναδικά μηναία που αναφέρουν την μνήμη αυτή, εκείνη την περίοδο) του 17ου-18ου αι.. Άλλες πληροφορίες κάνουν λόγο για εορτασμό του Αγίου στην Θεσσαλονίκη την 13η Νοεμβρίου ή σε Κυριακή προ ή μετά την 13η.

Η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου στα αγιορειτικά Μηναία και Τυπικά είναι πενιχρή όσον αφορά στον εορτασμό του Νοεμβρίου, ενώ και τα Τυπικά αγνοούν τον εορτασμό κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών μέχρι και τον 18ο  αι. Στα χφφ. Τριώδια, αντίθετα, η ακολουθία απαντάται από τον 15ο  αι. και εξής, αν και πάλι ο αριθμός των Τριωδίων είναι μικρότερος σε σχέση με τα Τριώδια που δεν έχουν εισαγάγει την εορτή.

Η μνήμη του Αγίου φαίνεται να λαμβάνει την θέση της κατά την Μ. Τεσσαρακοστή σε μεγάλο βαθμό από τον 18ο αι. και εφεξής. Τότε παρατηρείται στην αθωνική πολιτεία ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, με πληθώρα αγιογράφησης εικόνων και τοιχογραφιών. Ο καθηγητής Θ. Γιάγκου θεωρεί ότι το γεγονός αυτό ενδεχομένως συνδέεται με την γενική τάση που επικράτησε μετά τον 15ο αι., και οδήγησε την είσοδο εορτασμού ασκητών Αγίων κατά τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, όπως συνέβη με τον Άγιο Ιωάννη κατά την Δ΄ Κυριακή και την Οσία Μαρία την Ε΄. Εικάζει ο εν λόγω ερευνητής ότι η εορτή του Αγίου Γρηγορίου είναι η πρώτη που εισήχθη στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της Σαρακοστής.

Άλλος σημαντικός λόγος της καθιέρωσης και διάδοσης της εορτής κατά τον 18ο  αι., αποτελεί η εμφάνιση του κινήματος των Κολλυβάδων Πατέρων κατ’ εκείνη την περίοδο με την προβολή του ησυχασμού, άρα και του Αγίου Γρηγορίου. Μετά την εξέχουσα τιμή και προβολή που έλαβε ο Αγιος από τους αντιπροσώπους του Φιλοκαλικού κινήματος, η μνήμη του παγιώνεται κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών, αφού σπάνια παραλείπεται από τα Τριώδια αλλά και τα Τυπικά.

Στο Τυπικό της μονής του Αγίου Σάββα[34] γίνεται αναφορά  στην μνήμη του Αγίου Γρηγορίου κατά την Β΄ Κυριακή της Τεσσαρακοστής, με την εξής διατύπωση: «Ὡς ἐν Τυπικοῖς νεωτέροις εὕρομεν, ψάλλεται ἡ ἀκολουθία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ ἐπονομαζομένου Παλαμᾶ, συντεθεῖσα παρὰ τοῦ παναγιωτάτου πατριάρχου Φιλοθέου». Αντίστοιχη διατύπωση συναντούμε στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου[35], όπου σημειώνεται ότι «ψάλλομεν τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, τοῦ Παλαμᾶ». Οι φράσεις «ψάλλεται ἡ ἀκολουθία» ή «ψάλλομεν τὴν ἀκολουθίαν», σύμφωνα με τον Θ. Γιάγκου[36], αποτελούν τεκμήριο ότι κυριαρχούσε η πεποίθηση περί του ότι η συγκεκριμένη εορτή είναι μετάθεση εκ του Νοεμβρίου.

Η αιτία αυτής της καθιερώσεως του εορτασμού του Αγίου Γρηγορίου μάλλον συνδέεται με την προηγούμενη Α΄ Κυριακή των νηστειών, της Ορθοδοξίας[37]. Εκεί, όπως είδαμε, εορτάστηκε η νίκη της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων. Κατά τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία την Β΄ Κυριακή εμφανίζει και τιμά μία άλλη νίκη, αυτή την φορά κατά των αιρέσεων του 14ου  αι., με πρωταγωνιστή και υπέρμαχο της ορθόδοξης πίστης και θεολογίας τον Άγιο Γρηγόριο.

Ο Εμμ. Δουνδουλάκης προσθέτει δύο ακόμα εκδοχές για την τοποθέτηση της εορτής του Αγίου Γρηγορίου κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών. Κατά τον εν λόγω καθηγητή, η σύνδεση αυτή ίσως μπορεί να απαντηθεί με την πιθανότητα καθιέρωσης κάποιου εκ των πρώτων Ναών προς τιμήν του Αγίου ή με την ημερομηνία εκδόσεως του Συνοδικού Τόμου, η οποία συνέβη μεταξύ Φεβρουαρίου και 6 Απριλίου 1368, σε ημέρα δηλαδή αρκετά κοντινή με την εκάστοτε Β΄ Κυριακή των νηστειών[38].

Στην σύγχρονη λειτουργική πράξη η Β΄ Κυριακή των νηστειών, μέσα από όλη αυτήν την πορεία που δείξαμε ανωτέρω, έλαβε την μορφή μίας Κυριακής όπου με την αναστάσιμη ακολουθία συνεορτάζεται κάποιος Άγιος. Από την ακολουθία του Τριωδίου παρέμεινε το Δοξαστικό των Αίνων (το οποίο όπως αναφέραμε σε άλλο σημείο δεν παρουσιάζει στοιχεία από το παλαιό θέμα), τα πεντηκοστάρια μετά τον Ν΄ ψαλμό, το ευαγγελικό ανάγνωσμα και φυσικά η τέλεση της θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου.

Η ακολουθία του Αγίου Γρηγορίου[39], λόγω του αναστάσιμου χαρακτήρα της Κυριακής, δεν λαμβάνει την έκταση που θα είχε σε μία άλλη ημέρα. Βλέπουμε δηλαδή να έχει Στιχηρά προσόμοια, Δοξαστικά και Απολυτίκιο στον Εσπερινό και αντίστοιχα Κανόνα και Στιχηρά προσόμοια στους Αίνους. Απουσιάζουν επομένως τα αναγνώσματα, η Λιτή και τα Απόστιχα στον Εσπερινό, καθώς και τα Καθίσματα, ο Πολυέλεος, το Ευαγγέλιο και το Δοξαστικό των Αίνων του Όρθρου.

 

[1] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 553

[2] αυτόθι.

[3] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, pp. 43 - 44.

[4] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 43 ∙ Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 35.

[5] Bertoniere, ὅ. π., p. 79.

[6] Λκ. 15, 11 - 32. «Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ῎Ανθρωπός τις εἶχεν δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί, Πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. [...] εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἔζησεν, καὶ ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη».

[7] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 109.

[8] Κεκελίδζε, ὅ.π., σ. 43.

[9] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.

[10] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895p. 118∙ Bertoniere, ὅ.π., pp. 43 - 44.

[11] Bertoniere, The Sundays of Lent, p. 58.

[12] Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σ. 19.

[13] αυτόθι, σσ. 37 -38.

[14] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 184.

[15] αυτόθι, σ. 185.

[16] αυτόθι, σ. 186.

[17] αυτόθι, σ. 183.

[18] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, ὅ.π., p. 524.

[19] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 217.

[20] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Β΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 30.

[21] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, ὅ.π., p. 187.

[22] Акентьев K. K., Типикон Великой Церкви. Cod. Dresde A 104. Реконструкция текста по материалам архива А. А. Дмитриевского, Subsidia Byzantinorossica 5, Ἁγία Πετρούπολη 2008, p. 59. 

[23] Γιάγκου Θεοδώρου, «Μαρτυρίες περὶ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στὸ Ἅγιον Ὄρος», Κληρονομία, τεῦχος 28, ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 12.

[24] αυτόθι, σ. 13, σημ. 10.

[25] Συνοδικὸς Τόμος (1368), PG, 151, 711.

[26] Η απόφαση των Πατριαρχών Καλλίστου και Φιλοθέου να προβούν σε συλλογή θαυμάτων του Αγίου Γρηγορίου αλλά και η ανακήρυξη της αγιότητάς του μέσω επίσημης συνοδικής αποφάσεως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ως τότε παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέχρι τότε, η αναγνώριση ενός Αγίου ήταν άμεση και αυθόρμητη, χωρίς οποιονδήποτε προκαθορισμένο όρο, στηριζόμενη στην συνείδηση του εκκλησιαστικού πληρώματος και στις τιμές που απέδιδε αυτό σε κάποιο πρόσωπο. Βλ. Ὑφαντῆ Παναγιώτου, «Ἡ ἀναγνώριση ἁγίων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Θεολογία - Τριμηνιαία Ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος 88ος, τεῦχος 1ον, Ιανουάριος - Μάρτιος 2017, σ. 72 και Τσέτση Γεωργίου (πρωτοπρ.), Ἡ ἔνταξις τῶν Ἁγίων στὸ ἑορτολόγιο, Κατερίνη 1991.

[27] Συνοδικὸς Τόμος (1368), PG, 151, 712.

[28] Γιάγκου, ὅ.π., σ. 13.

[29] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 553.

[30] Bertoniere, ὅ.π., p. 93.

[31] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 553, σημ. 120.

[32] Γιάγκου, ὅ.π., σ. 14

[33] αυτόθι, σ. 15 κ.ε.

[34] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 303.

[35] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, Τυπικὸν – Κῶδιξ 83 (1580), Ἐπιμέλεια ἀνατύπωσης, διόρθωσης χφ. και εἰσαγωγή: Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ἅγια Μετέωρα 2018,  σ. 400.

[36] Γιάγκου, ὅ.π., σ. 22.

[37] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 556.

[38] Δουνδουλάκη Ἐμμανουήλ, Ἁγιολογικὲς παρατηρήσεις στὰ ἑορτολογικὰ τῶν Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Ἀθήνα 2016, σσ. 46-47.

[39] Η ακολουθία που συνέθεσε ο Άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος δεν συμπεριλήφθηκε ολόκληρη στο βιβλίο του Τριωδίου. Ο Κανόνας του Αγίου Φιλοθέου, εμπνευσμένος από τους Τρεις Ιεράρχες και την σχέση τους με την διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου, αντικαταστάθηκε από την σύνθεση κάποιου Γεωργίου, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Α΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Α΄ Κυριακής των Νηστειών

         Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Α΄ Κυριακής των Νηστειών

(Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου)

 

Η πρώτη Κυριακή των νηστειών είναι η επονομαζομένη σήμερα Κυριακή της Ορθοδοξίας. Όπως θα εξεταστεί λεπτομερώς στην συνέχεια, το παλαιό (εορτή των Προφητών) και το νέο (εορτή της Ορθοδοξίας) θέμα συνυπάρχουν στις ακολουθίες της ημέρας, αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, επιτελώντας το καθένα ξεχωριστά τον ρόλο του. 

Κατά την προλογική τυπική διάταξη της ημέρας στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου (του έτους 1580), σημειώνεται ότι: «μνείαν ἐπιτελοῦμεν τῶν ἁγίων προφητῶν, Μωϋσέως, Ἀαρὼν καὶ τῶν λοιπῶν Προφητῶν, καὶ τῆς τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων ἀναστηλώσεως»[1]. Γίνεται εμφανής από το μεγαλομετεωρίτικο Τυπικό η διπλή εορτολογική θεματολογία της ημέρας, με το παλαιό θέμα να επιβιώνει μέχρι τουλάχιστον και τα τέλη του 16ου αι., προτασσόμενο μάλιστα στην σχετική αναφορά.

1.1.        Παλαιά θεματολογία της Κυριακής

Όπως έχει ήδη αναλυθεί εκτενώς σε άλλη στιγμή, οι Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής παρουσιάζουν πέραν του ενός θέματα. Συνήθως υπήρχε κάποιο παλαιότερο, από την ιεροσολυμιτική παράδοση, το οποίο με την πάροδο του χρόνου επικαλυπτόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από κάποιο νεώτερο. Έτσι, διαμορφώθηκε το νέο εορτολογικό θέμα κάθε Κυριακής, και μέσα από διάφορες τροποποιήσεις μας παραδόθηκε στην σημερινή μορφή.

Αρχικά, σύμφωνα με το Γεωργιανό Λεξιονάριο της ιεροσολυμιτικής παράδοσης (στο οποίο δεν γίνεται αναφορά σε κάποιο εορτολογικό θέμα, αλλά παρουσιάζονται κυρίως οι περικοπές που αναγινώσκονταν κατά τις ακολουθίες της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων κατά τον 7ο αι.) κατά την Κυριακή που εξετάζουμε, τα καινοδιαθηκικά αναγνώσματα της ημέρας ήταν διαφορετικά από την σημερινή λειτουργική πρακτική. Πιο συγκεκριμένα, επιλέχθηκαν αποσπάσματα από την προς Ρωμαίους Επιστολή του Απ. Παύλου (Ρωμ. 11, 1-5)[2] και από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (Λκ. 15, 1-10)[3]. Το μεν πρώτο ανάγνωσμα αφορά στο γεγονός της μη απώθησης και λησμόνησης του λαού από τον Θεό, ενώ το ευαγγελικό αναφέρεται στις παραβολές του απολωλότος προβάτου αλλά και της απολομένης δραχμής, που δείχνουν την πρόνοια του Θεού – Πατέρα για την επιστροφή και σωτηρία του ανθρώπου, αλλά και την χαρά του Ουρανού στην μεταστροφή του αμαρτωλού. Επομένως, επρόκειτο για αναγνώσματα απόλυτα λογικά με την έναρξη της περιόδου της Τεσσαρακοστής, μίας περιόδου μετανοίας και προετοιμασίας για το άγιο Πάσχα.

O D. Galadza διακρίνει άμεση σχέση ανάμεσα στα δύο αναγνώσματα της ημέρας. Όπως υποστηρίζει, το σκηνικό ταιριάζει απόλυτα με την έναρξη της Μ. Τεσσαρακοστής[4]. Ο Θεός πράγματι, σύμφωνα με τον Απ. Παύλο, «μὴ ἀπώσατο τὸν λαὸν αὐτοῦ», ( Ρωμ. 11, 1)  αλλά αντίθετα, «καταλείπει τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐν τῇ ἐρήμῳ» και όταν βρει το «ἀπολωλὸς πρόβατον», «ἐπιτίθησιν ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτοῦ χαίρων» (Λκ. 15, 1-7).

Ένα δείγμα αυτής της λειτουργικής παράδοσης σώθηκε μέσω των εκτενών δεήσεων που κατέγραψαν οι Χριστιανοί της Γεωργίας, με βάση την ιεροσολυμιτική τυπική διάταξη, όπως εκφραζόταν στο β΄ μισό του 6ου αι.[5]. Οι αναφορές που κάνουν, κυρίως στην παραβολή του απολωλότος προβάτου, είναι ξεκάθαρες και επηρεασμένες και από την καταγραφή του Λουκά (15, 1-10) και του Ιωάννου (10, 12-15). Ορισμένες είναι και οι εξής[6]:  (α) «Ὁ θελήματι Πατρὸς ἐξ ουρανοῦ καταβὰς ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (β)  «Ποιμήν, εὐεργέτα, ὁ τὴν ψυχήν σου τιθεὶς ὑπὲρ τῶν σῶν προβάτων, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (γ) «Ὁ τοὺς ἀπολωλότας ὡς ποιμὴν ἀληθινὸς ζητῶν ἐπιστρέψαι εἰς τὴν ποίμνην σου, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». 

Στην περίπτωση της πρώτης Κυριακής, σύμφωνα με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας (δηλ. της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως)[7], η ημέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στους Προφήτες και Δικαίους, οι οποίοι υπήρξαν όργανα της εκπλήρωσης του θεϊκού σχεδίου της σωτηρίας του ανθρώπου, και μάλλον ειδικότερα στους Μωυσή, Ααρών και Σαμουήλ. Στις ημέρες μας, η εορτή αυτή παραγκωνίστηκε και μεταφέρθηκε την Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα, αφού την επεσκίασε η Εορτή της Ορθοδοξίας[8].

Το θέμα της εορτής αυτής μάλλον εκτόπισε το παλαιότερό της (περί του απολωλότος προβάτου), ίσως λόγω και της σπουδαιότητας των τιμωμένων προσώπων. Η θέσπιση της εορτής των Προφητών ορίζεται τουλάχιστον στην εποχή του Αγίου Γερμανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (740 μ.Χ.), αφού το όνομά του μνημονεύεται σε έναν Κανόνα αφιερωμένο στους Προφήτες[9].

Η αιτία της μεταστροφής της Κωνσταντινουπόλεως στο συγκεκριμένο εορτολογικό θέμα έχει πολλαπλές αναγνώσεις, κατά τον Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[10], ο οποίος διακρίνει μεγάλη συμβατότητα σε σχέση με την περίοδο των νηστειών και την προβαπτισματική της σημασία. Κατά μία εκδοχή,  η μετάβαση στο νέο θέμα βασίζεται στο γεγονός της τιμής διαφόρων βιβλικών προσώπων κατά τις εβδομάδες της Τεσσαρακοστής, σύμφωνα και με το Κοντακάριο αρ. 213 της Πάτμου (11ος αι.), ώστε να σχετίζονται και με την ανάγνωση του βιβλίου της Γενέσεως που αναφέρεται στα βιβλικά αυτά πρόσωπα και διαβάζεται κατά την περίοδο αυτή. Μέσα από το αρχαίο αυτό Κοντακάριο έχουμε την ευκαιρία να δούμε την αρχαιότερη λειτουργική και θεματολογική παράδοση, κατά την οποία, με χρονολογική σειρά, αποδιδόταν τιμή στους Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, αρχής γενομένης από τον Αδάμ (Κυριακή της Τυρινής) μέχρι και τον Ιωσήφ, τον υιό του Ιακώβ (Μ. Δευτέρα)[11].

Ο I. Karabinov[12], αντίθετα, αιτιολογεί την θέσπιση της εορτής των Προφητών κατά την Α΄ Κυριακή των νηστειών, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας, στο οποίο γίνεται αναφορά στα πρόσωπα των Προφητών (βλ. παρακάτω). Διαβλέπει ο συγκεκριμένος μελετητής σύνδεση του ευαγγελικού αναγνώσματος με μία αρχαιότερη πρακτική κατά την οποία το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είχε θέση στην Μ. Τεσσαρακοστή και όχι στο Πεντηκοστάριο.

Παραπλήσια θέση με τον ιερομ. Μακάριο έχει και ο Αλ. Σμέμαν[13], μέσω του οποίου μπορεί εύκολα κάποιος να αντιληφθεί πως η περίοδος της Τεσσαρακοστής είναι και περίοδος κατήχησης για όσους προετοιμάζονται να δεχθούν το Άγιο Βάπτισμα την ημέρα της Αναστάσεως. Η διδασκαλία των βιβλικών κειμένων και η τιμή των προσώπων που τα περιβάλλουν ήταν ο καλύτερος τρόπος εκκίνησης της κατηχητικής περιόδου, η οποία για τον Κατηχούμενο ομοιάζει με τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης που ανέμεναν την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού Πατέρα.

Κατά τον Ι. Φουντούλη[14], η παλαιά αυτή εορτή των Προφητών ως προς το περιεχόμενο σχετίζεται άρρηκτα και με το θέμα της προηγούμενης Κυριακής της Τυρινής. Κατ’ εκείνη, υπογραμμίζεται το γεγονός της έξωσης του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο, οπότε υπάρχει μία σχέση ανάμεσα στην πτώση των Πρωτοπλάστων με την μετέπειτα εμφάνιση των Προφητών και των Δικαίων, ως συνδετικός κρίκος για την εκπλήρωση του σωτηριολογικού σχεδίου, μιας και οι τελευταίοι «ἡτοίμασαν τὴν ὁδὸν Κυρίου»[15].

Το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας[16] διασώζει τρία τροπάρια αναφερόμενα αποκλειστικά στην εορτή των Προφητών, χωρίς να γίνεται ακόμα κάποια αναφορά στην νέα εορτή της Ορθοδοξίας:

«Ἡ σεπτὴ τῶν προφητῶν πανήγυρις οὐρανὸν τὴν ἐκκλησίαν ἀνέδειξεν, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συγχορεύουσιν ἄγγελοι. Ταῖς αὐτῶν πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, τὴν ζωὴν ἡμῶν ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον, ἵνα ψάλλωμέν σοι· Ἀλληλούια».
«Καὶ ἐν πυρὶ παραδειχθεὶς καὶ ἐν σαρκὶ φανερωθεὶς τὸ Μωσέως ἐδόξασας πρόσωπον, ταῖς ἐν νόμῳ ἱερατείαις τὸν Ἀαρὼν κατεκόσμησας, τύπον τῆς καινῆς ἀνέδειξας χάριτος. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, δώρησαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».
«Καὶ ὁ χορὸς τῶν προφητῶν, μετὰ Μωσέως καὶ Ἀαρών, εὐφροσύνῃ εὐφραίνεται σήμερον, ὅτι πέρας ταῖς προφητείαις ἐπαγαγών, λάμπει ὁ Σταυρὸς ἐν ᾧ ἡμᾶς ἔσωσας. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Στο Τυπικό της μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ευεργέτιδος κατά το χφ. αρ. 788 της ΕΒΕ (12ος αι.)[17] γίνεται αναφορά στην ημέρα μόνο ως «Κυριακὴ πρώτη τῶν νηστειῶν τῆς Ὀρθοδοξίας». Παρατηρούμε, έτσι, την άμεση επικράτηση του νέου θέματος, το οποίο εξοβελίζει το παλαιό. Παρά ταύτα, στις τυπικές διατάξεις της ημέρας του συγκεκριμένου τυπικού έχουν παραμείνει στοιχεία της εορτής των Προφητών. Πρόκειται για στιχηρά προσόμοια (διαφορετικά από τα σημερινά) και ιδιόμελο των Αποστίχων του Εσπερινού, Κάθισμα του Όρθρου το ως άνω προαναφερθέν «Καὶ ὁ χορὸς τῶν Προφητῶν», καθώς και Κανόνας σε ήχο πλ. α΄.

Αρκετούς αιώνες αργότερα (16ος αι.), στο μοναστήρι του Μεγάλου Μετεώρου επιβιώνει αυτή η παράδοση, με τα δείγματα να είναι αρκετά. Στην διάταξη του Τυπικού της μονής[18], ορίζονται, συν τοις άλλοις, προσόμοιο μεσώδιο και των Αίνων, αφιερωμένα στην μνήμη των Αγίων Προφητών. Κατά το χφ. Τριώδιο της μονής αρ. 149 (μέσα 16ου αι.), είναι τα ακόλουθα:

Κάθισμα, ἦχος α΄. Χορὸς ἀγγελικός.

«Μορφὰς τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων τὰ εἴδη, Μαρτύρων ἱερῶν, καὶ Ἁγίων ἁπάντων, εἰκόνας καὶ μορφώματα, ἱερῶς ὡραΐζεται, τοῦ Νυμφίου δέ, τοῦ νοητοῦ καὶ τῆς Νύμφης, ἀγλαΐζεται, ταῖς νοεραῖς ἀγλαΐαις, ἡ Μήτηρ ἡ ἄνω Σιών».

Εἰς τοὺς αἴνους, προσόμοιον τῶν Ἁγίων Προφητῶν, ἦχος δ΄.
Ἔδωκας σημείωσιν.

«Θρόνῳ παριστάμενοι, Θεοῦ Προφῆται θεσπέσιοι, καὶ χαρᾶς ἀξιούμενοι, καὶ δόξαν θεώμενοι, καὶ τρυφῆς ἐνθέου, ἀπολελευκότες και χαρμονῆς πνευματικῆς, καὶ εὐφροσύνης ἀναπιμπλάμενοι, τοὺς πίστει τὰ μνημόσυνα, ἐπιτελοῦντας ὑμῶν εὐσεβῶς, πειρασμῶν ἐκλυτρώσασθαι, καὶ παθῶν τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Παρατηρούμε ότι το εορτολογικό θέμα της εορτής των Προφητών είναι ισχυρό και επιβιώνει είτε αυτόνομο (στο προσόμοιο των Αίνων), είτε σε συνάρτηση με την νέα εορτή (στο Κάθισμα). Στην θεία Λειτουργία, κατά το χφ. αυτό του Τριωδίου, ψάλλεται διπλό Κοινωνικό, το της Κυριακής «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον» αλλά και εξαιτίας της εορτής των Αγίων το «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον». Το Τυπικό από την άλλη ορίζει ως Κοινωνικό δεύτερο το «Ἀγαλλιάσθε δίκαιοι».

Στο Τυπικό του Μετεώρου[19], επιπλέον των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, γίνεται σημαντική αναφορά στην εορτή των Προφητών κατά την ακολουθία του Αποδείπνου. Το γεγονός αυτό είναι αρκετά συχνό στις ημέρες κατά τις οποίες εορτή ενός Αγίου καταλιμπάνεται στην ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου, αλλά μεταφέρεται ένα μέρος της (συνήθως ο Κανόνας), το οποίο χρησιμοποιείται κατά το Απόδειπνο. Έτσι λοιπόν, κατά το προαναφερθέν Τυπικό, «Ψάλλομεν δὲ τῆ αὐτῇ Κυριακῇ ἑσπέρας ἐν τοῖς Ἀποδείπνοις κανόνα τῶν Προφητῶν, ἦχος Πλάγιος Α΄, (πρὸς τὸ) Ἵππον καὶ ἀναβάτην, ποίημα τοῦ κυροῦ Θεοφάνους». Εν συνεχεία, προσθέτει το Κάθισμα «Καὶ ὁ χορὸς τῶν Προφητῶν»[20], αλλά και στο τέλος του Κανόνα, Στιχηρά προσόμοια. Σύμφωνα με έρευνα στο χφ. Τριώδιο αρ. 126 (περ. 1600) της συγκεκριμένης μονής, τα προσόμοια που αφιερώνονται στους Προφήτες είναι τα εξής:

 

Στιχηρὰ προσόμοια, ἦχος α΄. Πανεύφημοι μάρτυρες.

«Προφῆται πανένδοξοι, ἡμεῖς βασιλεῖς ἠλέγξατε, λαῶν τε θράσει ἀντέστητε, Θεὸν κηρύττοντες, ἐν Τριάδι ἕνα, καὶ θερμῶς ἐλαύνοντες τὴν πλάνην ἀπὸ γῆς, τὴν πολύθεον∙ καὶ νῦν πρεσβεύσατε δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, τὴν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

«Προφῆται πανένδοξοι, ἡμεῖς εὐσεβῶς πλανώμενοι, ἐν ἐρημίαις καὶ ὄρεσιν καὶ κακουχούμενοι ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ὡς Θεοῦ θεράποντες Θεῷ ἐν οὐρανοῖς συναυλίζεσθε, καὶ νῦν πρεσβεύσατε, δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, τὴν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

«Προφῆται πανένδοξοι, ἡμεῖς καρτερῶς πριζόμενοι βολαῖς τε λίθων βαλλόμενοι, καὶ θανατούμενοι, ἐν μαχαίρᾳ φόνῳ εὐσεβείας ἕνεκα, λαμπροὶ διὰ τῶν ἄθλων γεγόνατε, Χριστῷ πρεσβεύσατε, δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, τὴν εἰρήνην καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

Ο Κανόνας του ήχου πλαγίου α΄ φέρει ακροστιχίδα Χορὸς κροτείσθω τῶν Προφητῶν εὐστόχως, και είναι ποίημα του Θεοφάνους του Γραπτού. Πιθανόν πρόκειται για το ίδιο κείμενο με τον Κανόνα που ορίζεται στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος να ψάλλεται κατά την ακολουθία του Όρθρου[21] [22].

Αν και κάποιος θα ανέμενε ίσως ότι το παλαιό θέμα θα έφθινε με το πέρασμα του χρόνου, εντούτοις, αυτό διατηρείται αρκετά ισχυρό στην σύγχρονη λειτουργική πράξη και το εν χρήσει βιβλίο του Τριωδίου. Παρατηρούμε σήμερα ότι η εορτή των Προφητών δεν έχει αντικατασταθεί πλήρως, αφού υπάρχουν ακόμα ψήγματα της αρχικής ακολουθίας, τα οποία μαρτυρούν για την ύπαρξή της. Πρόκειται για ορισμένα τροπάρια στις ακολουθίες του Εσπερινού και του Όρθρου της Κυριακής (υπάρχοντα ήδη στο Τυπικό της μονής Ευεργέτιδος), καθώς και για τα αναγνώσματα της Θείας Λειτουργίας (καθιερωμένα από το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας).

Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, ήδη από την προηγούμενη ημέρα (Σάββατο της Α΄ εβδομάδος των νηστειών) εκδηλώνεται μία διάθεση προετοιμασίας για την επερχόμενη εορτή, μέσω του (ενός εκ των δύο που προτείνονται στο Τριώδιο) αποστολικού αναγνώσματος (Ἑβρ. 1, 1-12) [23], στο οποίο σημειώνεται η πολυμέρεια και η πολυτροπικότητα μέσω των οποίων ο Θεός επεχείρησε να προετοιμάσει τον λαό του με τους απεσταλμένους του Προφήτες.

Στον Εσπερινό του Σαββάτου, το θέμα της εορτής των Προφητών παρουσιάζεται με μεγαλοπρέπεια και, ίσως θα τολμούσε κανείς να πει, με προτεραιότητα, αφού τα δύο πρώτα Στιχηρά προσόμοια των Κεκραγαρίων αφιερώνονται στην παλαιά εορτή. Σε αυτά γίνεται λόγος για την πνευματέμφορο προηγόρευση της Ενσάρκωσης του Θεού Λόγου και την «ἀτελεύτητον ζωήν», την οποία καρπώθηκαν οι δίκαιοι αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι υπηρέτησαν και λάτρευσαν τον Κύριο και μιμήθηκαν το Πάθος του[24]. Μάλιστα, στην ακολουθία της Λιτής περιλαμβάνεται μόνο το Δοξαστικό ιδιόμελο των Προφητών[25], το οποίο έμμεσα ενέχει μηνύματα και για την νεώτερη εορτή στην φράση: «οἱ τὸν νόμον Κυρίου καλῶς διαταξάμενοι καὶ τῇ πίστει φανέντες ἀπόρθητοι στῦλοι ἀκλινεῖς», όπως και οι Πατέρες της Εκκλησίας και όσοι πέτυχαν την αναστήλωση των Εικόνων και, ως εκ τούτου, της Ορθόδοξης Πίστης.

Στον Όρθρο της ίδιας λειτουργικής ημέρας, στο Δοξαστικό ιδιόμελο των Αίνων γίνεται και πάλι αναφορά στους δίκαιους χαρακτήρες της Παλαιάς Διαθήκης, συνδυαστικά με την θεματική ενότητα της νηστείας και της εγκράτειας που ούτως η άλλως διατρέχει την όλη περίοδο[26]. Ειδικότερα, τονίζεται ο πνευματικά ευεργετικός ρόλος της νηστείας, χάρις στην οποία ο Μωυσής έλαβε τον Νόμο, ο Ηλίας κατόρθωσε να πετύχει την ξηρασία για τον έλεγχο των δυσσεβούντων και οι Τρείς Παίδες νίκησαν τον Βασιλέα Ναβουχοδονόσορα. Μέσω αυτής, λοιπόν, ο ποιητής ζητά την αξίωση να ζήσουν οι πιστοί και την Ανάσταση του Κυρίου στο τέλος της μακράς αυτής περιόδου.

Επιπρόσθετα, σαφείς είναι και οι αναφορές στα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας, καθώς και στο προκείμενο και το αλληλουιάριο. Στην περίπτωση του αποστολικού αναγνώσματος[27] επιλέγεται ένα απόσπασμα από την προς Εβραίους Επιστολή (Ἑβρ. 11, 24-26 & 32-40), με αναφορά σε ιερές μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόκειται για μία ξεκάθαρη προσπάθεια του Αποστόλου Παύλου να πείσει τους ομογενείς του μέσα από τα παραδείγματα των προγόνων τους, οι οποίοι δίχως άλλο υπήρξαν υπηρέτες της θείας Βουλής. Ομοίως, και το προκείμενο του αναγνώσματος «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν» καθώς και ο στίχος του «ὅτι δίκαιος εἶ ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐποίησας ἡμῖν» σχετίζονται άμεσα με την Εορτή των Προφητών και όσων ευηρέστησαν τον Κύριο.

Στο αλληλουιάριο (που προηγείται του ευαγγελικού αναγνώσματος) τονίζεται έξοχα η ιερατική ιδιότητα των Μωυσέως και Ααρών, αλλά και η πίστη του Κριτή Σαμουήλ που επεκαλείτο το όνομα του Θεού («Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τοῖς ἱερεῦσιν αὐτοῦ καὶ Σαμουὴλ ἐν τοῖς ἐπικαλουμένοις τὸ ὄνομα αὐτοῦ»). Εν συνεχεία, η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τον Ιωάννη (Ἰω. 1, 44-52) έρχεται ως επιβεβαίωση των αγώνων που αναφέρθηκαν στο αποστολικό ανάγνωσμα, καθώς η συγκρότηση του αποστολικού κύκλου προϋποθέτει την αποδοχή της είδησης που μεταφέρει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ, ότι «ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ». Μέσω του αναγνώσματος αυτού παρουσιάζεται η εκπλήρωση των αγώνων και των προρρήσεων των Προφητών στο πρόσωπο του Χριστού[28].

Οι αναφορές προς τους Προφήτες και η σημαντικότητα που είχε, αρχικά, αυτή η εορτή επιβεβαιώνονται και από τα τροπάρια των καθημερινών της εβδομάδας που έπεται (δηλ. κατά την Β΄ εβδομάδα των νηστειών). Όπως έχει σημειωθεί σε άλλο σημείο, το παλαιό θέμα, ακόμα και αν εκτοπίζεται ολικά από την ημέρα της Κυριακής, παραμένει ωστόσο ισχυρό κατά τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος. Ένα από τα αρκετά παραδείγματα είναι το ιδιόμελο των αποστίχων των Αίνων της Δευτέρας της Β΄ εβδομάδος: «Θαυμαστὸν ὅπλον, ἡ προσευχὴ καὶ νηστεία, αὕτη τὸν Μωσέα, νομογράφον ἔδειξε, καὶ Ἠλίαν ἐν θυσίαις ζηλωτήν, ταύτῃ προσκαρτερήσαντες πιστοί, τῷ Σωτῆρι βοήσωμεν· Σοὶ μόνῳ ἡμάρτομεν, ἐλέησον ἡμᾶς»[29], που αντλεί από την ίδια «δεξαμενή» την θεματολογία του, όπως και το δοξαστικό των Αίνων της Κυριακής.

Μέσω, λοιπόν, των λειτουργικών ψηγμάτων της εορτής των Προφητών και σε συνδυασμό με τα επάλληλα στρώματα των μετέπειτα αιώνων διαμορφώθηκε η νέα λειτουργική τάξη. Αξίζει όμως να μελετήσει κανείς και τα όσα μετέτρεψαν το παλαιό αυτό εορτολογικό θέμα στην νέα, εξίσου σημαντική εορτή.

1.2.        Εορτή της Ορθοδοξίας – Η αναστήλωση των Εικόνων

Η νέα εορτή προέκυψε, σαφώς, μετά την λήξη του ιστορικού γεγονότος της Εικονομαχίας και την Αναστήλωση των ιερών Εικόνων από την αγία Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Πόσο σημαντικό, όμως, υπήρξε το συγκεκριμένο γεγονός για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ορθόδοξη πίστη, ώστε να αλλάξει ολόκληρο το λειτουργικό μέχρι τότε καθεστώς;

1.2.1.   Ιστορικό πλαίσιο. Η εικονομαχική έριδα

Αρχικά θα πρέπει να επισημανθεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κλυδωνίστηκε για περίπου εκατόν είκοσι έτη. Η κρίση αυτή, η οποία είναι γνωστή υπό τον όρο εικονομαχία, ανάγεται στην βασιλεία του Βαρδάνη (711-713), ο οποίος θεωρείται ως προάγγελος της διαμάχης σχετικά με τις Εικόνες[30]. Η αρμενική καταγωγή του τον έκανε υπέρμαχο του μονοθελητισμού, απορρίπτοντας τις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και διατάσσοντας την καταστροφή μίας παραστάσεως που την απεικόνιζε. Με αυτόν τον τρόπο, εγκαινιάστηκε μία περίοδος κατά την οποία εμφανίστηκαν στο Βυζάντιο μονοφυσιτικές τάσεις και εικονοκλαστικές ομάδες.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, κυριαρχεί η δυναστεία των Ισαύρων, με πιθανότερη καταγωγή τους την Ανατολή, και συγκεκριμένα την Συρία[31]. Οι Αυτοκράτορες της δυναστείας αυτής έχουν πλήρη εξοικείωση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της Ανατολής, μεταφέροντας τις ιδεολογίες της στην Πρωτεύουσα[32].  Η περίοδος αυτοκρατορίας του Λέοντος Γ΄ (717-741) είναι μία περίοδος μεταρρυθμίσεων σε θέματα ιδιαίτερα διοικητικής, οικονομικής και νομικής φύσεως[33]. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό που εγκαινιάζεται με την δυναστεία των Ισαύρων, και αφορά στην παρούσα εργασία μας, είναι η στάση του Λέοντος Γ΄ εναντίον των Εικόνων.

Η στάση του αυτή ερχόταν σε αντίθεση με την ιδιαίτερα συμβολική σημασία που είχε για τους Βυζαντινούς η τιμή των Εικόνων, ήδη από την εποχή του Ιουστινιανού του Α΄. Στην όλη διαμάχη που προέκυψε συνέδραμαν, εκτός των Ισαύρων, και εκκλησιαστικοί φορείς με εικονοκλαστικές τάσεις, αλλά και η έντονη παρουσία αυτών των θεωριών στις ανατολικές επαρχίες, όπου υπήρχαν σημαντικά ποσοστά οπαδών του μονοφυσιτισμού[34]

Το πρώτο εικονομαχικό διάταγμα εκδόθηκε από τον Λέοντα Γ΄ το 730, αν και υπήρχαν και άλλες δράσεις νωρίτερα (725 ή 726), που έβαζε στο στόχαστρο τις Εικόνες και επέτρεπε κινητοποιήσεις εναντίον των Εικονόφιλων. Το συγκεκριμένο διάταγμα (το οποίο «απαντήθηκε» από τρεις λόγους του Ιωάννου Δαμασκηνού) φέρει την υπογραφή της επίσημης Εκκλησίας, και συγκεκριμένα του άρτι ενθρονισθέντος Πατριάρχου Αναστασίου, μετά την απομάκρυνση του Εικονόφιλου Πατριάρχου Γερμανού. Με αυτόν τον τρόπο, η εικονομαχική διδασκαλία περιβλήθηκε την κοσμική αλλά και την εκκλησιαστική νομιμότητα[35].

Οι διωγμοί εντάθηκαν κατά τα χρόνια του Κωνσταντίνου Ε΄ (Κοπρωνύμου) κατά τα οποία εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα και ποινές εναντίον των εικονοφίλων. Με την Σύνοδο της Ιέρειας το 754, γίνεται σαφές ότι η οποιαδήποτε απόδοση τιμής στις εικόνες επιφέρει την ποινή της καθαιρέσεως και του αναθεματισμού[36].

Η πρώτη χαλάρωση των εικονοκλαστικών μέτρων έρχεται από τον Λέοντα Δ΄, ως αποτέλεσμα επιρροής της συζύγου του Ειρήνης, η οποία με καταγωγή από την εικονόφιλη Αθήνα παρέμενε πιστή στην τιμή των Εικόνων[37]. Με την άνοδο στον θρόνο του ανήλικου υιού της Ειρήνης, Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (780-797), η εξουσία ουσιαστικά περνά στα χέρια της Αυτοκράτειρας και γίνεται η αρχή για την αποκατάσταση των Εικόνων.

Αποφασιστικό βήμα για τις κινήσεις της εικονόφιλης Ειρήνης ήταν η εκλογή του Πατριάρχου Ταρασίου με την σύγκληση «παντὸς τοῦ λαοῦ»[38], και οι προετοιμασίες για την διεξαγωγή Οικουμενικής Συνόδου, η οποία θα είχε σκοπό την αποκατάσταση των Εικόνων στην προ της εικονομαχίας κατάσταση. Η Σύνοδος συνέρχεται από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 23 Οκτωβρίου του έτους 787, στην Νίκαια της Βιθυνίας, αποτελώντας έτσι την Ζ΄ Οικουμενική και τελευταία Σύνοδο.

Η συγκεκριμένη Σύνοδος, με την συμμετοχή πλέον των τριακοσίων Επισκόπων, αποκατέστησε την τιμή των Εικόνων και των Λειψάνων των Αγίων, αποκηρύσσοντας τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας και αναθεματίζοντας τους εικονοκλάστες. Εκτός των φανερών ευεργεσιών των αποφάσεων της Συνόδου για τους ορθοδόξους εικονοφίλους, τους όπλισε επίσης με οργάνωση και θεολογική επιστημοσύνη για την οριστική νίκη τους κατά των εικονομάχων[39].

Οι αποφάσεις της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν το ζήτημα άμεσα, αφού τα εικονοκλαστικά στοιχεία δεν είχαν απομακρυνθεί τελείως, κάτι που θα αναζωπυρώσει τις ενέργειές τους. Υπό την βασιλεία του Λέοντος Ε΄ (813-820) επέρχεται ανατροπή των αποφάσεων της Συνόδου της Νικαίας, κατά το έτος 815, με το γεγονός αυτό να παγιώνεται για τα επόμενα έτη, με αποκορύφωμα την βασιλεία του Αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842). Ο θάνατός του, στις 20 Ιανουαρίου 842, σήμανε και το ουσιαστικό τέλος της εικονομαχικής έριδας[40]. Σημαντική συμβολή στην τελική επικράτηση των εικονοφίλων είχε η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία ανέλαβε την εξουσία μετά τον θάνατο του συζύγου της στην θέση του ανήλικου υιού της Μιχαήλ Γ΄.

Σύμφωνα με το συναξάρι του Τριωδίου[41], ενώ ο Θεόφιλος μαστιζόταν από εντερικά προβλήματα και ο θάνατός του ήταν δεδομένος, η σύζυγός του Θεοδώρα είδε σε όνειρο την Θεοτόκο να κρατά στην αγκαλιά της τον Κύριο και δύο Άγγελοι να επιπλήττουν και να τιμωρούν τον Αυτοκράτορα για την εικονομαχική του δράση. Το όνειρο συγκλόνισε την Θεοδώρα που προσευχόταν στο προσκεφάλι του για ημέρες. Ο Θεόφιλος, πριν αποβιώσει, προσκύνησε το εγκόλπιο κάποιου παρευρισκόμενου στο δωμάτιό του, κάτι που θεωρήθηκε ως ένδειξη μετάνοιας.

Μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα, ομάδα ασκητών Πατέρων από τον Όλυμπο της Βιθυνίας πορεύθηκαν προς τον Πατριάρχη Μεθόδιο και την Θεοδώρα, για να ζητήσουν την αναστήλωση των Εικόνων και εκείνοι αμέσως δέχθηκαν με προθυμία. Η Αυτοκράτειρα ζήτησε ως ανταίτημα την δέηση υπέρ της ψυχής του Θεοφίλου. Αυτό συνέβη με τη συμμετοχή κλήρου και λαού και μεταξύ αυτών, ονομαστών πατέρων (Μέγας Ιωαννίκιος, Αρσάκιος, Ναυκράτιος, Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί κ.ά.).

Η Θεοδώρα εκ νέου σε όνειρο είδε ότι ο Θεόφιλος έλαβε την άφεση αμαρτιών λόγω της βαθιάς της πίστης και της ένθερμης δέησης των Πατέρων. Με θαυμαστό τρόπο, μάλιστα, αφαιρέθηκε το όνομα του Αυτοκράτορα από την δέλτο με τα ονόματα των Εικονομάχων Αυτοκρατόρων και όταν το πληροφορήθηκε η Θεοδώρα συγκάλεσε με τη βοήθεια του Πατριάρχου τον λαό της Πόλης σε λιτανεία με Εικόνες και Σταυρούς. Η λιτανεία είχε πορεία από την Αγία Σοφία στην περιοχή του Μιλίου μετ’ επιστροφής, με σκοπό να τελεσθεί θεία Λειτουργία, κατά την τέλεση της οποίας αναγνώσθηκαν τα ονόματα των «εὐσεβούντων καὶ ὀρθῶς δοξαζόντων» αλλά και των «ἀσεβούντων, και μὴ τὴν τῶν Ἁγίων Εἰκόνων τιμὴν ἀποδεχομένων, ἀποκηρυχθέντων καὶ παραδοθέντων τῷ ἀναθέματι. Η συγκεκριμένη λιτανεία έλαβε χώρα στις 19 Φεβρουαρίου του 842, που έτυχε να είναι Α΄ Κυριακή των νηστειών.

Έναν χρόνο περίπου αργότερα, έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο της Εικονομαχίας με απόλυτη επικράτηση της Θεοδώρας και των εικονοφίλων, με την τοπική Σύνοδο του έτους 843. Κατ’ αυτήν, καταδικάστηκαν οι εικονομάχοι και επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Με την λήξη της Συνόδου, τελέσθηκε θεία Λειτουργία στον Ναό της Αγίας Σοφίας, την 11η Μαρτίου 843 μ. Χ., Κυριακή Α΄ των νηστειών[42]. Έκτοτε, η ανάμνηση της αναστηλώσεως των αγίων Εικόνων ορίστηκε ως ενιαύσιος πανήγυρις κατά την Α΄ Κυριακή των νηστειών εκάστου έτους, για να μην εκπέσει και πάλι η Ορθόδοξη Εκκλησία σε αυτήν την δυσσέβεια.

1.2.2.     Λειτουργική διαμόρφωση της εορτής

Όπως έγινε κατανοητό με τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, ως γενέθλιος ημέρα της εορτής της Ορθοδοξίας θεωρείται η Α΄ Κυριακή των νηστειών, 11ης Μαρτίου 843. Πληροφορίες για την πρώτη θεία Λειτουργία, που έγινε μετά την λήξη της Συνόδου, μας παρέχουν διάφοροι σύγχρονοι με αυτήν συγγραφείς, ένας εκ των οποίων είναι ο ανώνυμος χρονογράφος Συνεχιστής του Θεοφάνη. Σύμφωνα με αυτόν[43]:

«Ἐφ΄ οἷς τὴν ἐκκλησίαν ἀπολαβόντες, καὶ τῷ Μεθοδίῳ ἁγιωτάτῳ τὴν τῆς ἀρχιερωσύνης ἀποδεδωκότες τιμήν, τῇ πρώτῃ τῶν ἁγίων Νηστειῶν Κυριακῇ σὺν αὐτῇ τῇ Δεσποίνῃ πάννυχον ὑμνῳδίαν ἐν τῷ κατὰ τὰς Βλαχέρνας ἱερῷ τεμένει τῆς ὑπεραγίας ἡμῶν Δεσποίνης καὶ Θεοτόκου τετελεκότες, τῇ ἕωθεν μετὰ λιτῆς τῷ μεγάλῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου τεμένει καταλαμβάνουσι· Καὶ τὸν κόσμον αὐτῆς αὖθις ἀναλαμβάνει ἡ ἐκκλησία, τῆς ἁγίας μυσταγωγίας τελειωθείσης ἁγνῶς».

Ο Συνεχιστής του Θεοφάνη, μέσω του παραπάνω αποσπάσματος, μας μεταφέρει με πολύ ζωντανό τρόπο στην ιστορική ημέρα, όταν συνέβη το γεγονός της αναστηλώσεως των ιερών Εικόνων. Διασώζει το γεγονός ότι επρόκειτο για την Α΄ Κυριακή των νηστειών και τελέσθηκαν δύο ακολουθίες με Πατριάρχη τον Μεθόδιο. Το απόγευμα η ακολουθία της Παννυχίδος στον Ναό των Βλαχερνών, ενώ το πρωί η θεία Λειτουργία στον Ναό της του Θεού Σοφίας. Από εκείνη την στιγμή επετεύχθη η αποκατάσταση της Ορθοδοξίας.

Όπως είναι φυσικό, η νέα εορτή δεν υπερίσχυσε στο σημείο που φαίνεται σήμερα εξ αρχής, αλλά υπήρξε μία περίοδος συνεορτασμού με το παλαιό θέμα και σταδιακής αναμόρφωσης. Στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας (9-10ος αι.)[44] αγνοείται παντελώς η θέσπισή της, ίσως και λόγω του γεγονότος της χρονικής εγγύτητας με την καθιέρωση του νέου θέματος.

Αντίθετα, στο χφ. αρ. 104 Α της Δρέσδης[45], διακρίνουμε διάταξη για την ακολουθία της Παννυχίδος που ετελείτο στον Ναό των Βλαχερνών. Μετά την απόλυση της ακολουθίας, περιγράφεται η λιτανεία με την συμμετοχή του Πατριάρχου και του Αυτοκράτορα, η οποία κατέληγε στον Ναό. Στο τέλος της όλης ακολουθίας διαβαζόταν το Συνοδικό για την αναστήλωση των ιερών Εικόνων.

 Λίγους αιώνες, αργότερα, δηλαδή περί τις αρχές του 12ου αι., το Τυπικό της Μονής του Σωτήρος Χριστού στη Μεσσήνη της Ιταλίας περιγράφει την Α΄ Κυριακή των νηστειών ως[46] «τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ μνήμη τῶν ἁγίων προφητῶν Μωυσέως και Ἀαρών» στην οποία περιλαμβάνονται υμνογραφικά στοιχεία και για τις δύο εορτές. Από την άλλη, την ίδια εποχή, το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[47] στην Κωνσταντινούπολη περιγράφει την Κυριακή μόνο ως «τῆς Ὀρθοδοξίας», αλλά στις τυπικές του διατάξεις συνυπάρχουν τα των δύο εορτών με τα αναστάσιμα.

Όπως διαφαίνεται από τα δύο προαναφερθέντα Τυπικά του 12ου αι., η εορτή της Ορθοδοξίας έχει παγιωθεί και λάβει σε πολύ μεγάλο βαθμό την μορφή που συναντούμε και σήμερα στο Τριώδιο. Η νέα αυτή λειτουργική τάξη προτάσσει έντονα την εορτή της αναστηλώσεως των Εικόνων, σε σχέση με εκείνη των Προφητών.

Εν πρώτοις, η ύπαρξη της ακολουθίας του μικρού Εσπερινού[48] δηλώνει την εορταστική διάθεση του κλίματος που προβλέπει την τέλεση αγρυπνίας[49]. Επιπλέον, στον μεγάλο Εσπερινό, μετά τα αναστάσιμα στιχηρά αλλά και τα δύο προσόμοια των Προφητών έπονται άλλα δύο, όμοια προς τα προηγούμενα, προσόμοια αφιερωμένα στην εορτή της Ορθοδοξίας, αλλά και το Δοξαστικό ιδιόμελο σε ήχο β΄, συνοδευόμενο από το σχετικό δογματικό θεοτοκίο του ήχου της εβδομάδος. Ξεχωριστή και καθ΄ όλα αναγκαία είναι η αναφορά στην φράση του Δοξαστικού που επισημαίνει την προσκύνηση προς την αγία του Χριστού εικονογραφημένη μορφή, αλλά όχι την θεοποίησή της («εὐσεβῶς προσκυνουμένη, οὐ θεοποιουμένη»).

Εν συνεχεία, στην ακολουθία της Λιτής απουσιάζουν σχετικά ιδιόμελα της νέας εορτής, ενώ το Δοξαστικό αναφέρεται στην παλαιά, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Στα απόστιχα, ωστόσο, το Δοξαστικό ιδιόμελο είναι σχετικό με την Αναστήλωση των Εικόνων, με σαφείς προτροπές προς τον λαό να ασπασθεί την απεικόνιση του Κυρίου και των Αγίων. Αξίζει να αναφερθεί η επίκληση του Υμνογράφου στην αυθεντία του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος τονίζει ότι «ἡ γὰρ τιμὴ τῆς Εἰκόνος ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει»[50].

Η ακολουθία του Όρθρου, στην οποία εμπεριέχονται ο πλήρης Κανόνας, το Κοντάκιο, τα Εξαποστειλάρια και τα στιχηρά προσόμοια των Αίνων, έχει μία διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος. Ενώ, λοιπόν, στον Εσπερινό υπογραμμίζεται το χαρμόσυνο γεγονός και η επικράτηση της Ορθόδοξης Πίστης, στον Όρθρο, και δη στον Κανόνα, περιγράφεται και η διάθεση για επίρριψη ευθυνών σε εκείνους που με την στάση τους «πλήγωσαν» την πίστη αυτή. Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός πως ποιητής του Κανόνα είναι ο Ομολογητής Θεοφάνης ο Γραπτός. Ο Όσιος Θεοφάνης, γνωστός και ως «ποιητής των Κανόνων», υπήρξε μία από τις ξεχωριστές προσωπικότητες της εικονομαχικής περιόδου, καθώς υπέστη σκληρά βασανιστήρια και διωγμούς, μαζί με τον αδερφό του Θεόδωρο, εξαιτίας του εικονόφιλου αγώνα τους[51]. Επομένως, ως άνθρωπος δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος από τα όσα έζησε.

Πιο συγκεκριμένα και πέρα από τις αναφορές στην επικράτηση της Ορθοδοξίας, αναφέρεται στην θεϊκή συγκυρία να ανέλθει στον θρόνο ο ανήλικος Μιχαήλ υπό την επίβλεψη της Θεοδώρας («Μιχαὴλ Θεοδώρας τε τῶν εὐσεβῶς τῆς Πίστεως ἀντεχομένων Βασιλέων ἡμῶν»[52]) αλλά και στην επηρμένη οφρύ των αιρετικών η οποία κατεβλήθη από την θεϊκή δύναμη («Οὐκέτι τῶν ἀσεβῶν, αἱρετικῶν νῦν ἡ ὀφρὺς αἴρεται· ἡ γὰρ Θεοῦ δύναμις, τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐκράτυνε»[53]).

Η τυπική διάταξη της ημέρας, κατά την σημερινή τάξη, ορίζει ως Καταβασίες τους ειρμούς του συγκεκριμένου Κανόνα. Πρόκειται για διατήρηση της αρχαιότερης συνήθειας, κατά την οποία ο ειρμός του τελευταίου Κανόνα εκάστης ωδής ψαλόταν ως Καταβασία στο τέλος της. Ωστόσο, κάποια Τυπικά του Αγίου Όρους, και πιο συγκεκριμένα των Μονών Διονυσίου, Αγίου Παύλου και Κωνσταμονίτου ορίζουν τις Καταβασίες της Θεοτόκου (Ἀνοίξω τὸ στόμα μου) για όλες τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πλην της τρίτης[54]. Αντίστοιχη διάταξη υπάρχει και στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου[55], η οποία όμως ανατρέπεται από το χφ. Τριώδιο της μονής, στο οποίο ορίζονται Καταβασίες οι ειρμοί «Θαλάσσης τὸ ἐρυθραῖον».

Σημαντική, επίσης, είναι η περίπτωση του Οίκου του Κοντακίου, στην οποία ο ποιητής επιλέγει να συνυφάνει το περιεχόμενο των δύο εορτών, παλαιάς και νέας, με την αναφορά στους Προφήτες αλλά και στην αγιογράφηση της μορφής του Κυρίου, στην οποία αναγνωρίζεται το πρόσωπο του Σωτήρος. Είναι, μάλλον, δεδομένο πως ο ποιητής έχει ακόμα νωπή στο νου του την μέχρι προ ολίγου επικρατούσα εορτή της ημέρας, που αποτελεί πηγή έμπνευσης για τη σύνθεση του Κοντακίου. Παρακάτω στην ανάγνωση του Συναξαρίου (κατά την σημερινή τάξη) δεν υπάρχει μνεία στην εορτή των Προφητών, αλλά ξεκάθαρα αποτυπώνεται το περιεχόμενο της νέας εορτής και υπογραμμίζονται οι κυρίαρχες μορφές της πολιτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης που επανέφεραν το ορθό δόγμα.

Ὁ Οἶκος.
«Τοῦτο τὸ τῆς Οἰκονομίας μυστήριον, πάλαι Προφῆται θειωδῶς ἐμπνευσθέντες, δι' ἡμᾶς, τοὺς εἰς τὰ τέλη τῶν αἰώνων καταντήσαντας, προκατήγγειλαν, τῆς τούτου τυχόντες ἐλλάμψεως. Γνῶσιν οὖν θείαν δι' αὐτοῦ λαβόντες, ἕνα Κύριον τὸν Θεὸν γινώσκομεν, ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι δοξαζόμενον, καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύοντες, μίαν Πίστιν, ἓν Βάπτισμα ἔχοντες, Χριστὸν ἐνδεδύμεθα. Ἀλλ΄ ὁμολογοῦντες τὴν σωτηρίαν, ἔργῳ καὶ λόγῳ, ταύτην ἀνιστοροῦμεν[56]».
Συναξάριον.
«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρώτῃ τῶν Νηστειῶν, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν Εἰκόνων, γενομένης παρὰ τῶν ἀειμνήστων Αὐτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως, Μιχαὴλ καὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Θεοδώρας, ἐπὶ τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καὶ Ὁμολογητοῦ Μεθοδίου».

Στην πορεία της ακολουθίας  βλέπουμε να προστίθενται τα σχετικά Eξαποστειλάρια και τα στιχηρά των Aίνων, μετά το του εωθινού και των αναστασίμων ιδιομέλων αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις υμνογραφημάτων υπάρχει διάθεση θριαμβευτική, χαρμόσυνη, δοξολογική και συνάμα ενωτική (ὁμόνοιαν, συμφωνίαν), μα και ξεκάθαρης απόστασης από την αίρεση αφού «Ῥομφαῖαι νῦν ἐξέλιπον, τῆς δυσμενοῦς αἱρέσεως, καὶ τὸ μνημόσυνον ταύτης, ἐξηφανίσθη μετ' ἤχου». Στα δε προσόμοια των Αίνων προβάλλεται η διάθεση για προτροπή των πιστών στην προσκύνηση τῶν εκτυπωμάτων, αλλά παράλληλα υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί για την εξ ανατολών προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης από τους παῖδας τοῦ Μάνεντος. Στο τελευταίο, ωστόσο, τροπάριο επανέρχεται η προσπάθεια της θεοβραβεύτου ὁμονοίας.

Σύμφωνα με το Τυπικό του Αγίου Σάββα[57], το οποίο μιμείται την πρώτη εκείνη ιστορική λιτανεία, με το τέλος του Όρθρου και πριν την έναρξη της θείας Λειτουργίας λιτανεύονται τα τεμάχια του Τιμίου Ξύλου και οι σεπτές Εικόνες μέχρι κάποιον προκαθορισμένο τόπο, στον οποίο αναγινώσκεται το Συνοδικό[58], καθώς ψάλλεται και ο σχετικός Κανόνας του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Η συγκεκριμένη διάταξη, όπως θα δούμε αναλυτικά στην επόμενη ενότητα, σήμερα τηρείται με διαφορετικό τρόπο και αφού έμεινε για πολλούς αιώνες αδρανής.

Όλα τα παραπάνω, όπως εύλογα μπορεί κανείς να συμπεράνει, δεν άλλαξαν εν μιά νυκτί. Αντιθέτως, υπήρξαν μεταβατικά διαστήματα και μάλιστα μεγάλα. Αυτό αποδεικνύεται μέσα από την συγκριτική μελέτη των Τυπικών διατάξεων που έγινε και τα αποτελέσματά της φανερώθηκαν σε όσα σημειώσαμε παραπάνω.

Εν κατακλείδι, το διπλό θεματικό περιεχόμενο της Α΄ Κυριακής των νηστειών φαίνεται πως συνυφαίνεται από τις εορτές των Προφητών και της αναστηλώσεως των Εικόνων. Το ένα φαίνεται πως εκτοπίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το άλλο, καθώς το δεύτερο λόγω ιστορικών και δογματικών λόγων αλλά και του ότι επρόκειτο περί νεώτερου θέματος, επικράτησε και αποτέλεσε μία μεγάλη και ξεχωριστή γιορτή, την Εορτή της Ορθοδοξίας. Η σύγχρονη λειτουργική παράδοση διατηρεί ακόμα ανεξίτηλα τα σημάδια της παλαιάς εορτής σε ορισμένα σημεία, κυρίως στα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας και μερικά τροπάρια, και εξυμνεί την Αναστήλωση των Εικόνων μέσω των ακολουθιών και της σχετικής λιτανείας, εις μίμησιν της πρώτης ιστορικής εκείνης λιτανείας της Α΄ Κυριακής των νηστειών του 842, με σκοπό να μην εκπέσει κλήρος και λαός στο ίδιο ατόπημα.

1.2.3.     Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας

Άρρηκτα συνδεδεμένο με την εορτή της αναστηλώσεως των ιερών Εικόνων είναι το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας. Σύμφωνα με τον ορισμό, Συνοδικόν καλείται κάθε απόφαση μίας Συνόδου, η οποία συνέρχεται για να αντιμετωπίσει διάφορα δογματικά θέματα ή και άλλης φύσεως προβλήματα που ταλανίζουν την Εκκλησία[59]. Ειδικότερα, ως Συνοδικόν της Ορθοδοξίας καλούνται οι αποφάσεις που έλαβε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787 μ. Χ.), δηλαδή η Β΄ Σύνοδος της Νικαίας, σχετικά με το θέμα των ιερών εικόνων που ταλαιπώρησε για περίπου εκατόν είκοσι έτη την Εκκλησία.

Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας είναι το γεγονός των προσθηκών που έγιναν πάνω στο αρχικό κείμενο, με αποτέλεσμα η θεματολογία του να φτάνει μέχρι και την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς (1453 μ. Χ.). Με αυτόν τον τρόπο, το τελικό κείμενο περιλαμβάνει, εκτός των Όρων της Β΄ Συνόδου της Νικαίας (Ζ΄ Οικουμενικής), αποφάσεις τοπικών Συνόδων συγκληθεισών υπό των Κομνηνών[60], καθώς και (το σημαντικότερο) τις αποφάσεις των Συνόδων του 14ου αι. (πρόκειται κυρίως για τις Συνόδους[61] των ετών 1341, 1347 και 1351 μ. Χ.), σχετικά με την ησυχαστική έριδα.

Η σύνταξη του αρχικού κειμένου του Συνοδικού της Ορθοδοξίας, που αφορούσε το ζήτημα της προσκυνήσεως των ιερών Εικόνων, αποδίδεται στον Άγιο Μεθόδιο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, με την ανάγνωσή του να αποτελεί ένα είδος ακολουθίας[62]. Το συγκεκριμένο κείμενο δεν σώζεται, άρα δεν είναι γνωστή η ακριβής σύνθεση και το περιεχόμενό του[63]. Είναι βέβαιο ότι υπέστη πολλές τροποποιήσεις και προσθαφαιρέσεις, καθώς και ότι διέφερε ανάμεσα στις κατά τόπον Εκκλησίες[64].

Η αρχαιότερη μαρτυρία για το κείμενο του Συνοδικού διασώζεται σε μία ομιλία, εκφωνημένη για την Κυριακή της Ορθοδοξίας, η οποία αποδίδεται στον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο (1043-1059 μ. Χ.)[65] ή έχει συνταχθεί επί της Πατριαρχίας του[66]. Στην συγκεκριμένη ομιλία διακρίνουμε ολοκληρωμένο το πρώτο μέρος του Συνοδικού, για το οποίο ο Μιχαήλ Κηρουλάριος είναι βέβαιο ότι βασίστηκε σε παλαιότερη μορφή του[67].

Από την σκοπιά της θεματολογίας, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το Συνοδικό της Ορθοδοξίας είναι ένα συνοπτικό κείμενο, το οποίο περιλαμβάνει περιληπτικώς ολόκληρη την διδασκαλία της Εκκλησίας[68], γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη αξία και σημασία. Μέσα σε αυτό συναντούμε τις δογματικές θέσεις της για διάφορα ζητήματα, όπως για την προσκύνηση των ιερών Εικόνων, την καταδίκη της φιλοσοφίας-μεταφυσικής, την θεολογία περί του ακτίστου Φωτός αλλά και την θέση της περί του Ησυχασμού.

Οι αναφορές στα επιμέρους αυτά ζητήματα γίνονται μέσω πολυχρονισμών των Αγίων Πατέρων και Ομολογητών (αἰωνία ἡ μνήμη τρίς) αλλά και διά αναθεματισμών των αιρετικών (ἀνάθεμα τρίς). Η συμμετοχή του παρισταμένου Λαού, με τις απαντήσεις εις τρίτον, φανερώνει την σημασία που δίνεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την εγκυρότητα των πράξεών της διά μέσου του τελικού κριτηρίου της αποδοχής των Πιστών[69]. Τα αναθέματα που λέγονται δεν είναι προϊόν μισαλλοδοξίας και φανατισμού, αλλά αποτελούν, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, ιατρικές ενέργειες, που σκοπό έχουν την προφύλαξη του πληρώματος της Εκκλησίας από αιρετικές δοξασίες, αλλά και την επισημοποίηση της αποκοπής των αιρετικών από το σώμα της Εκκλησίας, ως αποτέλεσμα των ελεύθερων επιλογών τους[70].

Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης θεωρεί την σύνδεση του Συνοδικού με την Τεσσαρακοστή σημαντική για τον εξής λόγο[71]. Ισχυρίζεται ότι η ανάγνωσή του λαμβάνει την έννοια της απαγγελίας του Συμβόλου της Πίστεως πριν την αναφορά της θείας Λειτουργίας. Σκοπός είναι, όπως και κατά την θεία Ευχαριστία, να εκφρασθεί η ενότητα του πληρώματος της Εκκλησίας για την μετοχή του στο επερχόμενο Πάθος του Κυρίου. Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν ότι το τεσσαρακονθήμερο αποτελούσε προβαπτισματική περίοδο, τότε το Συνοδικό επιτελεί τον ρόλο του Συμβόλου της πίστεως, το οποίο απαγγέλλεται κατά το μυστήριο της Βαπτίσεως[72].

Από λειτουργικής απόψεως, το Συνοδικό, όπως προελέχθη, εντάσσεται στην ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας, αποτελώντας ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της. Αρχικά, όπως σημειώνει ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης[73], η θέση του κατά τον 9ο-10ο αι. ήταν μετά τον Τρισάγιο Ύμνο και πριν τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας.

Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη υποενότητα, στο χφ. της Δρέσδης   αρ. 104 A (11ος αι.)[74], γίνεται αναφορά στην ακολουθία της Παννυχίδος, η οποία ετελείτο αφ΄ εσπέρας στον Ναό των Βλαχερνών. Μετά την απόλυση της ακολουθίας περιγράφεται η τελετή λιτανείας με την συμμετοχή του Πατριάρχου και του Αυτοκράτορα. Κατ΄ αυτήν, εψάλλετο το τροπάριο «Τὴν τῶν ἀληθινῶν δογμάτων», το κοντάκιο της ημέρας «Ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος τοῦ Πατρός», και αφού γινόταν η προσκύνηση του Σταυρού και του Ευαγγελίου από τον Βασιλέα, ακολουθούσε είσοδος στον Ναό, όπου ψάλλεται το τροπάριο «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ». Εν συνεχεία, ψαλλόταν το Τρισάγιο, γινόταν η άνω καθέδρα με την συμμετοχή των Μητροπολιτών, και αναγινωσκόταν το Συνοδικό, ειρηνεύοντος στο τέλος του Πατριάρχου.

Στο Τυπικό της μονής Ευεργέτιδος δεν παρέχονται σαφείς πληροφορίες για την ύπαρξη και θέση του Συνοδικού. Αυτό που σημειώνεται είναι η ανάγνωση διαφόρων κειμένων σχετικών με τις Εικόνες και την Ορθοδοξία, μετά τα καθίσματα που αναφέρονται στην παλαιά εορτή των Προφητών (τα μετά τον Πολυέλεο). Μεταξύ αυτών των κειμένων, γίνεται αναφορά και σε ένα το οποίο Ζήτει καὶ ἕτερον ὑπόμνημα, ἱστορικὸς λόγος, ἐπέχων(;) περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας[75]. Ερευνητέο είναι το ζητούμενο αν αυτός ο ἱστορικὸς λόγος αποτελεί το Συνοδικό της Ορθοδοξίας.

Στο Τυπικό του Σωτήρος της Μεσσήνης δεν γίνεται κάποια σχετική αναφορά περί τελετής ή αναγνώσεως Συνοδικού, οπότε δεν μπορούμε να εξαγάγουμε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα. Η μόνη αναφορά που υπάρχει, αντίστοιχη με το Τυπικό της Ευεργέτιδος, είναι για την ανάγνωση ενός λόγου του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού περί των Εικόνων, μετά την Υπακοή του Όρθρου[76].

Αντίθετα με τα παραπάνω, στο Τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα (πρώτη έκδοση το 1545) γίνεται εκτενής αναφορά στην τυπική διάταξη της λιτανείας των ιερών Εικόνων και στην ανάγνωση του Συνοδικού. Όπως σημειώνεται[77]: «μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου λιτανεύομεν κοινῶς μετὰ τῶν ἁγίων τοῦ Σταυροῦ ξύλων καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ἀπερχόμεθα ἐν τόπῳ ὡρισμένῳ, ὅπου δεῖ ἀναγινώσκειν τὸ Συνοδικόν … ψάλλομεν τὸν κανόνα τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου … λέγομεν τὸ τροπάριον Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου».

Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, όπως είδαμε, το κείμενο του Συνοδικού παγιώθηκε και δεν υπέστη αλλαγές. Το σημαντικότερο όμως που συνέβη αυτήν την περίοδο είναι η διακοπή της αναγνώσεώς του αλλά και ολόκληρης της τελετής. Η μόνη αναφορά που παρέμεινε είχε να κάνει με την δέηση «Ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ΄ αἰῶνος κεκοιμημένων Βασιλέων, Πατριαρχῶν»[78]. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει μέχρι και σήμερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με το όλο τελετουργικό να απουσιάζει και από το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, εκδοθέν υπό του Γ. Βιολάκη. Στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, αντίθετα, τελείται η σχετική λιτανεία[79].

Επίσης, στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου (συνταχθέν επί τουρκοκρατίας), δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ούτε για την λιτανεία, ούτε και για το Συνοδικόν. Στο χφ. Τριώδιο αρ. 149  της μονής, όμως, παρατηρούμε ότι διασώζεται όλη η ακολουθία της λιτανείας με την ανάγνωση του Συνοδικού. Απουσία οποιασδήποτε τελετής διακρίνουμε να υφίσταται στα αθωνικά Τυπικά[80]. Αντίστοιχη απουσία παρατηρούμε σήμερα και στα Σιναϊτικά Δίπτυχα, όπου επισημαίνεται η μη πρόβλεψη της λιτανείας, εξαιτίας του ότι η εικονοκλαστική έριδα δεν έφθασε ποτέ στο όρος του Σινά[81].

Στην Εκκλησία της Ελλάδος, μετά την διακοπή τόσων αιώνων, γίνεται η επαναφορά της αναγνώσεως αποσπάσματος του Συνοδικού και της λιτανείας από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κυρό Χρυσόστομο Α΄ (1923-1938)[82]. Στο ημερολόγιο της ελλαδικής Εκκλησίας του έτους 1935 αναγράφεται από τον Εμ. Φαρλέκα η καθιερωθείσα τάξη, η οποία εν συνεχεία τίθεται και στις εκδόσεις των επόμενων ετών. Τομή αποτελεί το έτος 1970, όταν για πρώτη φορά σημειώνονται δύο διατάξεις, μία των Αθηνών και μία των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας.

Στην σημερινή λειτουργική πρακτική, στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος (έτους 2021) συνεχίζεται η αναφορά σε διπλή τάξη, την συνήθη και των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων[83]. Η λιτανεία και με τις δύο τάξεις τίθεται μετά την απόλυση του Όρθρου, όπως γενικά συμβαίνει με όλες τις ακολουθίες και τελετές του έτους, οι οποίες δεν τελούνται μετά την θεία Λειτουργία (Μέγας Αγιασμός, τελετή Σταυροπροσκυνήσεως κ. ά.), αλλά πάντα πριν από αυτήν. Η κατάσταση όμως που έχει δημιουργηθεί, οδήγησε de facto σε ανατροπή της διάταξης αυτής και συνήθως τέλεση της λιτανείας στο τέλος της θείας Λειτουργίας.

Συνοπτικά, η συνήθης τάξη περιγράφεται ως εξής: Γίνεται περιφορά από τις τέσσερις πλευρές του Ναού, ενώ ψάλλεται το Απολυτίκιο «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου». Σε κάθε πλευρά πραγματοποιείται δέηση υπέρ των ζώντων και των κεκοιμημένων, μέχρις ότου στην δυτική είσοδο του Ναού ή στον σολέα διαβάζεται απόσπασμα του Συνοδικού. Η λιτανεία τελειώνει με την ψαλμώδηση του Μεγάλου Προκειμένου «Τίς Θεὸς μέγας».

Η τάξη των Πατριαρχείων περιγράφεται με αυτόν τον τρόπο: «Σχηματίζεται ἱερὰ πομπὴ ὡς ἑξῆς· προπορεύονται οἱ κρατοῦντες κηρολαμπάδας, εἶτα οἱ φέ-   ροντες τὰ λάβαρα, τοὺς φανούς, τὰ ἑξαπτέρυγα· ἀκολουθοῦν οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν, εἶτα οἱ Ἱερεῖς καὶ οἱ φέροντες τὰς ἱ. εἰκόνας χριστιανοί, καὶ τέλος διάκονοι μετὰ θυμιατηρίων θυμιῶντες τὸν εἰς χεῖρας τοῦ ἀρχιερέως εὑρισκόμενον τίμιον Σταυρὸν (ἢ τὴν μικρὰν φορητὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ)». Η τελετή αρχίζει εντός του Ναού, με την ανάγνωση μέρους του Συνοδικού. Στην συνεχεία γίνεται περιφορά ψαλλομένου του Απολυτικίου. Σε κάθε στάση στις πλευρές του Ναού, αναγινώσκεται ένα άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως και ένα απόσπασμα του Συνοδικού. Η τελετή λαμβάνει πέρας με το «Τίς Θεὸς μέγας».

Ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Παπαγιάννης στο Σύστημα Τυπικού[84] θεωρεί λιτές και ελλιπείς τις ανωτέρω δύο διατάξεις των Διπτύχων. Για τον λόγο αυτόν καταρτίζει και προτείνει μία ακολουθία αρκετά εκτενέστερη. Κατ΄ αυτήν, αυξάνει κατά πολύ τα αποσπάσματα του Συνοδικού, ενώ θεσπίζει και την χρήση του λησμονημένου Κανόνα του (φερόμενου ως) του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Στο τέλος τοποθετεί τις διακονικές δεήσεις και το «Τίς Θεὸς μέγας».

Δύο ακόμα λειτουργικές επισημάνσεις οφείλουμε να κάνουμε σχετικά με την ακολουθία της λιτανείας των ιερών Εικόνων κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η πρώτη έχει να κάνει με το Απολυτίκιο της ημέρας «Τὴν ἄχραντον εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ». Σύμφωνα με τον A. Baumstark[85], η σύνθεση του συγκεκριμένου τροπαρίου ανάγεται πολύ πριν την εικοναμαχική έριδα, και συγκεκριμένα κατά τον 5ο-6ο αι., αποτελώντας έτσι έναν από τους αρχαιότερους ύμνους. Η καθημερινή του χρήση στις ακολουθίες (ΣΤ΄ Ώρα και ακολουθία του Καιρού) φανερώνει την αξία του στην λειτουργική πράξη.

Ένας επιπλέον σχολιασμός που πρέπει να γίνει αφορά στον Κανόνα, ο οποίος σύμφωνα με το βιβλίο του Τριωδίου και τα Τυπικά, ψάλλεται κατά την λιτανεία και αποδίδεται στον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη. Με μία φιλολογική έρευνα στο κείμενο του εν λόγω Κανόνα, συμπεραίνουμε με ασφάλεια ότι αυτός έχει γραφτεί μετά το ιστορικό γεγονός της αναστηλώσεως των εικόνων της 11ης Μαρτίου 843. Προς πιστοποίηση του ισχυρισμού αυτού παρατίθενται αποσπάσματα από τον Κανόνα:

ᾠδὴ α΄ : «Ἐπεφάνη ἀληθῶς, ἡ θεία χάρις τῇ Οἰκουμένῃ…Τοῦ Κυρίου τὴν μορφὴν ἀπολαβοῦσα ἡ Ἐκκλησία…οὗ τὸ εἶδος τῆς μορφῆς, ἐν      προσκυνήσει ἔχομεν».
ᾠδὴ γ΄ : «Εὐφραίνεσθε ἅπαντες, χοροὶ Πατέρων καὶ Ἀποστόλων, καθορῶντες τὴν προσκύνησιν τῶν Εἰκόνων…»
ᾠδὴ δ΄ : «…τὰ Λείψανα, καὶ Εἰκονίσματα τῶν Μαρτύρων, ἀξίως        προσκυνείσθωσαν».

Όπως παρατηρούμε, ο ποιητής του Κανόνα γνώριζε για το γεγονός της αναστηλώσεως των Εικόνων, άρα τον γράφει μετά από αυτήν. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης εκοιμήθη κατά το έτος 826, αρκετά έτη πριν από την αναστήλωση, άρα αγνοούσε την έκβαση αυτή. Εξ όλων των ανωτέρω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν είναι συνθέτης του συγκεκριμένου ποιήματος[86].

 

[1] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, Τυπικὸν – Κῶδιξ 83 (1580), Ἐπιμέλεια ἀνατύπωσης, διόρθωσης χφ. και εἰσαγωγή: Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ἅγια Μετέωρα 2018, σ. 397.

[2] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 335.

[3] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 39.

[4] Galadza, .π., p. 314.

[5] Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σ. 14.

[6] αυτόθι, σ. 36 - 37.

[7] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, pp. 20 - 22.

[8] Ἰωαννίδου Χρυσοβαλάντη, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν Ψαλτικὴ Τέχνη (Διπλωματική ἐργασία), Θεσσαλονίκη 2009, σ. 38, σημ. 25.

[9] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 540.

[10] αυτόθι, σ. 541.

[11] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, pp. 57-60.

[12] Μακαρίου Ἱερομ., .π., σ. 541.

[13] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 69.

[14] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 34.

[15] Ἠσαΐας, 40, 3.

[16] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, Β΄, ὅ.π., p. 20.

[17] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 520.

[18] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, ὅ.π., σ. 397.

[19] αυτόθι, σ. 398.

[20] Πρόκειται περί του τροπαρίου που είδαμε να αναφέρεται στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας και η χρήση του είναι αρκετά συχνή από πολλά Τυπικά. Μάλιστα δε, παρατηρούμε ότι κατά την σύγχρονη λειτουργική πρακτική, το συγκεκριμένο τροπάριο ψάλλεται μετά το τέλος του Κανόνα της λιτανείας της αναστηλώσεως των αγίων Εικόνων. 

[21] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, ὅ.π., p. 521

[22] Για περισσότερα ανέκδοτα υμνογραφικά κείμενα της εορτής των Προφητών βλ. Ἰωαννίδου, Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὁρθοδοξίας, ὅ.π., σσ. 269-288 και  Ἰωαννίδου Χρυσοβαλάντη, «Ἡ ἐκτὸς τοῦ Τριωδίου ὑμνογραφία τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ οἱ ἀδημοσίευτοι ὕμνοι της», Θεολογία - Τριμηνιαία Ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος 90ος, τεῦχος 4ο, Ὀκτώβριος - Δεκέμβριος 2019, σσ. 191-227.

[23] Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ, ὃν ἔθηκε κληρονόμον πάντων, δι᾽ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν.

[24] Σε ήχο πλάγιο του β΄ κατά το προσόμοιο «Ὅλην ἀποθέμενοι»: (α) Σὲ τὸν ἀκατάληπτον, πρὸ ἑωσφόρου ἀνάρχως, ἐξ ἀΰλου λάμψαντα, ἀσωμάτου τε γαστρὸς τοῦ Γεννήτορος, οἱ Προφῆται Κύριε, οἱ τῷ σῷ Πνεύματι, ἐμπνευσθέντες προηγόρευσαν, Παιδίον ἔσεσθαι, ἐξ Ἀπειρογάμου σαρκούμενον, ἀνθρώποις συναπτόμενον, καὶ τοῖς ἐπὶ γῆς καθορώμενον· δι' ὧν ὡς Οἰκτίρμων, ἐλλάμψεως ἀξίωσον τῆς σῆς, τούς ἀνυμνοῦντας τὴν ἄφραστον, σοῦ σεπτὴν Ἀνάστασιν. (β) Λόγῳ σε κηρύξαντες, οἱ θεηγόροι Προφῆται, καὶ ἔργοις τιμήσαντες, ἀτελεύτητον ζωὴν ἐκαρπώσαντο· τῇ γὰρ κτίσει Δέσποτα, παρὰ σὲ τὸν Κτίσαντα μὴ λατρεύειν καρτερήσαντες, τὸν Κόσμον ἅπαντα, εὐαγγελικῶς ἀπεστράφησαν, καὶ σύμμορφοι γεγόνασιν, οὗπερ προηγόρευσαν Πάθους σου· ὧν ταῖς ἱκεσίαις, ἀξίωσον ἀμέμπτως διελθεῖν, τῆς ἐγκρατείας τὸ στάδιον, μόνε Πολυέλεε. (Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 134).

[25] Χαίρετε Προφῆται τίμιοι, οἱ τὸν νόμον Κυρίου καλῶς διαταξάμενοι, καὶ τῇ πίστει φανέντες, ἀπόρθητοι στῦλοι ἀκλινεῖς· ὑμεῖς γὰρ καὶ μεσῖται ὤφθητε τῆς νέας Διαθήκης Χριστοῦ, καὶ μεταστάντες πρὸς Οὐρανόν, αὐτὸν ἱκετεύσατε, εἰρηνεῦσαι τὸν Κόσμον, καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν. (Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σ. 134).

[26] Μωσῆς τῷ καιρῷ τῆς ἐγκρατείας, Νόμον ἐδέξατο, καὶ λαὸν ἐπεσπάσατο, Ἠλίας νηστεύσας, οὐρανοὺς ἀπέκλεισε· τρεῖς δὲ Παῖδες Ἀβραμιαῖοι, τύραννον παρανομοῦντα, διὰ νηστείας ἐνίκησαν. Δι' αὐτῆς καὶ ἡμᾶς Σωτὴρ ἀξίωσον, τῆς Ἀναστάσεως τυχεῖν, οὕτω βοῶντας· Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σ. 139).

[27] Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Φίλια, το συγκεκριμένο αποστολικό ανάγνωσμα είναι το μοναδικό ανάμεσα στα πέντε των Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής της σύγχρονης λειτουργικής πρακτικής, το οποίο έχει άμεση σχέση με το εορτολογικό θέμα της ημέρας (εορτή των Προφητών) και μπορεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο να αιτιολογηθεί η επιλογή του. Βλ. Φίλια Γεωργίου, «Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου», στο Πρακτικὰ Ε΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2004, σ. 211.

[28] Φίλια, «Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα», ὅ.π., σ. 213.

[29] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σ. 154.

[30] Ostrogorsky Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμος α΄, μτφρ. Ἰωάννης Παναγόπουλος, ἐκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 1978, σ. 15.

[31] Vasiliev A. A., Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τόμος α΄, μτφρ. Δημοσθένης Σαβράμης, Πάπυρος, Ἀθἠνα 1995, σ. 298.

[32] αυτόθι, σ. 327.

[33] Ostrogorsky, ὅ.π., σ. 22

[34] αυτόθι σ. 25.

[35] αυτόθι σ. 29.

[36] Vasiliev, ὅ.π., σ. 331.

[37] Ostrogorsky, ὅ.π., σ. 43.

[38] αυτόθι, σ. 45.

[39] Vasiliev, ὅ.π., σ. 336

[40] Ostrogorsky, ὅ.π., σ. 82.

[41] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σσ. 137 - 138.

[42] Vasiliev, ὅ.π., σ. 364.

[43] Συνεχιστὴς Θεοφάνη, 3, 154A, PG, 109, 168.

[44] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, pp. 20 - 22.

[45] Акентьев K. K., Типикон Великой Церкви. Cod. Dresde A 104. Реконструкция текста по материалам архива А. А. Дмитриевского, Subsidia Byzantinorossica 5, Ἁγία Πετρούπολη 2008, p. 57.

[46] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, pp. 213 - 214.

[47] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, ὅ.π., pp. 520 - 522.

[48] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 299.

[49] Ῥήγα Γεωργίου (Οἰκονόμου), Τυπικόν, Θεσσαλονίκη 1994 (νέα ἔκδοσις ἐπιμελημένη ἐκ τῆς ἀρχικῆς ἐκδόσεως τοῦ 1920), σ. 52, «μόνον ἐν αἷς ἡμέραις γίνεται ἀγρυπνία τελοῦνται ἀφἑσπέρας ἑσπερινοὶ δύο, μικρὸς καὶ μέγας».

[50] Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ΙΗ΄. PG, 32, 149C.

[51] Ζερβουδάκη Ἀλεξάνδρας, Θεοφάνης Γραπτός: βίος καὶ ἔργο, Ἡράκλειο 2002, σσ. 49-75.

[52] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σ. 135.

[53] αυτόθι.

[54] Παπαγιάννη Κωνσταντίνου (Πρωτοπρ.), Σύστημα Τυπικοῦ τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, Ἀθήνα 2006, σ. 616 (υποσημ. 1186).

[55] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, ὅ.π., σ. 397.

[56] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σσ. 137 - 138.

[57] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, ὅ.π., σ. 300.

[58] Βλ. παρακάτω.

[59] (Βλάχου) Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Ἁγ. Βλασίου, Ἐκκλησία καὶ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδειὰ 2017, σ. 259.

[60] Gouillard Jean, «Le Synodicon de l΄ Orthodoxie: edition et commentaire», Travaux et Memoires, τόμος 2, 1967, σ. 184.

[61] Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος θεωρεί ότι οι τρεις αυτές Σύνοδοι αποτελούν μία ενότητα, η οποία έχει όλα τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, ώστε να θεωρείται η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος. (Βλ. (Βλάχου) Ἱεροθέου, ὅ.π., σ. 269).

[62] Gouillard, ὅ.π., σ. 134.

[63] (Εὐστρατιάδου) Σωφρονίου Μητροπολίτου πρώην Λεοντοπόλεως, «Τὸ Συνοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ε.Ε.Β.Σ., ἔτος ΙΓ΄, Ἀθήνα 1937, σ. 22.

[64] αυτόθι, σ. 4.

[65] Μιχαήλ Κηρουλαρίου, PG 120, 724A - 736C.

[66] (Εὐστρατιάδου) Σωφρονίου, ὅ.π., σ. 22.

[67] αυτόθι.

[68] (Βλάχου) Ἱεροθέου, ὅ.π., σ. 290.

[69] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 545.

[70] (Βλάχου) Ἱεροθέου, ὅ.π., σ. 272.

[71] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 549.

[72] Αν και κατ’ αυτήν την περίοδο έχει επικρατήσει ο νηπιοβαπτισμός, εντούτοις υπάρχουν ακόμη Κατηχούμενοι οι οποίοι προετοιμάζονται για την βάπτισή τους.

[73] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 544.

[74] Акентьев, ὅ.π., p. 57.

[75] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄,  ὅ.π., p. 521.

[76] Arranz, ὅ.π., p. 213.

[77] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, ὅ.π.,, σ. 300.

[78] Πετροπούλου Ηλία, Κορακίδη Αλεξάνδρου, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἁρμός, Ἀθήνα 2006,  σ. 13.

[79] Ἀνατολικιώτου Διονυσίου, «Ἡ λιτανεία τῶν ἱερῶν εἰκόνων κατὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἐφημέριος, ἔτος ΝΣΤ΄, τεῦχος 2, Φεβρουάριος 2007, 13.

[80] αυτόθι, σ. 15.

[81] Σιναϊτικὰ Δίπτυχα 2021, μετὰ Τυπικοῦ Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν Ἐνιαυτοῦ 2021 Ἰουλιανοῦ (παλαιοῦ) Ἡμερολογίου, Ἱερᾶς Αὐτονόμου Αὐτοκρατορικῆς Μονῆς καὶ Ἀρχιεπισκοπὴς Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ, Σιναῖον Ὄρος 2021, σ. 321.

[82] Ἀνατολικιώτου, ὅ.π., σ. 15.

[83] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σ. 139 κ.ε.

[84] Παπαγιάννη Κωνσταντίνου (Πρωτοπρ.), ὅ.π., σ. 618.

[85] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 543, σημ. 70.

[86] Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας βλ. Διαμαντίδου Δημητρίου, Το Συνοδικό της Ορθοδοξίας: Λειτουργική Προσέγγιση (Διπλωματική εργασία), Θεσσαλονίκη 2020.

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (β΄ μέρος)

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (β΄ μέρος)

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (β΄ μέρος)

(Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου)

1.1.        Ο πένθιμος χαρακτήρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής:
Λειτουργικές συνέπειες

Με την Κυριακή της Τυρινής, η Εκκλησία μάς εισάγει στα πρόθυρα της περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής. Όπως σημειώνεται στο Συναξάρι της ημέρας από τον Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησιν ποιούμεθα τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ[1]».

 Στο μεγαλύτερο μέρος της, η θεματολογία της ημέρας περιστρέφεται γύρω από την έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο και τις δραματικές συνέπειες που είχε το γεγονός αυτό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τα υμνογραφικά κείμενα φανερώνουν το τραγικό σημείο απόγνωσης του ανθρώπινου γένους με την χρήση λέξεων όπως θρηνῶν, ὠδύρετο, οἴμοι, ὁλολύζων, τάλας, κλαῦσον, ψυχή μου ἀθλία κ.ά.

Η ημέρα, με τον παραπάνω τρόπο, προμηνύει την έλευση μίας περιόδου πένθιμης[2], στην οποία ο πιστός πρέπει να αγωνισθεί, αφού «ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή»[3]. Ο ιερός υμνογράφος όμως δεν στέκεται με μία μίζερη και απαισιόδοξη στάση απέναντι στα γεγονότα, αλλά προσβλέπει στην ευσπλαγχνία του Θεού και γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ικετεύει: «ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν». Το αίσθημα αυτό της χαρμολύπης και της προσμονής διακατέχει όλο το πνεύμα του Τριωδίου και διατρέχει όλη την περίοδο. Μέσα από την φαινομενικά πένθιμη και λυπηρή στάση των τροπαρίων διαφαίνεται η ελπίδα, η χαρά και ο τελικός στόχος που δεν είναι άλλος από την Ανάσταση[4].

Το μοτίβο που μόλις αναφέρθηκε είναι αυτό που διαπνέει ολόκληρη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, κάτι που φανερώνεται και από τα λειτουργικά στοιχεία που την αποτελούν. Παρατηρούμε δηλαδή την Εκκλησία, από την μία πλευρά, τις καθημερινές ημέρες να περιβάλλεται τον πένθιμο μανδύα, πρωτίστως διά της απουσίας της τελέσεως του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, της θέσπισης αυστηρής νηστείας αλλά και της υμνογραφίας των ακολουθιών, η οποία προσκαλεί για συνεχή μετάνοια και εκζήτηση του θείου ελέους. Από την άλλη πλευρά όμως, τα Σάββατα και οι Κυριακές επαναφέρουν τον χαρμόσυνο χαρακτήρα των ακολουθιών, με τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας και κατάλυση οίνου και ελαίου. Με αυτόν τον τρόπο φαίνεται ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα και ποια η κατάληξή του.

Το σημαντικότερο εκ των στοιχείων που καταδεικνύει το πένθιμο της περιόδου ασφαλώς είναι η μη τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας κατά τις καθημερινές ημέρες της Τεσσαρακοστής. Την απαγόρευση αυτή εισάγει ο μθ΄ (49ος) Κανόνας της εν Λαοδικεία Συνόδου (360-365 μ.Χ.) σημειώνοντας: «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον». Σύμφωνα λοιπόν με την συγκεκριμένη διάταξη, απαγορεύεται η τέλεση ευχαριστιακής συνάξεως, παρά μόνο επιτρέπεται αυτή κατά την ημέρα του Σαββάτου και της Κυριακής.

Αντίστοιχου περιεχομένου είναι και ο να΄ (51ος) Κανόνας της ίδιας Συνόδου, ο οποίος ορίζει: «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς». Κατά την ερμηνεία του Αγίου Νικοδήμου, γενέθλια ονομάζει ο κανόνας τις ημέρες θανάτου των μαρτύρων και όχι της γεννήσεώς τους[5]. Σύμφωνα με τον αγιορείτη Πατέρα, ο κανόνας στην ουσία απαγορεύει την τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας κατά τις μνήμες των Αγίων την Τεσσαρακοστή, εκτός αν τύχουν σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής. Όπως σημειώνει: «χαροποιὰ καὶ λυτικὰ τῆς νηστείας ὄντα τὰ γενέθλια καὶ αἱ ἑορταὶ αὐτῶν, ἀνοίκειον μὲν εἶναι νὰ γίνωνται εἰς τὰς πενθίμους ἡμέρας τῆς μ΄, οἰκεῖον δὲ νὰ ἐπιτελοῦνται εἰς τὰς ἀνεσίμους καὶ χαροποιὰς αὐτῆς ἡμέρας, ὁποῖαι εἶναι τὸ Σάββατον καὶ ἡ Κυριακή».

Σημαντική είναι η διάκριση που κάνει εδώ ο Άγιος Νικόδημος σε πένθιμες ημέρες από την μία πλευρά και σε ανέσιμες και χαρμόσυνες από την άλλη, πιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο όσα ισχυριστήκαμε παραπάνω, σχετικά με την χαρμολύπη της περιόδου.

Απόρροια των προαναφερθέντων κανόνων είναι δύο σημαντικές λειτουργικές ιδιαιτερότητες, που διακρίνουμε σήμερα και χαρακτηρίζουν ολόκληρη την περίοδο της Σαρακοστής. Η μία φαίνεται να αφορά στην δημιουργία και τέλεση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων. Η άλλη απορρέει περισσότερο από τον να΄ Κανόνα ο οποίος «ευθύνεται» για την απουσία εορταζομένων Αγίων από την εξεταζόμενη περίοδο αλλά και την ταυτόχρονη εισαγωγή διαφόρων εορτών εκ μεταθέσεως στις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής.

1.1.1.     Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων

Όπως έχει ήδη σημειωθεί, ο χαρακτήρας που διέπει την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής υπήρξε ο αιτιώδης σύνδεσμος ώστε να δημιουργηθεί η Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Αποτελεί την χαρακτηριστικότερη ακολουθία της περιόδου που εξετάζουμε, ώστε να χαρακτηρίζεται σε πολλά χειρόγραφα ως «Θεία Λειτουργία τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς»[6].

Όπως φανερώνει το όνομά της και γίνεται αποδεκτό από τους περισσότερους, δεν πρόκειται για Λειτουργία με την κυριολεκτική σημασία, αλλά στην ουσία είναι μετάληψη από άρτο, ο οποίος έχει καθαγιασθεί κατά την προηγούμενη τέλεση τελείας θείας Λειτουργίας, και η οποία προσφέρεται στους πιστούς  σε μία ακολουθία συνδεδεμένη με τον Εσπερινό[7]. Το γεγονός ότι στην σύγχρονη λειτουργική πράξη τελείται μόνο κατά τις ημέρες της νηστείας, ενώ δεν εμπεριέχεται σε αυτήν καθαγιαστική ευχή της αναφοράς, οδηγεί πολλούς στο αβίαστο ίσως συμπέρασμα πως πρόκειται για Λειτουργία μη τέλεια, άνευ ευχαριστιακού περιεχομένου.

Η χρησιμότητά της είναι πρόδηλη και έγκειται στο γεγονός της μεταλήψεως των πιστών κατά τις ημέρες της Σαρακοστής, κατά τις οποίες, όπως έχουμε δει, δεν επιτρέπεται η τέλεση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας[8]. Η σφοδρή επιθυμία των πρώτων Χριστιανών για συχνή μετάληψη οδήγησε στην λύση του προηγιασμένου άρτου, ώστε να κοινωνούν από αυτόν, ακόμα και ιδιωτικά ο καθένας, τις ημέρες που δεν επιτρεπόταν να τελεσθεί τέλεια θεία Λειτουργία[9].

Ο Μ. Βασίλειος (σε επιστολή που εσφαλμένως του αποδίδεται[10]) προτρέπει τους Χριστιανούς να κοινωνούν κατά την Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή εκάστης εβδομάδος του έτους. Είναι θετικά διακείμενος, όμως, απέναντι και στην καθημερινή μετάληψη αφού όπως σημειώνει: «καὶ τὸ κοινωνεῖν καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν καὶ μεταλαμβάνειν τοῦ ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καλὸν καὶ ἐπωφελές…»[11]. Γνωρίζει και επιδοκιμάζει ο συντάκτης του κειμένου την συνήθεια μερικών, οι οποίοι φυλάσσουν αγιασμένο Άρτο στο σπίτι τους, ώστε να μεταλάβουν από αυτόν «ἰδίαις χερσί» τις ημέρες που δεν ετελείτο θεία Λειτουργία ή δεν υπήρχε Λειτουργός να τελέσει το μυστήριο.

Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους προαναφερθέντες Κανόνες της Συνόδου της Λαοδικείας, οι οποίοι θεωρούνται ως βασικότερη αιτία[12], οδήγησαν στην διαμόρφωση και καθιέρωση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Δώρων.

Ο Χρ. Νάσσης[13], αντίθετα, απορρίπτει την αιτιολογία της γενέσεως της Προηγιασμένης στους Κανόνες της Λαοδικείας ή στην τάση των πιστών για συχνότερη μετάληψη. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη Λειτουργία είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας περιστολής της συνήθειας των Χριστιανών για κατ’ οίκον και ιδιωτική μετάληψη. Παρατηρεί ο συγκεκριμένος ερευνητής πως, ήδη από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, τίθεται ένας ιεραρχικός κανόνας για τον τρόπο μετάληψης (πρώτος μεταλαμβάνει ο Επίσκοπος, κατόπιν οι Πρεβύτεροι, οι Διάκονοι και οι λαϊκοί). Εν συνεχεία οι κανόνες γίνονται αυστηρότεροι, μη επιτρέποντας σε λαϊκούς την μετάδοση, σε τρίτους ή στον εαυτό τους, τιμίου Σώματος και Αίματος. Αυτή η απαγόρευση, θεωρεί ο Χρ. Νάσσης, είχε ως αποτέλεσμα την οργάνωση της μετάληψης υπό την επίβλεψη ιερέως και την ταυτόχρονη διαμόρφωση ειδικής ακολουθίας.

Το γεγονός της θεσπίσεως του να΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πριν από την ρύθμιση τελούνταν τέλειες θείες Λειτουργίες κατά τις ημέρες της Τεσσαρακοστής. Ως γνωστόν, οι Κανόνες της Εκκλησίας δεν ορίζονται για να επιλύσουν προβλήματα που θα ανακύψουν ίσως στο μέλλον, αλλά αντίθετα θεσπίζονται ως απάντηση σε ένα πρόβλημα ή ζήτημα που ήδη υφίσταται[14]. Ακόμη όμως και η διάταξη της Λαοδικείας δεν έτυχε απόλυτης εφαρμογής από τις κατά τόπους Εκκλησίες[15]. Πράγματι, όπως παρατηρούμε στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι., βρίσκουμε διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται η τέλεση τέλειας θείας Λειτουργίας σε διάφορες ημέρες της νηστείας[16].

Λύση στο ζήτημα αυτό έρχεται να δώσει ο νβ΄ (52ος) Κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου (692 μ. Χ.). Κατ΄ αυτόν, ορίζεται, με θετική διατύπωση αυτή την φορά, η θέσπιση της θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων σημειώνοντας ότι,  «ἐν πάσαις ταῖς τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς τῶν νηστειῶν ἡμέραις, παρεκτὸς σαββάτου, καὶ Κυριακῆς, καὶ τῆς ἁγίας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡμέρας, γινέσθω ἡ τῶν προηγιασμένων ἱερὰ λειτουργία.»[17] Παρατηρούμε εδώ ότι η Προηγιασμένη κανονίζεται να τελείται καθημερινώς σε όλη την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, εκτός της εορτής του Ευαγγελισμού. Πλήρη εφαρμογή βρίσκει ο Κανόνας στην λειτουργική τάξη της Κωνσταντινούπολης, με τα αποτελέσματά της να γίνονται απτά μέσα από τις διατάξεις του Τυπικού της Μ. Εκκλησίας[18] και της Μονής Ευργέτιδος[19], όπου η τέλεση της Λειτουργίας των Προηγιασμένων κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής είναι καθημερινή, ακόμα και κατά την ημέρα της Μ. Παρασκευής[20].

Η τέλεση της Λειτουργίας των Προηγιασμένων κατά τις ημέρες της Τεσσαρακοστής, όπως ορίζει ο νβ΄ Κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου, της έχει προσδώσει ένα φαινομενικά πένθιμο χαρακτήρα. Ο ερμηνευτής του Κανόνα αυτού Θ. Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικά: «αἱ τῶν νηστειῶν ἡμέραι πένθους εἶναι ἐτάχθησαν…τὸ δὲ προσάγειν τῷ Θεῷ θυσίαν, πανηγυρίζειν ἐστί…τὴν δὲ λειτουργίαν τῶν προηγιασμένων, ἀναίμακτον θυσίαν οὐ λέγομεν ἀλλὰ προσαγωγὴν τῆς ἤδη προσαχθείσης καὶ τελεσθείσης θυσίας καὶ τελείας ἱεροτελεστίας»[21].  Σε αυτό συνηγορεί και η απαγόρευση τελέσεως χειροτονιών εντός αυτής, αν και μάλλον αυτή προέρχεται από την ασυμβατότητα της χαράς (των χειροτονιών) και του πένθους (της Μ. Τεσσαρακοστής)[22]. Η αντίληψη ότι η Προηγιασμένη τελείται για μετάληψη εντός των πένθιμων ημερών οδήγησε στην άποψη ότι την χαρακτηρίζει «βαθεῖά τις μυστικοπάθεια καὶ πένθιμος τόνος…καὶ ὅτι δὲν πρόκειται περὶ τελείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία φέρει χαρακτῆρα χαρμόσυνον καὶ ἑορταστικόν», κατά τον Δ. Μωραΐτη[23].

Αυτό, κατά τον Χρ. Νάσση, είναι αμφίβολο[24], αφού οι διατάξεις για εκτός Μ. Τεσσαρακοστής τέλεσή της[25] ανατρέπουν το συγκεκριμένο σκεπτικό[26]. Δύο τέτοιες περιπτώσεις συναντούμε στο τυπικό της Μ. Εκκλησίας, με την διάταξη «εἰς τὸν θέλοντα Τετράδα καὶ Παρασκευὴν λειτουργίας ἐπιτελεῖν, εἴτε καὶ προηγιασμένην εἴτε καὶ τελείας»[27], αλλά και στο Πασχάλιον Χρονικόν (αρχές 7ου αι.), όπου γίνεται διάκριση «ἐν ταῖς νηστείαις τῶν προηγιασμένων» και «ἐν ἄλλαις ἡμέραις, ὁσάκις ἄν προηγιασμένα γίνηται»[28].

 Επίσης, ο εν λόγω ερευνητής καταγράφει την άποψη του M. Arranz, σύμφωνα με τον οποίο, σκοπός της παραπάνω διάταξης ήταν η διαφύλαξη της νηστείας του τεσσαρακονθημέρου, η οποία ήταν και προϋπόθεση για την καθημερινή μετάληψη. Επομένως, παρόλο που η περίοδος της νηστείας είναι περίοδος πένθους και συντριβής, εντούτοις, η μετάληψη δεν χάνει την σημασία της χαράς και της αγαλλίασης.

Ο παραπάνω Κανόνας (περί καθημερινής τελέσεως της Προηγιασμένης) σύντομα θα ανατραπεί ή δεν θα τύχει πλήρους αποδοχής από τις Εκκλησίες. Υπάρχουν μαρτυρίες περί μη τελέσεως καθημερινά της ακολουθίας ή και καθιερώσεως τριών Προηγιασμένων Λειτουργιών ανά εβδομάδα. Επίσης, διάφορες πηγές αναφέρουν την απαγόρευση τελείας θείας Λειτουργίας κατά την ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, σε πλήρη αντίθεση με όσα ορίζει ο νβ΄ Κανόνας της Πενθέκτης[29].

Με την μορφή που έχει λάβει η ακολουθία σήμερα, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είναι σύνθεση της ακολουθίας του Εσπερινού με μετάληψη των πιστών[30]. Το πρώτο μέρος, ο Εσπερινός, τελείται με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, όταν δεν ακολουθεί η Προηγιασμένη.

Παρατηρούμε στην τέλεση της ακολουθίας μερικά στοιχεία που παραπέμπουν στον ασματικό Εσπερινό[31]. Ένα από αυτά ασφαλώς είναι η έναρξη της ακολουθίας, η οποία γίνεται με το «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία». Το στοιχείο αυτό δεν πρέπει να συνδέεται με την τέλεση της τελείας θείας Λειτουργίας, αλλά εδώ είναι επιρροή του ασματικού τυπικού, αφού και η ακολουθία των Προηγιασμένων, όταν ετελείτο στις ενορίες, ήταν συνδεδεμένη μαζί του. Αντίστοιχα, στον ασματικό Εσπερινό έχει πιθανώς την καταγωγή της και η ψαλμώδηση του «Κατευθυνθήτω» με την στιχολογία, η οποία χαρακτηρίζεται ως ένα ιδιαίτερο προκείμενο, ανεξάρτητο από κάποιο ανάγνωσμα.

Αναπόσπαστο κομμάτι με την εσπερινή αυτή Λειτουργία είναι οι αιτήσεις υπέρ των Κατηχουμένων[32]. Όπως έχει επισημανθεί σε άλλο σημείο, η περίοδος της Τεσσαρακοστής είχε προβαπτισματικό χαρακτήρα, κατά την οποία γινόταν η κατήχηση των προς το Βάπτισμα. Με γνώμονα αυτό, γίνεται κατανοητή η ύπαρξη των αιτήσεων αυτών στην Προηγιασμένη. Επίσης, σημαντικό στοιχείο αποτελεί η προσθήκη αιτήσεων (Διπλοκατηχούμενα) υπέρ των «Πρὸς τὸ Φώτισμα εὐτρεπιζομένων», οι οποίες προστίθενται από την Τετάρτη της Μεσονηστίμου, δηλαδή της τετάρτης εβδομάδος των νηστειών.

1.1.2.     Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

Εκτός της προαναφερθείσης θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων, άρρηκτα συνδεδεμένη με την Μ. Τεσσαρακοστή, κατά την σύγχρονη πράξη, είναι και η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Σύμφωνα με την τυπική διάταξη που βρίσκουμε στο σιναϊτικό χφ. αρ. 150 (10ος-11ος αι.)[33], ορίζεται η τέλεση της συγκεκριμένης θείας Λειτουργίας από την Κυριακή της Τυρινής μέχρι των Βαΐων. Κατά το Τυπικό της μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[34]: «τὰς γὰρ κυριακὰς πάσας τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου λειτουργεῖται λειτουργία». Αντίστοιχη διάταξη συναντούμε και στο Τυπικό του Μεγάλου Μετεώρου (16ος αι.), το οποίο συνεχίζει σαφώς την ίδια παράδοση, αιτιολογώντας την τέλεση της Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου «διὰ τὸ τῶν ἡμερῶν αἰδέσιμον»[35].

Σύμφωνα με ένα κείμενο που αποδίδεται στον Νικηφόρο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (806-815 μ. Χ.), «…πρὶν τοῦ εἰρημένου τούτου Πατρὸς (δηλ. του Γρηγορίου Διαλόγου) αἱ ῥηθεῖσαι ἱερουργίαι ἀεὶ ὅλον τὸν ἐνιαυτὸν ἐτελειοῦντο, ἤτοι καθ΄ ἑκάστην κυριακὴν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἡ τοῦ μεγάλου Βασιλείου, τῷ σαββάτῳ καὶ δευτέρᾳ καὶ τρίτῃ καὶ πέμπτῃ ἡ τοῦ Μεγάλου Χρυσοστόμου, τὰς δὲ τετράδας καὶ παρασκευὰς ἡ προηγιασμένη»[36]. Το συγκεκριμένο απόσπασμα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την έρευνα του Ι. Φουντούλη, σύμφωνα με τον οποίο, μέχρι τον 10ο αι. η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου είχε προτεραιότητα στα χειρόγραφα και ετελείτο καθ΄ όλες τις Κυριακές του έτους και τις μεγάλες εορτές. Αργότερα και σταδιακά, αυτή περιορίσθηκε να τελείται κατά τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής, την Μ. Πέμπτη, τις Παννυχίδες του Μ. Σαββάτου, των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, καθώς και κατά την ημέρα μνήμης του συντάκτη της[37]. Κατά τον Χρ. Νάσση[38], η συγκεκριμένη Λειτουργία δεν ετελείτο μόνο κατά τις μεγάλες εορτές, αλλά ήταν και η επίσημη Λειτουργία όλου του έτους.

Όπως παρατηρούμε, σύμφωνα με την σύγχρονη λειτουργική πρακτική, η Λειτουργία του Βασιλείου τελείται κατά βάση σε ημέρες νηστείας. Αυτή η πρακτική δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται για Λειτουργία πένθιμη. Αυτό συμπεραίνεται και από έναν διάλογο που αποδίδεται  (κατά τον Χρ. Νάσση πρόκειται για ψευδεπίγραφο και αρκετά μεταγενέστερο κείμενο[39]) στους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο και Νικηφόρο, και αφορά στο πότε πρέπει να τελούνται οι διάφορες θείες Λειτουργίες[40]. Αφού γίνεται αναφορά στο ότι η Λειτουργία του Μ. Βασιλείου θεσπίστηκε συνοδικά να τελείται ένδεκα φορές ανά έτος (στις σημερινές γνωστές προστίθεται και η εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού), επισημαίνεται ότι «ἐκτὸς δὲ τῶν τοιούτων ἡμερῶν ἡ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου λειτουργία οὐχὶ λειτουργεῖται». Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερώτηση του Ταρασίου αν μπορεί να τελεσθεί η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου κατά τις εορτές της Πεντηκοστής, της Μεταμορφώσεως και της Υπαπαντής. Σύμφωνα με την απάντηση του Νικηφόρου: «τὸ κωλῦον οὐδέν, τιμιώτατε πάτερ, ἐστίν, ἀλλ΄ οὖν διὰ τὸ τὰς χαρμοσύνους ἡμέρας οὐ δεῖ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ».

Όπως γίνεται εμφανές, η σύνδεση της Λειτουργίας με ημέρες της Τεσσαρακοστής και αυστηρής νηστείας οδήγησε στην εντύπωση ότι ο πένθιμος χαρακτήρας της περιόδου επεκτείνεται και στην Λειτουργία, με αντίστοιχο τρόπο  όπως συνέβη με την Λειτουργία των Προηγιασμένων. Ο Χρ. Νάσσης[41] παρουσιάζει με εύστοχο τρόπο την αιτιολογία της σύνδεσης αυτής. Επισημαίνει ότι οι διατάξεις για την προετοιμασία των Προηγιασμένων Δώρων βρίσκονται στα χειρόγραφα της θείας Λειτουργίας του Βασιλείου εξαιτίας της τέλεσής της κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, όπως είδαμε να συμβαίνει από τον 10ο αι.[42]. Έτσι, η σύνδεση των δύο Λειτουργιών έγινε η αιτία να θεωρηθεί και η Λειτουργία του Βασιλείου μη χαρμόσυνη.

Παρατηρούμε, με βάση τα όσα έχουμε αναφέρει, ότι ενώ η θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου ήταν η επίσημη της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα για τις μεγάλες εορτές, μερικούς αιώνες αργότερα τελείται μόνο ένδεκα (και αργότερα δέκα) φορές ανά έτος και μάλιστα κατά κύριο λόγο σε ημέρες νηστείας. Επιπλέον, η σύνδεσή της αυτή με τις συγκεκριμένες ημέρες της προσδίδει εσφαλμένως έναν πένθιμο χαρακτήρα, ώστε να θεωρείται αδόκιμη για τις ημέρες των εορτών και μη νήστιμων ημερών.

1.1.3.     Άμνημες ημέρες. Μετάθεση εορτών
κατά το Σάββατο και την Κυριακή

Έχουμε ήδη επισημάνει ότι με τον να΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου εισάγεται κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής, ως απόρροια του πένθιμου χαρακτήρα της και με σκοπό την μη διασάλευσή του, το άμνημο των καθημερινών ημερών. Αποτέλεσμα αυτού αποτελεί το γεγονός της απουσίας εορταζομένων Αγίων κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, αλλά και της μεταθέσεως μερικών εορτών κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο (το λεγόμενο παλαιό), η περίοδος της Τεσσαρακοστής, συμπεριλαμβανομένης και της Μ. Εβδομάδος, εκτείνεται από την 2α Φεβρουαρίου έως την 24η Απριλίου, αναλόγως φυσικά και με την ημερομηνία του Πάσχα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν καταρτίστηκε το εορτολόγιο της περιόδου, αυτό έγινε με βάση το Ιουλιανό ημερολόγιο και επομένως οι μήνες του Φεβρουαρίου, του Μαρτίου καθώς και του Απριλίου θεωρούνταν δυνητικά ολόκληροι εντός του πλαισίου της Μ. Τεσσαρακοστής. Η διόρθωση του εν λόγω ημερολογίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1924, επέφερε σημαντικές λειτουργικές συνέπειες ιδιαιτέρως στον εορτολογικό κύκλο του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου, καθώς και στην σχέση του με τις ακίνητες εορτές του έτους[43].

Οι ακολουθίες του Μηναίου αυτής της περιόδου είναι ως επί το πλείστον λιτές, με την χαμηλότερη διάταξη εορτασμού που μπορούσαν να έχουν. Υπάρχουν τρία στιχηρά στον Εσπερινό και ένας Κανόνας στον Όρθρο. Φυσικά απουσιάζουν ιδιόμελα τροπάρια αλλά και Απολυτίκιο. Βέβαια, όπως σημειώνει ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης[44], οι ακολουθίες αυτές άρχισαν ήδη από τον 10ο αι. να συμπληρώνονται κάπως με την σύνθεση των Κανόνων, οι οποίοι ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης των τριωδίων, έχουν την μορφή των Κανόνων όλου του έτους (δηλαδή με σύνθεση οκτώ ωδών και απουσία της δευτέρας).

Κατά την εύστοχη παρατήρηση του Ι. Φουντούλη[45], η απουσία εορταζομένων Αγίων από το εορτολόγιο των μηνών αυτών δεν σημαίνει ότι δεν μαρτύρησαν ή δεν εκοιμήθησαν σπουδαίοι Μάρτυρες και Όσιοι κατά την συγκεκριμένη περίοδο. Αντιθέτως, η εν λόγω απουσία είναι αποτέλεσμα του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, η οποία δεν ευνόησε την ανάπτυξη ιδιαίτερης τιμής Αγίων.

Μία άλλη διαφορετική συνέπεια, κατ΄ εφαρμογήν της διατάξεως της Λαοδικείας, αποτελεί η μετάθεση εορτών οι οποίες εμπίπτουν κατά την περίοδο αυτή, σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής. Αυτό συμβαίνει για τον εξής απλό λόγο. Η μνήμη ενός Αγίου, η οποία συνοδεύεται με την τέλεση του μυστηρίου της θείας Λειτουργίας, είναι ημέρα χαρμόσυνη, εορταστική και καταλυτική της νηστείας. Η Κυριακή πάντα αποτελούσε ημέρα ευφροσύνης, ενώ και η ημέρα του Σαββάτου έλαβε ξεχωριστή θέση μέσα στην εβδομάδα (όλου του έτους), αφού καθιερώθηκε ως ημέρα κατάλυσης, όπως μαρτυρεί το κείμενο των αποστολικών Διαταγών, που έχει γραφεί κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι. μ. Χ.[46]. Αντίθετα, οι καθημερινές της Σαρακοστής αποτελούν ημέρες αυστηρής νηστείας, πένθους και μετανοίας, κατά τις οποίες δεν τελείται τελεία θεία Λειτουργία[47]. Επομένως, είναι λογική η μετάθεση των εορτών σε ημέρα κατά την οποία δύναται να τελεσθεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε το γεγονός αυτό και στον καταρτισμό της θεματολογίας των εορτών της Τεσσαρακοστής, με ιδιαίτερη βαρύτητα στις Κυριακές. Όπως επισημαίνει ο Ε. Θεοδώρου[48], κάποιες εκ των εορτών της περιόδου έχουν θεσμοθετηθεί για ιστορικούς λόγους (μία τέτοια περίπτωση αποτελεί ασφαλώς η Κυριακή της Ορθοδοξίας). Οι περισσότερες, όμως, οφείλουν την γενεσιουργό αιτία τους στην αρχαία συνήθεια της μεταθέσεως των εορτών σε ημέρες ελεύθερες νηστείας.

Αρκετές είναι οι περιπτώσεις που συναντούμε και επιβεβαιώνουν τα όσα σημειώθηκαν πιο πάνω. Η μνήμη του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ως γνωστόν η εορτή του Αγίου (η οποία είναι πολύ αρχαία) τελείται στις 17 Φεβρουαρίου εκάστου έτους. Σε ημέρα δηλαδή που πολύ συχνά, όπως είδαμε, εμπίπτει στην περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής. Πιθανόν λοιπόν η εορτή που έχει θεσπιστεί κατά το Α΄ Σάββατο των νηστειών (διαμορφωμένη όμως κατάλληλα ένεκα της περιόδου, αφού τονίζει το διά των κολλύβων θαύμα του Αγίου, το οποίο συνέβη το Α΄ Σάββατο των Νηστειών)[49] αποτελεί μετάθεση από το σταθερό κύκλο εορτών, με σκοπό τον πανηγυρικότερο εορτασμό της.

Άλλες περιπτώσεις στην σημερινή λειτουργική πρακτική αποτελούν οι εορτές του Σταυρού κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών (πιθανή μεταφορά από τις 6 Μαρτίου όταν και εορταζόταν η εύρεσή του[50]), η μνήμη του Οσίου Ιωάννου, συγγραφέως της Κλίμακος, από τις 30 Μαρτίου κατά την Δ΄ Κυριακή καθώς επίσης και η μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας από την σταθερή ημέρα μνήμης της, που είναι η 1 Απριλίου, κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών[51]. Μία επισήμανση, που μπορεί να γίνει στο σημείο αυτό, έχει να κάνει με το ότι οι μετατιθέμενες αυτές εορτές ταιριάζουν απόλυτα με το γενικό κλίμα της Μ. Τεσσαρακοστής, γεγονός που  ίσως επηρέασε θετικά και την μεταφορά τους σε ημέρα Κυριακής[52].

Μία ανάλογη μετάθεση παρατηρούμε να συμβαίνει στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας (που σήμερα όμως έχει ανατραπεί), κατά την ημέρα της Κυριακής της Τυροφάγου. Σύμφωνα με το εν λόγω Τυπικό, εκείνη την ημέρα τελείται η μνήμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, του Πάπα Ρώμης Λέοντος καθώς και των Βασιλέων  Μαρκιανού και Πουλχερίας[53]. Η εορτή αυτή τελείται εκ μεταθέσεως, αφού παρατηρείται στο ίδιο Τυπικό κατά την 17η Φεβρουαρίου, με την σημείωση ότι η μνήμη τους τελείται ημέρα Κυριακής[54].

Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου), λόγω της σπουδαιότητάς της, δεν ήταν φυσικό να μετατεθεί, ακόμα και αν συνέπιπτε με την Μ. Παρασκευή. Κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν ανατροπή της θεωρίας περί τέλειας ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού, αφού η σύλληψή του έπρεπε να είναι ακριβώς εννέα μήνες πριν από την γέννησή του (25 Δεκεμβρίου)[55]. Η εορτή του Ακαθίστου Ύμνου, όμως, η οποία έχει άμεση σχέση με τον Ευαγγελισμό, αφού «άλλοτε τον συνόδευε»[56], μετατίθεται και τελείται το Ε΄ Σάββατο των νηστειών.

Δέον όπως τονισθεί ότι η συνήθεια της μεταφοράς κάποιας εορτής Αγίου ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Ανατολή και δεν αφορούσε μόνο στην περίοδο της νηστείας. Η πρακτική συναντάται ιδιαιτέρως στα εορτολόγια των Αρμενίων, των Μονοφυσιτών και των Νεστοριανών[57]. Επίσης, και στο ορθόδοξο ημερολόγιο συμβαίνει κάποιες φορές, όπως λόγου χάριν με τις εορτές των Οικουμενικών Συνόδων Α΄ και Δ΄, οι οποίες με σκοπό τον επισημότερό τους εορτασμό μετετέθησαν μόνιμα σε ημέρα Κυριακή[58]. Το ίδιο βλέπουμε να ισχύει σήμερα και με την θέσπιση ή μετάθεση διαφόρων τοπικών εορτών σε σταθερή ημέρα Κυριακής ή Σαββάτου.

Ο Χρ. Νάσσης[59] θεωρεί ότι στο τυπικό της Κωνσταντινούπολης (9ος αι.) η επιρροή του να΄ Κανόνα ήταν ελάχιστη. Όπως παρατηρεί, στις τυπικές διατάξεις της Μεγάλης Εκκλησίας υπάρχουν περιπτώσεις εορτασμού διαφόρων Αγίων κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, με ταυτόχρονη τέλεση Προηγιασμένης κατά την λήξη της ημέρας εορτασμού. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν οι εορτές των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου) και των Μαρτύρων Μαρίνου και Αλεξίου, ανθρώπου του Θεού (17 Μαρτίου).

Από την άλλη πλευρά, ο ανωτέρω ερευνητής διακρίνει αμυδρή τήρηση του Κανόνα περί μεταθέσεως εορτών κατά τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής, στην λειτουργική πράξη της Κωνσταντινουπόλεως[60]. Σύμφωνα με την έρευνά του στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, θεωρεί ότι η μόνη ίσως μεταφορά εορτής Αγίου κατά τις Κυριακές της νηστείας είναι η εορτή του Αγίου Πολυκάρπου, Επισκόπου Σμύρνης, η οποία ως γνωστόν τοποθετείται την 23η Φεβρουαρίου, σε ημέρα δηλαδή πλησίον της Β΄ Κυριακής των Νηστειών, κατά την οποία την βρίσκουμε να εορτάζεται στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Οι υπόλοιπες μνήμες (Των Προφητών την Α΄ Κυριακή, του Αγίου Δομετίου την Δ΄ και του Αγίου Ζηνοβίου την Ε΄), συνεχίζει ο Χρ. Νάσσης, δεν έχουν κάποια σχέση με το εορτολόγιο της περιόδου, επομένως δεν φαίνεται να θεσπίστηκαν υπό την επίδραση της διατάξεως της Λαοδικείας. 

Με την σταδιακή διαμόρφωση του Τριωδίου και των εορτών που το περιβάλλουν, παρατηρείται μία περαιτέρω αποδυνάμωση ισχύος των Κανόνων της Συνόδου της Λαοδικείας. Έτσι, διακρίνουμε διάφορες εορτές Αγίων, οι οποίες έχουν εισχωρήσει στον εορτολογικό κύκλο της περιόδου και δεν μετατίθενται, όπως θα ανέμενε κανείς. Πρόκειται για την μνήμη του Αγίου Χαραλάμπους (10 Φεβρουαρίου, η οποία με το ισχύον ημερολόγιο δεν βρίσκεται ποτέ εντός Τεσσαρακοστής), της ευρέσεως της τιμίας Κάρας του Αγίου Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου) καθώς και των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων (9 Μαρτίου)[61]. Οι συγκεκριμένες εορτές συνδυάζονται πάντοτε με την τέλεση πανηγυρικού Όρθρου (με Θεός Κύριος, Καταβασίες και μεγάλη Δοξολογία) και Προηγιασμένης θείας Λειτουργίας[62].

1.2.        Το διπλό θέμα των Κυριακών
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

Σύμφωνα με την επισήμανσή μας σε άλλο σημείο, η εξέλιξη του Τριωδίου και των επιμέρους στοιχείων που το αποτελούν, υπήρξε μακραίωνη, καλύπτουσα ένα χρονικό φάσμα πολλών αιώνων (6ος-16ος αι.). Διάφοροι παράγοντες επηρέασαν την διαμόρφωσή του μέχρι την σημερινή τελική του μορφή, οι οποίοι τοποθετούνται μεταξύ Ιεροσολύμων και Κωνσταντινουπόλεως[63] και των αντίστοιχων λειτουργικών παραδόσεων που φέρει η κάθε μία.

Είναι δεδομένο ότι οι ακολουθίες, που έχουμε σήμερα, υπέστησαν πολλές μετατροπές και διαφοροποιήσεις. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι οι διάφορες μεταβολές δεν επήλθαν ἐν μιᾷ νυκτί, αλλά αυτές συνέβησαν προϊόντος του χρόνου και συμβιώνοντας τα παλαιότερα στοιχεία με τα νεώτερα, δυσχεραίνοντας ενίοτε την κατανόηση των επιμέρους λειτουργικών θεμάτων.

Ακόμα και σήμερα συνυπάρχουν αυτά τα στοιχεία, εγκατεσπαρμένα σε όλο το λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, χωρίς να διασαλεύεται ουσιαστικά επ’ ουδενί το όλο πνεύμα της περιόδου της Τεσσαρακοστής. Παρατηρείται πολλές φορές, σύμφωνα και με τους γνωστούς λειτουργικούς κανόνες που διατύπωσε ο A. Baumstark[64], το παλαιό στοιχείο να επιβιώνει παράλληλα με το νέο, μέχρις ότου το τελευταίο να επικρατήσει πλήρως ή σε πολύ μεγάλο βαθμο ή ακόμη, το παλαίο θέμα να διατηρείται σε αρκετά μεγάλο βαθμό εν ζωή, ιδιαιτέρως σε σημαντικές εορτές και περιόδους του λειτουργικού χρόνου.

Έχοντας υπ΄ όψιν τα ανωτέρω, μπορούμε να διακρίνουμε στο εν χρήσει Τριώδιο δύο (τουλάχιστον) θέματα που χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα κάθε εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, με ιδιαίτερη σημασία για τις πέντε Κυριακές του τεσσαρακονθημέρου. Το παλαιό θέμα οφείλει την προέλευσή του στο Ιεροσολυμιτικό Τυπικό και αντλεί την θεματολογία του από τα καινοδιαθηκικά αναγνώσματα της κάθε Κυριακής, όπως αντίστοιχα συμβαίνει σήμερα με τις τέσσερις προπαρασκευαστικές Κυριακές του Τριωδίου[65]. Το θέμα αυτό, εκτός της Κυριακής, επικρατούσε και καθ΄ όλην την εβδομάδα που ακολουθούσε, με τους Υμνογράφους να υποτάσσονται στο περιεχόμενο του αναγνώσματος.

Μία εξήγηση, που μπορεί να δοθεί για την διαφορετική προσέγγιση των θεμάτων της Κυριακής στα Ιεροσόλυμα και την Κωνσταντινούπολη, έχει να κάνει με την κυριότερη διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στα δύο αντίστοιχα Τυπικά και δεν είναι άλλη από την σειρά με την οποία διαβάζονταν οι ευαγγελικές περικοπές κατά την διάρκεια του λειτουργικού έτους[66]. Στην αγία Πόλη, το Ευαγγέλιο του Μάρκου είχε θέση μετά την εορτή των Εγκαινίων (13 Σεπτεμβρίου) και μέχρι τα Θεοφάνεια[67], ενώ στην Κωνσταντινούπολη τοποθετήθηκε κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής.

Σε συνέχεια των παραπάνω, στα Ιεροσόλυμα η πιο συχνή ανάγνωση για την περίοδο μετά τα Θεοφάνεια προερχόταν από τον Ευαγγελιστή Λουκά, η οποία κάλυπτε όλη την Τεσσαρακοστή[68], ενώ στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο Ευαγγέλιο διαβαζόταν από την 17η έως και την 32η Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η 33η Κυριακή[69] ήταν αυτή κατά την οποία αναγινωσκόταν η παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου, λαμβάνοντας αργότερα οργανική θέση στον καταρτισμό του Τριωδίου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν, συμπεραίνουμε ότι οι δύο κύκλοι αναγνώσεως του Λουκά δεν συμπίπτουν στις παραδόσεις των δύο λειτουργικών κέντρων. Αναλυτικότερα, στα Ιεροσόλυμα το Ευαγγέλιο του Λουκά είναι η βασική ανάγνωση της Τεσσαρακοστής, ενώ αντίθετα στην Κωνσταντινούπολη, το τέλος της συμπίπτει με την προ της ενάρξεως της νηστείας περίοδο. Έτσι, στην Βασιλεύουσα επικρατεί για τις Κυριακές των νηστειών το Ευαγγέλιο του Μάρκου (για λόγους που θα αναλυθούν), αλλά τα θέματα των περικοπών του Λουκά παρέμειναν στην υμνογραφία[70], η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί.

Βασική μας πηγή, η οποία καταδεικνύει και πιστοποιεί το παλαιό θέμα, είναι το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι., καθώς και η αντίστοιχη υμνογραφία[71] που δείχνει την σύνδεσή τους. Παρατηρούμε στο Τυπικό (Ευαγγελιστάριο) της αγίας Πόλης να διαμορφώνεται η εξής τυπική διάταξη για τα ευαγγελικά αναγνώσματα των πέντε Κυριακών των νηστειών[72] και να επικρατεί το κάτωθι σχήμα:

 

Α΄ Κυριακή: Παραβολή του απολωλότος προβάτου και της απολομένης δραχμής (Λκ. 15, 1-10)

Β΄ Κυριακή: Παραβολή του Ασώτου Υιού (Λκ. 15, 11-32)

Γ΄ Κυριακή: Παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Λκ. 18, 1-14)

Δ΄ Κυριακή: Παραβολή του καλού Σαμαρείτου (Λκ. 10, 25-37)

Ε΄ Κυριακή: Παραβολή του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου
(Λκ. 19, 19-30)

Πίνακας 1

Βάσει των ανωτέρω, είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την διαφοροποίηση με την σημερινή λειτουργική πράξη, η οποία έχει τις καταβολές της στην Κωνσταντινούπολη και στην Μεγάλη Εκκλησία, με την θεματολογία να έχει διαμορφωθεί ήδη από τον 9ο-10ο αι. ως εξής[73]:

Α΄ Κυριακή: Αναγνώριση της θεότητας του Ιησού από τους μαθητές του
(Ιω. 1, 44-52)

Β΄ Κυριακή: Θεραπεία του Παραλυτικού (Μρκ. 2, 1-12)

Γ΄ Κυριακή: Προαναγγελία του Πάθους (Μρκ. 8, 34-9, 1)

Δ΄ Κυριακή: Θεραπεία δαιμονιζομένου (Μρκ. 9, 17-31)

Ε΄ Κυριακή: : Περί πρωτοκαθεδρίας και η προαναγγελία του Πάθους
(Μρκ. 10, 32-45)

Πίνακας 2

Στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο δεν υπάρχει κάποια ένδειξη στις επιμέρους διατάξεις του για την τέλεση εορτής Αγίου, ενώ αντίθετα στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας παρατηρούμε για τις υπό εξέτασιν Κυριακές την ανάπτυξη τιμής διαφόρων Αγίων σύμφωνα με τον κάτωθι πίνακα:

Α΄ Κυριακή: «μνήμη ἐπιτελεῖται τῶν ἁγίων Προφητῶν Μωσέως καὶ Ἀαρὼν καὶ Σαμουὴλ»

Β΄ Κυριακή: «μνήμη τελεῖται τῆς ἀθλήσεως τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης»

Γ΄ Κυριακή: άνευ εορτολογικής θεματολογίας

Δ΄ Κυριακή: «μνήμη τοῦ ἁγίου Δομετίου»

Ε΄ Κυριακή: : «μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζηνοβίου»

Πίνακας 3

Το Τυπικό της Κωνσταντινουπόλεως μάς φανερώνει την τροποποίηση που δέχθηκε η ιεροσολυμιτική παράδοση κατά τον 9ο-10ο αι., όσον αφορά στις ευαγγελικές περικοπές αλλά και στην θέσπιση των εορτών σε κάθε μία Κυριακή. Μετά από πολλές ζυμώσεις και αλλαγές, η εορτολογική θεματολογία θα υποστεί νέα επεξεργασία, ενώ αντίθετα το σύστημα των αναγνώσεων θα παραμείνει το ίδιο μέχρι και σήμερα.

Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου[74], στο οποίο στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό η σύγχρονη λειτουργική πράξη, η κατάσταση έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί κατά το εξής σχήμα:

Α΄ Κυριακή: Eορτή της Ορθοδοξίας

Β΄ Κυριακή: (ψάλλεται ἡ ακολουθία τοῦ) Αγίου Γρηγορίου,
Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, του Παλαμά

Γ΄ Κυριακή: προσκύνηση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού

Δ΄ Κυριακή: μνήμη oσίου Ιωάννου, συγγραφέως της Κλίμακος

Ε΄ Κυριακή: : μνήμη oσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

Πίνακας 4

Στο σημείο αυτό μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα σε σχέση με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν και με την ταυτόχρονη συνεξέταση των ακολουθιών του λειτουργικού βιβλίου του Τριωδίου:

α) Είναι φανερή στο εν χρήσει Τριώδιο η συνύπαρξη παλαιού (πίν. 1) και νέου (πίν. 4) θέματος. Το παλαιό θέμα έχει τις καταβολές του στα Ιεροσόλυμα και στο περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής της εκάστοτε Κυριακής (ό, τι συμβαίνει δηλαδή σήμερα με τις τέσσερις προκαταρκτικές Κυριακές του Τριωδίου). Σήμερα, επιζεί άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στην σκιά πάν-τως του νέου θέματος, επιβεβαιώνοντας και τους κανόνες του A. Baumstark.

β) Κατά τις ημέρες των Κυριακών, το παλαιό (ιεροσολυμιτικό) θέμα (πίν. 1), έχει υποχωρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό, στερούμενο πλέον αντίστοιχου αγιογραφικού υποβάθρου, επιβιώνοντας όμως συνήθως στα ιδιόμελα Δοξαστικά των Αίνων, στο ιδιόμελο Στιχηρό των Αποστίχων των κατανυκτικών Εσπερινών και στον Κανόνα της Δ΄ και Ε΄ Κυριακής. Αντίθετα, σε ευρεία κλίμακα παρατηρείται η ύπαρξη του παλαιού θέματος κατά τις ημέρες της εβδομάδος που έπονται της Κυριακής.

γ) Το σύστημα της αναγνώσεως των ευαγγελικών περικοπών, μετά την διαμόρφωσή του που έλαβε στην Κωνσταντινούπολη ήδη από τον 9ο-10ο αι. (πίν. 2), έχει παγιωθεί, παραμένοντας το ίδιο, εδώ και πάνω από δέκα αιώνες. Ωστόσο, οι περικοπές αυτές δεν έχουν αναπτύξει αντίστοιχη υμνογραφία, όπως συνέβη με τα καινοδιαθηκικά αναγνώσματα των Ιεροσολύμων (πίν. 1).

δ) Από τα εορτολογικά θέματα του Τυπικού της Μεγάλης Εκκλησίας (πίν. 3) έχει επιβιώσει μόνο το πρώτο (εορτή των Προφητών) και αυτό ως δευτερεύον, έναντι του νέου θέματος της εορτής της αναστηλώσεως των ιερών Εικόνων.

ε) Ενώ στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο οι ευαγγελικές περικοπές προέρχονται από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, στην Κωνσταντινούπολη επικρατεί η ανάγνωση από τον Ευαγγελιστή Μάρκο (με εξαίρεση μόνο την Α΄ Κυριακή).

Συνοψίζοντας τα παραπάνω μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι σημερινές ακολουθίες των πέντε Κυριακών των νηστειών είναι δομημένες πάνω στα νέα εορτολογικά θέματα που διαμορφώθηκαν μετά τον 10ο και μέχρι τον 16ο αι. στην Κωνσταντινούπολη, με σύστημα αναγνώσεως ευαγγελικών περικοπών που καθορίστηκε πριν από τον 9ο αι. στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με μικρές επιρροές από το παλαιό θέμα των Ιεροσολύμων που υπήρχε ήδη κατά τον 7ο αι.

Το θέμα που ανακύπτει και χρήζει εξέτασης είναι η αιτία της διαφοροποίησης των θεμάτων αυτών που συνέβη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα τον παραγκωνισμό του παλαιού θέματος.

Κατά τον Ι. Φουντούλη[75], οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην προσπάθεια των Βυζαντινών να ενταχθεί ο Ευαγγελιστής Μάρκος στο σύστημα περικοπών, αφού μέχρι τότε η ανάγνωση από το Ευαγγέλιό του υστερούσε. Το γεγονός αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το σύστημα συνεχούς αναγνώσεως (lectio continua), που εφαρμοζόταν από τότε στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης, ο αείμνηστος Λειτουργιολόγος[76] θεωρεί ότι η παρέμβαση αυτή στο σύστημα αναγνώσεως των Ιεροσολύμων είχε σκοπό την δημιουργία των προπαρασκευαστικών του Τριωδίου εβδομάδων[77]. Από την άλλη, ο Ι. Φουντούλης διακρίνει και κάποια σχέση θεματολογική των περικοπών του Μάρκου με το πάθος του Κυρίου και το Πάσχα, η οποία (σχέση) δικαιολογεί και με αυτόν τον τρόπο την εισαγωγή του συγκεκριμένου Ευαγγελίου στην προπασχάλια περίοδο[78].

O Μακάριος Σιμωνοπετρίτης θεωρεί τυχαία την σχέση ανάμεσα στην θεματολογία των περικοπών του κατά Μάρκον Ευαγγελίου με τα πνευματικά θέματα του Τριωδίου[79]. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι είναι φτωχή η πνευματική κατήχηση που επιτυγχάνεται, ιδιαίτερα εν συγκρίσει με τις ευαγγελικές περικοπές που χρησιμοποιούνται στα Ιεροσόλυμα[80].

Ο N. Cernokrak, αντίθετα, βλέπει πλήρη αρμονία των περικοπών του Μάρκου με την διδασκαλία του Τριωδίου, εντασσομένου του τελευταίου στο προβαπτισματικό πλαίσιο. Στο ίδιο σκεπτικό, ο T. Talley θεωρεί το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο ως επίδραση από την Αλεξάνδρεια και την νηστεία που επικρατούσε εκεί (κατά την οποία διαβαζόταν το Ευαγγέλιο του Αποστόλου Μάρκου) μετά την εορτή των Θεοφανείων και περατωνόταν με την τέλεση των βαπτίσεων[81].

Ο Ι. Φουντούλης[82] θεωρεί ακόμη μία πιθανή αιτία για την διαμόρφωση του νέου θέματος την ανάπτυξη τιμής του εορτασμού της μνήμης διαφόρων Αγίων, υπό την επιρροή μάλιστα του να΄ Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας. Για το θέμα αυτό έχουμε αναφερθεί λεπτομερώς σε προηγούμενη ενότητα, οπότε παρέλκει οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στο σημείο αυτό.

Ανακεφαλαιώνοντας, δυνάμεθα να ισχυρισθούμε ότι παλαιό (ή και παλαιά) και νέο θέμα συνυπάρχουν στο λειτουργικό βιβλίο της περιόδου, τα οποία με την κατάλληλη λειτουργική και ιστορική μελέτη και έρευνα μας οδηγούν στην κατανόηση της εξεταζομένης περιόδου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στοιχείων που την διακρίνουν. Όποια και αν είναι η αιτία της μετατροπής των θεμάτων, αυτή (η μετατροπή) γίνεται στο πλαίσιο των λειτουργικών κανόνων και σε βάθος πολλών ετών.

 

[1] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σσ. 68 - 69.

[2] Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας ἐρωτήσεις Ἀρχιερέως, PG 155, 904Α, «πενθεῖν καὶ μὴ ἑορτάζειν ἡμᾶς ἐν ταῖς τοῦ πένθους ἡμέραις».

[3] Τριῴδιον Κατανυκτικόν, ὅ.π., σ. 71.

[4] Σκιαδαρέση Ιωάννου (Πρωτοπρ.), «Τά Καινοδιαθηκικά Ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» Ἐκκλησία - Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἔτος 97 - Τόμος 2, Ἀθήνα 2020, σ. 118.

[5] Ἀγαπίου ἱερομ. καὶ Νικοδήμου μον., Πηδάλιον, Ἀστήρ, Ἀθήνα 1970, σ. 439.

[6] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 28. Για τις καταβολές, την ιστορία, την εξέλιξη και τη χειρόγραφη παράδοση της Προηγιασμένης, βλ. την εμπεριστατωμένη και εμβριθή μελέτη του Alexopoulos Stefanos, The Presanctified Liturgy in the Byzantine Rite. A Comparative Analysis of its Origins, Evolution, and Structural Components, Liturgia Condenda, Leuven 2009.

[7] Τζέρπου Δημητρίου (πρωτοπρ.), «Τελετουργικὰ καὶ ἐρμηνευτικὰ τῆς Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων Δώρων», στο θεία Εὐχαριστία, (Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 2003), Ἱερὰ Μητρόπολις Δράμας, Δράμα 2003, σ. 157.

[8] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 50.

[9] Τζέρπου, ὅ.π., σ. 161.

[10] Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, σσ. 313-342.

[11] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολὴ 93η, Πρὸς Καισαρίαν Πατρικίαν, περὶ κοινωνίας, PG 32, 484.

[12] Τζέρπου, ὅ.π., σ. 164.

[13] Νάσση Χρυσοστόμου, «Εἶναι εὐχαριστιακός ὁ χαρακτήρας τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων;» στο Γηθόσυνον σέβασμα. Τιμητικόν ἀφιέρωμα εἰς τόν Καθηγητήν Ἰωάννην Μ. Φουντούλην, τ. Β΄, ἐπιμ. Π. Ἰ. Σκαλτσῆ καί ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 1404.

[14] Νάσση Χρυσοστόμου, Ἠ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας. Κανονικὴ διδασκαλία καὶ λειτουργικὴ τάξη, ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 452.

[15] αυτόθι, σ. 453.

[16] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σσ. 215, 223· Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ὅ.π., σσ. 455-457.

[17] Η επαναδιατύπωση με διαφορετικό τρόπο των Κανόνων της Λαοδικείας, από την Πενθέκτη αυτή την φορά, μας οδηγούν στο συμπέρασμα περί μη τηρήσεως σε απόλυτο βαθμό των αρχικών κανόνων. (Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ὅ.π., σ. 461)

[18] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, Β΄, p. 14

[19] «Λειτουργοῦμεν δὲ καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν τὴν θείαν λειτουργίαν τῶν προηγιασμένων» (βλ. Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, p. 515).

[20] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, ὅ.π., p. 553.

[21] Γιάγκου Θεοδώρου, «Ἡ κανονικὴ παράδοση περὶ τῆς θ. Λειτουργίας», στο Ἡ θεία Λειτουργία (Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 1998), Ἱερὰ Μητρόπολις Δράμας, Δράμα 1998, σ. 34.

[22] Νάσση, «Εἶναι εὐχαριστιακός ὁ χαρακτήρας τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων;», ὅ.π., σ. 1395.

[23] Μωραΐτου Δημητρίου, Ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, Θεσσαλονίκη 1955, σ. 94.

[24] Νάσση, «Εἶναι εὐχαριστιακός ὁ χαρακτήρας τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων;», ὅ.π., σ. 1400.

[25] Με το Τυπικό του Αγίου Σάββα, αυτό έχει ανατραπεί, και η τέλεση της Προηγιασμένης Λειτουργίας πλέον επιτρέπεται μόνο κατά την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής.

[26] Ο Καθηγητής Παν. Σκαλτσής καταγράφει τάξη μετάδοσης προηγιασμένων στους νεονύμφους, η οποία φυσικά γινόταν εκτός Μ. Τεσσαρακοστής, βλ. Σκαλτσῆ Παναγιώτου, Γάμος καὶ θεία Λειτουργία. Συμβολὴ στὴν ἱστορία καὶ τὴ Θεολογία τῆς λατρείας, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 194-265.

[27] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, ὅ.π., p. 188.

[28] Πασχάλιον Χρονικόν, 386, 87-88, PG, 92, 989.

[29] Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου της Εὐχαριστίας, ὅ.π., σ. 470.

[30] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 52.

[31] Φουντούλη Ἰωάννου, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τόμος γ΄, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002, σ. 108.

[32] Τζέρπου, ὅ.π., σ. 184.

[33] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Α΄, ὅ.π., p. 186.

[34] αυτόθι, p. 522.

[35] Ι.Μ.Μ.Μ., Τυπικὸν – Κῶδιξ 83 (1580), Ἐπιμέλεια ἀνατύπωσης, διόρθωσης χφ. και εἰσαγωγή: Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ἅγια Μετέωρα 2018, σ. 398.

[36] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. Γ΄, Kiev 1895, p. 238.

[37] Φουντούλη Ἰωάννου, Τελετουργικὰ θέματα, τόμος γ΄, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007, σ. 141.

[38] Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ὅ.π., σ. 209.

[39] Νάσση, «Εἶναι εὐχαριστιακός ὁ χαρακτήρας τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων;», ὅ.π., σ. 1399.

[40] Dmitrievski, Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, Γ΄, ὅ.π., pp. 237-238.

[41] Νάσση, «Εἶναι εὐχαριστιακός ὁ χαρακτήρας τῆς Λειτουργίας τῶν προηγιασμένων δώρων;», ὅ.π., σ. 1400.

[42] Η περίοδος της Μ. Τεσσαρακοστής είναι η συντηρητικότερη σε αρχαία λειτουργικά στοιχεία. Θα μπορούσε να είναι και αυτό σημαντική αιτία τελέσεως της θείας Λειτουργίας του Μ. Βασιλείου κατ’ αυτήν, ως κατάλοιπο της συνεχούς και επίσημης τελέσεώς της καθ’ όλο το έτος μέχρι τον 10ο αι., σύμφωνα και με τους λειτουργικούς κανόνες όπως διατυπώνονται στο Baumstark Anton, Comparative liturgy, London 1958, pp 23-32.

[43] Ἀνατολικιώτου Διονυσίου, «Λειτουργικαὶ καὶ τυπολογικαὶ συνέπειαι τῆς διορθώσεως τοῦ ἡμερολογίου», Τὸ Χριστιανικὸν Ἑορτολόγιον, Πρακτικὰ Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007, σ. 437.

[44] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 411.

[45] Φουντούλη Ἰωάννου, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, τόμος α΄, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2006, σ. 263.

[46] Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων, 5, 20, PG 1, 904 «Πᾶν μέντοι σάββατον ἄνευ τοῦ ἑνὸς καὶ πᾶσαν κυριακὴν ἐπιτελοῦντες συνόδους εὐφραίνεσθε· ἔνοχος γὰρ ἁμαρτίας ἔσται ὁ τὴν κυριακὴν νηστεύων, ἡμέραν ἀναστάσεως οὖσαν, ἢ τὴν πεντηκοστὴν ἢ ὅλως ἡμέραν ἑορτῆς Κυρίου κατηφῶν· εὐφρανθῆναι γὰρ δεῖ ἐν αὐταῖς, ἀλλ' οὐ πενθῆσαι».

[47] Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, α΄, ὅ.π., σ. 262.

[48] Θεοδώρου, ὅ.π., σ. 27

[49] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 177.

[50] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, Α΄, ὅ.π., p. 44.

[51] Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, γ΄, ὅ.π., σ. 103.

[52] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 36.

[53] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, Β΄, ὅ.π., p. 828· Οι συγκεκριμένοι Άγιοι θεωρούνται υπερασπιστές της Ορθοδοξίας σχετικά με το Πρόσωπο του Χριστού και γι΄ αυτό ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης θεωρεί την εορτή τους ως προετοιμασία για την επερχόμενη εορτή της Κυριακής της Ορθοδοξίας. (βλ. Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ.  489).

[54] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Α΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 234.

[55] Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, α΄, ὅ.π., σ. 263.

[56] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ.  415.

[57] Μηλιαρᾶ, ὅ.π., σ. 161.

[58] Ο καθηγητής Θ. Γιάγκου επισημαίνει την πάγια τακτική της Μεγάλης Εκκλησίας να μεταθέτει εορτές Πατριαρχών σε ημέρα Κυριακής καθ’ όλο το έτος, ασχέτως με τις ημέρες της Τεσσαρακοστής και της νηστείας, με σκοπό τον πανηγυρικότερο εορτασμό τους. (βλ. Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ὅ.π., σ. 468).

[59] Νάσση, Ἡ τελεσιουργία τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, ὅ.π., σ. 463.

[60] αυτόθι, σ. 466.

[61] Φουντουλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, γ΄, ὅ.π., σ. 103.

[62] Παρατηρείται στις ημέρες μας μία περαιτέρω αποδυνάμωση του Κανόνα περί μετάθεσης των εορτών, αφού πολλοί εκ των Αγίων της περιόδου (π.χ. Αγία Φιλοθέη, Άγιος Νικόλαος Πλανάς, Αγία Θεοδώρα (Βασίλισσα Άρτης), Άγιος Αλέξιος κ.ά.) τιμώνται στην κανονική τους ημέρα με την τέλεση πανηγυρικού Όρθρου και Προηγιασμένης.

[63] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 33

[64] Baumstark, ὅ.π., pp. 23-32.

[65] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 34.

[66] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 312.

[67] αυτόθι, p. 320.

[68] αυτόθι, p. 322.

[69] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, Β΄, ὅ.π., p. 166.

[70] Galadza, ὅ.π., p. 325.

[71] Σημαντικές παρατηρήσεις για τα χφφ. Τριώδια και την υμνογραφία τους βλ. Δετοράκη Θεοχάρη, «Παρατηρήσεις σὲ Σιναϊτικὰ χειρόγραφα Τριώδια», στο Γηθόσυνον σέβασμα. Τιμητικόν ἀφιέρωμα εἰς τόν Καθηγητήν Ἰωάννην Μ. Φουντούλην, τ. Α΄, ἐπιμ. Π. Ἰ. Σκαλτσῆ καί ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Θεσσαλονίκη 2013, σσ.549-569. 

[72] Κεκελίδζε, ὅ.π., σσ. 213-221.

[73] Mateos, Le Typikon de la Grande `Eglise, B΄, ὅ.π., pp. 20 - 56.

[74] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σσ. 299 - 316.

[75] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 36.

[76] Φουντούλη, Τελετουργικὰ θέματα, γ΄, ὅ.π., σ. 166.

[77] Με δύο από τις περικοπές των Κυριακών του Ιεροσολυμιτικού Κανοναρίου δημιουργήθηκαν οι πρώτες προκαταρκτικές Κυριακές του Τελώνου και του Φαρισαίου και του Ασώτου, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο κενές τις αντίστοιχες ημέρες. Συναφή περίπτωση ίσως αποτελεί και η Ε΄ Κυριακή των νηστειών του Ιεροσολυμιτικού Κανοναρίου, κατά την οποία αναγιγνωσκόταν η Παραβολή του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου. Σύμφωνα με τον Ι. Φουντούλη (Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, β΄, σ. 76), η περικοπή αυτή είχε θέση στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας κατά την Κυριακή προ της 6ης Νοεμβρίου εκάστου έτους, εξαιτίας της «μνήμης τῆς πεσούσης κόνεως ἤτοι στακτῆς», η οποία συνέβη την 6η Νοεμβρίου 472 μ. Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η πράξη παρέμεινε μέχρι σήμερα και γι΄ αυτόν τον λόγο βλέπουμε ανατροπή στην σειρά των περικοπών του Ευαγγελιστού Λουκά, ώστε η συγκεκριμένη να διαβαστεί ανάμεσα σε αυτή την εβδομάδα. Το γεγονός αυτό (μαζί με την συνεχή ανάγνωση του κατά Λουκάν Ευαγγελίου στην Κωνσταντνούπολη πριν από την Τεσσαρακοστή) πιθανόν να επηρέασε την αφαίρεση και αντικατάσταση της περικοπής από την Τεσσαρακοστή.

[78] Φουντουλη, Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, δ΄, σ.  79.

[79] Μακαρίου Ἱερομ., ὅ.π., σ. 264.

[80] αυτόθι, σ. 267.

[81] αυτόθι, σ. 264.

[82] Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, ὅ.π., σ. 36.

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (α' μέρος)

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (α' μέρος)

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (α' μέρος)

(Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου)

 

Εδώ και λίγες ημέρες η Εκκλησία μας εισήγαγε στην κατανυκτικότερη περίοδο όλου του λειτουργικού έτους και της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, γνωστή ως Τριώδιο. Κανείς δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από αυτήν, πολλώ δε μάλλον όταν συμμετέχει ενεργά και βιώνει την έντονη εναλλαγή συναισθημάτων, την κατάνυξη και την συντριβή καρδίας που προσφέρει η Εκκλησία στο λειτουργικό αυτό πλαίσιο.

Όπως είναι γνωστό, η περίοδος του Τριωδίου, και κατ’ αντιστοιχίαν της Μ. Τεσσαρακοστής, εξαρτάται ημερολογιακά από την εορτή του Πάσχα, και εντάσσεται σε ένα χρονικό πλαίσιο το οποίο ξεκινά δέκα εβδομάδες πριν από αυτήν. Η περίοδος αυτή, γνωστή με την ονομασία Τριῴδιον Κατανυκτικόν, αρχίζει με την «Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου» και ολοκληρώνεται το Μεγάλο Σάββατο με τον Εσπερινό της ἑορτῆς τῶν ἑορτῶν, του Πάσχα. Εκτός από την περίοδο, Τριώδιο καλείται και το λειτουργικό βιβλίο που καλύπτει όλο αυτό το προαναφερθέν χρονικό πλαίσιο, με την πρώτη ελληνική έκδοση να ανάγεται στο 1522 στην Βενετία[1].

Ο παρακάτω πίνακας περιγράφει σχηματικά την διάταξη του Τριωδίου και κάνει σαφέστερο το περιεχόμενο κάθε επιμέρους μικρο-περιόδου.

Τριώδιον

Προπαρασκευαστικές
Κυριακές - Εβδομάδες

Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου

 

Κυριακή του Ασώτου

 

Κυριακή της Απόκρεω

 

Κυριακή της Τυρινής

 

Μεγάλη Τεσσαρακοστή

 

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Β΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Γ΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Δ΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Ε΄ των Νηστειών

 

 

         Κυριακή των Βαΐων

 

     Μεγάλη Εβδομάς

 

Την ονομασία του το Τριώδιο την οφείλει ασφαλώς στην αρχαία πρακτική της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία κάθε ημέρα, κατά την ακολουθία του Όρθρου, ψάλλονταν τρεις από τις συνολικά εννέα βιβλικές ωδές, στις οποίες, αιώνες αργότερα, προστέθηκαν οι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τριώδιοι κανόνες (τροπάρια αφιερωμένα σε κάποια εορτή ή άλλο θέμα)[2].

Η στιχολόγηση των τριών καθ’ ημέραν ωδών γινόταν με το εξής αρχαιοπρεπές σύστημα. Κάθε μία από τις επτά πρώτες ωδές εστιχολογείτο στην αντίστοιχή της ημέρα (η πρώτη ωδή την Κυριακή, η δεύτερη ωδή την Δευτέρα, η τρίτη ωδή την Τρίτη  κ.ο.κ.) προστιθεμένων καθημερινώς της η΄ και της θ΄ ωδής. Αργότερα, η πρακτική αυτή διαφοροποιήθηκε για την Κυριακή, η οποία έλαβε πανηγυρικότερο χαρακτήρα με ολόκληρη την στιχολογία των ωδών (αφού στην ουσία είναι και πρώτη και όγδοη-τελευταία ημέρα της εβδομάδος), αφήνοντας έτσι μία επιπλέον ωδή για την ημέρα του Σαββάτου, η οποία με αυτόν τον τρόπο απέκτησε τέσσερις ωδές[3].

Μία απλή παρατήρηση στο βιβλίο του Τριωδίου και στις ακολουθίες του Όρθρου σήμερα, φανερώνει ότι ο κανόνας αυτός (της στιχολογίας τριών ωδών) έχει κάπως ατονήσει. Όπως σημειώνει στον πρόλογο των Συναξαρίων ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος: «Καταχρηστικῶς δὲ Τριῴδιον ὀνομάζεται· οὐ γὰρ ἀεὶ Τριῴδια ἔχει, καὶ γὰρ ὁλοτελεῖς Κανόνας προβάλλεται· ἀλλ΄ οἶμαι, ἀπὸ τοῦ πλεονάζοντος τὴν ἐπωνυμίαν λαβεῖν»[4]. Η ατονία της αρχαίας συνήθειας των τριωδίων γίνεται εμφανής και από την σύνθεση, αργότερα, εννεαώδιων (στην ουσία υπάρχουν οκτώ ωδές) Κανόνων για τον εμπλουτισμό των ακολουθιών των Μηναίων.

Με την σημερινή του μορφή, το Τριώδιο διαιρείται σε τρία αρκετά διακριτά μεταξύ τους μέρη. Αρχικά τοποθετείται η προκαταρκτική περίοδος με τρεις εβδομάδες και τέσσερις Κυριακές, ακολουθεί η περίοδος έξι εβδομάδων που αποτελούν την Μ. Τεσσαρακοστή (με πέντε Κυριακές) και εν συνεχεία έπονται το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων με την Μεγάλη Εβδομάδα.

Μία παρατήρηση που οφείλουμε να κάνουμε στο σημείο αυτό είναι ότι, σύμφωνα με παλαιότερο διαχωρισμό, το Τριώδιο αποτελούσε μία ενότητα με το Πεντηκοστάριο (την περίοδο δηλαδή που σήμερα άρχεται την Κυριακή του Πάσχα και λήγει με την Κυριακή των Αγίων Πάντων), με το πρώτο να αποτελεί το Τριῴδιον Κατανυκτικόν και το δεύτερο το Τριῴδιον Χαρμόσυνον[5]. Αυτή η ενότητα παρατηρείται ακόμα και σήμερα στην ρωσική Εκκλησία, η οποία διακρίνει τα δύο μέρη σε Triod΄ Postnaja και Triod΄ Cvetnaja[6]. Πάντως, ο χωρισμός μεταξύ των δύο λειτουργικών βιβλίων υφίσταται ήδη από τον 10ο αι.[7]

Είναι αυτονόητο ότι, για να λάβει η συγκεκριμένη περίοδος την δομή και τα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε σήμερα, πέρασε μέσα από μακραίωνη ζύμωση, με πολλούς παράγοντες να επηρεάζουν την τελική της διαμόρφωση. Αυτή όμως η συνεχής εξέλιξη και εισαγωγή νέων στοιχείων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (τουλάχιστον μέχρι και τον 16ο αι.), δεν διατάραξε επ΄ ουδενί τον χαρακτήρα και την ενότητα που διακρίνει την περίοδο αυτή[8].

Αρχική προέλευση της περιόδου του Τριωδίου μπορεί να θεωρηθεί, με σχετική βεβαιότητα, η εορτή του Πάσχα[9] και η προ αυτής προετοιμασία των πρώτων Χριστιανών των αποστολικών χρόνων «ὅπως, διαπλεύσαντες τὸ τῆς νηστείας μέγα πέλαγος, εἰς τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν καταντήσωσιν, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[10]. Ως πρωταρχικός αγώνας των πιστών για την εορτή ήταν η νηστεία, τηρώντας έτσι τα κυριακά λόγια ότι «ἐλεύσονται ἡμέραι, ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ΄ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν[11]». Η διάρκεια και το είδος της νηστείας αυτής αρχικά ποικίλλουν, ανάμεσα σε μία, δύο ή και περισσότερες ημέρες μέχρις ότου, στα μέσα του 3ου αι., λάβει μορφή μίας ολόκληρης εβδομάδος[12], αποτελώντας με αυτό τον τρόπο τον προάγγελο της διαμόρφωσης της Μ. Εβδομάδος.

Σημαντικό ρόλο στην επιμήκυνση των ημερών και την ένταση του αγώνα διαδραμάτισε, σύμφωνα με τον Ιερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[13] (δίνοντας έτσι μία άλλη διάσταση στο θέμα), η παύση των διωγμών των Χριστιανών και το άνοιγμα της Εκκλησίας σε πολύ ευρύτερο περιβάλλον. Οι αγώνες και το αίμα των Μαρτύρων της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας αντικαταστάθηκαν τώρα από το πνευματικό στάδιο, ούτως ώστε να μην πέσουν οι Χριστιανοί σε αδράνεια και να μην υποταχθεί το πνεύμα των Μαρτύρων στο πνεύμα του κόσμου. 

Σύμφωνα με τον ε΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ. Χ.), η Τεσσαρακοστή ήταν ήδη διαμορφωμένη στην χριστιανική πρακτική[14]. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο ξθ΄ (69ος) [15] Αποστολικός Κανόνας (η συγγραφή τους τοποθετείται χρονικά κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι.) έχει πλήρη γνώση για την Μ. Τεσσαρακοστή, ορίζοντας μάλιστα βαρύτατες συνέπειες για την μη τήρησή της. Μαρτυρίες, επίσης, περί της επικράτησης της Μ. Τεσσαρακοστής εκείνη την χρονική περίοδο, μας μεταφέρουν διάφοροι σύγχρονοι συγγραφείς όπως[16], ο Άγιος Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά και ιστορικοί της εποχής όπως ο Σωκράτης ο Σχολαστικός και ο Σωζομενός[17]. Σύμφωνα με αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τεσσαρακονθήμερη νηστεία έχει εδραιωθεί τουλάχιστον από τις αρχές του 4ου αι. στην συνείδηση σύνολης της Εκκλησίας, έχοντας λάβει μάλιστα και ισχυρή θέση στην πράξη.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί το γεγονός περί της διαφορετικής προσέγγισης του τρόπου υπολογισμού αυτών των σαράντα ημερών σε Παλαιστίνη και Αντιόχεια[18]. Σύμφωνα με τον παλαιστινιακό τύπο, στις έξι εβδομάδες της Σαρακοστής συμπεριλαμβάνονταν και η Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και οι ημέρες των Σαββάτων και των Κυριακών (παρόλο που η νηστεία τότε καταλύεται) εκτός από τις δύο ημέρες πριν από το Πάσχα, οι οποίες παρέμεναν να θυμίζουν την αρχική ξεχωριστή διήμερη προπασχάλια νηστεία.

Αντίθετα, ο αντιοχειανός τύπος εφάρμοζε άλλη, αυστηρότερη θα λέγαμε, μέθοδο. Προσμετρούσε στο τεσσαρακονθήμερο μόνο τις ημέρες πραγματικής νηστείας (χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές δηλαδή) αφαιρώντας ταυτόχρονα και την Μ. Εβδομάδα. Με αυτόν τον τρόπο οι εβδομάδες της νηστείας ήταν αυξημένες σε σχέση με την Παλαιστίνη. Ο τρόπος μέτρησης της Αντιοχείας έγινε εν τέλει δεκτός στο μεγαλύτερο μέρος της Ορθόδοξης Ανατολής τον 4ο  και 5ο αι., χωρίς όμως να λείπουν οι έριδες και οι διαμάχες μέχρι και αρκετούς αιώνες αργότερα περί της όγδοης εβδομάδος των νηστειών[19].

Μαρτυρίες περί του διαφορετικού τρόπου μετρήσεως των ημερών μας παρέχουν, συν τοις άλλοις, και οι ιστορικοί της εποχής Σωκράτης ο Σχολαστικός και ο Σωζομενός. Σύμφωνα με τον πρώτο[20]:

«Αὐτίκα τὰς πρὸ τοῦ Πάσχα νηστείας, ἄλλως παρ΄ ἄλλοις φυλαττομένας ἔστιν εὑρεῖν. Οἱ μὲν γὰρ ἐν Ῥώμῃ, τρεῖς πρὸ τοῦ Πάσχα ἑβδομάδας, πλὴν Σαββάτου καὶ Κυριακῆς, συνημμένας νηστεύουσιν. Οἱ δὲ ἐν Ἰλλυριοῖς καὶ ὅλη τῇ Ἑλλάδι, καὶ οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, πρὸ ἑβομάδων ἓξ τὴν πρὸ τοῦ Πάσχα νηστείαν νηστεύουσι, Τεσσαρακοστὴν αὐτὴν ὀνομάζοντες. Ἄλλοι δὲ παρὰ τούτους, ἄλλοι πρὸ ἑπτὰ τῆς ἑορτῆς ἑβδομάδων τῆς νηστείας ἀρχόμενοι, καὶ τρεῖς μόνας πενθημέρους ἐκ διαλειμμάτων νηστεύοντες, οὐδὲν ἧττον καὶ αὐτοὶ Τεσσαρακοστὴν τὸν χρόνον τοῦτον καλοῦσι. Καὶ θαυμάσαι μοι ἔπεισι, πῶς οὗτοι περὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν διαφωνοῦντες, Τεσσαρακοστὴν αὐτὴν ὀνομάζουσι».

Αντίστοιχη εικόνα μας παρουσιάζει και ο έτερος ιστορικός της εποχής, ο Σωζομενός, ο οποίος σημειώνει[21]: «Καὶ τὴν πρὸ ταύτης δὲ καλουμένην τεσσαρακοστήν, ἐν ᾗ νηστεύει τὸ πλῆθος, οἱ μὲν εἰς ἓξ ἑβδομάδας ἡμερῶν λογίζονται, ὡς οἱ ᾿Ιλλυριοὶ καὶ οἱ πρὸς δύσιν, Λιβύη τε πᾶσα καὶ Αἴγυπτος σὺν τοῖς Παλαιστίνοις, οἱ δὲ ἑπτά, ὡς ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ τοῖς πέριξ ἔθνεσι μέχρι Φοινίκων, ἄλλοι δὲ τρεῖς σποράδην ἐν ταῖς ἓξ ἢ ἑπτὰ νηστεύουσιν, οἱ δὲ ἅμα τρεῖς πρὸ τῆς ἑορτῆς συνάπτουσιν, οἱ δὲ δύο, ὡς οἱ τὰ Μοντανοῦ φρονοῦντες».

 Η διαφωνία αυτή ανάμεσα στις κατά τόπους Εκκλησίες δεν έγκειται μόνο στην διαφορά μέτρησης των ημερών της προ του Πάσχα νηστείας, αλλά και στην διαφορετική προσέγγιση ως προς τον τρόπο τηρήσεώς της. Όπως σημειώνει ο Σωκράτης στην συνέχεια του έργου του:

«Ἔσται δὲ εὑρεῖν οὐ μόνον περὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν διαφωνοῦντας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποχὴν τῶν ἐδεσμάτων οὐχ ὁμοίαν ποιουμένους. Οἱ μὲν γάρ, πάντη ἐμψύχων ἀπέχονται· οἱ δέ, τῶν ἐμψύχων ἰχθῦς μόνους μεταλαμβάνουσι. Τινὲς δὲ σὺν τοῖς ἰχθύσι, καὶ τῶν πτηνῶν ἀπογεύονται…οἱ δὲ καὶ ἀκροδρύων καὶ ὠῶν ἀπέχονται. Τινὲς δὲ καὶ ξηροῦ ἄρτου μόνου μεταλαμβάνουσιν».    

Όπως ήδη προαναφέραμε, στην σημερινή τελική του μορφή, το Τριώδιο εισάγεται με την προκαταρκτική περίοδο τριών εβδομάδων. Αυτή η μορφή, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν εξαρχής απόλυτη και ομοιόμορφη. Στην Παλαιστίνη και τα Ιεροσόλυμα, οι προπαρασκευαστικές ημέρες εξαντλούνται με την εβδομάδα της Τυρινής, όπως μαρτυρεί το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι.[22], στο οποίο η περίοδος ξεκινά με την Κυριακή της Απόκρεω, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να διαφοροποιείται μέχρι και τον 11ο αι.[23].

Στην Κωνσταντινούπολη, αντίθετα, η προκαταρκτική περίοδος έλαβε σταδιακά μεγαλύτερη διάρκεια, μέχρις ότου φθάσει στην σημερινή της μορφή. Αρχικά, η εβδομάδα της Τυροφάγου βρίσκεται και εδώ αρκετά νωρίς θεσμοθετημένη, αφού μνημονεύεται ήδη επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου (7ος αι.)[24]. Εν συνεχεία, σύμφωνα με το Κανονάριο της Μ. Εκκλησίας του χφ. αρ. 266 της Πάτμου (9ος-10ος αι,) φαίνεται να προστίθεται μία ακόμη εβδομάδα, με την προ αυτής Κυριακή να ονομάζεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Ἀπόκρεω[25]. Αντίστοιχη ρύθμιση παρατηρούμε και στο Κανονάριο του χφ. αρ. 150 της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης (10ος-11ος αι.)[26], γεγονός που δείχνει την καθιέρωση της εβδομάδας αυτής αλλά όχι και της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου. Παρόλο που η συγκεκριμένη Κυριακή (του Τελώνου και του Φαρισαίου) μνημονεύεται ως έχουσα οργανική θέση στο Τριώδιο από τον 10ο αι.[27], εντούτοις έλαβε οριστική μορφή αργότερα και συγκεκριμένα τον 11ο και τον 12ο αι.[28]. Έτσι παρατηρούμε να έχει την σημερινή της θέση, στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[29] καθώς και στης Μονής του Σωτήρος Μεσσήνης (του έτους 1131)[30].

Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος θεωρεί[31] ότι η προπαρασκευή αυτή έχει την σημασία του προγυμνάσματος, ώστε ο πιστός να προετοιμασθεί κατάλληλα και να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τους πνευματικούς αγώνες της Σαρακοστής. Ο Ι. Φουντούλης[32] διαβλέπει συμβολικό χαρακτήρα στην διαμόρφωση των τριών προκαταρκτικών εβδομάδων, τονίζοντας ότι ο καταρτισμός αυτός έγινε εις τιμήν της Αγίας Τριάδος.

Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης έχει μία κάπως διαφορετική άποψη επί του θέματος. Θεωρεί ασφαλώς, όπως και οι προηγούμενοι, ότι αυτή η περίοδος έχει λάβει, ως πλήρως εναρμονισμένη με το όλο κλίμα της επερχόμενης Μ. Τεσσαρακοστής, τις πνευματικές διαστάσεις που τις δίνουμε σήμερα (όπως προετοιμασία για τον αγώνα), αλλά οι πρωταρχικοί λόγοι καθιερώσεώς της ήταν εντελώς διαφορετικοί. Όπως επισημαίνει[33], υπάρχουν λόγοι ιστορικοί και πολιτικής φύσεως που ευνόησαν την προσθήκη των προκαταρκτικών εβδομάδων. Αρχικά, για την εβδομάδα της Τυρινής, θεωρεί ότι είναι απόρροια της προσπάθειας του Αυτοκράτορα Ηρακλείου να επιτύχει στις πολεμικές του προσπάθειες για ανάκτηση της Ιερουσαλήμ. Προσπαθώντας λοιπόν να συμφιλιώσει τους Ορθοδόξους με τους Αντιχαλκηδονίους, ώστε να λάβει την στήριξη των δευτέρων, παρέτεινε την νηστεία κατά μία εβδομάδα, σύμφωνα με την πρακτική των Μονοφυσιτών. Παρόλο που το πολιτικό εγχείρημα απέτυχε, εντούτοις παρέμεινε η νηστεία, αφού εξυπηρετούσε και την εισαγωγή στην Μ. Τεσσαρακοστή.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν το γεγονός της αλλαγής της θεματολογίας της Κυριακής της Τυροφάγου στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, όπως παρατηρούμε στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας[34], η Κυριακή αυτή ήταν αφιερωμένη στην μνήμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, του Πάπα Ρώμης Λέοντος και των Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης υποθέτει[35] ότι η αλλαγή της θεματολογίας από τους Υμνογράφους με κατάληξη στο σημερινό θέμα (έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο) ήταν αποτέλεσμα της έμπνευσης από το θέμα της προηγούμενης Κυριακής (τελική κρίση), αλλά και μεγαλύτερης σχέσης με την περίοδο της Τεσσαρακοστής.

Για τις δύο προηγούμενες Κυριακές (του Τελώνου και του Φαρισαίου και του Ασώτου), ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης πιστεύει[36] ότι είναι απότοκος της βασικής αρχής της λειτουργικής ιστορίας, σύμφωνα με την οποία οι λειτουργικές περίοδοι επιμηκύνονται μέσα από τον διπλασιασμό και την μίμηση. Έτσι, ως απάντηση στο ζεύγος των Κυριακών της Απόκρεω και της Τυροφάγου, δημιουργήθηκαν οι δύο προηγούμενες από αυτές Κυριακές. Παρατηρείται, επομένως, μία συμμετρία ανάμεσα στις τέσσερις αυτές Κυριακές της προπαρασκευαστικής περιόδου, με τις δύο πρώτες να συντρέχουν στην πνευματική προετοιμασία και τις δύο επόμενες  να εξυπηρετούν την ετοιμασία για την νηστεία από τις τροφές.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πνευματική προετοιμασία για την περίοδο της Τεσσαρακοστής εκτείνεται και στις προ του Τελώνου και Φαρισαίου Κυριακές[37]. Οι ευαγγελικές περικοπές που έχουν επιλεγεί για την περίοδο μετά τα Φώτα και μέχρι την έναρξη του Τριωδίου μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Σμέμαν[38], η Κυριακή του Ζακχαίου[39], που τοποθετείται κατ’ εκείνη την περίοδο, αποτελεί την πρώτη αναγγελία για την έναρξη της Σαρακοστής, με την επιθυμία του Ζακχαίου να συναντήσει τον Χριστό να λειτουργεί ως κίνητρο για τους πιστούς ώστε να τον μιμηθούν. Τον ίδιο ρόλο φαίνεται να επιτελούν και οι υπόλοιπες Κυριακές[40] με τις περικοπές της Χαναναίας, των Δέκα Λεπρών και του Πλουσίου Νεανίσκου[41]. Βέβαια, αυτές οι ημέρες δεν έλαβαν ποτέ την μορφή των τεσσάρων προπαρασκευαστικών Κυριακών, αφού δεν εντάχθηκαν στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου και δεν ανέπτυξαν δική τους υμνογραφία.

Από άποψη Τυπικού, οι προπαρασκευαστικές Κυριακές παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Μοιάζουν με τον συνεορτασμό κάποιας εορτής Αγίου με την αναστάσιμη ακολουθία, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις. Απουσιάζουν Απολυτίκια, αναγνώσματα του Εσπερινού και Καθίσματα των στιχολογιών στον Όρθρο. Παρατηρείται η εισαγωγή των τριών ιδιομέλων: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας», «Τῆς Σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους» και «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν», τα οποία παρακινούν τους πιστούς σε μετάνοια και συντριβή. Όλες αυτές τις ημέρες οι ακολουθίες έχουν ιδιόμελα Στιχηρά και Δοξαστικά, Εξαποστειλάρια καθώς και Κανόνες με μεσώδια Καθίσματα. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρώτων δύο Κυριακών αποτελούν οι ευαγγελικές περικοπές, στις οποίες οφείλουν και την ονομασία τους. Στην Παλαιστίνη, η ανάγνωση αυτών των περικοπών και η αντίστοιχη υμνογραφική θεματολογία, τοποθετούνταν εντός της Σαρακοστής, αφού, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, εκεί απουσίαζε η προκαταρκτική περίοδος.

Σύμφωνα με την σημερινή πρακτική, η νηστεία εισάγεται σταδιακά και τμηματικά σε κάθε μία εβδομάδα της προπαρασκευαστικής περιόδου. Την πρώτη εβδομάδα επιτρέπεται κατάλυσις εἰς πάντα, την επόμενη τηρείται η συνήθης κατάλυση, ενώ την τελευταία εβδομάδα υπάρχει η νηστεία από το κρέας αλλά ταυτόχρονα κατάλυση γαλακτοκομικών και αυγών ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Η κατάλυση των εβδομάδων αυτών και η σταδιακή είσοδος στην νηστεία έχουν λάβει την έννοια της ενισχύσεως των πιστών στον επερχόμενό τους αγώνα. Επιπλέον, η εβδομάδα του Τελώνου και Φαρισαίου αντιστοιχεί συμμετρικά[42] στην Διακαινήσιμο εβδομάδα αποτελώντας την αρχή και το τέλος της περιόδου (και οι δύο αυτές εβδομάδες έχουν πλήρη κατάλυση).

Φυσικά, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, οι αρχικοί λόγοι της καθιερώσεως της καταλύσεως της νηστείας ήταν διαφορετικοί από ό, τι σήμερα. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα[43], σε σημείωση την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου: «χρὴ γινώσκειν ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ ἑβδομάδι νηστεύουσιν οἱ τρισκατάρατοι Ἀρμένιοι τὴν βδερυρὰν αὐτῶν νηστείαν, τὴν λεγομένην τοῦ ἀρτζιβουρίου. Ἡμεῖς δὲ καθ΄ ἑκάστην ἐσθίομεν τυρὸν καὶ ὠά, ἀνατρέ-ποντες τὸ ἐκείνων δόγμα τῆς τοιαύτης αἱρέσεως».  Σύμφωνα με αυτήν την σημαντική πληροφορία η κατάλυση της εβδομάδος φαίνεται να έχει καθιερωθεί ώστε να διακριθούν οι Ορθόδοξοι από τους Μονοφυσίτες Αρμενίους και να μην υπάρχει καμία σύγχυση μεταξύ τους.

Παρόμοιος λόγος καταλύσεως της νηστείας φαίνεται να υπάρχει και για την εβδομάδα της Τυρινής. Σύμφωνα με διάταξη στο Τυπικό του Αγίου Σάββα[44], το οποίο μεταφέρει κανόνα του Αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «δεῖ νηστεύειν τοὺς μοναχοὺς τῇ δ΄ και στ΄ τῆς Τυροφάγου, καὶ μετὰ τὴν τῶν προηγιασμένων ἀπόλυσιν, ἐσθίειν τυρὸν καὶ ὠά, ὅπου ἂν εὑρεθῶσιν. Ἀνατρέπει δὲ οὗτος ὁ κανὼν τὸ δόγμα τῶν Ἰακωβιτῶν καὶ τὴν τῶν Τετραδιτῶν αἵρεσιν».

Η νηστεία, που, όπως αναφέραμε παραπάνω, διαρκούσε το περισσότερο μία εβδομάδα έδωσε την ώθηση και την έμπνευση στους πιστούς, εξαιτίας του ζήλου τους για μεγαλύτερο αγώνα και προετοιμασία, ώστε με την πάροδο λίγων μόλις ετών να διαμορφώσουν μία περίοδο σαράντα ημερών νηστείας[45], η οποία στην ουσία θα λάβει χαρακτήρα προετοιμασίας για την Μ. Εβδομάδα και είναι συνδεδεμένη με την νηστεία της. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη[46] ότι η νηστεία αυτή είναι μίμηση της νηστείας του Χριστού μετά την βάπτισή του, και έτσι έχει αφετηρία την εορτή των Θεοφανείων, θεωρία η οποία δεν βρίσκει πολλούς υποστηρικτές.

Στην πρώτη Εκκλησία η Τεσσαρακοστή είχε την σημασία της κατηχήσεως των Κατηχουμένων, οι οποίοι, όντες ενήλικοι, περνούσαν από την διαδικασία της κατηχήσεως και της δοκιμασίας, ώστε να γίνουν πλήρη μέλη του εκκλησιαστικού σώματος[47]. Αυτό θα συνέβαινε κατά την ακολουθία της Παννυχίδος του Πάσχα, η οποία ετελείτο κατά τις πρώτες ώρες της νυκτός (μετά την δύση του ηλίου δηλαδή) και ήταν συνδεδεμένη με την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής είναι εμφανή ακόμα και σήμερα. Παρατηρούμε, έτσι, στην ακολουθία του Εσπερινού μετά της θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, την ύπαρξη δεκαπέντε αναγνωσμάτων στον Εσπερινό (κατά την ανάγνωση των οποίων τελούνταν οι βαπτίσεις στο βαπτιστήριο), την αντικατάσταση του Τρισαγίου Ύμνου από το «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε» καθώς, επίσης, και την ύπαρξη του αποστολικού αναγνώσματος της ακολουθίας του βαπτίσματος.

Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης διακρίνει στοιχεία της προετοιμασίας των Κατηχουμένων,  καθ΄ όλην την διάρκεια του τεσσαρακονθημέρου[48]. Οι σαράντα ημέρες της νηστείας, είναι ημέρες πνευματικού αγώνα για τους Κατηχουμένους, οι οποίοι σε καθημερινή βάση δέχονταν εξορκισμούς και κατηχητικούς λόγους από τον εκάστοτε Επίσκοπο, ο οποίος και επόπτευε γενικά την όλη διαδικασία[49]. Με αυτό τον τρόπο κατανοείται η έμφαση που δίνεται στις ακολουθίες της Σαρακοστής στην ανάγνωση από την Π. Διαθήκη, η οποία χρησίμευε για την διδασκαλία των προς το Βάπτισμα Κατηχουμένων[50]. Αντίστοιχα, μπορεί να ερμηνευτεί και η ανάγνωση στο Πεντηκοστάριο από το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αφού έτσι επιτελείται η μύηση των Νεοφύτων στην λατρεία της Εκκλησίας. Καλύτερος μύστης από τον θεολόγο Ιωάννη δεν θα μπορούσε να βρεθεί[51].

Διάφοροι συμβολισμοί έχουν αποδοθεί στην τεσσαρακονθήμερη αυτή περίοδο[52]. Κατά μία άποψη, η καθιέρωση των σαράντα ημερών γίνεται κατά μίμηση των Προφητών Μωυσέως και Ηλία αλλά και του ίδιου του Ιησού Χριστού, οι οποίοι νήστευσαν σαράντα ημέρες. Επίσης, άλλη ερμηνεία θεωρεί την καθιέρωση της νηστείας, ως μίμηση της αποδεκατώσεως των Εβραίων στην Παλαιά Διαθήκη[53]. Όπως εκείνοι απέδιδαν το ένα δέκατο της παραγωγής τους στον ναό, έτσι και οι Χριστιανοί αφιερώνουν το ένα δέκατο περίπου του έτους στον πνευματικό αγώνα.

 

[1] Τριῴδιον, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11, σ. 864· Μετά από αυτή την χρονολογία δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες τροποποιήσεις στην δομή και το περιεχόμενο του Τριωδίου, φανερώνοντας έτσι την επιρροή της τυπογραφίας στην μη εμφάνιση νέων λειτουργικών στοιχείων και στην παγίωση της λειτουργικής πρακτικής, η οποία μέχρι τότε λάμβανε συνεχείς μεταβολές.

[2] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 18.

[3] Ἀγάθωνος Παρασκευᾶ (Πρωτοπρ.), «Οἱ ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς», στο Οἱ ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, Πρακτικὰ ΙΕ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2015, σ. 257.

[4] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σσ. 8-9.

[5] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 18

[6] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 44.

[7] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 46.

[8] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 25.

[9] Βλ. σωρευτικές μαρτυρίες στο Cantalamessa Raniero, La Pasqua nella Chiesa antica, Societa Editrice Internazionale, Torino 1978.

[10] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 72 (Ιδιόμελο Αποστίχων Α’ Κατανυκτικού Εσπερινού).

[11] Μτθ. 9, 15.

[12] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 47.

[13] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 24.

[14] «Αἱ δὲ σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μὲν πρὸ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἵνα πάσης μικροψυχίας ἀναιρουμένης, τὸ δῶρον καθαρὸν προσφέρηται τῷ Θεῷ· δευτέρα δέ, περὶ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρόν».

[15] «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος ἢ Ὑποδιάκονος ἢ Ψάλτης τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει…καθαιρείσθω…εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω».

[16] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 53 κ. ε.

[17] Τα έργα τους «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» καλύπτουν την περίοδο 305-439 μ. Χ.

[18] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 30.

[19] αυτόθι, σ. 31.

[20] Σωκράτους, Ἐκκλ. Ἱστορία, 5, 22, PG 67, 632.

[21] Σωζομενοῦ, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 10, PG 67, 1477.

[22] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221

[23] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 33

[24] αυτόθι, σ. 32

[25] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 110

[26] αυτόθι, p. 185

[27] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 33.

[28] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 490 · Μηλιαρᾶ, «Ἱστορική ἐπισκόπησις», σ. 158.

[29] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 501.

[30] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 186.

[31] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σσ. 8 - 9.

[32] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 20.

[33] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 487.

[34] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 8.

[35] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 489.

[36] αυτόθι, σ. 490.

[37] αυτόθι, σ. 492.

[38] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 25.

[39] Λκ. 19, 1-10.

[40] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 493.

[41] Μτθ. 15, 21-28· Λκ. 17, 11-19· Λκ. 28, 18-27.

[42] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 498.

[43] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 266· Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 496.

[44] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 268.

[45] Όπως συμπεραίνεται από το κείμενο των αποστολικών Διαταγών, η νηστεία της Τεσσαρακοστής είναι ξεχωριστή από την νηστεία της Μ. Εβδομάδος: «φυλακτέα ἡ νηστεία τῆς τεσσαρaκοστῆς, μνήμην περιέχουσα τῆς τοῦ Κυρίου πολιτείας τε καὶ νομοθεσίας. Ἐπιτελείσθω δὲ ἡ νηστεία αὕτη πρὸ τῆς νηστείας τοῦ πάσχα, ἀρχομένη μὲν ἀπὸ δευτέρας, πληρουμένη δὲ εἰς παρασκευήν. Μεθ' ἃς ἀπονηστεύσαντες ἄρξασθε τῆς ἁγίας τοῦ πάσχα ἑβδομάδος, νηστεύοντες αὐτὴν πάντες μετὰ φόβου καὶ τρόμου, προσευχόμενοι ἐν αὐταῖς περὶ τῶν ἀπολλυμένων». Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ, 5, 13, PG, 1, 868.

[46] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 264.

[47] αυτόθι, σ. 21.

[48] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 47.

[49] Γιάγκου Θεοδώρου, «Κανόνες καὶ διατάξεις περὶ τοῦ Βαπτίσματος, Ἐπισκόπηση τῆς παραδόσεως», στο Τὸ Ἅγιον Βάπτισμα (Χρονικόν, Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδριου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 1996), Ἱερὰ Μητρόπολις Δράμας, Δράμα 1996, σ. 60.

[50] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 71.

[51] Φίλια Γεωργίου, «Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου», στο Πρακτικὰ Ε΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2004, σ. 220.

[52] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 26· βλ. σχετικά Σκρέττα Νικοδήμου (αρχιμ.), Λατρεία καὶ Ἁγιότητα. Μαθητεία στὸ Συναξάρι τὴς Ὀρθοδοξίας, [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 10], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 253-341.

[53] Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας ἐρωτήσεις Ἀρχιερέως, PG 155, 868A-B, 897A, 908D.

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών

Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου

 

Το παλαιό θέμα της Κυριακής

   Σε μία πορεία δύσκολη, όπως αυτή της Μ. Τεσσαρακοστής, κάθε βήμα προς την ολοκλήρωσή της, που έχει ως στόχο το Μέγα Πάσχα, είναι ξεχωριστό  και ολότελα σημαντικό. Ένα τέτοιο βήμα είναι και η Ε΄ Κυριακή των νηστειών, η οποία είναι και η τελευταία της τεσσαρακονθήμερης περιόδου.

   Το παλαιότερο λειτουργικό θέμα της ημέρας που εντοπίζεται ανάμεσα στις πρωτογενείς πηγές (Τυπικά και χειρόγραφα Τριώδια) είναι αυτό της παραβολής του «Πλούσιου και του Πτωχού Λαζάρου». Το θέμα αυτό παρουσιάζεται ήδη από τον 7ο αι. στο ιεροσολυμιτικό «Κανονάριο»[1], αλλά και σε όσα μεταγενέστερα υμνογραφικά κείμενα αντλούν τη θεματολογία τους από αυτό. Το παλαιό αυτό Κανονάριο προτείνει την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής που αναφέρεται στην παραβολή «του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου», όπως αυτή περιγράφεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά (Λκ. 16, 19-31).

   Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Κύριος αφηγείται την σχέση δύο ανθρώπων, οι οποίοι ευρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση, πριν και μετά από τον θάνατο. Ο ένας, αρκετά πλούσιος, ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς, και ο άλλος, ο Λάζαρος, ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου, ενώ μοναδική παρηγοριά ήταν μερικά σκυλιά, που παράλληλα φρόντιζαν τις πληγές του γλείφοντάς τες. Και όταν ο θάνατος τους χώρισε από την επίγεια ζωή, ο Λάζαρος, συνοδεία αγγέλων, έφτασε στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ ο Πλούσιος κατέληξε στα βάσανα του Άδη. Η κατάσταση του Πλουσίου ήταν τέτοια που παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να καταβρέξει το δάχτυλό του με δροσερό νερό και εκείνος με τη σειρά του να τον δροσίσει. Ο Αβραάμ, όμως, του απάντησε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και λόγω απόστασης ανάμεσα στους δύο αλλά και εξ αιτίας της προτέρας κατάστασης στην επίγεια ζωή του, όπου απόλαυσε τα πάντα, σε αντίθεση με τον Λάζαρο. Τότε, η έκδηλη ανησυχία του Πλουσίου για τα αδέρφια του τον φέρνει σε τέτοια θέση που να ψάχνει λύση για να σωθούν έστω εκείνα. Ο Πατριάρχης όμως του αναφέρει πως εκείνοι έχουν την διδασκαλία των Προφητών, αλλά ο Πλούσιος πάλι δεν πείσθηκε και του αντιπροτείνει να αποστείλει τον Λάζαρο να τους διηγηθεί την τραγική κατάσταση που έχει περιέλθει. Η απόκριση, ωστόσο, του Αβραάμ έρχεται ως επιστέγασμα της παραβολής, καθώς υπογραμμίζει πως ακόμα και κάποιος από τους νεκρούς να επιστρέψει, εκείνοι δεν επρόκειτο να τον πιστέψουν.

   Λίγες μόλις ημέρες πριν από την εορτή της εγέρσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, γίνεται ξεκάθαρη προμήνυση του επικείμενου γεγονότος με την συγκεκριμένη περικοπή και την αναφορά στον πτωχό Λάζαρο αλλά και με την πρόρρηση ότι «οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»[2]. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας είναι σε πλήρη θεματολογική συνάφεια με το αποστολικό της αντίστοιχης ιεροσολυμιτικής παράδοσης καθώς «ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν», (Εφ. 4, 25-5, 2)[3] αποτελώντας με αυτό τον τρόπο μία προοικονομία, μία θεία προπαρασκευή για το Πάθος του Κυρίου.

   Το θέμα του Ευαγγελίου παρουσιάζεται και στις εκτενείς δεήσεις της γεωργιανικής λειτουργικής παράδοσης που αντλεί το περιεχόμενό της από την αντίστοιχη των Ιεροσολύμων. Πιο αναλυτικά, μερικές από αυτές σώζονται ως εξής: (α)  «Ὁ μετὰ θάνατον ἀποδιδοὺς τοῖς ὑπομένουσί σε τὴν ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀνάπαυσιν, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (β) «Ὁ διὰ τῆς περὶ τῆς πτωχείας καὶ ὑπομονῆς παραβολῆς ἐλπίζειν τὴν αἰώνιον ζωὴν ἡμᾶς διδάξας, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (γ) «Ὁ διὰ Μωυσέως καὶ προφητῶν διδάξας ἡμᾶς ἀναστάσεως καὶ ζωῆς τὸ κατοικητήριον, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον»[4]. Επομένως, γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτή η επιρροή από το ιεροσολυμιτικό «Κανονάριο»[5] και από την ευαγγελική περικοπή την οποία ορίζει προς ανάγνωση για την Ε΄ Κυριακή των νηστειών.

   Πέραν όμως αυτών που εύκολα διακρίνονται, κρύβεται και ένα κυκλικό μοτίβο μεταξύ της Α΄ Κυριακής των νηστειών και αυτής της Ε΄. Ο εορτασμός και η σημαντικότητα της διδασκαλίας των Προφητών μετά την Α΄ Κυριακή, της οποίας το παλαιό θέμα ήταν η τιμή προς τους Προφήτες[6], εμφανίζεται εκ νέου. Έτσι, διαφαίνεται και το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης, η  οποία συμπληρώνεται από την Καινή.

   Το θέμα αυτό παρουσιάζεται από διάφορα Τυπικά και Ευαγγελιστάρια, κατά κύριο λόγο, μέσω του ορισμού της ανάγνωσης του συγκεκριμένου ευαγγελικού αποσπάσματος. Ένα από αυτά είναι αυτό που κατεγράφη στο χφ. Σινά αρ. 150 (10ος-11ος αι.) και τιτλοφορείται στη συλλογή Τυπικών του A. Dmitrievski[7] ως «Κυριακὴ μετὰ τὴν μέσην ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν, τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου», χωρίς περαιτέρω αναφορές στο τι ψάλλεται. Αντίστοιχη θεματολογία ορίζεται και από το χφ. Ευαγγελιστάριο αρ. 210 (9ος-10ος αι.) του Σινά[8].

   Σε μεταγενέστερα Τυπικά, όπως της Μονής Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη (12ος αι.)[9], επισημαίνονται ορισμένες λειτουργικές συνθέσεις σχετικά με αυτό το παλαιό θέμα, όπως ένας Κανόνας στην Παννυχίδα και το Στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων «Οὐκ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις». Αντίθετα, το Τυπικό της Μεσσήνης της Ιταλίας[10], που είναι σύγχρονο με αυτό της Ευεργέτιδος, αρκείται στο να αναφέρει πως «τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὡς διετάχθη ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς», αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν μία απλή αναστάσιμη Κυριακή,  χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για παραπάνω μελέτη.

   Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, ήδη από τον 11ο αι., σύμφωνα με τον Ευάγγελο Θεοδώρου[11] και τον Ιερομ. Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[12], ξεκινά και ισχυροποιείται το νέο θέμα της εορτής της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και να εμφανίζεται σε όλο και περισσότερα χειρόγραφα. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[13]. Παρά το γεγονός αυτό, το παλαιό θέμα επιβιώνει μέχρι και τις ημέρες μας κυρίως μέσω του Κανόνα, μερικών ιδιομέλων και των ακολουθιών της επομένης εβδομάδος, της ΣΤ΄ των νηστειών.

   Αναλυτικότερα, ο Εσπερινός του Σαββάτου δεν περιέχει υμνογραφικά κείμενα τα οποία σχετίζονται με την παραβολή «του Πλουσίου και του Λαζάρου», ή να παραπέμπουν σε κάποιο παλαιό θέμα. Ωστόσο, όσον αφορά στον Όρθρο, ο Κανόνας έχει εξέχουσα θέση και προηγείται της ψαλμώδησης του αντίστοιχου του νέου θέματος, σύμφωνα με τη σειρά που παρουσιάζονται στα έντυπα «Τριώδια». 

Κανών α΄, ᾨδὴ α΄, Τοῦ Τριῳδίου[14].
Ἦχος πλ. δ΄.
«Ὑγρὰν διοδεύσας».
«Παρεῖκάς με πλούτῳ τῶν ἡδονῶν τῷ εὐφραινομένῳ καθ' ἡμέραν ἐν τῇ τρυφῇ, Πλουσίῳ· διό σε ἱκετεύω, Σῶτερ πυρός με ὡς Λάζαρον λύτρωσαι».
«Εὐφραίνετο πλούτῳ καὶ τῇ τρυφῇ ὁ Πλούσιος πάλαι ἐν τῷ βίῳ τῷ φθαρτικῷ· διό περ βασάνοις κατεκρίθη, ὁ δὲ πτωχὸς ἐδροσίζετο Λάζαρος».

ᾨδὴ γ΄

«Λάζαρον ὡς ἔσωσας, ἐκ τῆς φλογὸς Χριστέ, οὕτω με ἐκ τοῦ πυρός, ῥῦσαι τῆς γεέννης τὸν ἀνάξιον δοῦλόν σου».

«Κόκκινον καὶ βύσσινον ἐνεδιδύσκετο Πλούσιος, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ταῖς ἁμαρτίαις· διὰ τοῦτο φλογίζεται».

 

ᾨδὴ δ΄

«Οἱ μὲν κύνες ἀπέλειχον γλώττῃ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου τοὺς μώλωπας συμπαθέστεροι γινόμενοι τῆς Πλουσίου γνώμης εἰς τὸν πένητα».

 

ᾨδὴ ε΄

«Ἀβραὰμ ἐν τοῖς κόλποις Λάζαρον ὁ Πλούσιος ὡς ἐθεάσατο, ἐν φωτὶ καὶ δόξῃ εὐφραινόμενον Πάτερ, ἐκραύγαζεν· Ἀβραὰμ ἐλέησόν με τὸν ἐν πυρὶ κατακριθέντα καὶ τὴν γλῶτταν δεινῶς φλογιζόμενον».

   Στον Κανόνα, επομένως, υπάρχουν σαφείς και ξεκάθαρες αναφορές στο παραβολικό θέμα, ενώ δηλώνεται η ανάγκη της σωτηρίας του υμνογράφου - και κατ’ επέκτασιν κάθε πιστού - όπως του Λαζάρου, καθώς θεωρεί τον εαυτό του «βυθισμένο» στις απολαύσεις σαν τον Πλούσιο της παραβολής.

   Μετά το πέρας του Κανόνα, το παλαιό αυτό θέμα συναντάται εκ νέου στους Αίνους, και πιο συγκεκριμένα στο Δοξαστικό ιδιόμελο. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[15], αυτό ψάλλεται ως τελευταίο Στιχηρό των Αίνων, ενώ ως Δοξαστικό ορίζεται το εωθινό. Σταδιακά επικράτησε να ψάλλεται και ως Δοξαστικό, παράλληλα, όπως διαπιστώνεται στο Τυπικό της Μονής του Οσίου Σάββα (16ος αι.)[16]. Στις ημέρες μας ψάλλεται αποκλειστικά ως Δοξαστικό[17].

Ἦχος α΄[18]. Ἰδιόμελον.
«Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ' ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν ὃς οὐ μὴ    προσκόψῃ, ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν, καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια».

   Το παραπάνω ιδιόμελο χαρακτηρίζεται από μία παραινετική διάθεση για τον δέκτη του μηνύματός του, με βάση την ευαγγελική περικοπή «του Πλούσιου και του Πτωχού Λαζάρου». Επισημαίνει πως, η επουράνιος Βασιλεία δεν στηρίζεται στην τροφή ή το ποτό, αλλά σε ηθικές αρετές, και γι’ αυτό κάποιος πλούσιος δύσκολα καταφέρνει να εισέλθει σε αυτήν. Ο Υμνογράφος ολοκληρώνει το ποίημά του με την υποσημείωση πως όλα όσα γράφει έχουν σκοπό να συμβουλεύσουν, ώστε να λάβουμε από τον Κύριο την επουράνια χαρά και ανταμοιβή.

   Χαρακτηριστικότατο επίσης παράδειγμα του θέματος της ελεημοσύνης και της αντιμετώπισης που πρέπει να έχει ο κάθε ένας προς τους πτωχούς, αποτελεί το ιδιόμελο των Αποστίχων του λατανυκτικού Εσπερινού της Κυριακής:

 

Ἦχος α'. Ἰδιόμελον[19].

«Θαυμαστὴ τοῦ Σωτῆρος, ἡ δι' ἡμᾶς φιλάνθρωπος γνώμη· τῶν μελλόντων γὰρ τὴν γνῶσιν, ὡς παρόντων κεκτημένος, τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ Πλουσίου, τὸν βίον ἐστηλίτευσε· τῶν ἑκατέρων οὖν τὸ τέλος ἑνοπτριζόμενοι, τοῦ μὲν φύγωμεν, τὸ ἀπηνὲς καὶ μισάνθρωπον, τοῦ δὲ ζηλώσωμεν, τὸ καρτερὲς καὶ μακρόθυμον, πρὸς τὸ σὺν αὐτῷ τοῦ Ἀβραὰμ κόλποις, ἐνθαλπόμενοι βοᾶν· Δικαιοκρῖτα Κύριε, δόξα σοι».

   Είναι ξεκάθαρη η έμπνευση του Υμνογράφου από την ευαγγελική περικοπή με το επιστέγασμα να βρίσκεται στην προτροπή ώστε «τοῦ μὲν [Πλουσίου] φύγωμεν, τὸ ἀπηνὲς καὶ μισάνθρωπον, τοῦ δὲ [Λαζάρου] ζηλώσωμεν, τὸ καρτερὲς καὶ μακρόθυμον».

   Ωστόσο, το θέμα της παραβολής του «Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου» δεν είναι το μοναδικό πριν από την επικράτηση της εορτής της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μάλιστα, όπως και στην προηγούμενη Κυριακή, έτσι και σε αυτήν, υπήρχαν εορτές τοπικού χαρακτήρα εκ των οποίων μία ετελείτο στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας (9ος-10ος αι.) [20], κατά την Κυριακή αυτή εορταζόταν η «μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζηνοβίου πέραν ἐν Ἰουστινιαναῖς». Ο G. Bertoniere[21] στην μελέτη του υποστηρίζει πως η περίπτωση της μνήμης του αγίου Ζηνοβίου αποτελεί άλλη μία περίπτωση μεταφοράς μνήμης ενός αγίου εντός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όπως επισημαίνει, η μνήμη του συγκεκριμένου Αγίου κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών είναι η μοναδική σε ολόκληρο το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας. Παρόλα αυτά, όμως, δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος για περαιτέρω ανάλυση.

   Επομένως, το παλαιό κεντρικό θέμα της εορτής υπήρξε για αρκετούς αιώνες, με βεβαιότητα από τον 7ο έως και τον 11ο αι., η παραβολή «του Πλουσίου και Πτωχού Λαζάρου». Ωστόσο, μέχρι και σήμερα εντοπίζονται υμνογραφικά στοιχεία που επηρεάζουν την σύγχρονη λειτουργική παράδοση, αν και τη θέση του παλαιού θέματος έχει λάβει η εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.

 

Το νέο θέμα της Κυριακής.
Εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

 

   Η μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας έχει θεσμοθετηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την 1η Απριλίου εκάστου έτους. Βέβαια, κάτι τέτοιο αυτόματα σημαίνει ότι η ημέρα αυτή ευρίσκεται εντός της περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μία τέτοια συνθήκη σαφώς δεν επιτρέπει την εορταστική ακολουθία προς τιμήν της Οσίας, όσο μεγάλη κι αν είναι η σημασία της μνήμης της. Πιθανόν το γεγονός αυτό να είναι και η αιτία που η εορτή της μετετέθη στον κινητό κύκλο των εορτών του έτους, δηλαδή κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών, για να της αποδοθεί η τιμή και η αίγλη που της αρμόζει[22], λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και τους Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου: (49ος): «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον», (51ος): «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς».

   Πώς, όμως, μία μορφή όπως αυτή της οσίας Μαρίας καθιερώθηκε στη συνείδηση των πιστών ως ξεχωριστή ανάμεσα σε τόσες άλλες; Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως πρόκειται για μία ασκητική μορφή που ο βίος της έχει πολλές ομοιότητες με εκείνον της οσίας Μαρίας της Παλαιστίνης, κάτι που οδηγεί πολλούς μελετητές να θεωρούν πως ο βίος της Αιγυπτίας αντιγράφει εν πολλοίς τον έτερο με ορισμένες μικροδιαφορές. Η βασική διαφορά των δύο βίων όμως έγκειται στο γεγονός πως η μεν Μαρία της Παλαιστίνης έφυγε στην έρημο για να αποφύγει την αμαρτία, η δε Αιγυπτία ανεχώρησε για την έρημο για προσευχή και άσκηση, αφού είχε εξαρτηθεί από την αμαρτία. Όπως και αν έχει πάντως, η περίπτωση του βίου της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όπως περιγράφεται από τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, γνώρισε μεγάλη διάδοση και την έκανε αγαπητή στον χριστεπώνυμο λαό, αλλά κυρίως ανυψώθηκε ως πρότυπο μετανοίας για κάθε πιστό[23].

   Πιο συγκεκριμένα, ο συναξαριστής αναφέρει πως η Μαρία υπήρξε «τυφλωμένη» από το πάθος της σε τέτοιο βαθμό που δεν ήλεγχε την ροπή της προς την αμαρτία. Κατ’ ουσίαν είχε εξουσιαστεί από αυτήν. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή θέλοντας να εισέλθει στον ναό να προσκυνήσει, μία θεϊκή δύναμη την απέτρεπε, και έτσι συνειδητοποίησε την αμαρτωλότητά της και αποφάσισε να αναχωρήσει για την έρημο, όπου ασκήτεψε για σαράντα έτη. Εκεί, η άσκησή της συνοδεύτηκε από την γνωριμία της με τον όσιο Ζωσιμά, ο οποίος, όταν κάποια στιγμή την αναζήτησε, την βρήκε νεκρή και την ενεταφίασε[24].

   Φυσικά, μία τέτοια περίπτωση μεταστροφής και οσιότητος ήταν δεδομένο πως θα έπρεπε να εξυμνηθεί από την Εκκλησία και να προταθεί ως παράδειγμα μίμησης στους πιστούς. Ήδη, πριν καλά καλά διαδοθεί η διήγηση του αγίου Σωφρονίου για τον βίο της, φαίνεται πως ήταν ένα πρόσωπο το οποίο ετιμάτο έστω και σε τοπικό επίπεδο. Αλλά καθίσταται βέβαιο μέσα από την χειρόγραφη παράδοση πως η μνήμη της είναι γνωστή από τον 11ο αι. και εξής, αναφερόμενη σε Τυπικά και Τριώδια του 12ου αι.[25], και με κάπως αργό ρυθμό παίρνει την θέση της στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, ώσπου παγιώνεται κατά τον 15ο αι. και εξής[26].

   Αυτό σημαίνει πως η μνήμη της Οσίας Μαρίας προϋπήρξε στον κύκλο των κινητών εορτών από εκείνη του Οσίου Ιωάννου του συγγραφέως της «Κλίμακος», η οποία εντοπίζεται από τον 13ο αι. και έπειτα[27]. Μάλιστα, το παλαιότερο χειρόγραφο (Βατοπεδίου αρ. 625), που αναφέρει την μνήμη του οσίου Ιωάννου της «Κλίμακος» κατά την Δ΄ Κυριακή, περιέχει και την μνήμη της οσίας Μαρίας κατά την Ε΄[28]. Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης υπογραμμίζει πως ίσως αυτή η διάθεση να συνυπάρξουν οι δύο εορτές των ασκητικών προτύπων στις δύο τελευταίες Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής οφείλεται στις δύο πρώτες (της Ορθοδοξίας και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά) με τον «δογματικό» χαρακτήρα και περιεχόμενο που τις χαρακτηρίζει [29], αφού έρχονται ως απάντηση σε εκείνες.

   Ένα από τα πρώτα Τυπικά που συναντάται η μνήμη της Οσίας είναι το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος της Κωνσταντινουπόλεως (12ος αι.)[30]. Η ακολουθία της φαίνεται συνολικά να παραμερίζει το παλαιό θέμα και να λαμβάνει θέση μετά τα αναστάσιμα τροπάρια του τυχόντος ήχου. Μάλιστα, υπάρχει και σημείωση αρκετά αυστηρή που αναφέρει τα εξής: «ἀεὶ γὰρ τῇ ε΄ κυριακῇ τῶν νηστειῶν ψάλλομεν τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὁσίας Μαρίας». Έτσι, ορίζεται στον Εσπερινό μετά τα αναστάσιμα Στιχηρά να ψάλλονται και τα της Οσίας, καθώς και ένα ιδιόμελο στα Απόστιχα σε ήχο β΄ «Τὰ τῆς ψυχῆς θηράματα» που ακολουθείται από το δογματικό θεοτοκίο του ίδιου ήχου ως δοξαστικό «Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου». Στα Απολυτικία δεν διευκρινίζεται αν ψαλλόταν και της Οσίας, καθώς εγγράφεται μονάχα η ένδειξη «Ἀπολυτίκιο». Επίσης, στον Όρθρο υπήρχε η τάξη να ψάλλεται ο Κανόνας της Οσίας, μετά τον αναστάσιμο και του Τριωδίου, αλλά και το Κοντάκιό της μετά την στ΄ ωδή του Κανόνα. Δεν υπάρχει κάποια άλλη σημείωση που να υποδεικνύει την ψαλμώδηση άλλων τροπαρίων σχετικών με την Οσία είτε στους Αίνους είτε στους μακαρισμούς της θείας Λειτουργίας.

   Ένα άλλο σύγχρονο μοναστικό Τυπικό προς αυτό της Μονής Ευεργέτιδος είναι της Μονής του Σωτήρος στην Μεσσήνη της Ιταλίας (12ος αι.)[31]. Σε αυτό το Τυπικό δεν σημειώνεται τίποτε άλλο παρά το ότι «τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὡς διετάχθη ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς», ενώ ορίζονται και τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας κατά την παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι η ακολουθία της Οσίας δεν είχε λάβει ακόμα την διάδοση και την καθολική αποδοχή κατά τον 12ο αι., μιας και το «ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς» μάλλον υπονοεί την τυπική διάταξη μίας συνηθισμένης Κυριακής με τα αναστάσιμα τροπάριά της.

   Λίγους αιώνες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στα μέσα του 16ου, συναντάται στο Τυπικό της Λαύρας του οσίου Σάββα κοντά στα Ιεροσόλυμα ο εξής πρόλογος: «Τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὁμοίως ὡς καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς Κυριακαῖς, ἐν ᾗ ψάλλομεν καὶ τοῦ Μηναίου τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἐπιλαχόντος ἁγίου. Ἄλλοι δὲ μεταγενέστεροι παρέδωκαν ψάλλεσθαι ἐν ταύτῃ τῇ Κυριακῇ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας»[32]. Κάτι τέτοιο, όπως είναι λογικό, επισημαίνει πως πρόκειται για μία αλλαγή στις μέχρι τότε συνήθειες της μονής, η οποία όμως προσαρμόστηκε σε μία γενική τάξη που φαίνεται πως είχε ήδη επικρατήσει.

   Πιο αναλυτικά[33], στον Εσπερινό το Τυπικό της μονής προβλέπει την ψαλμώδηση Στιχηρών της Οσίας μετά τα αναστάσιμα, καθώς και Δοξαστικό και των Στιχηρών και των Αποστίχων της Οσίας. Ως Δοξαστικό των Αποστίχων παρουσιάζεται αυτό που στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[34] φερόταν ως απλό ιδιόμελο των Αποστίχων «Τὰ τῆς ψυχῆς θηράματα». Στα Απολυτίκια αναφέρονται το Αναστάσιμο, της Οσίας «Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς» σε ήχο πλάγιο του δ΄ και το ομόηχο θεοτοκίο. Στον δε Όρθρο προβλέπεται η ψαλμώδηση των τριών Κανόνων - του αναστάσιμου, του Τριωδίου και της Οσίας - καθώς και μεσώδιο Κάθισμα της Οσίας. Επιπρόσθετα, κατά την ίδια διάταξη ψάλλεται το Κοντάκιο της Οσίας μετά την στ΄ ωδή και το Εξαποστειλάριό της μετά το αναστάσιμο. Στους Αίνους δεν ορίζεται κάποιο τροπάριο της Οσίας, όπως και στους μακαρισμούς.

   Η σημερινή τυπική διάταξη του πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού σύμφωνα με τα Τυπικά που κατέγραψαν οι Πρωτοψάλτες Κωνσταντίνος (1838)[35] και Γεώργιος Βιολάκης (1888)[36] διασώζουν πανομοιότυπη διάταξη με αυτήν που περιγράφει το Τυπικό του οσίου Σάββα. Αυτό σημαίνει πως δεν προβλέπονται Στιχηρά των Αίνων της Οσίας, παρά τα οκτώ αναστάσιμα ιδιόμελα του τυχόντος ήχου. Συν τω χρόνω μεταβλήθηκε αυτή η τάξη και επεκράτησε μία νεώτερη που μοιάζει να αποδίδει στην Οσία ακόμη μεγαλύτερη τιμή, σε σχέση με τις προγενέστερες παραδόσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρει την επανάληψη των τριών στιχηρών του Εσπερινού της Οσίας και στους Αίνους ως Στιχηρά σε τέσσερα τροπάρια[37]. Την ίδια τυπική διάταξη υιοθετεί και η Εκκλησία της Ελλάδος στα «Δίπτυχα», στα οποία σημειώνεται η φράση «κατ’ἀπαίτησιν τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας»[38].

   Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει, μέσω της χειρόγραφης παράδοσης, είναι ότι η εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας φαίνεται πως καθιερώνεται σταδιακά από τον 11ο αι. και εξής, ενώ από τον  15ο αι. λαμβάνει ισχυρή θέση στην Ε΄ Κυριακή των νηστειών. Μάλιστα, με την πάροδο των χρόνων επεσκίασε το παλαιό θέμα, καθώς η ακολουθία της Οσίας σχεδόν συμψάλλεται με τα αναστάσιμα του τυχόντος ήχου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως, αν και το νέο θέμα παραμερίζει το παλαιό, υπάρχουν ακόμα σημεία στα οποία αυτό διαφαίνεται, κρατώντας ζωντανή την παράδοση δεκατριών και πλέον αιώνων.

 

[1] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[2] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.

[3] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[4] Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σσ. 41 - 42.

[5] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[6] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 44.

[7] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 187.

[8] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 159.

[9] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[10] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 225.

[11] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 31.

[12] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 595.

[13] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[14] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 308.

[15] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[16] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 317.

[17] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σ. 180.

[18] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 312.

[19] Ιδιόμελο των Αποστίχων του Κατανυκτικού Εσπερινού της Ε΄ Κυριακής. (Βλ. Τριῴδιον Κατανυκτικόν, σ. 313).

[20] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 54.

[21] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 44.

[22] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[23] αυτόθι, σσ. 600 – 601.

[24] αυτόθι.

[25] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 92.

[26] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, , Ἀθήνα 1958 σ. 31. Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[27] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 92.

[28] αυτόθι.

[29] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σσ. 595 - 596.

[30] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 538 - 539.

[31] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 225.

[32] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 316.

[33] αυτόθι, σσ. 316 - 317.

[34] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 538 - 539.

[35] Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, Τυπικὸν Εκκλησιαστικὸν κατὰ τὴν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Βενετία 1881, σσ. 272 - 273.

[36] Βιολάκη Γεωργίου, Τυπικὸν κατὰ τὴν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολις 1888, σσ. 366 – 367.

[37] https://www.ec-patr.net/typikon/TYPIKO_2/2021/2021-04-18.htm

[38] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σσ. 179-180.

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Δ΄ Κυριακής των Νηστειών

Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου

 

   Η Δ΄ Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι αφιερωμένη, κατά την σύγχρονη λειτουργική πράξη, σε μία ασκητική μορφή, τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, συγγραφέα του βιβλίου της «Κλίμακος». Θα έλεγε κανείς ότι η συγκεκριμένη εορτή σε συνδυασμό με αυτήν της επομένης Κυριακής (της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας), αποτελούν έναν μικρό εορτολογικό κύκλο, αφιερωμένο στην άσκηση αφενός και την μετάνοια αφετέρου. Η Εκκλησία, θεσπίζοντας κατά τις δύο τελευταίες Κυριακές των νηστειών τις εορτές του Οσίου Ιωάννου (ως προτύπου εγκρατείας) και της Οσίας Μαρίας (ως προτύπου μετανοίας), κρατά σε πνευματική εγρήγορση τους πιστούς, παρουσιάζοντάς τους το προσδοκώμενο και επιθυμητό αποτέλεσμα των αγώνων τους στο πέλαγος της Σαρακοστής[1], ενώ παράλληλα τους ενθαρρύνει για την συνέχιση αυτής της προσπάθειας.

   Ας εξετάσουμε εν συνεχεία τα ιστορικά και λειτουργικά στοιχεία που συνθέτουν την Δ΄ Κυριακή των νηστειών, και την διαδρομή που έχει αυτή διανύσει σε μία πορεία από τον 7ο μέχρι και τον 14ο μ.Χ. αιώνα.

Το παλαιό θέμα της Κυριακής

   Η αναφορά στο περιεχόμενο των λειτουργικών κειμένων του παλαιού θέματος αυτής της Κυριακής συμπεριλαμβάνεται στο ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι.[2], δηλαδή την «τυπική διάταξη» της πόλεως της Σιών, στην οποία καταγράφονται τα αναγνώσματα των ακολουθιών του λειτουργικού κύκλου. Ειδικότερα, για την Δ΄ Κυριακή των νηστειών ορίζεται η ευαγγελική περικοπή του «Καλού Σαμαρείτου», όπως περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά (10, 25-37). Το θέμα, βεβαίως, είναι σχετικά γνωστό και εκκινείται μετά από ερώτηση ενός «νομικοῦ» προς τον Ιησού, σχετικά με το πώς θα κερδίσει την αιώνια ζωή. Η απάντηση του Κυρίου σχετίζεται με την ολοκληρωτική αγάπη κάθε ανθρώπου προς τον Θεό αλλά και προς τον «πλησίον». Το κεντρικό μήνυμα της παραβολής κρύβεται στην ερώτηση του Ιησού προς τον «νομικό» για το ποιος τελικά υπήρξε ο «πλησίον» του «ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς», η οποία συνοδεύτηκε από την απάντηση «ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ΄ αὐτοῦ» και την προτροπή «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».

   Το θέμα της αγάπης προς τον πλησίον, το οποίο τόσο παραστατικά παρουσιάζεται στην συγκεκριμένη ευαγγελική περικοπή, βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με το αντίστοιχο (όπως το ορίζει το ιεροσολυμιτικό Κανονάριο) αποστολικό ανάγνωσμα (Ρωμ. 13, 10-14, 6). Σε αυτό, ο Απ. Παύλος υπενθυμίζει στους Ρωμαίους ότι «ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται», βοηθώντας με αυτό τον τρόπο στην πληρέστερη κατανόηση του Ευαγγελίου[3].

   Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η συγκεκριμένη αποστολική περικοπή είναι η μόνη κοινή ανάμεσα στην ιεροσολυμιτική και την κωνσταντινουπολιτική παράδοση κατά την περίοδο του Τριωδίου και της Τεσσαρακοστής[4]. Η διαφορά ασφαλώς έγκειται στην ημέρα αναγνώσεώς της, αφού στην Μεγάλη  Εκκλησία (όπως εξάλλου συμβαίνει και σήμερα) διαβαζόταν κατά την Κυριακή της Τυρινής. Ο σκοπός της σε εκείνη την ημέρα αφορούσε και αφορά περισσότερο στην καθοδήγηση των πιστών σχετικά με την νηστεία αλλά και την προετοιμασία τους για την εορτή του Πάσχα: «ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα του φωτός…μὴ κώμοις καὶ μέθαις…ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω».

   Στοιχεία της ευαγγελικής περικοπής διασώζονται στις εκτενείς της γεωργιανής παράδοσης, που κατά βάση απηχούν στην ιεροσολυμιτική τάξη. Στην σχετική εκτενή δέηση για την συγκεκριμένη Κυριακή περιλαμβάνονται ξεκάθαρες αναφορές στην παραβολή που αναγινώσκεται, όπως: (α) «Ὁ τὸν πληγαῖς ἁμαρτιῶν πεσόντα ἀνορθώσας διὰ τῆς μετανοίας, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (β) «Ἐκ ψυχικῶν τραυμάτων ἡμῶν ἱλάσθητι ἡμῖν, Κύριε, ὡς τῷ περιπεσόντι εἰς χεῖρας λῃστῶν, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (γ) «Ἐπίσκεψαι ἡμᾶς κατὰ τὸ πολῦ ἕλεός σου καὶ ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἀοράτων λῃστῶν, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (δ) «Ὁδήγησον ἡμᾶς εὶς πανδοχεῖον χρηστότητος καὶ τῷ ἐλαίῳ τῆς εὐσπλαγχνίας σου ἴασαι ἡμᾶς, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον»[5].

   Το θέμα αυτό επιβιώνει μέχρι και την σημερινή λειτουργική πράξη, μέσω των κειμένων που απαρτίζουν το σύγχρονο προς εμάς λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να το εντοπίσει στον Κανόνα του Όρθρου της Δ΄ Κυριακής των νηστειών αλλά και, όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις Κυριακές της Τεσσαρακοστής, στα ιδιόμελα των Αποστίχων του ε΄ κατανυκτικού Εσπερινού.

Κανών α΄, ᾨδὴ α΄, τοῦ Τριῳδίου[6]. Ἦχος πλ. α΄. «Τῷ σωτῆρι Θεῷ».
«Ὡμοιώθην Χριστέ, τῷ ἐν χερσὶ τῶν λῃστῶν περιπεσόντι, καὶ τυπτήμασιν ἡμιθανεῖ ὑπὸ τούτων, καταλειφθέντι Σωτήρ, κἀγὼ οὕτω πέπληγμαι, ταῖς ἁμαρτίαις μου».
«Μὴ παρίδῃς ἐμέ, τὸν ἀσθενοῦντα δεινῶς, ἐβόα Σῶτερ ὀδυρόμενος, εἰς τοὺς λῃστὰς ὁ τὸν πλοῦτον ἀποσυλήσας σου, κᾀγὼ οὕτω δέομαι· οἴκτειρον σῶσόν με».
Ἕτερον Ἰδιόμελον, ποίημα Στεφάνου[7]. Ἦχος πλ. β΄.
«Λῃσταῖς λογισμοῖς, περιπεσὼν ὁ Ἀδάμ, ἐκλάπη τὸν νοῦν, τραυματισθεὶς τὴν ψυχήν, καὶ ἔκειτο γυμνὸς ἀντιλήψεως, οὔτε Ἱερεὺς ὁ πρὸ τοῦ νόμου προσέσχεν αὐτῷ, οὔτε Λευΐτης μετὰ νόμον ἐπεῖδεν αὐτόν, εἰμὴ σὺ ὁ παραγενόμενος Θεός, οὐκ ἐκ Σαμαρείας, ἀλλ' ἐκ τῆς Θεοτόκου, Κύριε δόξα σοι».

   Οι παραπάνω αναφορές αποτελούν ενδεικτικό δείγμα για το πώς το θέμα της παλαιάς λειτουργικής συνήθειας διατηρείται, έστω και μερικώς, μέχρι σήμερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την Δ΄ Κυριακή έχει διατηρηθεί στην ακολουθία του Όρθρου ο Κανόνας που αναφέρεται στο παλαιότερο θέμα, κάτι που απουσιάζει από τις προηγούμενες Κυριακές. Το ίδιο θέμα παρουσιάζεται και σε άλλα σημεία της εβδομάδος που έπεται της συγκεκριμένης Κυριακής. Έτσι παρατηρούμε ότι στην ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όλων των ημερών της Ε΄ εβδομάδος, τα ιδιόμελα Στιχηρά αντλούν την θεματολογία τους από την ευαγγελική περικοπή του «Καλού Σαμαρείτου».  

   Επιπλέον, στο Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησί7ας[8] χωρίς πολλά σχόλια και ιδιαιτερότητες επισημαίνεται η μνήμη του αγίου Δομετίου «πέραν ἐν Ἰουστινιαναῖς». Ο G. Bertoniere[9], σχετικά με αυτό, στην μελέτη του αναφέρει ότι ο εορτασμός του αγίου μάρτυρος Δομετίου στην γειτονιά του Ιουστινιανού αποτελεί πιθανόν μία τοπική συνήθεια, γιατί εκεί έλαβε χώρα το μαρτύριό του. Ο ίδιος ερευνητής αναρωτιέται γιατί να εορτάζεται αυτός ο μάρτυρας εντός της νηστείας, έστω και Κυριακή, από τη στιγμή που υπάρχουν άλλες δύο εορτές του στις 7 Αυγούστου[10]ἄθλησις τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δομετίου…τελεῖται δὲ ἡ αύτοῦ σύναξις ἐν τῷ ἁγιωτάτῳ αὐτοῦ μαρτυρίῳ τῷ ὄντι πέραν ἐν Ἰουστινιαναῖς»), και στις 4 Οκτωβρίου[11]τοῦ ἁγίου μάρτυρος Δομετίου πέραν ἐν Ἰουστινιαναῖς»).

   Μεταξύ των ήδη αναφερθέντων θεμάτων, υπάρχουν και άλλα στα οποία γίνεται μνεία μέσω του σιναϊτικού χφ. αρ. 150 (10ος-11ος αι.), όπως αποτυπώνεται στη μελέτη για τα Τυπικά του A. Dmitrievski[12]. Ένα από αυτά είναι η θαυματουργική ίαση του εκ γενετής τυφλού από τον Κύριο, όπως παρουσιάζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Ιω. 9, 1-41). Ως γνωστόν, σήμερα αυτή η περικοπή αναγινώσκεται κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου (κάτι που συμβαίνει και στον ίδιο σιναϊτικό κώδικα), δίνοντας μάλιστα και το όνομά της στην αντίστοιχη Κυριακή (του Τυφλού). Έχοντας κατά βάσιν αυτό, ο G. Bertoniere[13] θεωρεί ότι εδώ πρόκειται περί σφάλματος, συγχέοντας ο γραφέας τις Κυριακές των νηστειών με τις αντίστοιχες Κυριακές του Πάσχα.

   Πιο περίπλοκη όμως φαίνεται η περίπτωση του ευαγγελικού αναγνώσματος της παραβολής των «κακών γεωργών», από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Μτθ. 21, 33-42), κατά το ίδιο πάλι χειρόγραφο. Με μία πρώτη ματιά, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι το θέμα της περικοπής εμπνέει τον Υμνογράφο των δύο παρακάτω ιδιομέλων Στιχηρών, του Όρθρου της Κυριακής και του κατανυκτικού Εσπερινού, τα οποία είναι εν χρήσει στο σύγχρονο Τριώδιο:

Δόξα... Ἦχος α΄[14]. Ἰδιόμελον.
«Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας, ἐν τούτῳ ποιούμενοι οὐκ ἐν βρώμασι καὶ πόμασι κοπιῶντες, ἀλλ' ἐν         προσευχαῖς καὶ νηστείαις τὰς ἀρετὰς κατορθοῦντες, τούτοις ἀρεσκόμενος, ὁ Κύριος τοῦ ἔργου δηνάριον παρέχει δι οὗ ψυχὰς λυτροῦται, χρέους ἁμαρτίας, ὁ μόνος πολυέλεος».
Ἦχος βαρύς[15]. Ἰδιόμελον.
«Ὁ τὸν ἀμπελῶνα φυτεύσας, καὶ τοὺς ἐργάτας καλέσας, ἐγγὺς ὑπάρχει Σωτήρ, δεῦτε οἱ τῆς Νηστείας ἀγωνισταί, μισθὸν ἀπολαύσωμεν, ὅτι πλούσιος ὑπάρχει, ὁ δοτήρ καὶ ἐλεήμων, μικρὸν ἐργασάμενοι, κομισώμεθα, τὸ τῆς ψυχῆς ἔλεος».

   Στο πρώτο από τα δύο ιδιόμελα περιγράφεται η ανάγκη της πνευματικής εργασίας των πιστών στην περίοδο της Τεσσαρακοστής με προσευχή και νηστεία με σκοπό την απόκτηση των αρετών που αποτελούν τον μοναδικό τρόπο της σωτηρίας των ψυχών. Ομοίως και στο δεύτερο ιδιόμελο παρουσιάζεται αναλογικά το κάλεσμα στον αγώνα της νηστείας, όπως συνέβη με τους εργάτες της παραβολής, με τη διαφορά ότι όποιος λάβει το κάλεσμα και εργαστεί θα αποκομίσει το έλεος για την ψυχή του. Και στα δύο τροπάρια παρουσιάζεται ο Κύριος ως δοτὴρ καὶ ἐλεήμων, ο οποίος παρέχει δηνάριον παρόλο που οι εργάτες  αποδείχθηκαν μικρὸν ἐργασάμενοι. Με βάση το τελευταίο, γίνεται εμφανές πως η θεματολογία των Στιχηρών είναι επηρεασμένη από την παραβολή των εργατών του Αμπελώνα (Μτθ. 20, 1-16) και όχι από το θέμα των «κακών γεωργών» (Μτθ. 21, 33-42)[16].

   Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, κατά το ίδιο χειρόγραφο (Σινά 150), η παραβολή των εργατών του Αμπελώνα τοποθετείται κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών, η οποία μάλιστα τιτλοφορείται ως «κυριακῇ τοῦ ἀσώτου καὶ τῶν ἐργατῶν»[17]. Ο G. Beroniere[18] μας πληροφορεί για την ύπαρξη δύο Ιταλο-Ελληνικών Τριωδίων του 11ου και 12ου αι., στα οποία η Β΄ Κυριακή φέρει στον τίτλο της το θέμα των εργατών, μαζί με αυτό του Ασώτου, με την ταυτόχρονη παρουσία σε αυτά ενός αντίστοιχου Στιχηρού. Επίσης, ο συγκεκριμένος ερευνητής αναφέρεται σε ομιλία του Ι. Χρυσοστόμου περί του θέματος των εργατών, η οποία υπάρχει σε πέντε πατερικά λεξιονάρια και τοποθετείται κατά την Β΄ Κυριακή των νηστειών, καταδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την στενή σχέση του θέματος με την ημέρα.

   Σχετικά με τον κατανυκτικό Εσπερινό, εξαιρετικό στοιχείο αποτελεί η ύπαρξη των δύο ιδιομέλων Στιχηρών, όπως παρατέθηκαν αυτοτελή παραπάνω,  κάτι που συμβαίνει μόνο κατά την συγκεκριμένη ημέρα. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη και των δύο παρατηρείται σε τριάντα έξι χειρόγραφα και μάλιστα στα παλαιότερα, πιστοποιώντας την διπλή θεματολογία της ημέρας. Εντύπωση προκαλεί ο αριθμός των είκοσι οκτώ χειρογράφων, τα οποία περιέχουν μόνο το ιδιόμελο «Ὁ τὸν ἀμπελῶνα», ενώ δύο Τριώδια αναφέρουν μόνο το «Λῃσταῖς λογισμοῖς»[19].

   Η διπλή θεματολογία φανερώνεται και από την συνύπαρξη Κανόνων, οι οποίοι αναφέρονται, εναλλάξ, στο θέμα του Ασώτου αλλά και των Εργατών, στον χφ. κώδικα της Μεσσήνης αρ. 108. Το γεγονός αυτό ενισχύει την άποψη ότι η θεματολογία των Εργατών κατά την Β΄ Κυριακή οριοθετείται στην Ιταλο-Ελληνική παράδοση[20]. Παραμένει πάντως, σε κάθε περίπτωση, άγνωστη η αιτία της μετακίνησης του θέματος στην Δ΄ Κυριακή.

   Συμπερασματικά, τα παλαιά θέματα, με κυρίαρχο αυτό της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτου», το οποίο κυριαρχεί τόσο στον Όρθρο της Κυριακής με τον Κανόνα αλλά και καθ΄ όλες τις ημέρες της εβδομάδος, όσο και του «Αμπελώνα», φαίνεται πως επηρέασαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την λειτουργική παράδοση της Ανατολικης Εκκλησίας, όμως μέχρι και σήμερα, αν και δεν έχουν δεσπόζοντα ρόλο, συνυπάρχουν με τα νεώτερα. Έτσι, το παλαιό θέμα σε μία ακόμα περίπτωση δεν εξαφανίζεται, αλλά επιβιώνει μεταφέροντας το δικό του μήνυμα στους πιστούς για τον αγώνα της Μ. Τεσσαρακοστής.

Το νέο θέμα της Κυριακής:
Εορτή του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

   Ήδη από τους πρώτους αιώνες της δεύτερης μεταχριστιανικής χιλιετίας, το παλαιό θέμα που εμφανίστηκε μέσω της ιεροσολυμιτικής παράδοσης, όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη των Τυπικών της εποχής εκείνης, άρχισε να φθίνει, αλλά ουδέποτε εξαφανίστηκε, όπως προαναφέρθηκε.

   Αρχικά, στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[21] στην Κωνσταντινούπολη, δεν γίνεται καμία αναφορά στην περίπτωση της τοπικής εορτής του αγίου Δομετίου, ενώ κυρίαρχη θέση έχει η αναστάσιμη ακολουθία του τυχόντος ήχου της Κυριακής. Από την άλλη πλευρά, η περίπτωση της παραβολής του «Καλού Σαμαρείτου» φαίνεται κυρίαρχη στους Κανόνες, σίγουρα της Παννυχίδος και μάλλον - καθώς δεν αναφέρεται αλλά εννοείται - του Όρθρου. Το ιδιόμελο «Δεῦτε ἐργασώμεθα», το σημερινό δηλαδή Δοξαστικό, με θέμα επηρεασμένο από την παραβολή των Εργατών, έχει θέση Στιχηρού των Αίνων, ενώ ως Δοξαστικό προτάσσεται το τυχόν εωθινό. Στην θεία Λειτουργία, υποδεικνύεται η ανάγνωση περικοπής από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (Μρκ. 9, 17-31), που αναφέρεται στην θεραπεία κάποιου δαιμονισμένου παιδιού, και έχει ήδη ορισθεί από το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας[22].

   Στο σύγχρονο προς αυτό Τυπικό, εκείνο της Μονής του Σωτήρος Μεσσήνης της Ιταλίας[23], δεν υπάρχει κανένα σχόλιο, παρά για τα αναγνώσματα, που συμ-πίπτουν με εκείνα που εισηγείται το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας και το της Ευεργέτιδος. Αυτό ίσως υποδηλώνει την τέλεση της ακολουθίας, όπως σε οποιαδήποτε άλλη «απλή» Κυριακή με αναστάσιμη ακολουθία.

   Όπως παρατηρούμε στα ανωτέρω Τυπικά, η μνήμη του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου κατ΄ αυτήν την ημέρα παραμένει ακόμα άγνωστη μέχρι και τον 12ο αι. Επίσης, διακρίνουμε και την απουσία της εορτής του Αγίου Δομετίου, γεγονός που φανερώνει ίσως τον τοπικό χαρακτήρα που είχε ο εορτασμός του από την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όπως ήδη σημειώσαμε σε άλλο σημείο.

   Η μνήμη του συγγραφέως της «Κλίμακος» Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, κατά την Δ΄ Κυριακή των νηστειών, είναι παντελώς αγνοημένη σε χειρόγραφα Τριώδια παλαιότερα του 13ου αι., ενώ και η εμφάνισή της σε χειρόγραφα μετά τον 15ο αι. δεν είναι καθολική, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την δυσκολία της καθιερώσεώς της στον κύκλο των Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής[24]. Η πρώτη αναφορά για την εορτή του Οσίου Ιωάννου γίνεται στο χφ. αρ. 625 της μονής Βατοπεδίου (13ος αι.), το οποίο εμπεριέχει και τον εορτασμό της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας κατά την επόμενη Κυριακή[25].

   Αξιομνημόνευτο είναι το σχόλιο στο Τυπικό της Μονής του Οσίου Σάββα[26], που χρονολογείται στον 16ο αι. και αναφέρεται στον Όσιο Ιωάννη τον συγγραφέα της «Κλίμακος». Αρχικά, το εν λόγω Τυπικό ορίζει την αναστάσιμη ακολουθία σε συνδυασμό με του τυχόντος Αγίου από το Μηναίο. Στην συνέχεια, όμως, υπογραμμίζει πως «ἄλλοι δὲ μεταγενέστεροι ὥρισαν ψάλλεσθαι τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, τοῦ συγγραφέως τῆς Κλίμακος».

   Ο ιερομόναχος Μακάριος Σιμωνοπετρίτης[27] σημειώνει πως στην περίπτωση του Οσίου Ιωάννου προτιμήθηκε η σχεδόν αυτούσια, και κατά τι πιο εορταστική, χρήση της ακολουθίας από το Μηναίο και την 30η του μηνός Μαρτίου. Με αυτόν τον τρόπο υποστηρίζει πως δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην μορφή των Αγίου ως προτύπου για αυτήν την ασκητική περίοδο.

   Τα παραπάνω επιβεβαιώνει και το σχετικό Τυπικό[28]. Σε συνδυασμό με τα αναστάσιμα ψάλλονται στον Εσπερινό τα στιχηρά, Δοξαστικό των εσπερίων και των Αποστίχων του Οσίου. Ως εκ τούτου, ορίζεται και Απολυτίκιο σε ήχο α΄ «Τῆς ἐρήμου πολίτης». Ωστόσο, σήμερα επιλέγεται άλλο σχετικό με τους Οσίους, το «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς»[29]. Στον Όρθρο ψάλλεται μεσώδιο Κάθισμα του Αγίου Ιωάννου καθώς και το αντίστοιχο Κοντάκιο. Στους Αίνους, όμως, επιλέγεται η ψαλμώδηση των αναστάσιμων καθώς και του ιδιομέλου «Δεῦτε ἐργασώμεθα»  ως τελευταίο Στιχηρό αλλά και ως Δοξαστικό. Στην θεία Λειτουργία, επιλέγονται στους μακαρισμούς μόνο οι του ήχου και διπλά αναγνώσματα, όπως έχει σημειωθεί και στις προηγούμενες Κυριακές, τα της περιόδου, κατά την παράδοση της Κωνστανούπολης, αλλά και τα αντίστοιχα οσιακά.

   Εν πολλοίς, παρόμοια τάξη ακολουθείται και στη σύγχρονη λειτουργική πρακτική, όπως περιγράφεται στα Τυπικά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, των Πρωτοψαλτών Κωνσταντίνου (1838)[30] και Γεωργίου Βιολάκη (1888)[31] αλλά και στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος[32]. Στην ακολουθία του Εσπερινού προβλέπονται πέραν των αναστασίμων και τα του Οσίου, όπως και στο Τυπικό του Αγίου Σάββα. Η διαφοροποίηση γίνεται στους Αίνους, όπου προβλέπονται τέσσερα αναστάσιμα ιδιόμελα, τέσσερα του Αγίου - εκείνα που εψάλθησαν και στον Εσπερινό - και Δοξαστικό το ιδιόμελο του Τριωδίου «Δεῦτε ἐργασώμεθα». Στην θεία Λειτουργία ψάλλονται στους μακαρισμούς τέσσερα αναστάσιμα τροπάρια και τέσσερα του Αγίου, ενώ αναγνώσματα ορίζονται μόνο τα της Κυριακής.

   Το γεγονός πως η συγκεκριμένη εορτή αντλείται από τις μη εορτάσιμες ακολουθίες, με σκοπό να συμπληρώσει έναν κύκλο νέων εορτών που εισήχθησαν μετά την επικράτηση της εορτής της Ορθοδοξίας[33], καθιστά την συγκεκριμένη Κυριακή κάπως «ελεύθερη», από την άποψη της επιλογής της ακολουθίας κατά τόπους. Γι’ αυτόν τον λόγο μπορεί να συναντήσει κανείς σε διάφορα Τυπικά άλλες εορτές, που επιλέγονται, όμως, για τον ίδιο λόγο∙ την ενίσχυση του φρονήματος των πιστών στην δύσκολη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

   Μία τέτοια περίπτωση είναι αυτή που εντοπίζει κανείς εξετάζοντας το Τυπικό της Μονής Διονυσίου (19ος αι.) του Αγίου Όρους[34]. «Τῇ τετάρτῃ Κυριακῇ τῶν νηστειῶν, τὴν ἔλευσιν ἐν τῇ Μονῇ τῆς ἁγίας Δεξιᾶς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἑορτάζομεν». Μάλιστα, το Τυπικό της Μονής προβλέπει αγρυπνία πανηγυρική προς τιμήν του Προδρόμου, η οποία ψάλλεται «ὡς ἐν τῷ χειρογράφῳ». Η αγρυπνία τελείται με την συνύπαρξη της αναστάσιμης ακολουθίας και της του Προδρόμου, με μόνη αναφορά στο Τριώδιο να αποτελεί το δοξαστικό των Αίνων.

   Πιο αναλυτικά, πριν τον μεγάλο Εσπερινό διαβάζονται οι χαιρετισμοί στον Πρόδρομο, ενώ κατά την ακολουθία του Εσπερινού ψάλλονται μαζί με τα αναστάσιμα τέσσερα Στιχηρά του Προδρόμου και το Δοξαστικό. Εν συνεχεία, ψάλλεται η Λιτή του Προδρόμου μετά του Δοξαστικού, όπως και Δοξαστικό στα Απόστιχα μετά τα αναστάσιμα ιδιόμελα. Απολυτίκιο προβλέπεται του Προδρόμου και δις ψάλλεται το «Θεοτόκε Παρθένε» καθώς ολοκληρώνεται ο Εσπερινός με την ευλόγηση των άρτων. Στον Όρθρο, μετά την Υπακοή ψάλλεται Κάθισμα του Βαπτιστού, Κανόνες ο αναστάσιμος και του Προδρόμου, όπως και το Κοντάκιό του. Συνύπαρξη αναστασίμων και των του Βαπτιστού προβλέπεται και στα Εξαποστειλάρια και στους Αίνους. Ωστόσο, Δοξαστικό ψάλλεται το ιδιόμελο του Τριωδίου «Δεῦτε ἐργασώμεθα». Στην θεία Λειτουργία εκ νέου συμψάλλονται στους μακαρισμούς και τα αναστάσιμα τροπάρια και εκείνα του Κανόνα του Προδρόμου. Ως αναγνώσματα επιλέγονται τα της Κυριακής του Τριωδίου αλλά και του Βαπτιστού, ομοίως και διπλό κοινωνικό, «Αἰνεῖτε» και «Εἰς μνημόσυνον».

   Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η επικράτηση του νέου θέματος είναι σχετική, αν και κατά κανόνα επικεντρώνεται στο πρόσωπο του Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου, συγγραφέως της «Κλίμακος». Πρόκειται για την τελευταία εορτή που θεσπίστηκε στον κύκλο των Κυριακών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ως εκ τούτου εύκολα συναντά κανείς, ακόμα και σήμερα, διαφοροποιήσεις κατά τόπους. Βέβαια, η επιλογή της εορτής, ακόμη και αν βασίζεται σε κριτήρια τοπικά, δεν χάνει τον χαρακτήρα της πνευματικής ενίσχυσης των πιστών μέσω ασκητικών προτύπων, όπως ο Τίμιος Πρόδρομος, για την συνέχεια της νηστείας μέχρι τον τελικό προορισμό, το άγιο Πάσχα.

 

[1] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 604.

[2] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 218.

[3] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.

[4] αυτόθι, p. 335.

[5] Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπεδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020 σ. 40.

[6] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 250.

[7] αυτόθι, σ. 255.

[8] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Β΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 46.

[9] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 44.

[10] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Α΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 362.

[11] αυτόθι, p. 60.

[12] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 188.

[13] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 68.

[14] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 254.

[15] αυτόθι, σ. 255.

[16] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 68.

[17] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 187.

[18] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 68.

[19] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 67.

[20] αυτόθι, p. 82.

[21] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 534 - 535.

[22] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 46.

[23] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 222.

[24] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 30.

[25] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 92.

[26] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 311.

[27] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[28] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σσ. 311 - 312.

[29] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σ. 170.

[30] Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, Τυπικὸν Ἐκκλησιαστικόν, σσ. 264 - 265.

[31] Βιολάκη Γεωργίου, Τυπικὸν κατὰ τὴν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολις 1888, σσ. 359 - 360.       

[32] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σσ. 170 - 171.

[33] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[34] Τυπικὸν τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σσ. 458 - 459.

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως) Ιστορικολειτουργική προσέγγιση

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως) Ιστορικολειτουργική προσέγγιση

Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως)

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση

Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου

 

   Η Γ΄ Κυριακή των νηστειών είναι γνωστή σήμερα με το όνομα «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως». Κατά την ημέρα αυτή η Εκκλησία θέτει τον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου προς προσκύνηση από τον πιστό λαό. Όπως θα εξεταστεί εν συνεχεία, πρόκειται για εορτή καθιερωθείσα ήδη προ πολλών αιώνων, πιθανόν πριν από τον 8ο αι., και η οποία έχει αποβάλει σε σχεδόν απόλυτο βαθμό τα παλαιά λειτουργικά και εορτολογικά θέματα της ημέρας.

 

Το παλαιό θέμα της Κυριακής

 

   Όπως και στην περίπτωση των υπολοίπων Κυριακών της Μ. Τεσσαρακοστής, έτσι και σε αυτήν υπάρχει η περίπτωση του διπλού θέματος. Ωστόσο, αξίζει να υπογραμμίσουμε εξ αρχής πως είναι η Κυριακή κατά την οποία συντομότερα από όλες τις άλλες καθιερώθηκε το δεύτερο θέμα, δηλαδή της Σταυροπροσκυνήσεως, το οποίο επικράτησε και διασώθηκε ως τις ημέρες μας.

   Σύμφωνα με το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο (7ος αι.)[1], την αρχαία «τυπική διάταξη» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών γινόταν μνεία στην γνωστή παραβολή του Κυρίου περί «Τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου», όπως αυτή παρουσιάζεται από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λκ. 18, 1-14). Κατά την ίδια πηγή, η αποστολική περικοπή της θείας Λειτουργίας προερχόταν από την προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου (Ρωμ. 12, 16 – 13, 6), ευρισκόμενη σε πλήρη θεματολογική σχέση με την ευαγγελική[2]. Παρατηρούμε ότι η ρήση του Κυρίου ότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται», σκιαγραφείται ως εντολή και προτροπή από τον Απ. Παύλο ώστε «μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συνεπαγόμενοι».

   Αν και το θέμα αυτό επισκιάστηκε από το νεώτερο, της Σταυροπροσκυνήσεως, φαίνεται όμως πως αμυδρά επιβιώνει, έως και σήμερα. Σημαντικότερη απόδειξη αποτελεί το Δοξαστικό ιδιόμελο των Αίνων της ίδιας Κυριακής:

Δόξα... Ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου. Ἦχος πλ. δ΄.
«Τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην τῶν κακίστων Φαρισαίων ὁ πάντων Κύριος παραβολικῶς ἐκφεύγειν ταύτην ἐδίδαξε καὶ μὴ ὑψηλοφρονεῖν, παρ΄ ὃ δεῖ φρονεῖν, πάντας ἐπαίδευσεν ὑπογραμμὸς καὶ τύπος ὁ αὐτὸς γενόμενος, μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου, ἑαυτὸν ἐκένωσεν. Εὐχαριστοῦντες οὖν σὺν τῷ Τελώνῃ εἴπωμεν, ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀπαθὴς διαμείνας Θεὸς τῶν παθῶν ἡμᾶς ῥῦσαι, καὶ σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

   Στο συγκεκριμένο  υμνογραφικό κείμενο γίνεται ολοφάνερη η παρουσία του παλαιού θέματος, το οποίο ο Υμνογράφος σαφώς είχε στον νου του όταν το συνέθετε.

   Όπως έχει επισημανθεί σε άλλο σημείο, το παλαιό θέμα έχει εξοβελιστεί σε μεγάλο βαθμό από τις ακολουθίες της Κυριακής, για να δώσει χώρο στο νεώτερο. Στις υπόλοιπες ημέρες όμως της εβδομάδος είναι κυρίαρχο. Αυτό συμβαίνει και με το ευαγγελικό θέμα του Τελώνου και του Φαρισαίου. Το βλέπουμε να εμπνέει τον Υμνογράφο του ιδιομέλου των Αποστίχων του δ΄ κατανυκτικού Εσπερινού («ὡς ὁ Τελώνης στενάξας κραυγάζω σοι…φαρισαϊκῆς ὑποκρίσεως ῥῦσαί με…), αλλά να είναι και το επικρατούν θέμα πολλών τροπαρίων ολόκληρης της εβδομάδος.

   Επιπλέον, θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την ύπαρξη σχετικών αιτήσεων στην εκτενή δέηση που σώζεται στα γεωργιανά χειρόγραφα και απηχεί στην ιεροσολυμιτική αυτή παράδοση. Οι δεήσεις αυτές όπως οι κάτωθι: (α) «ὁ ἐπιβλέψας ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ μὴ ἐξουδενώσας τὴν δέησιν αὐτῶν», (β) «ὁ εἰσακούσας τοῦ τελώνου καὶ ἐκ τοῦ πλήθους ἁμαρτιῶν [αὐτὸν] ἐλευθερώσας» και (γ) «ὁ δικαιώσας τὸν τελώνην πλεῖον τοῦ φαρισαίου κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου»[3], δηλώνουν ξεκάθαρα την σχέση τους με την ευαγγελική περικοπή, η οποία συνηθιζόταν να διαβάζεται εκείνη την περίοδο στην εν Ιεροσολύμοις αγία Εκκλησία.

   Μαζί με όλα τα παραπάνω, κατά περιόδους και περιοχές εμφανίζονται και άλλα θέματα, τα οποία ως φαίνεται δεν επικράτησαν, είτε λόγω ιστορικών συγκυριών είτε λόγω του ότι δεν είχαν κάτι να προσφέρουν σε αυτήν την προπαρασκευαστική για το Πάσχα περίοδο. Στον σιναϊτικό χφ. κώδικα αρ. 150 του 10ου-11ου αι. [4], η Γ΄ Κυριακή των νηστειών τιτλοφορείται ως Κυριακή «τῆς Σαμαρίτιδος (sic)», με ανάγνωση της αντίστοιχης ευαγγελικής περικοπής (Ιω. 4, 5-42). Παράλληλα προτείνονται και άλλες πολλές ευαγγελικές περικοπές αντ’ αυτής, όπως εκείνη της πρόρρησης του Πάθους και της Αναστάσεως, που ακολουθείται από το αίτημα των υιών Ζεβεδαίου, όπως εκφράστηκε από την μητέρα τους (Μτθ. 20, 17-28).

 

Το νέο θέμα: Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

Ιστορική προσέγγιση

 

   Το νέο θέμα της Γ΄ Κυριακής των νηστειών ίσως είναι το παλαιότερο μεταξύ των νεωτέρων όλων των Κυριακών της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Στο σημείο αυτό αξίζει να ερευνήσουμε ποιοι είναι οι λόγοι της καθιέρωσης της νέας εορτής και του ταυτόχρονου παραμερισμού του θέματος της ευαγγελικής περικοπής του Τελώνου και του Φαρισαίου.

   Η θέσπιση του εορτασμού του Τιμίου Σταυρού κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών σχετίζεται με διάφορες εκδοχές. Κατά μία άποψη[5], έχει να κάνει με το καθαυτό ιστορικό γεγονός της εύρεσής του από την αγία Ελένη. Το γεγονός αυτό τιμάται (όπως και κατά την περίπτωση της Παγκοσμίου Υψώσεως την 14η Σεπτεμβρίου) από την Εκκλησία στις 6 Μαρτίου εκάστου έτους. Σύμφωνα με το Συναξάρι της 6ης Μαρτίου, «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ εὕρεσις τοῦ τιμίου Σταυροῦ»[6], και «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, (δηλ. στ΄ Μαρτίου) μνήμη τῆς εὑρέσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ὑπὸ τῆς μακαρίας Ἑλένης. Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς εὑρέσεως τῶν τιμίων ἥλων»[7].

   Βέβαια, αυτή η εορτή δεν θα μπορούσε να εορτάζεται με λαμπρότητα και επισημότητα μία οποιαδήποτε ημέρα της Μ. Τεσσαρακοστής, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της. Επομένως, πιθανόν να μεταφέρθηκε στην μέση Κυριακή της νηστείας, εξαιτίας και του 51ου κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου, που απαγόρευε την τέλεση εορτών πλην Σαββάτου και Κυριακής.

   Άλλη πιθανή εκδοχή για τον εορτασμό θεωρείται[8] η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού κατά την ακολουθία του Όρθρου της Μ. Παρασκευής παλαιότερα στα Ιεροσόλυμα, και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Η είσοδος των εγκωμίων στην ακολουθία αυτή αντικατέστησε την παλαιά εκείνη τάξη. Η τελευταία διατηρήθηκε στους Σύριους, τους Αρμενίους καθώς και τους Κόπτες της Αιγύπτου.

   Διαφορετική προσέγγιση επί του θέματος παρουσιάζεται από τον ιερομ. Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[9]. Ο συγκεκριμένος ερευνητής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως σχετίζεται με την συμπλήρωση μίας τριάδας εορτών του Τιμίου Σταυρού. Σαφώς, οι άλλες δύο εορτές έχουν να κάνουν με την Παγκόσμια Ύψωση (14η Σεπτεμβρίου) και την Πρόοδο του Τιμίου Σταυρού (1η Αυγούστου). Ο συγκεκριμένος μελετητής παραθέτει ως τεκμήριο την τιτλοφόρηση της ημέρας ως «ἑορτὴ τῆς τρίτης προσκυνήσεως τοῦ Σταυροῦ», που μαρτυρείται σε ιεροσολυμιτικό χειρόγραφο του 13ου αι. Υποστηρίζεται η άποψη ότι η τρίτη αυτή προσκύνηση θεσπίστηκε με τη μεταφορά τεμαχίου του Τιμίου Σταυρού από την Ιερουσαλήμ στην Απάμεια, έπειτα από παράκληση του τοπικού Επισκόπου Αλφειού στον αυτάδελφό του αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων. Η περίπτωση αυτή εξετάζεται και από τον Ευ. Θεοδώρου[10], ο οποίος την τοποθετεί χρονικά περί τον 6ο αι., στους χρόνους του Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 - 527) ή Β΄ (565 - 578). Η ιστορική τεκμηρίωση και περαιτέρω ανάλυση της ανωτέρω εκδοχής καθίσταται δυσχερής, λόγω ελλείψεως στοιχείων.

   Πιθανή αιτία για την καθιέρωση της εορτής μπορεί να θεωρηθεί και η αναστήλωση του Τιμίου Σταυρού από τον Ηράκλειο στα Ιεροσόλυμα, κατά την 21η Μαρτίου του 630 μ. Χ., ύστερα από νίκη κατά των Περσών και ανάκτησή του[11]. Μετά από μια σειρά πολυετών προσπαθειών και νικηφόρων αγώνων, ο Ηράκλειος, εν μέσω ιαχών του πλήθους, επαναλαμβάνει την τελετή που έγινε και κατά την εύρεσή του. Η ημερομηνία της τελέσεως αυτού του γεγονότος, κατά την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής, μπορεί να θεωρηθεί ως αιτία για τον εορτασμό του κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών.

   Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά της εορτής σε ομιλία του Πατριάρχου Γερμανού τοποθετεί την καθιέρωσή της τουλάχιστον περί το 715-730 μ. Χ.[12], παραμένοντας όμως μέχρι τον 12ο-13ο αι. εορτή του Ναού της Αγίας Σοφίας[13], και μάλιστα ως κύρια ημέρα εορτασμού οριζόταν η Τετάρτη, όπως θα φανεί εν συνεχεία.

 

Λειτουργική προσέγγιση

 

   Η εορτή της Σταυροπροσκυνήσεως κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών υφίσταται ξεκάθαρα ως μία ιδιαίτερη ημέρα εντός της νηστείας και αναφέρονται οι ξεχωριστές ακολουθίες στα Τυπικά της Κωνσταντινουπόλεως, και όχι μόνο. Ωστόσο, όσον αφορά στις λειτουργικές συνθήκες, τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Πιο συγκεκριμένα, στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας (9ος-10ος αι.) [14] η Σταυροπροσκύνηση τοποθετείται χρονικά, όχι στην Γ΄ Κυριακή των νηστειών, αλλά στο μέσον της Δ΄ εβδομάδος (την ημέρα της Τετάρτης), δηλαδή στο μέσον της νηστείας ή αλλιώς στην «Μεσοσαρακοστή», οπότε και αναφέρεται ως η ημέρα της «προσκυνήσεως τῶν τιμίων καὶ ζωοποιῶν ξύλων».

   Βέβαια, ήδη από την Κυριακή και μετά από τον Τρισάγιο Ύμνο, όπως υπογραμμίζεται, «ἀνέρχεται προκηρυκτικός» με σκοπό την πρόσκληση των Κατηχουμένων προς το άγιο Βάπτισμα, το οποίο θα ετελείτο ανήμερα του αγίου Πάσχα (κατά την ακολουθία της Παννυχίδος), εκφωνώντας τα εξής:

«Προτρέπομαι τὴν ὑμετέραν ἀγάπην, φιλόχριστοι ἀδελφοὶ ὅσοι ἔχετέ τινας ὀφείλοντας προσενεχθῆναι τ­­ῷ ἁγίῳ βαπτίσματι, γινώσκοντες ἐπιφθάσειν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀνάστασιν, τούτους ἀπὸ τὴν αὔριον προσαγάγετε τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν ἐκκλησίᾳ ἐπὶ τῷ λαμβάνειν αὐτοὺς τὴν ἐν Χριστῷ σφραγῖδα καὶ φυλάττεσθαι αὐτοὺς καὶ κατηχεῖσθαι∙ ὅσοι δὲ μετὰ τὴν [ἑβδομάδα] ἐπιτηδεύουσι προσάγεσθαι, ἔσεσθε γινώσκοντες ὡς [ἀβασανίστῳ] λογισμῷ, ἐὰν μή τις ἀνάγκη πρόκειται, τούτους προσδέξασθαι οὐκ ἀνεξόμεθα»[15].

   Μετά από το ευαγγελικό ανάγνωσμα «ἀνέρχεται κηρυκτικός» για να δηλώσει την είδηση της προσκύνησης του Τιμίου Σταυρού, κάνοντας γνωστό πως οι άνδρες θα προσκυνήσουν την Τρίτη και την Τετάρτη και οι γυναίκες την Πέμπτη και την Παρασκευή της εβδομάδος που ξεκινά[16]. Αρχικά, η θέση του αγγέλματος μοιάζει απόλυτα φυσική, αν σκεφτεί κανείς πως έχει προηγηθεί ευαγγελική περικοπή (η οποία έχει ήδη αντικαταστήσει την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου) αφιερωμένη στον Σταυρό (Μρκ. 8, 34-9, 1) και επομένως έχει δηλωθεί ξεκάθαρα το λειτουργικό θέμα της εβδομάδος. Από την άλλη, οι ημέρες προσκύνησης ορίζουν και το υμνολογικό περιεχόμενο, καθώς κατ’ αυτές εμφανίζονται στην τυπική διάταξη τροπάρια σχετικά με τον Σταυρό, ενώ απουσιάζουν την Δευτέρα, όπως και η προσκύνηση.

   Παρά το γεγονός πως στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας διαγράφεται με σαφήνεια ότι η προσκύνηση δεν ετελείτο την Κυριακή, λίγους αιώνες αργότερα, τα Τυπικά της Μονής Ευεργέτιδος Κωνσταντινουπόλεως[17] και της Μονής του Σωτήρος Μεσσήνης της Ιταλίας[18], που αμφότερα χρονολογούνται στον 12ο αι., περιγράφουν την τελετή της Σταυροπροσκυνήσεως την Κυριακή της Γ΄ εβδομάδος των νηστειών, θεωρώντας ωστόσο και την ημέρα της Τετάρτης εξίσου σημαντική.

   Το γεγονός της μετατόπισης της εορτής κατά την προηγούμενη Κυριακή πιθανόν να είναι απόρροια της μεταφοράς των εορτασμών από τις καθημερινές, σε ημέρα Σαββάτου ή Κυριακής, κατ΄ εφαρμογήν του 51ου Κανόνα της Συνόδου της Λαοδικείας. Η σπουδαιότητα της εορτής δεν γινόταν αντιληπτή στον βαθμό που θα έπρεπε κατά την Τετάρτη, με αποτέλεσμα την μετάθεσή της[19].

   Τα δύο προαναφερθέντα Τυπικά παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες στην περιγραφή της λειτουργικής τάξης. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η μνεία στον κανόνα της εορτής «Ὁ θειότατος προετύπωσε πάλαι Μωσῆς» (σχολιασμός ότι ακολουθεί μελωδικά τους ειρμούς του κανόνα της Αναστάσεως), το ιδιόμελο της ημέρας (μάλλον εννοεί το σημερινό δοξαστικό ιδιόμελο «Τὴν ὑψηλόφρονα γνώμην») ως Στιχηρό των Αίνων, και Δοξαστικό το αναστάσιμο «Ὑπερευλογημένη ὑπάρχεις Θεοτόκε Παρθένε». Εν συνεχεία , τονίζουν την ύπαρξη λιτάνευσης και προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού, καθώς και ότι αντί του Τρισαγίου Ύμνου ψάλλεται το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν» και ως Κοινωνικό το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς». Ευαγγελικό ανάγνωσμα παραμένει και στα δύο το του Σταυρού (Μρκ. 8, 34 - 9, 1), όπως και στο παλαιότερο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας.

   Το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[20] υπογραμμίζει την μεταφορά του Τιμίου Σταυρού εντός του θυσιαστηρίου, ήδη πριν από την έναρξη του Εσπερινού του Σαββάτου, καθώς και την μεταφορά του στο ίδιο σημείο μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας της Κυριακής. Ο Σταυρός δεν επέστρεφε στο σκευοφυλάκιο, αλλά αντίθετα, παρέμενε στο θυσιαστήριο, γιατί προβλεπόταν από το Τυπικό της Μονής η εκ νέου προσκύνησή του κατά την «Τετάρτην τῆς Μέσης Ἑβδομάδος» σε κλίμα σχεδόν πανηγυρικό «ὥσπερ καὶ τῇ Κυριακῇ», ενώ γινόταν και κατάλυση οίνου και ελαίου. Την Παρασκευή της ίδιας εβδομάδος, μετά την ακολουθία της θ΄ Ώρας και πριν από την Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, ετελείτο η τελευταία προσκύνηση, με κάπως πιο λιτό τρόπο. Ο Σταυρός παρέμενε ως το πέρας της Λειτουργίας στο δεξιό κλίτος και όταν ολοκληρωνόταν επέστρεφε στην αρχική του θέση.

   Αντίθετα, το Τυπικό της Μεσσήνης[21] δεν περιγράφει τριπλή προσκύνηση, αλλά αρκείται σε εκείνην της Κυριακής, όπως προαναφέρθηκε, και της Τετάρτης, δίνοντας έμφαση στην σημαντικότητα της ημέρας. Πάντως, δεν γίνεται καμία αναφορά για τη θέση του Σταυρού ή την τελική μεταφορά του.

   Κατά τον 16ο αι., στο Τυπικό της Μονής του Μεγάλου Μετεώρου[22], φαίνεται πως τηρείται η λογική της λειτουργικής πράξης του Τυπικού της Μονής Ευεργέτιδος με πολλές ομοιότητες, όπως την «μεγάλη» (βασική - κεντρική) προσκύνηση την Κυριακή, αλλά και «μικρές» (δευτερεύουσες - χωρίς επίσημη διάσταση) στις καθημερινές.

   Πιο αναλυτικά, μετά τον μικρό Εσπερινό του Σαββάτου, μεταφέρεται το Τίμιο Ξύλο από το σκευοφυλάκιο σε δίσκο αιρόμενο υπό του ιερέως υπεράνω της κεφαλής του και εναποτίθεται στο ιερό Βήμα. Όσον αφορά στα της Αγρυπνίας, σημαντική λεπτομέρεια είναι η διαφορά των Απολυτικίων στον Εσπερινό, αφού ψάλλεται δις το «Θεοτόκε Παρθένε» και άπαξ το «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου». Από την άλλη, στον Όρθρο ορίζεται το αναστάσιμο Απολυτίκιο του τυχόντος ήχου, στο «δόξα» του Σταυρού και ως «καὶ νῦν» το α΄ θεοτοκίο του α΄ ήχου, πρακτική που ακολουθείται και στην σύγχρονη λειτουργική πράξη. Διαφορετική προσέγγιση παρουσιάζεται από το μεγαλομετεωριτικό Τυπικό στα πεντηκοστάρια του εωθινού Ευαγγελίου, οπότε και ψάλλεται το σταυρώσιμο «Σταυρὲ τοῦ Χριστοῦ», όπως και κατά την 14η Σεπτεμβρίου. Για άλλη μία φορά, και αυτό το Τυπικό υπογραμμίζει πως ο Κανόνας ψάλλεται κατά το πρότυπο του Πάσχα, ενώ στους Αίνους, σε αντίθεση με προηγούμενα Τυπικά, εμφανίζεται η τάξη σύμφωνα με την οποία το ιδιόμελο της ημέρας ψάλλεται και ως στιχηρό αλλά και ως Δοξαστικό. Με το πέρας της Δοξολογίας ο ιερέας λιτανεύει το Τίμιο Ξύλο και γίνεται η προσκύνηση από τους πιστούς. Στην θεία Λειτουργία αντί Τρισαγίου ψάλλεται κατά το παλαιό έθος το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν» και στο κοινωνικό το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς». Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα παρατηρείται η ύπαρξη διπλού Ευαγγελίου (πρακτική που επιβιώνει και σήμερα στα μοναστήρια), του Σταυρού και της Θεοτόκου.

   Επίσης, υπογραμμίζεται και η έναρξη των «διπλοκατηχουμένων» από την Τετάρτη της Δ΄ εβδομάδος στις Προηγιασμένες Λειτουργίες. Πρόκειται για κατάλοιπο από την λειτουργική ζωή των παρελθόντων αιώνων, όπως της Μεγάλης Εκκλησίας, που γινόταν η προσέλευση των κατηχουμένων για το Άγιο Βάπτισμα. Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχουν ειδικές σημειώσεις στα ιερατικά βιβλία, μέχρι και σήμερα, όπως αυτή: «Ἀπὸ τῆς μεσονηστίμου, ἤτοι ἀπὸ τῆς Τετάρτης τῆς Δ΄ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, παρεμβάλλει τὰ διπλοκατηχούμενα λέγων οὕτως »[23].

   Επιπρόσθετα, θα ήταν σπουδαίο να αναφερθεί πως η τάξη της Μονής προέβλεπε και την Σταυροπροσκύνηση της Παρασκευής. Κατά το προαναφερθέν Τυπικό, μετά τον στίχο των Αίνων γινόταν η προσκύνηση του Σταυρού με την ψαλμώδηση του σχετικού «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν».

   Τον ίδιο αιώνα (16ος αι.) είναι γραμμένο στην Μονή του Αγίου Σάββα το ομώνυμο Τυπικό[24]. Σχεδόν δέκα αιώνες μετά τη συγγραφή του Ιεροσολυμιτικού Κανοναρίου, φαίνεται πως η παράδοση της περιοχής έχει επηρεαστεί πλήρως από εκείνη της Βασιλεύουσας. Ως αποτέλεσμα, φυλλομετρώντας κανείς το σχετικό Τυπικό παρατηρεί μία σειρά πολλών ομοιοτήτων με εκείνο της Μονής Ευεργέτιδος αλλά και με το σύγχρονό του των Μετεώρων.

   Το Τυπικό της Λαύρας του Αγίου Σάββα εν πολλοίς ακολουθεί την τάξη της «μεγάλης» Σταυροπροσκυνήσεως κατά την Γ΄ Κυριακή των νηστειών. Ωστόσο, αυτό που κάνει εντύπωση είναι πως υπάρχουν οι «μικρές» προσκυνήσεις την Δευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασκευή της Δ΄ εβδομάδος, και μάλιστα δύο φορές ανά ημέρα, κατά την ακολουθία της Α΄ Ώρας και της Θ΄ Ώρας σύμφωνα με την τάξη της Κυριακής.

   Ας μελετήσουμε, όμως, με προσοχή την τάξη της «μεγάλης» Σταυροπροσκυνήσεως. Όπως και στην περίπτωση του Μεγάλου Μετεώρου, έτσι και στην Λαύρα του Αγίου Σάββα, η ακολουθία ξεκινά πριν από την ακολουθία της αγρυπνίας με την μεταφορά του Τιμίου Ξύλου, εντός θήκης, μετά το πέρας του μικρού Εσπερινού και εναποτίθεται στην Αγία Τράπεζα. Αφού οι πατέρες γευματίσουν, άρχεται η αγρυπνία με τον μεγάλο Εσπερινό, όπου προτάσσονται τα αναστάσιμα τροπάρια και έπονται τα του Σταυρού. Οι διαφορές σε σχέση με το μετεωριτικό Τυπικό διακρίνονται στην ακολουθία του Όρθρου, κατά την διάρκεια του οποίου δεν διαβάζεται ο «Άμωμος» αλλά ψάλλεται ο Πολυέλεος. Επιπλέον, προβλέπεται η ύπαρξη των πεντηκοσταρίων του Τριωδίου «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας», το αντίστοιχο θεοτοκίο και το επιλογικό μετά του στίχου «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν», σε αντίθεση με τα Μετέωρα. Κατά τα λοιπά και έως την Δοξολογία, η τυπική διάταξη  παραμένει κοινή με εκείνη των Μετεώρων. Στην δοξολογία γίνεται η λιτάνευση του Σταυρού και μετά το «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν», σε ήχο πλάγιο του β΄ (sic), άρχεται η προσκύνηση με ευταξία. Ομοίως με την παλαιότερη τάξη, αντί του Tρισαγίου ψάλλεται το του Σταυρού, Ευαγγέλιο της ημέρας (Μρκ. 8, 34 - 9, 1) και κοινωνικό επίσης του Σταυρού.

   Το νεώτερο Τυπικό της αγιορειτικής Μονής Αγίου Διονυσίου (19ος-20ος αι.)[25] τηρεί ως διάταξη, κατά βάσιν, τα όσα αναγράφονται στα δύο Τυπικά του 16ου αι., της Μονών του Αγίου Σάββα και του Μεγάλου Μετεώρου. Από την έναρξη των ακολουθιών της ημέρας στο προσκυνητάρι τίθεται η εικόνα του «τριμόρφου» (εικόνα της Σταυρώσεως με τον Κύριο στον Σταυρό, την Θεοτόκο και τον Ιωάννη τον Θεολόγο εκατέρωθεν του Εσταυρωμένου) μέχρι και την στιγμή της Σταυροπροσκυνήσεως. Μάλιστα, μετά την τράπεζα, στο Απόδειπνο αναγινώσκονται οι «Χαιρετισμοί» του Σταυρού, πράξη που δεν καταγράφεται σε προηγούμενα Τυπικά. Έπειτα, άρχεται ο Εσπερινός και τελείται κατά τα ειωθότα των παρελθόντων αιώνων, δηλαδή με Στιχηρά αναστάσιμα και του Σταυρού και Δοξαστικά του Σταυρού. Η τάξη παραλλάσσεται με τα προειρημένα στα Απολυτίκια προ της αρτοκλασίας, καθώς ψάλλεται δις το  «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» και έπεται μία φορά το «Θεοτόκε Παρθένε»[26]. Στον Όρθρο, υπάρχουν κάποιες διαφορές σε σχέση με όσα γράφονται ή εννοούνται στα δύο προαναφερθέντα Τυπικά, καθώς υπάρχει «Άμωμος», άρα και «Ευλογητάρια», «Υπακοή» και «Κάθισμα», αλλά και πεντηκοστάρια του Τριωδίου μετά το εωθινό Ευαγγέλιο, όπως στην περίπτωση του Αγίου Σάββα. Στους Κανόνες ψάλλονται ο αναστάσιμος του τυχόντος ήχου με της Θεοτόκου και του Σταυρού, με Καταβασίες τους ειρμούς του Κανόνα του Σταυρού. Για άλλη μία φορά στους Αίνους ψάλλονται τα αναστάσιμα ιδιόμελα και τέσσερα Στιχηρά προσόμοια του Σταυρού. Μετά το πέρας της Δοξολογίας και συγκεκριμένα κατά το «ὕστατον Τρισάγιον» γίνεται η είσοδος στο «Ἅγιος Ἀθάνατος», ακολουθεί η προσκύνηση και μετά από την εκτενή δέηση και την απόλυση, ο ιερέας επαναφέρει τον Σταυρό στο άγιο Βήμα. Επίσης, αίρεται η εικόνα του «τριμόρφου» και εναποτίθεται Σταυρός άνευ Τιμίου Ξύλου στο προσκυνητάρι. Στην δε θεία Λειτουργία, αντί του Τρισαγίου ψάλλεται «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν», Ευαγγέλιο του Σταυρού και της Θεοτόκου, ενώ κοινωνικό και εδώ αναφέρεται το «Ἐσημειώθη ἐφ’ ἡμᾶς».

   Συμπερασματικά, παρατηρείται πως κάθε Τυπικό γίνεται πιο σαφές και αναλυτικό με την πάροδο των χρόνων. Καθώς υπάρχει αυτό το φαινόμενο, ο μελετητής εύκολα παρατηρεί την εξέλιξη ορισμένων διατάξεων που καταλήγουν στην σύγχρονη λειτουργική πράξη. Επιπλέον, στην περίπτωση της Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως παρατηρείται στην πάροδο δέκα και πλέον αιώνων μία σειρά από σταθερά και αμετάβλητα μέρη και μία σειρά από μεταβλητά. Σίγουρα, η ευαγγελική περικοπή είναι ένα από τα αμετάβλητα, όπως και η στιγμή  της Σταυροπροσκυνήσεως μετά την μεγάλη Δοξολογία. Από την άλλη, στα μεταβλητά εύκολα διακρίνονται η εξέλιξη του ιδιομέλου του Τριωδίου από Στιχηρό σε δοξαστικό των Αίνων - διαδικασία που διήρκησε αρκετούς αιώνες - και φυσικά η έλξη και η σταδιακή μεταφορά της «βασικής» Σταυροπροσκύνησης από την Τετάρτη στην Κυριακή. Επομένως, εξάγεται το γενικό συμπέρασμα πως η λειτουργική πράξη της Σταυροπροσκυνήσεως, και όχι μόνο, στην εποχή μας είναι ένα απόσταγμα, το οποίο φιλτράρεται για περισσότερους από δέκα αιώνες και ζυμώνεται από ιστορικές και κοινωνικές προεκτάσεις μέχρι να φτάσει ως κάτι «δεδομένο» στα χέρια μας.

 

[1] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 216.

[2] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.

[3] Ιερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σ. 39.

[4] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 187.

[5] Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, «Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», στο Τὸ Χριστιανικὸν Ἑορτολόγιον, Πρακτικὰ Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007, σ. 198.

[6] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. Α΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 244.

[7] Μηναῖον τοῦ Μαρτίου, περιέχον ἅπασαν τὴν ἀνήκουσαν αὐτῷ ἀκολουθίαν, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1992, σ. 59.

[8] Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, «Οἱ Ἑορτὲς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ», στο Τὸ Χριστιανικὸν Ἑορτολόγιον, Πρακτικὰ Η΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2007,σ. 198.

[9] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 563.

[10] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 30.

[11] Ostrogorsky Georg, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμος α΄, μτφρ. Ἰωάννης Παναγόπουλος, ἐκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, Ἀθήνα, 1978, σ. 170.

[12] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 563.

[13] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 178.

[14] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, pp. 38 - 43

[15] αυτόθι.

[16] αυτόθι.

[17] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 527 - 533.

[18] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, pp. 218 - 219.

[19] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 564.

[20] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 527 - 533.

[21] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, pp. 218 - 219.

[22] Ἱερὰ Μονὴ Μεγάλου Μετεώρου, ΤυπικὸνΚῶδιξ 83 (1580), Ἐπιμέλεια ἀνατύπωσης, διόρθωσης χφ. και εἰσαγωγή: Κωνσταντίνος Μ. Βαφειάδης, Ἅγια Μετέωρα 2018, σσ. 401-402.

[23] ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΙΚΟΝ περιέχον ἅπασαν τὴν διάταξιν τῆς ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΙΑΣ εἰς τὸν Ἑσπερινόν, τὸν Ὄρθρον καὶ τὰς ΤΡΕΙΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ, Ἅγιον Ὄρος 2015, σ. 84.

[24] Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Σάββα, Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σσ. 306 – 308.

[25] Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, Τυπικὸν τῆς ἐν Ἄθῳ Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σσ. 450 - 452.

[26] Αξίζει να σημειωθεί πως κατά παράδοσιν στο Άγιον Όρος, τελουμένης αγρυπνίας το «Θεοτόκε Παρθένε» ψάλλεται σε μέλος αργό δίχορο οκτάηχο μετά κρατημάτων. Τον 19ο αι. στο μοναστήρι εγκαταβιώνει κάποιος ιερομόναχος Ιωάσαφ, γνωστός για τη μουσική του δεινότητα, ο οποίος γράφει αργά δίχορα οκτάηχα απολυτίκια για όλες τις δεσποτοθεομητορικές εορτές, οπότε και παραλείπεται το θεοτοκίο (βλ. Ἰωάσαφ Διονυσιάτης, Διονυσιάτικη Μουσικὴ Ἀνθολογία, σσ. 86 - 219). Εδώ φαίνεται πως η ημέρα της Σταυροπροσκυνήσεως, όσο και αν επηρεάζει τις τυπικές διατάξεις, δεν υπερβαίνει ούτε τα αναστάσιμα τροπάρια, αλλά ούτε και τα θεοτοκία, κάτι που δείχνει ξεκάθαρα πως δεν μπορεί να θεωρηθεί εορτή Δεσποτική. Αντίθετα, αν η 14η Σεπτεμβρίου τύχει ημέρα Κυριακή, καταλιμπάνεται η αναστάσιμη ακολουθία.

«Περί τῶν Ἱερατικῶν Κλήσεων»

«Περί τῶν Ἱερατικῶν Κλήσεων»

«Περί τῶν Ἱερατικῶν Κλήσεων»
(9/2/2023).

Πρωτ. 619
Ἀριθ. Διεκπ. 269
Ἀθήνησι τῇ 9ῃ Φεβρουαρίου 2023


Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 3071



Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία ὅρισε σήμερα, ἀκριβῶς στό κέντρο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά προτίθεται ὁ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός πρός ἀναψυχή καί ὑποστηριγμό μας καί εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς διαβάσαμε στόν ἱερό Συναξαριστή. Σύμφωνα μέ τόν ἱερό ὑμνογράφο τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ εὐφραίνεται καί ἀγάλλεται γιατί ὡς ἄλλος Παράδεισος προσκυνεῖ «τό ζωηφόρον ξύλον τοῦ Σταυροῦ», ὁ Ὁποῖος ἀποτελεῖ τό περιτείχισμα καί τό ἑδραίωμά Της.

Ὑψώνεται ἱεροπρεπῶς καί προτίθεται εἰς προσκύνησιν ὁ Τίμιος καί Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Κυρίου ἀπό τίς χοϊκές παλάμες τῶν οἰκονόμων τῆς Χάριτος, τῶν Ἱερέων τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελῶντας γι’ αὐτούς «κράτος καί ὀχύρωμα», «καύχημα καί διάσωσμα». Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἔχει θεσπίσει τήν τιμή καί τήν προβολή τῶν Ἱερατικῶν Κλήσεων κατά τήν σημερινή Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Γιά νά τονίσει μέ αὐτόν τόν τρόπο τό γεγονός ὅτι διά τῆς σταυροφόρου Ἱερωσύνης καί τῶν τελουμένων ὑπ’ αὐτῆς διά τῆς σημείωσης τοῦ τύπου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Μυστηρίων καί ἁγιαστικῶν πράξεων οἱ πιστοί ἁγιάζονται καί χαριτώνονται, ἀλλά καί βοηθοῦνται νά σηκώσουν τόν δικό τους προσωπικό σταυρό.
Στήν δεύτερη εὐχή τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας βρίσκεται ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα «γιατί χρειάζεται ἡ Ἱερωσύνη»: Ἐπειδή δέν δύναται ἡ ἀνθρώπινη φύση νά ἀντέξει τήν οὐσία τῆς Θεότητος, κατέστησε ὁ Θεός ὁμοιοπαθεῖς διδασκάλους πού ἐπέχουν τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς σκοπό νά ἀναφέρουν θυσίες καί προσφορές στόν Θεό ὑπέρ παντός τοῦ λαοῦ καί ὡς οἰκονόμοι τῆς Χάριτος νά καταρτίζουν τίς ἐμπιστευθεῖσες σέ αὐτούς ἀνθρώπινες ὑπάρξεις.
Ὁ Ἱερεύς χειροτονεῖται γιά νά ὑπηρετεῖ καί νά λειτουργεῖ τά σεπτά καί ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ στό ἅγιο Αὐτοῦ Θυσιαστήριο καί νά ἀναπέμπει στόν Θεό ὅλα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα τοῦ λαοῦ, τόν ὁποῖο τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία. Νά κηρύσσει τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας καί νά ἱερουργεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, νά Τοῦ προσφέρει δῶρα καί θυσίες πνευματικές καί νά ἀνακαινίζει τόν λαό Του διά τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας.
Τήν συνείδηση ὅτι οἱ κληρικοί χειροτονοῦνται γιά νά διακονήσουν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς διδαχῆς καί τῆς τέλεσης τῶν Μυστηρίων, εἶχε ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τά πρῶτα βήματά Της. Στό ἀρχαῖο κείμενο Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καλοῦνται οἱ πιστοί νά τιμοῦν τόν Ἐπίσκοπό τους διότι μέσῳ αὐτοῦ ὁ Κύριος τούς χορηγεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σφραγίζονται, διότι ἐκεῖνος τούς ἀπαλλάσσει ἀπό τίς ἁμαρτίες τους, τούς ἀναγεννᾶ διά τοῦ ὕδατος, τούς ἀνατρέφει μέ τόν λόγο, τούς μορφώνει μέ τά δόγματα καί τούς νουθετεῖ, τούς κάνει κοινωνούς τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμους τῶν ὑποσχέσεών Του .
Προβάλλονται λοιπόν σήμερα ἀπό τήν Ἐκκλησία μας οἱ Ἱερατικές Κλήσεις, οὕτως ὥστε οἱ πιστοί νά ἀναλογισθοῦν τήν στάση τους ἀπέναντι στήν Ἱερωσύνη καί τούς Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι τούς Τροφοδοτοῦν καί τούς Αἱμοδοτοῦν πνευματικά καί οὐσιαστικά διά τῆς διδαχῆς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς τέλεσης τῶν Μυστηρίων, ἀλλά καί τούς βοηθοῦν στήν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ σταυροῦ τους.
Μέ ἀφορμή ὅμως αὐτόν τόν ἑορτασμό, καλοῦνται καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἱερεῖς ὅπως καί οἱ ὑποψήφιοι Κληρικοί νά ἀναλογισθοῦν τό τί σημαίνει Ἱερωσύνη καί πόση ὑπευθυνότητα ἀπαιτεῖ ἡ ἱερατική διακονία. Νά ἀναλογισθοῦν ὅτι, ὅταν ὁ Θεός εὐδοκεῖ καί ἐνδύονται τήν τῆς Ἱερωσύνης Χάριν, αὐτό γίνεται μέ ἀποκλειστικό σκοπό ὅλοι μας νά διακονήσουμε ταπεινά τόν λαό τοῦ Θεοῦ πού ὁ Ἴδιος μᾶς ἐμπιστεύεται, προσφέροντας τήν Θεία Εὐχαριστία «ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων» σταυρώνοντας καθημερινά τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας καί ἀποφεύγοντας τίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ. Ἔτσι διαφυλάσσουμε τήν Παρακαταθήκη πού θά λάβουμε τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας μας γιά νά τήν παραδώσουμε, ὅταν μᾶς ζητηθεῖ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἱερωσύνη δέν μᾶς ἀνήκει. Εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς τήν προσφέρει ὡς ἔργον διακονίας «εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» , πάντοτε σέ ἀναφορά πρός Ἐκεῖνον καί τούς ἀδελφούς μέ τούς ὁποίους συνἐργαζόμεθα γιά τήν αὔξηση τοῦ Σώματος Αὐτοῦ. Γι’ αὐτό ὀφείλουμε νά τήν δεχόμαστε καί νά τήν διακονοῦμε ταπεινά, ὄχι μέ ἀτομικό, ἀλλά μέ ἐκκλησιαστικό φρόνημα, καί ὄχι μέ ἀτομική, ἀλλά μέ ἐκκλησιαστική συνείδηση. Ἔτσι δέν θά κινδυνεύσουμε νά γίνουμε ἕρμαια τῆς ἔπαρσης καί τῆς ἀλαζονείας, πού ὁδηγοῦν δυστυχῶς σέ φαινόμενα αὐτονόμησης ἀπό τό ὑπόλοιπο Σῶμα, ἀπληστίας, ἀμετροέπειας καί πτώσης σέ παντοειδῆ ἀνομήματα.
Γνωρίζοντας τούς κινδύνους αὐτούς, ἀλλά καί τόν σφοδρό πόλεμο τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῆς Ἱερωσύνης, ὁ Μέγας Βασίλειος φροντίζει ἀρκετές φορές στήν Θεία Λειτουργία πού συνέγραψε νά ἐμπνεύσει αὐτό τό ταπεινό φρόνημα στούς Ἱερεῖς, ὑπενθυμίζοντάς τους ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού τούς δημιούργησε καί τούς ἔφερε σέ αὐτήν τήν ζωή, Ἐκεῖνος πού τούς ἐπισκέφθηκε «ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς» καί ὅτι οἱ ἴδιοι εἶναι ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί καί ἀνάξιοι, οἱ ὁποῖοι καταξιώθηκαν νά λειτουργοῦν στό Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἐξαιτίας τῶν ἀρετῶν τους ἤ γιατί ἐπιδόθηκαν σέ κάποιες καλές πράξεις, ἀλλά «διά τά ἐλέη καί τούς οἰκτιρμούς» Του, ἀφοῦ Ἐκεῖνος, μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς τοποθέτησε σέ αὐτήν τήν διακονία.

Παιδιά μας εὐλογημένα,
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος γιά τήν σωτηρία μας, φανέρωσε τήν ἁγία Ἐκκλησία Του πρός τόν σκοπό τῆς μεταδόσεως τῆς σωτηρίας στόν κάθε ἕναν ἀπό τούς πιστούς διά τῆς διδασκαλίας, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθοδηγήσεως αὐτῶν διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης. Γι’ αὐτό σᾶς προτρέπουμε καί σᾶς παρακαλοῦμε νά προσεύχεσθε καθημερινά στόν Σταυρωθέντα καί Ἀναστάντα Κύριό μας νά ἐνισχύει τόν ἱερό Κλῆρο Του καί νά δίδει στήν Ἐκκλησία Του Ἱερεῖς μέ ἐπίγνωση τῆς εὐθύνης τους, οἱ ὁποῖοι θά ἀνεβαίνουν «ἐν καρδίᾳ συντετριμμένῃ καί πνεύματι ταπεινώσεως» τίς κλίμακες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί θά προσφέρουν γιά χάρη ὅλων «δεήσεις καί ἱκεσίας καί θυσίας ἀναιμάκτους», «νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Σᾶς εὐχόμαστε πατρικά καλό ὑπόλοιπο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς!

† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος
† Ὁ Ἐλευθερουπόλεως Χρυσόστομος
† Ὁ Σερβίων καί Κοζάνης Παῦλος
† Ὁ Ἀλεξανδρουπόλεως Ἄνθιμος
† Ὁ Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Βαρνάβας
† Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος
† Ὁ Σταγῶν καί Μετεώρων Θεόκλητος
† Ὁ Μάνης Χρυσόστομος
† Ὁ Φθιώτιδος Συμεών
† Ὁ Λαρίσης καί Τυρνάβου Ἱερώνυμος
† Ὁ Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἱερώνυμος
† Ὁ Περιστερίου Γρηγόριος

Ὁ Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ Ὠρεῶν Φιλόθεος

 Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

 Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

 Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

 

Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του.

Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.

Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».

Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.

Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».

Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.

Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.

Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».

Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.

Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;

Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.

Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».

Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.

Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

Μαντζαρίδης Γεώργιος

Κήρυγμα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Απόκρεω (19-2-2023)

Κήρυγμα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής της Απόκρεω (19-2-2023)

Η κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἡ συγχώρηση τῶν ἀνθρώπων  (ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ)

Σήμερα, ὁδεύοντας πρός τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, φθάνουμε στό τελικό στάδιο· ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ τήν Κρίση. ῎Αν τῆς δώσουμε τήν πρέπουσα προσοχή, τήν ἑπόμενη ἑβδομάδα, ὁ πνευματικός μας προορισμός θά εἶναι στό χέρι μας· ἡ ἑπόμενη Κυριακή εἶναι ἡ μέρα τῆς συγχώρησης.

῾Ο σύνδεσμος ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές μέρες εἶναι πάρα πολύ προφανής.

῎Αν μπορούσαμε νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὅλοι μας καί κάθε ἕνας ἀπό μᾶς στεκόμαστε μπροστά στήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἄν μπορούσαμε νά θυμηθοῦμε καί νά ἀντιληφθοῦμε βαθιά καί ὁλόψυχα, μέ φιλότιμο καί εὐσυνειδησία ὅτι εἴμαστε ὅλοι χρεωμένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὑπεύθυνοι μεταξύ μας γιά κάποιους ἀπό τούς πόνους καί τά βάρη τῆς ζωῆς, τότε θά μᾶς ἦταν εὔκολο, ὄχι μόνο νά συγχωρήσουμε ὅταν μᾶς ζητηθεῖ, ἀλλά καί, ὡς ἀνταπόκριση στό αἴτημα αὐτό, νά ζητήσουμε κι ἐμεῖς συγνώμη.

Δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού κάνουμε, δέν εἶναι μόνο μ’ αὐτά πού παραλείπουμε, ἀλλά εἶναι ὅτι κατά ἕνα τρόπο ἐκπληκτικό ἀγνοοῦμε τήν εὐθύνη πού φέρουμε ἀπέναντι τῶν ἄλλων· ἀγνοοῦμε αὐτό πού θά μπορούσαμε νά εἴμαστε γι’ αὐτούς, αὐτό πού θά μπορούσαμε νά κάνουμε γι’ αὐτούς… ῎Οχι, δέν ἐκπληρώνουμε τήν ἀνθρώπινη κλήση μας. Θά μπορούσαμε καί θά ἔπρεπε νά εἴμαστε, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά καί πέρα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλο τόν κόσμο, μιά εὐλογία καί μιά ἀποκάλυψη· νά εἴμαστε μιά ἀποκάλυψη ἐκείνης τῆς μεγάλης καί τόσο ὑψηλῆς Πραγματικότητας, ὥστε οἱ ἄνθρωποι γύρω μας (κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πρῶτοι) νά μποροῦν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἴμαστε στή ζυγαριά τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ κλήση μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἁπλῶς ἠθικά καλοί, ἀλλά νά εἴμαστε μεγάλοι ὅπως Αὐτός. ῞Ενας Γερμανός μυστικός θεολόγος ἔγραφε σ’ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του, «Εἶμαι μεγάλος ὅσο ὁ Θεός, ὁ Θεός εἶναι τόσο μικρός, ὅσο κι ἐγώ».

῎Αν μπορούσαμε νά μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό! ᾿Επειδή ἡ κρίση δέν εἶναι μόνο μιά στιγμή κατά τήν ὁποία ἀντιμετωπίζουμε τόν κίνδυνο νά καταδικαστοῦμε· στήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς κρίσης ὑπάρχει κάτι μεγάλο, κάτι πού ἐμπνέει. Δέν θά κριθοῦμε σύμφωνα μέ τά ἀνθρώπινα πρότυπα συμπεριφορᾶς καί κοσμιότητας, ἀλλά σύμφωνα μέ πρότυπα πέραν τῆς συνηθισμένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θά κριθοῦμε στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζυγαριά τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη· ὄχι ἡ ἀγάπη πού νιώσαμε, ὄχι ἡ συναισθηματική ἀγάπη, ἀλλά ἡ ἀγάπη πού ζήσαμε καί ἐκπληρώσαμε, ἡ βιωμένη ἀγάπη. Τό γεγονός ὅτι πρόκειται νά κριθοῦμε, ὅτι ὄντως κρινόμαστε κάθε στιγμή, πέρα ἀπ’ τή μετριότητα καί μικρότητά μας πρέπει, θά ἔπρεπε, νά μᾶς ἀποκαλύπτει τό ἐν δυνάμει μεγαλεῖο μας. Καί ὑπό τούς ὅρους ἀκριβῶς αὐτούς μποροῦμε νά ἐξετάσουμε τήν παραβολή τῶν ἀμνῶν καί τῶν ἐριφίων.

Οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ἀπό τόν Χριστό μέ βάση τήν ἀνθρωπιά τους. ῾Υπῆρξαν ὅλοι αὐτοί ἄνθρωποι ἤ ὄχι; Εἶχαν μάθει νά ἀγαποῦν μέ τήν καρδιά τους πρῶτα, ἀλλά καί στήν πράξη, μέ τά ἔργα τους; Διότι, ὅπως τό θέτει ὁ Εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης, ἐκεῖνος πού λέει ὅτι ἀγαπᾶ τόν Θεό καί δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του ἔμπρακτα καί δημιουργικά εἶναι ψεύτης. Δέν ὑπάρχει ἀγάπη πρός τόν Θεό ἄν δέν ἐκφράζεται σέ κάθε λεπτομέρεια τῶν σχέσεών μας μέ τούς ἀνθρώπους, στό σύνολό τους ἀλλά καί σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά.

῎Ετσι λοιπόν, ἄς ἑτοιμαστοῦμε αὐτή τήν ἑβδομάδα γιά τό τελικό στάδιο τοῦ ταξιδιοῦ μας, καί, ἐνώπιον αὐτῆς τῆς θείας κρίσεως, ἄς ἀναρωτηθοῦμε· «Εἶμαι ἄνθρωπος; Εἶμαι ἄνθρωπος μέσα μου, στή συμπεριφορά μου, ὄχι στή γενική μου στάση, ἀλλά στούς τρόπους μου· ἔχω ἀνθρώπινους τρόπους; Εἶναι ἡ ζωή μου ἡ ἔκφραση μιᾶς λεπτῆς, στοχαστικῆς, δημιουργικῆς ἀγάπης; Μιᾶς ἀγάπης πού κλείνει μέσα της κατανόηση καί εἶναι ἀνάλογα μέ τήν περίσταση γενναιόδωρη καί θυσιαστική; Καί καθώς τό ἀντικείμενο αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι καί τό κριτήριό της, αὐτό πρέπει νά εἶναι ὁ διπλανός μου, τό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό πού δέ ζητάει τίποτε εἶναι τόσο εὔκολο!».

Καί ἄν στό πέρασμα τῆς ἑβδομάδας αὐτῆς ἐπισημάνουμε ποῦ βρισκόμαστε, τότε θά ἔχουμε βρεῖ τόσο τήν ἀδυναμία μας ὅσο καί τό μεγαλεῖο τῆς κλήσης μας· ἐάν εἰρηνεύσουμε μ’ ἐκείνους πού ἔχουμε χρέος, τότε, ὅταν ἔρθει ἡ στιγμή νά συγχωρήσουμε -ὅταν κάποιος ἄλλος θά ἔχει ἀνακαλύψει τό δικό του χρέος πρός ἐμᾶς- θά εἴμαστε ἕτοιμοι νά δώσουμε μέ χαρά τήν εἰρήνη καί τή συγνώμη μας, μέσα ἀπό ἕνα αἴσθημα εὐθύνης καί μέ τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ μετάνοια.

ΙΙ.

Γιά κάποιον ἀνεξήγητο λόγο, ἡ παραβολή αὐτή, περισσότερο ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη, θεωρεῖται ὡς μιά εἰκόνα τῆς Κρίσεως, ἡ διακήρυξη τῆς ἀμετάκλητα τελικῆς αὐτῆς πράξης τῆς ἱστορίας. ῾Ωστόσο, μᾶς λέει κάτι οὐσιαστικό, ὄχι γιά τή μετά θάνατον καταδίκη ἤ σωτηρία μας, ἀλλά γιά τή ζωή μας· ὁ Θεός δέν θά ρωτήσει οὔτε τούς δικαίους οὔτε τούς ἁμαρτωλούς ὁτιδήποτε σχετικό μέ τίς πεποιθήσεις τους ἤ μέ τήν τήρηση τοῦ τελετουργικοῦ· αὐτό πού ὁ Θεός θά ἀξιολογήσει εἶναι ὁ βαθμός στόν ὁποῖον ὑπήρξαμε ἄνθρωποι· «δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ πήρατε κοντά σας, γυμνός καί μέ ντύσατε· ἤμουν ἄρρωστος καί μέ ἐπισκεφθήκατε, ἐν φυλακῇ καί ἤρθατε κοντά μου». Τό νά εἴμαστε ἄνθρωποι ὅμως, ἀπαιτεῖ φαντασία, ἀπαιτεῖ μιά αἴσθηση χιοῦμορ, μιά αἴσθηση τῆς «στιγμῆς», ἕνα ἀγαπητικό καί ρεαλιστικό ἐνδιαφέρον γιά τίς ἀληθινές ἀνάγκες καί τίς ἐπιθυμίες τοῦ ἀντικειμένου τῆς προσοχῆς μας, ἤ μᾶλλον τοῦ θύματος, θά λέγαμε, τῆς προσοχῆς μας.

῾Η ἱστορία πού ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου καί διευκρινίζει αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο· Μετά ἀπό μιά λαμπρή κοινωνική καί πολιτική δράση στήν Αὐλή τοῦ Βυζαντίου, ὁ ῞Αγιος ᾿Αρσένιος ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, γιά νά ἐπιτύχει τήν ἀπόλυτη μόνωση καί ἡσυχία. Μιά Κυρία τῆς Αὐλῆς πού ἦταν μεγάλη θαυμάστριά του, τόν ἀναζήτησε στήν ἐρημιά ὅπου ζοῦσε. ῎Επεσε στά πόδια του· «Πάτερ, ξεκίνησα γι’ αὐτό τό ἐπικίνδυνο ταξίδι μόνο καί μόνο γιά νά σέ δῶ καί νά ἀκούσω ἀπό σένα μία καί μόνη ἐντολή, τήν ὁποία ὑπόσχομαι νά τηρήσω σέ ὅλη μου τή ζωή!». Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε· «῎Αν πραγματικά δεσμεύεσαι νά μήν παρακούσεις ποτέ τήν ἐντολή μου, τότε ἄκουσέ την· ῎Αν ποτέ μάθεις ὅτι εἶμαι σ’ ἕνα τόπο, ἐσύ νά πᾶς σ’ ἕναν ἄλλον!». Αὐτό δέν εἶναι πού θά ἔλεγαν πολλοί σ’ ἐκεῖνο τόν ἀγαθιάρη, τοῦ ὁποίου τήν «ἀρετή» εἶναι καταδικασμένοι νά ὑφίστανται;

Κατά τή γνώμη μου, τό νόημα τῆς παραβολῆς τῶν προβάτων καί τῶν ἐριφίων εἶναι τό ἑξῆς· ῎Αν ὑπῆρξες ἀληθινά καί συνετά «ἄνθρωπος», τότε εἶσαι ἕτοιμος νά εἰσέλθεις στή Βασιλεία, νά μοιραστεῖς αὐτά πού ἀνήκουν στόν Θεό, ἀφοῦ ἡ αἰώνια ζωή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ζωή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, πού τή μοιράζεται μέ τά πλάσματά Του. «᾿Επί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω» (Ματθ. 25, 21)• ὑπῆρξες ἄξιος στή γῆ, θά ἀξιωθεῖς νά ζήσεις καί τήν οὐράνια ζωή, μετέχοντας στή φύση τοῦ Θεοῦ, πλήρης τοῦ Πνεύματός Του. ῎Αν ἀποδειχθοῦμε πιστοί οἰκονόμοι σέ ὅ,τι δέν ἦταν δικό μας -ὅλα δηλαδή τά δῶρα τοῦ Θεοῦ- θά εἰσέλθουμε καί σέ ὅ,τι εἶναι δικό μας, ὅπως φαίνεται τόσο καθαρά στήν παραβολή τοῦ οἰκονόμου τῆς ἀδικίας (Λουκ. 16, 1-12).

῾Η κρίση θά ἦταν αἰτία τρόμου γιά μᾶς, ἄν δέν εἴχαμε βεβαία τήν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως. Καί τό δῶρο τῆς συγνώμης εἶναι αὐτονόητο συστατικό τῆς ἀγάπης καί τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Δέν ἀρκεῖ ὅμως νά μᾶς παραχωρεῖται ἡ ἄφεση, πρέπει νά εἴμαστε προετοιμασμένοι καί νά τή δεχθοῦμε.

Πάρα πολύ συχνά, ἡ συγνώμη μᾶς προσφέρεται, ἀλλά ἐμεῖς «κλωτσᾶμε»· γιά τόν ἐγωισμό μας, ἡ συγνώμη ἠχεῖ ὡς κάτι ἐξαιρετικά ταπεινωτικό, καί προσπαθοῦμε νά τό παρακάμψουμε «φορώντας» μιά ψευτο-ταπείνωση. «Δέν μπορῶ νά συγχωρήσω τόν ἑαυτό μου γι’ αὐτό πού ἔκανε, πῶς νά δεχτῶ τή συγχώρησή σου; ᾿Εκτιμῶ τήν καλωσύνη σου, ἀλλά ἡ συνείδησή μου εἶναι πάρα πολύ ἀπαιτητική, πολύ εὐαίσθητη γιά νά ἐκμεταλλευθῶ τήν εὐγενική σου διάθεση»· καί χρησιμοποιοῦμε ἀκριβῶς τήν ἔννοια «εὐγενική διάθεση» γιά νά κάνουμε τό δῶρο πού μᾶς προσφέρεται νά φαίνεται ὅσο γίνεται πιό ἀσήμαντο καί τήν ἄρνησή μας ὅσο γίνεται πιό ἀπογοητευτική γιά τόν γενναιόδωρο φίλο μας. Βεβαίως, δέν μποροῦμε, δέν θά ἔπρεπε ποτέ νά συγχωρήσουμε τούς ἑαυτούς μας! Θά ἦταν τερατῶδες ἄν τό μπορούσαμε. Γιατί τότε, θά σήμαινε «πολύ ἁπλά», ὅτι παίρνουμε πολύ ἐλαφρά τό χαστούκι, τήν πληγή πού προκαλέσαμε, τόν πόνο, τή δυστυχία πού ἐπιφέραμε. (Καί, ἀλίμονο! Αὐτό ἀκριβῶς κάνουμε ὅταν εἴμαστε ἀνυπόμονοι ἐνώπιον κάποιου τόν ὁποῖον πληγώσαμε καί ὁ ὁποῖος φαίνεται νά πονᾶ «ὑπερβολικά». «Πόσον καιρό θά δυσανασχετεῖς πιά; ῎Ω, σταμάτα ἐπιτέλους νά κλαῖς! Δέ σοῦ ζήτησα συγνώμη; Τί ἄλλο θέλεις;». Τό ὁποῖο σημαίνει· «᾿Εγώ ἔχω πρό πολλοῦ συγχωρήσει τόν ἑαυτό μου. Πόσο ἀκόμη πρέπει νά περιμένω μέχρι νά μέ συγχωρήσεις κι ἐσύ;»).

῾Ο Θεός δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά συγχωροῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πρέπει νά μάθουμε ποτέ νά μήν τοῦ ἐπιτρέπουμε νά πληγώνει τούς ἄλλους καί, ἄν κάποτε συμβεῖ, νά δεχόμαστε τό δῶρο τῆς συγνώμης τοῦ ἀδελφοῦ μας. ῎Αν τό ἀρνηθοῦμε εἶναι σάν νά λέμε· «Δέν πιστεύω ὅτι ὄντως ἡ ἀγάπη σβήνει ὅλα τά ἁμαρτήματα, οὔτε ἔχω ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη σου». Πρέπει νά συναινέσουμε στό νά συγχωρηθοῦμε μέσα ἀπό μία πράξη τολμηρῆς πίστης καί γενναιόδωρης ἐλπίδας, νά ὑποδεχθοῦμε τό δῶρο ταπεινά, ὡς ἕνα θαῦμα πού μόνον ἡ ἀγάπη, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη, μποροῦν νά ἀπεργαστοῦν, καί νά εἴμαστε παντοτινά εὐγνώμονες γιά τή δωρεάν προσφερόμενη δύναμή της πού ξέρει νά γιατρεύει, νά ἀποκαθιστᾶ, νά ἀνορθώνει.

Δέν θά πρέπει νά προσδοκοῦμε τή συγχώρηση ἐπειδή ἀλλάξαμε πρός τό καλύτερο· οὔτε θά ’πρεπε νά θεωροῦμε μία τέτοια ἀλλαγή ὡς προϋπόθεση γιά νά συγχωρήσουμε τούς ἄλλους. Μόνο ὅταν κάποιος νιώθει ὅτι συγχωρήθηκε καί ὅτι ἀγαπᾶται, μόνο τότε μπορεῖ νά ἀρχίσει νά ἀλλάζει, καί ὄχι ἀντίστροφα. Νά κάτι πού δέν θά πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε, ἀλλά τό ξεχνᾶμε τόσο συχνά! Καί ἄς μήν συγχέουμε ποτέ τό «συγχωρῶ» μέ τό «ξεχνῶ», οὔτε νά φανταστοῦμε ὅτι αὐτά τά δυό πᾶνε μαζί. ῎Οχι μόνο δέν προσιδιάζει τό ἕνα στό ἄλλο, ἀλλά τό ἕνα ἀποκλείει τό ἄλλο. Τό νά διαγράψουμε τό παρελθόν ἔχει πολύ μικρή σχέση μέ τήν οἰκοδομητική, εὑρηματική, καρποφόρα συγχώρεση· τό μόνο πράγμα πού πρέπει νά ἀποβληθεῖ, νά διαγραφεῖ ἀπό τό παρελθόν εἶναι τό δηλητήριό του· ἡ πικρία, ἡ μνησικακία, ἡ ἀποξένωση· ἀλλά ὄχι ἡ ἀνάμνηση.

῾Η ἀληθινή συγχώρηση ἀρχίζει τή στιγμή πού τό θύμα τῆς ἀδικίας, τῆς σκληρότητας, τῆς συκοφαντίας, δέχεται τόν προσβολέα ὅπως εἶναι, γιά τόν λόγο καί μόνο ὅτι ἐπέστρεψε. ῞Οπως ὁ ῎Ασωτος γιός, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας δέν ἄρχισε τίς ἐρωτήσεις, δέν διεκδίκησε τίποτε, δέν ἔθεσε ὅρους προκειμένου νά τόν ἐπανεντάξει στήν οἰκογένεια. ῾Η συγνώμη τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας ἀπό τή στιγμή πού Χριστός παίρνει πάνω Του τό φορτίο καί ὅλες τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως, ὅταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁ ῎Ανθρωπος «ὁ ἐν πληγῇ ὤν» (῾Ησ. 52-53). Καί σίγουρα ὄχι ἀφοῦ πρῶτα γίνουμε ῞Αγιοι! ῾Ο Θεός εἶχε ἤδη δώσει τήν ἄφεση ὅταν εἶπε· «Εἶμαι ἕτοιμος νά πεθάνω γιά σένα· σέ ἀγαπῶ».

῎Ετσι ἀκριβῶς ἀρχίζει καί ἡ συγνώμη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. ᾿Εάν σέ μία οἰκογενειακή κρίση ὁ ὑπαίτιος ἁπλῶς ἐπιστρέψει, καί, εἴτε ἀπό πολύν ἐγωισμό, εἴτε ἀπό ὑπερβολική συστολή, εἴτε ἀκόμη καί ἀπό τό σφίξιμο τοῦ φόβου, παραμένει διστακτικός, ἡ λύτρωσή του ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ἡ οἰκογένειά του τοῦ λέει· «Μά ἐμεῖς ποτέ δέν πάψαμε νά σέ ἀγαπᾶμε· διῶξε τόν φόβο, σέ ἀγαπᾶμε σέ τέτοιο σημεῖο πού νά πονᾶμε! Τώρα πού γύρισες ὅλα θά γιατρευτοῦν». Γιά κεῖνον μάλιστα πού ἔχει τό δίκιο εἶναι εὔκολο νά πεῖ αὐτά τά λόγια, πολύ εὐκολότερο ἀπ’ ὅσο γιά κεῖνον πού ἔκανε τό λάθος· ἀλλά καί διότι ἡ πλευρά πού ἔχει τό δίκιο ἔχει κι αὐτή ἕνα μέρος τῆς εὐθύνης γιά τή ρήξη, γιά τόν καβγά καί πρέπει καί αὐτή νά ἐπανορθώσει. Δικό της πρέπει νά εἶναι τό πρῶτο βῆμα πρός τή συμφιλίωση. Θυμᾶμαι ἕναν ἄνδρα πού κατεῖχε κάποιο ἀξίωμα· ἦρθε κάποτε νά μοῦ πεῖ ὅτι ἕνας φίλος του, ἄνθρωπος μέ πνευματικά ἐπιτεύγματα ὄχι μικρά, τόν εἶχε προσβάλει· «Ποιός πρέπει νά κάνει τό πρῶτο βῆμα γιά τή συμφιλίωση», μέ ρώτησε. «Δέν μπορῶ νά ἀπαντήσω στήν ἐρώτησή σου», τοῦ εἶπα, «ἐπειδή δέν μπορῶ νά παίξω τόν ρόλο τοῦ δικαστῆ ἀνάμεσά σας, ἀλλά ἕνα πράγμα εἶναι βέβαιο· ὅποιος εἶναι πιό ποταπός, αὐτός θά περιμένει τόν ἄλλον νά κάνει τό πρῶτο βῆμα». ῾Ο ἐπιφανής ἄνδρας, χωρίς νά πεῖ τίποτε, πῆγε καί συμφιλιώθηκε μέ τόν φίλο του. ῾Η ματαιοδοξία ἔκανε αὐτό πού οὔτε ἡ ταπείνωση οὔτε ἡ σοφία οὔτε ἀκόμη καί ἡ ἁπλή φιλία δέν εἶχαν μπορέσει νά ἐπιτύχουν. Τί λυπηρό… Πόσο διαφορετική ἦταν ἡ γενναιόδωρη, γεμάτη ἀγάπη, δωρεάν συγνώμη πού πρόσφερε ὁ Πατέρας στόν ῎Ασωτο γιό του!

῾Ωστόσο, ἡ συγχώρηση δέν ἀποτελεῖ σέ καμία περίπτωση τό τέλος ὅλων τῶν προβλημάτων· στή μακρινή, ξένη χώρα τῆς ἐρημιᾶς του, ὁ παραπεταμένος παραβάτης, δέν μπορεῖ παρά νά ἀπέκτησε ἀπωθητικούς γιά τήν οἰκογένειά του καί τούς φίλους του τρόπους· ἡ μυρωδιά τῶν χοίρων θά εἶχε γιά καλά κολλήσει πάνω στό κορμί τοῦ ἄσωτου γιοῦ, καί οἱ συνήθειες τῆς ἀλλοπρόσαλλης ζωῆς δέν μποροῦν νά ἐξαφανιστοῦν μέσα σέ μιά νύχτα· θά πρέπει νά τίς ξεμάθει σιγά σιγά, ἴσως πολύ πολύ ἀργά· εἶναι πιθανόν, ἴσως ἀναπόφευκτο νά ἔχει χάσει πολλούς ἀπό τούς ἐκλεπτυσμένους τρόπους τοῦ ἀρχικοῦ του περιβάλλοντος· θά πρέπει νά τούς ξαναβρεῖ σιγά σιγά. Καί ἡ οἰκογένεια θά μπορέσει νά τόν ἐπανεντάξει, νά τόν ἀναγεννήσει καί νά τόν συγχωρήσει μόνο στόν βαθμό πού τά μέλη της θά θυμοῦνται (δέν θά ξεχνοῦν) τίς ἀδυναμίες του, τά ἐλαττώματα τοῦ χαρακτήρα του, τίς κακές συνήθειες πού ἀπέκτησε. Νά τά θυμοῦνται χωρίς μνησικακία, χωρίς τό αἴσθημα τῆς ὑπεροχῆς, χωρίς ντροπή, ἀλλά μέ τόν πόνο πού γεννᾶ ἡ συμπάθεια, ἐκείνη ἡ συμπόνοια πού κάνει νά «ὑπερπερισσεύει ἡ χάρη ἐκεῖ ὅπου πλεονάζει ἡ ἁμαρτία». Μέ θέληση καί αὐστηρή ἀποφασιστικότητα ποτέ ἄς μήν ξεχάσουν ἀπό τί πρέπει ὁ ἀγαπημένος νά προστατευθεῖ ἀπό τή φυσική του εὐθραυστότητα, ἀπό τήν ἐπίκτητη ἀδυναμία.

Διαφορετικά, ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν ἰαματική καί προστατευτική μας βοήθεια θά ὑποβληθεῖ σέ συντριπτικά ἰσχυρούς πειρασμούς καί θά γίνει τό θύμα μιᾶς ἀτέλειωτης, πικρῆς ἀλληλοκατηγορίας. Συγχωρῶ καί θέτω ὑπό ἐπιτήρηση εἶναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα. Συγχωρῶ σημαίνει δέχομαι τόν ἄλλον «καθώς ὁ Χριστός ἐδέξατο ἡμᾶς», σημαίνει «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε», ὅπως ᾿Εκεῖνος βαστάζει τά δικά μας, τά βάρη τοῦ θύματος καί τά βάρη τοῦ ἐνόχου, ἀγαπώντας τούς μέν μέ μία ἀγάπη χαρούμενη, τούς δέ μέ μία ἀγάπη θυσιαστική, μέ τή χαρά τῆς αὐτο-προσφορᾶς.

Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Σταυρός Του μαρτυρεῖ τήν πίστη Του στό ἀνθρώπινο γένος καί στόν κάθε ἄνθρωπο ξεχωριστά, τήν ἀκατάβλητη ἐλπίδα Του. ῎Ετσι ὁ θάνατός Του γίνεται ζωή μας καί ἡ ᾿Ανάστασή Του, ἡ δική μας Αἰωνιότητα.

 

Επικοινωνήστε μαζί μας στο 24320 22752
 
 
Στείλτε μας email στο imstagon@otenet.gr