«Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶν»

Τό κείμενο εἶναι δημοσιευμένο στόν τόμο:

Χρυσοῦν Ἰωβηλαῖον, Τιμητικὸς τόμος τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἱερωσύνης (1965-2015) καὶ τεσσαρακονταπενταετίας ἀρχιερωσύνης (1970-2015), ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων 2017, σ. 37-68.

 

Θεοτέκνης Μοναχῆς Ἁγιοστεφανιτίσσης

Στόν χα­ρι­στή­ρι­ο ἀ­φι­ε­ρω­τι­κό τό­μο γι­ά τό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός τῆς μο­νι­μο­ποι­ή­σε­ως τῆς μέ­χρι τοῦ­δε προ­σω­πα­γοῦς Μη­τρο­πό­λε­ως Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων, μέ τήν εὐ­λο­γί­α τῆς σε­βα­στῆς κα­θη­γου­μέ­νης μας Χρι­στο­νύμ­φης Μο­να­χῆς, καταγράφουμε ἀναλυτικά τήν δι­α­χρο­νι­κή προ­σφο­ρά τῶν ἐ­πι­σκό­πων Στα­γῶν τό­σο στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Κα­λαμ­πά­κας, ὅ­σο καί στό μο­να­στι­κό κέν­τρο τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων. Τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῶν ἐ­πι­σκό­πων ἀ­ρυ­ό­με­θα ἀ­πό τίς δι­α­σω­θεῖ­σες γρα­πτές πη­γές, πα­τρι­αρ­χι­κά σι­γίλ­λι­α καί μη­τρο­πο­λι­τι­κά ἔγ­γρα­φα, τίς ἐ­νυ­πό­γρα­φες ἐγ­χά­ρα­κτες ἀ­φι­ε­ρω­μα­τι­κές προ­σφο­ρές ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν ἤ τῶν προ­σω­πι­κῶν τους βι­βλι­ο­θη­κῶν, κα­θώς καί χρη­μα­τι­κῶν προ­σφο­ρῶν γι­ά δι­η­νε­κές μνη­μό­συ­νό τους (λά­σον).

Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶνἩ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν δέν ἦ­ταν μί­α ἄ­ση­μη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πε­ρι­φέ­ρει­α. Ἀ­πο­τε­λεῖ, κα­θώς ση­μει­ώ­νει ὁ ἀ­λή­στου μνή­μης κα­θη­γη­τής Δη­μή­τρι­ος Σο­φι­α­νός «μί­α μο­να­δι­κή ἐν­δε­χο­μέ­νως πε­ρί­πτω­ση ­πι­σκο­πῆς γι­ά τήν ­ποί­α μᾶς ­χουν δι­α­σω­θεῖ τό­σα καί τό­σο πα­λαι­ά ­πί­ση­μα κεί­με­να[1] (αὐ­το­κρα­το­ρι­κά καί πα­τρι­αρ­χι­κά[2]. Τό γε­γο­νός ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἴ­σως τήν σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς συ­νά­μα ὅ­μως καί τόν δρα­στή­ρι­ο ρό­λο, τήν προ­σω­πι­κή θυ­σί­α καί τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τῶν ἱ­ε­ραρ­χῶν της.

Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν ἀ­πό τόν 10ο αἰ­ώ­να ἀ­να­γρά­φε­ται σέ ὅ­λες τίς τά­ξεις πρω­το­κα­θε­δρί­ας τῶν μη­τρο­πό­λε­ων τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ θρό­νου ὡς ὑ­πο­κεί­με­νη, δέ­κα­τη, κα­τά τό πλεῖ­στον, στήν σει­ρά, στόν μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης. Στήν ὑ­στε­ρο­βυ­ζαν­τι­νή ἐ­πο­χή οἱ αὐ­το­κρά­το­ρες πα­ρεῖ­χαν προ­νό­μι­α στήν ἐν λό­γῳ ἐ­πι­σκο­πή, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται σέ αὐ­το­κρα­το­ρι­κά καί πα­τρι­αρ­χι­κά ἔγ­γρα­φα.

Τό πρῶ­το ἔγ­γρα­φο τοῦ ἔ­τους 1163 εἶ­ναι ἕ­να δι­ε­ξο­δι­κό πρα­κτι­κό ἀ­να­γρα­φῆς[3] τῶν ὁ­ρί­ων καί τῶν κτη­μά­των τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, τό ὁ­ποῖ­ο συν­τάχ­τη­κε καί ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πό τούς ἀ­να­γρα­φεῖς Ἰ­ω­άν­νη Ἀ­θα­να­σό­που­λο καί Θε­ό­δω­ρο Π., κα­τό­πιν αἰ­τή­σε­ως τοῦ τό­τε ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν καί κα­τ’ ἐν­το­λή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ήλ Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1143-80). Στό σπου­δαῖ­ο αὐ­τό ἀ­πο­γρα­φι­κό Πρα­κτι­κό μνη­μο­νεύ­ον­ται προ­γε­νέ­στε­ρα ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα, τά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν κα­θο­ρι­σμό τῶν ὁ­ρί­ων τῆς ἐν λόγῳ ἐπισκο­πῆς.

Ἐ­πί­σης στόν βο­ρει­νό τοῖ­χο τοῦ ἐ­σω­νάρ­θη­κα τοῦ πα­λαι­οῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λαμ­πά­κας ἔ­χουν ἀν­τι­γρα­φεῖ μέ κε­φα­λαῖ­α γράμ­μα­τα δύ­ο σπου­δαι­ό­τα­τα καί ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα, τά ὁ­ποῖ­α προσ­δι­ο­ρί­ζουν τά δι­και­ώ­μα­τα, τά ὅ­ρι­α καί τά προ­νό­μι­α τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν.

Τό πρῶ­το (ἀ­ρι­στε­ρά) ἀν­τι­γρά­φει τό χρυ­σό­βουλ­λο[4] τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ Πα­λαι­ο­λό­γου (1328-41), τό ὁ­ποῖ­ο ἐκ­δό­θη­κε τόν Μάρ­τι­ο τοῦ 1336. Τό πρω­τό­τυ­πό του δέν σώ­ζε­ται. Κα­τά πα­ρά­κλη­ση τοῦ τό­τε ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν καί κα­τ’ ἐν­το­λή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ήλ Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1143-1180), συν­τάχ­τη­κε ἕ­να Πρα­κτι­κό, τό ὁ­ποῖ­ο κα­το­χύ­ρω­νε τά ὅ­ρι­α, τά κτή­μα­τα καί τά δι­και­ώ­μα­τα τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν. Βά­ση ὑ­πῆρ­ξαν προ­γε­νέ­στε­ρα αὐ­το­κρα­το­ρι­κά χρυ­σό­βουλ­λα, ἤ­τοι: το Νι­κη­φό­ρου Γ΄ Βο­τα­νει­ά­τη (1078-1081) καί τοῦ Ἀ­λε­ξί­ου Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1081-1118). Στό ἐν λό­γῳ χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ πα­ρα­τί­θε­ται, σύν τοῖς ἄλ­λοις, ἐ­κτε­νής πε­ρί­λη­ψη τοῦ ‘Πρα­κτι­κοῦ τοῦ Μα­νασ­σῆ’, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι φο­ρο­λο­γι­κό κα­τά­στι­χο τοῦ ὑ­περ­τά­του πρά­κτο­ρος Μα­νασ­σῆ καί συν­τάχ­τη­κε, κα­τά τούς εἰ­δι­κούς, με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1163-1180. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τό στήν ἐ­πι­σκο­πή ἀ­νῆ­κε τό Πα­λαι­ό­κα­στρον (τό κά­στρο τῶν Στα­γῶν), ὁ να­ός τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου στούς πρό­πο­δές του καί τό ἐμ­πό­ρι­ον. Ἐ­νῶ συγ­χρό­νως δί­δε­ται ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α γι­ά τά τρί­α μο­νύ­δρι­α «εἰς με­τό­χι­α ὄν­τα τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν» [5]. Πρό­κει­ται γι­ά τίς μο­νές τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου τῆς Δού­πι­α­νης, τῆς Θε­ο­τό­κου στό Λιμ­πό­χο­βο καί τῆς Θε­ο­τό­κου στόν Ἀ­σπρο­πό­τα­μο.

Τό δεύ­τε­ρο ἔγ­γρα­φο, στό δε­ξι­ό τμῆ­μα τοῦ ἐ­σω­νάρ­θη­κα, κα­τα­γρά­φει τό ὑ­πέρ τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν σι­γίλ­λι­ο τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Ἀν­τω­νί­ου Δ΄, τοῦ ἔ­τους 1393. Σύμ­φω­να μέ τό κεί­με­νο τοῦ σι­γιλ­λί­ου[6] ὁ τό­τε ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν πα­τρι­άρ­χη Ἀν­τώ­νι­ο Δ΄ στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη καί τοῦ προ­σε­κό­μι­σε δύ­ο γράμ­μα­τα δω­ρε­ῶν τοῦ ἐ­πάρ­χου Μι­χα­ήλ Μο­νο­μά­χου πρός τήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, κα­θώς καί τόν ὁ­ρι­σμό τοῦ Μα­νου­ήλ Α΄ Κο­μνη­νοῦ (1143-1180) τοῦ «καὶ κτή­το­ρος τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν». Στό πα­τρι­αρ­χι­κό ἔγ­γρα­φο γί­νε­ται μνεί­α καί σέ ἄλ­λα «βα­σι­λι­κά προ­στάγ­μα­τα καί χρυ­σό­βουλ­λα», τά ὁ­ποῖ­α κα­τά και­ρούς εἶ­χαν ἀ­πο­λυ­θεῖ ὑ­πέρ τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς. Ἀ­φοῦ ὁ πα­τρι­άρ­χης ἔ­λα­βε γνώ­ση ὅ­λων τῶν ἐ­πι­δει­χθέ­νων σέ αὐ­τόν ἐ­πι­σή­μων ἐγ­γρά­φων, μέ δι­κό του σι­γίλ­λι­ο, ἀ­να­νέ­ω­σε τά προ­νό­μι­α τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν καί πα­ράλ­λη­λα δι­α­σφά­λι­σε τήν αὐ­το­τέ­λει­α καί ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α της.

Ὁ ἔγ­κρι­τος ἱ­στο­ρι­ο­δί­φης Δη­μή­τρι­ος Σο­φι­α­νός εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἡ μη­τρό­πο­λη σή­με­ρα Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων «ἔ­χει χρέ­ος νά προ­βάλ­λει, νά μνη­μο­νεύ­ει καί νά τι­μᾶ τόν βυ­ζαν­τι­νό αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ήλ Α΄ τόν Κο­μνη­νό, ὡς κρα­ται­ό πά­τρω­να καί κτή­το­ρά της» [7], ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται στό ἀ­νω­τέ­ρω πα­τρι­αρ­χι­κό σι­γίλ­λι­ο. Ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός αὐ­τός μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν εἰ­κα­σί­α ὅ­τι ὁ ἐν λό­γῳ αὐ­το­κρά­το­ρας ὑ­πῆρ­ξε ἐν­δε­χο­μέ­νως καί χο­ρη­γός στήν δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ πε­ρι­φή­μου να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας, ἀ­φοῦ στό Δι­α­κο­νι­κό τῆς Πα­να­γί­ας σώ­ζον­ται τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ 12ου αἰ.

Καί μι­ά καί κά­νου­με μνεί­α γι­ά τόν δω­ρη­τή βυ­ζαν­τι­νό αὐ­το­κρά­το­ρα Μα­νου­ήλ δέν μπο­ροῦ­με νά μήν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στό ποί­η­μα πού ἔ­γρα­ψε γι’ αὐ­τόν ὁ Κ. Π. Κα­βά­φης. Τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ά τήν κοί­μη­ση τοῦ Μα­νου­ήλ μᾶς δί­νει ὁ Νι­κή­τας Χω­νι­ά­της στό Χρο­νι­κό του.[8]

 

Ὁ Βα­σι­λεύς κύρ Μα­νου­ήλ ὁ Κο­μνη­νός

μι­ά μέ­ρα με­λαγ­χο­λι­κή τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου

αἰ­σθάν­θη­κε τόν θά­να­το κον­τά. Οἱ ἀ­στρο­λό­γοι

(οἱ πλη­ρω­μέ­νοι) τῆς αὐ­λῆς ἐ­φλυ­α­ροῦ­σαν

πού ἄλ­λα πολ­λά χρό­νι­α θά ζή­σει ἀ­κό­μη.

Ἐ­νῶ ὅ­μως ἔ­λε­γαν αὐ­τοί, ἐ­κεῖ­νος

πα­λη­ές συ­νή­θει­ες εὐ­λα­βεῖς θυ­μᾶ­ται,

κι ἀ­π’ τά κελ­λι­ά τῶν μο­να­χῶν προ­στά­ζει

ἐν­δύ­μα­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά νά φέ­ρουν,

καί τά φο­ρεῖ, κ’ εὐ­φραί­νε­ται πού δεί­χνει

ὄ­ψι σε­μνήν ἱ­ε­ρέ­ως ἤ κα­λο­γή­ρου.

Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι ὅ­λοι πού πι­στεύ­ουν,

καί σάν τόν βα­σι­λέ­α κύρ Μα­νου­ήλ τε­λει­ώ­νουν

ντυ­μέ­νοι μές τήν πί­στι των σε­μνό­τα­τα.

 

Ἡ πε­ρι­ο­χή τῶν Στα­γῶν ἦ­ταν ἀ­νέ­κα­θεν συγ­κοι­νω­νι­α­κός κόμ­βος με­τα­ξύ Θεσ­σα­λί­ας, Ἠ­πεί­ρου καί Μα­κε­δο­νί­ας (μέ­σῳ Γρε­βε­νῶν) καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­χε ἀ­να­πτυ­χθεῖ σέ ἀ­ξι­ό­λο­γο ἐμ­πο­ρι­κό κέν­τρο. Κα­τά τά μέ­σα τοῦ 14ου αἰ. ἡ πό­λη κα­τα­λή­φθη­κε ἀ­πό τόν Σέρ­βο Στέ­φα­νο Δ΄ Δου­σάν († 20.12.1355) καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ τό ἔ­τος 1359 ἀ­να­κα­τα­λή­φθη­κε ἀ­πό τόν ἑ­τε­ρο­θα­λή ἀ­δελ­φό του Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γο (1359-70), ἐ­νῶ γι­ά μι­ά δι­ε­τί­α (1370-72/73) τήν δι­οί­κη­ση ἄ­σκη­σε ὁ φι­λει­ρη­νι­κός υἱ­ός του Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης (ὅ­σι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ, β΄ κτί­το­ρας τοῦ Με­τε­ώ­ρου). Τήν πε­ρί­ο­δο αὐ­τή τῆς Σερ­βο­κρα­τί­ας ἡ πό­λη ἔ­ζη­σε εἰ­ρη­νι­κά χρό­νι­α.Τήν ἑ­πό­με­νη εἰ­κο­σα­ε­τί­α ἡ δι­οί­κη­ση πε­ρι­ῆλ­θε στήν οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Φι­λαν­θρω­πη­νῶν καί κα­τό­πιν στά 1393/94 κα­τέ­κτη­σε τήν Θεσ­σα­λί­α ὁ Βα­γι­α­ζίτ Α΄. Ἡ Ὀ­θω­μα­νι­κή αὐ­τή κα­το­χή ἔ­μελ­λε νά δι­αρ­κέ­σει πέν­τε δυσχερεῖς αἰ­ῶ­νες, ἕ­ως τό 1881. Ἡ τουρ­κι­κή ἐ­πέ­λα­ση καί οἱ μετέπειτα ἀλ­βα­νι­κές ἐ­πι­δρο­μές, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, μεί­ω­σαν τήν αἴ­γλη τῆς πο­λί­χνης τῶν Στα­γῶν, τά σπί­τι­α τῆς ὁ­ποί­ας εὑρίσκονταν στά ρι­ζά τῶν βρά­χων.

Ἡ ὕ­παρ­ξη ὅ­μως τοῦ πε­ρι­φή­μου κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας στούς πρό­πο­δες τοῦ κάστρου καί τό πα­ρα­κεί­με­νο Ἐ­πι­σκο­πεῖ­ο προ­σέ­δι­δαν ἕ­να με­γα­λει­ώ­δη χα­ρα­κτή­ρα στήν κα­τά τά ἄλ­λα μι­κρή πό­λη τῶν Στα­γῶν. Ἡ τρί­κλι­τη βα­σι­λι­κή τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου, κτί­σμα τοῦ 10ου ἤ 11ου αἰ­., εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἀ­πό ἱ­στο­ρι­κῆς καί ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῆς πλευ­ρᾶς, τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο μνη­μεῖ­ο τῶν Στα­γῶν, ἀλ­λά καί ὅ­λης τῆς Θεσ­σα­λί­ας. Τά σπα­ράγ­μα­τα πα­λαι­οῦ ψη­φι­δω­τοῦ δα­πέ­δου ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τήν προ­ΰ­παρ­ξη πα­λαι­ο­τέ­ρου χρι­στι­α­νι­κοῦ να­οῦ στόν ἴ­δι­ο χῶ­ρο. Τμή­μα­τα τῆς πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κῆς βα­σι­λι­κῆς εἶ­ναι τό μαρ­μά­ρι­νο κι­βώ­ρι­ο τῆς Ἁ­γί­ας Τρα­πέ­ζης, κα­θώς καί τό πέ­τρι­νο ἱ­ε­ρό σύν­θρο­νο, μέ τέσ­σε­ρες μαρ­μά­ρι­νες σει­ρές ἑ­δω­λί­ων, πού θυ­μί­ζει δο­ξα­σμέ­νες ἡ­μέ­ρες τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν. Στό κέν­τρο τοῦ με­σαί­ου ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νου κλί­τους ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζει ὁ με­γα­λο­πρε­πής μαρ­μά­ρι­νος ἄμ­βω­νας, ὁ μο­να­δι­κός στήν Ἑλ­λά­δα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­α­σώ­ζει τήν πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κή δι­ά­τα­ξη, ὅ­πως τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πολ­λι­να­ρί­ου Ρα­βέν­νας, τοῦ ἁ­γί­ου Κλή­μεν­τος Ρώ­μης, τῆς Ἁ­γί­ας Σο­φί­ας Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως. Στη­ρί­ζε­ται σέ ἕ­ξι μαρ­μά­ρι­νους κί­ο­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι βα­στά­ζουν τό κυ­κλο­τε­ρές δά­πε­δο τοῦ ἄμ­βω­να. Φέ­ρει δύ­ο κλί­μα­κες ἀ­να­το­λι­κά καί δυ­τι­κά, πρός τήν κα­τεύ­θυν­ση τοῦ με­γά­λου ἄ­ξο­να τοῦ να­οῦ. Στε­γά­ζε­ται μέ κτι­στό πυ­ρα­μι­δο­ει­δές ζω­γρα­φι­στό κου­βού­κλι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο στη­ρί­ζε­ται μέ­σῳ μι­κρῶν κι­ο­νο­κρά­νων σέ ἕ­ξι κι­ο­νί­σκους, οἱ ὁ­ποῖ­οι σχη­μα­τί­ζουν τά ἀν­τί­στοι­χα τό­ξα.

Πλη­σί­ον τοῦ να­οῦ ἔ­κει­το τό Ἐ­πι­σκο­πεῖ­ο γι­ά τό ὁ­ποῖ­ο ὁ Σου­η­δός πε­ρι­η­γη­τής J. B­j­o­r­n­s­t­ä­hl στά 1779 γρά­φει: «Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τρι­σή­μι­συ ὧ­ρες κα­βά­λα φτά­νου­με στό ἑλ­λη­νι­κό χω­ρι­ό Στα­γοί, πού οἱ Τοῦρ­κοι τό λέ­νε Κα­λαμ­πάκ, καί ὅ­που ὑ­πάρ­χουν δέ­κα χρι­στι­α­νι­κές ἐκ­κλη­σί­ες, ὅ­μως κα­νέ­να τζα­μί». Φυ­σι­κά δέν ὑ­πῆρ­χε τό­τε ὁ ἀ­σφαλ­τό­στρω­τος δρό­μος καί ἡ προ­σέγ­γι­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς ἦ­ταν κο­πι­α­στι­κή. Συ­νε­χί­ζει ὁ πε­ρι­η­γη­τής: «Ἐ­πί­σκε­ψη στήν ἕ­δρα τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη, ὅ­που μέ με­γά­λο κό­πο μπο­ρεῖ κα­νείς νά σκαρ­φα­λώ­νει! Τέ­τοι­α δυ­σκο­λο­πρό­σι­τα οἰ­κή­μα­τα πρέ­πει νά κτί­ζουν οἱ χρι­στι­α­νοί τοῦ τό­που γι­ά νά ἔ­χουν τήν ἀ­σφά­λει­ά τους. Ὁ μη­τρο­πο­λί­της ἀ­που­σί­α­ζε. Ἐξ αἰ­τί­ας τῶν Ἀλ­βα­νῶν εἶ­χε ἀ­ναγ­κα­στεῖ νά κα­τα­φύ­γει σέ πι­ό ἀ­σφα­λι­σμέ­νο μέ­ρος, στήν Με­τε­ω­ρί­τι­κη μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου» [9].

Ἐπίσκεψη στό Ἐπισκοπεῖο σημειώνει ἀργότερα, στά 1859, καί ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκυ, ὁ ὁποῖος φιλοξενήθηκε εὐμενῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Θεόφιλο. Μάλιστα ἀναφέρει ὅτι τό ἐπισκοπικό οἴκημα ἦταν διώροφο, ὄχι ἰδιαίτερα μεγάλο, εὑρισκόμενο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας καί ἀνακαινισμένο τό ἔτος «1791, ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου»[10]. Ὁ Οὐσπένσκυ ἐντυπωσιάζεται ἀπό τόν ναό τῆς Παναγίας, τόν ἄμβωνα, τίς ἁγιογραφίες, τά ἐπίτοιχα ἔγγραφα καί τά περιγράφει συστηματικά. 

Ὁ μο­να­χι­σμός στά Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα, ἀρ­χι­κά σπη­λαι­ώ­δης ἀ­πό τόν 12ο αἰ., ἐμ­φα­νί­ζε­ται κα­τά τόν 14ο αἰ­ώ­να μέ τά­σεις ὀρ­γα­νώ­σε­ως σέ μο­να­στι­κά κα­θι­δρύ­μα­τα. Ἡ πρώ­τη μο­να­στι­κή κυ­ψέ­λη στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ἦ­ταν ἡ ‘Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νη­ς’, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πή­γε­το στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν. Ἡ Σκή­τη ἀ­να­πτύ­χθη­κε ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τόν 14ο αἰ. ἕ­ως τίς ἀρ­χές τοῦ 16ου αἰ­ώ­να. Τά ἐ­ξαρ­τη­μα­τι­κά κελ­λί­α ἦ­ταν οὐ­σι­α­στι­κά αὐ­το­δι­οί­κη­τα ἀ­πό τήν ‘Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νη­ς’ καί μό­νο σέ θέ­μα­τα δι­ευ­θε­τή­σε­ως δι­α­φο­ρῶν ἤ ἐ­πι­κυ­ρώ­σε­ως ἐγ­γρά­φων πα­ρε­νέ­βαι­νε ὁ ‘πρῶ­τος τῆς Σκή­τη­ς’. Ἡ Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης εἶ­χε ἐ­ξάρ­τη­ση ἀ­πό τήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, χω­ρίς αὐ­τό νά ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­χε πλή­ρη ὑ­πο­τέ­λει­α, ἀλ­λά πνευ­μα­τι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση, κα­θώς μνη­μό­νευ­ε τόν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν καί κα­τέ­βαλ­λε συμ­βο­λι­κό ἐ­τή­σι­ο τέ­λος, μί­α λί­τρα κη­ροῦ.[11] Τά ὀ­νό­μα­τα ὅ­μως τῶν ἐ­πι­σκό­πων Στα­γῶν δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά ἀ­πό τόν 9ο ἕ­ως τίς ἀρ­χές τοῦ 14ου αἰ­ώ­να.[12]

Ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς Με­τε­ω­ρί­τι­κης μο­να­χο­πο­λι­τεί­ας δέν εἶ­ναι ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πό τήν φι­λο­μό­να­χη δι­ά­θε­ση τῶν ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ἡ πνευ­μα­τι­κή καλ­λι­έρ­γει­α τῶν ἁ­γί­ων ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν καί τό φι­λο­μό­να­χο πνεῦ­μα τους συ­νέ­βαλ­λε σέ μί­α ἁρ­μο­νι­κή συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ὑ­πο­ψη­φί­ους ἀ­σκη­τές τῶν δυ­σπρό­σι­των βρά­χων, στούς ὁ­ποί­ους πα­ρεῖ­χαν τήν εὐ­λο­γί­α ἀ­να­βά­σε­ως καί τῆς ἐκ βά­θρων οἰ­κο­δο­μῆς τῶν ἱ­ε­ρῶν σκη­νω­μά­των. Ἐ­ποί­ουν τίς χει­ρο­το­νί­ες τῶν ἱ­ε­ρέ­ων καί ἐ­νέ­κρι­ναν τίς πνευ­μα­τι­κές δι­α­θῆ­κες τῶν Ἁ­γί­ων Κτι­τό­ρων, με­ρι­μνών­τας συγ­χρό­νως γι­ά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἡ­συ­χα­στι­κοῦ καί γνη­σί­ου κοι­νο­βι­α­κοῦ μο­να­χι­σμοῦ. Πα­ράλ­λη­λα ἐ­πι­σφρά­γι­ζαν με­τα­γε­νέ­στε­ρα δι­α­θη­κῶ­α γράμ­μα­τα τῶν ἱ­δρυ­τῶν τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­σκη­τη­ρί­ων καί κα­το­χύ­ρω­ναν μέ ἐ­νυ­πό­γρα­φα ἔγ­γρα­φα τά με­τό­χι­α καί κτή­μα­τα τῶν μο­νῶν. Ὅ­λοι οἱ ἐ­πί­σκο­ποι θε­ω­ροῦ­σαν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά ἀ­φι­ε­ρώ­σουν κά­ποι­ο ἱ­ε­ρό ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή στο­λή, χει­ρό­γρα­φο κώ­δι­κα ἤ ὅ­λη τήν βι­βλι­ο­θή­κη τους σέ κά­ποι­ο ἀ­πό τά Με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α εἰς μνη­μό­συ­νον αἰ­ώ­νι­ον.

Γύ­ρω στά 1333/34 ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος μα­ζί μέ τόν γέ­ρον­τά του ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Γρη­γό­ρι­ο τόν Κων­σταν­τι­νο­πο­λί­τη, κυ­νη­γη­µ­έ­νοι ἀ­πό τίς πει­ρα­τι­κές ἐ­πι­δρο­µ­ές τῶν Τούρ­κων στό Ἅ­γι­ο Ὄ­ρος, ἀ­να­ζή­τη­σαν κα­τα­φύ­γι­ο στήν ἐ­ρη­μι­κή τῶν Στα­γῶν βρα­χώ­δη πε­ρι­ο­χή, ἡ ὁ­ποί­α, τό­τε, ὑ­πή­γε­το στόν μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἀν­τώ­νι­ο[13] (1333-63), πα­λαι­ό συ­να­σκη­τή τους ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει καί ὑ­πε­ρα­σπι­στή τοῦ ἡ­συ­χα­στι­κοῦ κι­νή­μα­τος. Οἱ ἀ­νω­τέ­ρω ἅ­γι­οι ἀ­νῆλ­θαν στόν Στύ­λο Στα­γῶν (ση­με­ρι­νό βρά­χο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος), ἐξ οὗ καί ἡ προ­σω­νυ­μί­α τοῦ ὁ­σί­ου Γέ­ρον­τα Γρη­γο­ρί­ου ὡς «Στυ­λί­τη». Σύν τῷ χρό­νῳ, ἡ συ­νο­δί­α τους αὐ­ξή­θη­κε, γι’ αὐ­τό καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Ξε­νο­φών[14] προ­σέ­φε­ρε, στά 1341, στόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Γρη­γό­ρι­ο Στυ­λί­τη καί τό σπή­λαι­ο τοῦ ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου Μαν­δη­λᾶ[15], στήν δυ­τι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ὡσαύ­τως προ­σέ­φε­ρε  καί τά δύ­ο μο­νύ­δρι­α τῆς Πα­να­γί­ας «πα­ρά τό Πη­γά­δι­ον». Ἐδώρησε καί χω­ρα­φι­αί­α γῆ ἔμ­προ­σθεν τοῦ σπη­λαί­ου, κά­τω­θεν τοῦ βρά­χου γι­ά νά ἐ­παρ­κέ­σει γι­ά τόν ἀ­σκη­τι­κό­τα­το βι­ο­πο­ρι­σμό τους, μέ τόν ὅ­ρο νά μνη­μο­νεύ­ουν τούς βα­σι­λεῖς καί αὐ­θέν­τες, ὡς καί τούς ἐ­πι­σκό­πους Στα­γῶν.

Μέ τήν ἄ­δει­α τοῦ ἐπιχώριου ἐ­πι­σκό­που, ἐνδεχομένως τοῦ Ξε­νο­φῶν­τος[16], ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος (1302/3-80) ἀ­νῆλ­θε στά 1343/4 στόν Πλα­τύ­λι­θο ἤ «Με­τέ­ω­ρο», ὅ­πως λο­γι­ώ­τε­ρα τόν με­τω­νό­μα­σε. Ὁ ὅ­σι­ος συγ­κέν­τρω­σε σύν τῷ χρό­νῳ καί ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς, γύ­ρω στούς τρι­άν­τα. Συ­νέ­τα­ξε τήν Τυ­πι­κή του δι­ά­τα­ξη ἰ­δι­ο­χεί­ρως καί ἔ­λα­βε, σύμ­φω­να μέ τόν βι­ο­γρά­φο του, ἐ­νυ­πό­γρα­φη ἐ­πι­κύ­ρω­ση τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­ως[17].

Ὁ ἅ­γι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὑ­πῆρ­ξε μί­α ἀ­πό τίς κο­ρυ­φαῖ­ες ἀ­σκη­τι­κές μορ­φές. Ἄ­ο­κνος ἐρ­γά­της τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς, δι­α­κρι­τι­κός καί προ­ο­ρα­τι­κός, δη­μι­ούρ­γη­σε ἔτ­σι τόν πρῶ­το ἡ­συ­χα­στι­κό με­λισ­σώ­να, κα­θι­ε­ρού­με­νος ὡς κα­θη­γη­τής τοῦ Με­τε­ω­ρί­τι­κου μο­να­χι­σμοῦ. Μο­λο­νό­τι κο­ρυ­φαῖ­ος ἡ­συ­χα­στής ὁ ὅ­σι­ος Με­τε­ω­ρί­της κτί­τωρ Ἀ­θα­νά­σι­ος, φρόν­τι­σε καί γι­ά τήν δη­μι­ουρ­γί­α πε­ρι­ου­σι­α­κῶν στοι­χεί­ων τῆς μο­νῆς,[18] γι’ αὐ­τό προ­σκτᾶ­ται καί καλ­λι­ερ­γεῖ τήν κά­τω­θεν χω­ρα­φι­αί­α γῆ, ὥ­στε σύν τῷ χρό­νῳ, μέ τήν αὔ­ξη­ση τῆς συ­νο­δί­ας του, νά με­τα­τρα­πεῖ σέ ἀμ­πε­λῶ­νες καί ὀ­πω­ρῶ­νες. Κα­τά ἐ­θι­μι­κό δί­και­ο ἡ ἀ­πό­κτη­ση κτη­μά­των γι­νό­ταν δι­ά τῆς χρη­σι­κτη­σί­ας τῶν κα­τό­χων καί ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ἤ ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης ὁ­ρι­ο­θε­τοῦ­σε καί κα­το­χύ­ρω­νε τά ὅ­ρι­α τῶν γαι­ῶν γύ­ρω ἀ­πό τά μο­να­στή­ρι­α.[19] Αὐ­τό μαρ­τυ­ρεῖ σω­ζό­με­νο γράμ­μα τοῦ µ­η­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἀν­τω­νί­ου τοῦ ἔ­τους 1359. Μέ αἴ­τη­ση τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ὁ ἐν λό­γῳ µ­η­τρο­πο­λί­της μέ γράμ­μα του κα­το­χύ­ρω­σε τήν ἄρ­τι ἀ­πο­κτη­θεῖ­σα ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α τοῦ Με­τε­ώ­ρου «ὥ­στε τὸ στέρ­γειν ­χειν καὶ ­µ­ε­τα­ποί­η­τον, πα­ρὰ πάν­των ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν δη­λα­δὴ προ­σώ­πων καὶ τῶν κο­σµ­ι­κὰς ἀρ­χὰς δι­έ­πειν µ­ελ­λόν­των»[20].

Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι Στα­γῶν Νεῖ­λος καί Ξε­νο­φών, μέ ἰ­δι­αί­τε­ρα γράμ­μα­τα, στά μέ­σα τοῦ 14ου αἰ., κα­το­χύ­ρω­σαν ὡς με­τό­χι­α τοῦ Με­τε­ώ­ρου, τά κά­τω­θι μο­νύ­δρι­α, στήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, σύμ­φω­να μέ τίς ἀ­φι­ε­ρω­τι­κές δι­α­θῆ­κες τῶν κτι­τό­ρων τους, ἤ­τοι: Πα­να­γί­ας Μή­κα­νης, ­γί­ων ­πο­στό­λων τοῦ Καλ­λί­στου, ­γί­ου ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου τοῦ Μπου­νή­λα καί ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων, «οἷ­α ἔκ­πα­λαι προ­σή­λον­ται καὶ ­φι­έ­ρον­ται ἐκ τῶν κτη­σθέν­των (s­ic) αὐ­τοῖς ­γί­ων κτη­τό­ρων, με­τὰ καὶ ­δι­κῶν γραμ­μά­των τὸ κα­θἕν»[21].

Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶνΣτά μέ­σα τοῦ 14ου αἰ­ώ­να πε­ρί­φη­μη προ­σω­πι­κό­τη­τα μέ ὁ­σι­ό­τη­τα καί ὀρ­γα­νω­τι­κό πνεῦ­μα ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἡ­γού­με­νος καί ‘πρῶ­το­ς’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νεῖ­λος θε­ο­φι­λής, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­τοῦ κα­τα­στεῖ ‘πρῶ­το­ς’ εἶ­χε δι­α­τε­λέ­σει ‘δι­καῖ­ο­ς’ τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν. Ὡς δι­καῖ­ος λει­τουρ­γοῦ­σε μέ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα τρό­πον τι­νά πρω­το­συγ­κέλ­λου τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν. Μέ τίς δι­και­ο­δο­σί­ες αὐ­τές μπό­ρε­σε νά προ­βεῖ σέ ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τες δη­μι­ουρ­γί­ες. Μά­λι­στα ἡ ἀ­κτι­νο­βο­λί­α τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του καί ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή του στίς πο­λι­τι­κές ἀρ­χές τοῦ τό­που ἦ­ταν προ­φα­νεῖς, ἀ­φοῦ οἱ Σέρ­βοι βα­σι­λεῖς Συ­με­ών καί Ἰ­ω­άν­νης σέ προ­στάγ­μα­τά τους τόν ἀ­πο­κα­λοῦν ὡς «πα­τέ­ρα τῆς βα­σι­λεί­ας τους»[22].

Ὁ ἐν λό­γῳ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἀ­νέ­πτυ­ξε θαυ­μα­στή οἰ­κο­δο­μι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά γί­νει κτί­το­ρας τεσ­σά­ρων μο­νυ­δρί­ων (Πα­να­γί­ας ‘πα­ρά τό Πη­γά­δι­ο­ν’, Ὑ­πα­παν­τῆς, Παν­το­κρά­το­ρος, Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου τοῦ Μυ­ρο­βλύ­του) κει­μέ­νων, πλήν τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς, πλη­σί­ον τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Δού­πι­α­νης. Ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης ἐ­πι­στά­της τοῦ κελ­λί­ου τοῦ Κυ­ρίλ­λου ἤ Πα­να­γί­ας τῆς Μή­κα­νης (Σπη­λαι­ω­τίσ­σης). Ὁ ὁ­σι­ό­φρων Νεῖ­λος ὡς φι­λό­κα­λος, φρόν­τι­σε, καί γι­ά τήν τοι­χο­γρά­φη­ση τῶν προ­α­να­φε­ρο­μέ­νων μο­νυ­δρί­ων[23]. Σή­με­ρα, σώ­ζε­ται ἀ­κό­μη ἡ ἱ­στό­ρη­ση καί ἡ κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή τῆς σπη­λαι­ώ­δους μο­νῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἤ Ὑ­πα­παν­τῆς[24], σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ να­ός ἀ­νη­γέρ­θη καί ἀ­νι­στο­ρή­θη ὑ­πό τοῦ πρώ­του Στα­γῶν Νεί­λου τό ἔ­τος 1366/7, ἐ­πί σέρ­βου βα­σι­λέ­ως Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου καί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Βησ­σα­ρί­ω­νος Α΄ (1355-71) [δι­α­φό­ρου τοῦ με­τα­γε­νε­στέ­ρου μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος Β΄ (†1540)­]. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «† ­νἡ­γέρ­θη ἐκ βά­θρ(ων) κ(αὶ) ­νἡ­στο­ρί­θει πάν­σε­πτος κ(αὶ) θεί­ος να­ὸς· τ()ς ­να­λεί­ψε­ως του Κ(υ­ρί­ο)υ κ(αὶ) Θ(ε­ο) κ(αὶ) Σ(ω­τῆ)ρ(ο)ς ἡμ(ῶν) (η­σο) Χ(ρι­στο) .­.. ἐ­πει­σκο­πέ/β(ο­)ντος δὲ τοῦ πα­νἁ­γι­ο­τά­του δε­σπό­του ἡ­μων Βη­σα­ρί­ου ἐ­τους ͵ϛ­ω­ο­ε΄ [=1366/7]­:­~­».

Στό δυ­σπρό­σι­το καί με­γα­λει­ῶ­δες σπή­λαι­ο τοῦ ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, στόν βρά­χο Πυ­ξά­ρι, ἔν­θα καί τό λει­τουρ­γοῦν νῦν ἀ­σκη­τή­ρι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου, ἀ­νῆλ­θαν οἱ αὐ­τά­δελ­φοι πα­τέ­ρες Γρη­γό­ρι­ος καί Θε­ο­δό­σι­ος, μα­θη­τές τοῦ ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου καί τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Οἱ ὅ­σι­οι αὐ­τοί ἀ­σκη­τές δι­α­μόρ­φω­σαν τό πο­λυ­σπή­λαι­ο ἀ­σκη­τή­ρι­ο καί φρόν­τι­σαν γι­ά τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ σπη­λαι­ώ­δους να­ΐ­σκου τῆς Θε­ο­τό­κου κα­τά τό ἔ­τος 1374/5, μέ ἐ­ξαί­ρε­τες τοι­χο­γρα­φί­ες μα­κε­δο­νι­κῆς τε­χνο­τρο­πί­ας, ἐ­πί ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Στα­γῶν Ματ­θαί­ου, σύμ­φω­να μέ τήν κτη­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή: «† ­νη­γερ­θην θή­ος κ(αί) πάν­σε­πτος να­ος ου­τος της ­πε­ρε­βλο­γη­μέν[ης] δε­σπη­νῆς ­μόν Θε­ο­τό­κου· δι­ά κ(αί) (ε)ξό­δου Γρη­γο­ρη­ου ­μαρ­το­λο[υ] [κ]τή­το­ρος· με­τα τοῦ αὐ­τα­δέλ­φου Θε­ο­δο­σή­ου· ϊ­ε­ρο­μο­να­χου ἀρ­χϊ­ε­ρα­τέ­βον­τος Ματ[θέ­ου] τῆς ­γη­ο­τά­της ­πη­σκο­πης Στα­γΐ­ων [͵ϛ­ωπ]γ΄ ἰν(δι­κτι­­νος) ιγ΄»[25].

Ἐ­πί πλέ­ον ἀ­πό σω­ζό­με­νο ἡ­μι­τε­λές γράμ­μα ἀ­δή­λου ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν τοῦ ἔ­τους 1387/8 δι­α­φαί­νε­ται ἡ κα­το­χή τοῦ πα­ρα­κει­μέ­νου σπη­λαι­ώ­δους κελ­λί­ου τοῦ ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου ‘Πέ­τρα’, στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Σκά­λας, ἀ­πό τούς μο­να­χούς τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Κο­φι­νᾶ, οἱ ὁ­ποῖ­οι «ἐξ οἰ­κεί­ων πό­νων καὶ ­δρώ­των καὶ ­ξό­δων [τό] ­κτι­σαν» [26].

Ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Ματθαίου[27], στά 1422/23, συντάχτηκε σιγνογραφικό  γράμμα  σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ἡ μονή τοῦ Μετεώρου ἀνταλλάσσει ἕνα κτῆμα της «εἰς τόν Λάκκον» μετά ἑπτά λαϊκῶν, συγγενῶν μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀπό κοινοῦ πατρικό χωράφι δίπλα ἀπό ἕνα μύλο τοῦ Μετεώρου. Ἔνθα σημειώνεται «ἔτι ζῶντος τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, τοῦ κῦρ Ἰωάσαφ, εἰς τὰς κδ΄ τοῦ Φευβρουαρίου μηνός, μετὰ δὲ τὴν κοίμησιν τοῦ ἁγίου τοῦ βασιλέως κῦρ Ἰωάσαφ, πάλιν, ὑπείραμεν καί γίδια ιβ΄»[28]Ἐκ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἐξάγουμε καί τήν ἡμερομηνία κοιμήσεως τοῦ «­περ­τί­μου καί ­περ­σέ­μνου ν μο­να­χοῖς» Ἰ­ω­ά­σαφ, β΄ κτίτορος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἡ ὁποία πρέ­πει νά συ­νέ­βη γύ­ρω στά 1422/23.

Κα­τά τόν 15ο αἰ., λό­γῳ εἰ­σβο­λῆς τῶν Τούρ­κων, δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά ὀ­νό­μα­τα ἐ­πι­σκό­πων. Σέ ἐν­θύ­μη­ση τοῦ κώδ. 555 τοῦ Με­τε­ώ­ρου, στό φ. 191β, εὑ­ρή­κα­με ἀ­να­φο­ρά γι­ά τόν ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος στίς 2 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1476/77 ἐ­τέ­λε­σε τήν κου­ρά τοῦ μο­να­χοῦ Ἀν­θί­μου.

Στίς ἀρ­χές τοῦ 16ου αἰ. ὁ ἅ­γι­ος Δι­ο­νύ­σι­ος Ἐ­λε­ή­μων, μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης (1489/90-1499, †1510) μα­ζί μέ τόν ἔ­ξαρ­χο Στα­γῶν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο ἅ­γι­ο Νι­κά­νο­ρα (†ca.1521) ἀ­νή­γει­ραν, μέ προ­σω­πι­κές τους δα­πά­νες τήν πε­ρί­πυ­στη μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή στήν τοι­χο­γρα­φί­α τῆς Μελ­λού­σης Κρί­σε­ως δι­ά χει­ρός Θε­ο­φά­νους: «­νη­γέρ­θη ἐκ βά­θρων θεί­ως κ(αὶ) πάν­σε­πτως Να­ως τοῦ ἐν ­γί­ης πα­τρὸς εἰ­μὼν / Νι­κο­λά­ου· πα­ρα τοῦ πα­νι­­ρο­τά­του Μι­τρο­πω­λί­του Λα­ρί­σης· κὴρ Δι­­νι­σί­ου· κ(αὶ) του ­σει­ω­τάτ(ου) / ἐν ι­­ρο­μο­νά­χεις κὴρ Νι­κά­νω­ρος κ(αὶ) ­ξάρ­χου Στα­γῶν· .­..χεὶρ Θε­ο­φά­νη·/Μ(ο­να)χ(οῦ): τοῦ ἐν τη / Κρί­τη Στρε­λη/τζας». Στόν νό­τι­ο τοῖ­χο τοῦ νάρ­θη­κα τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου εἶ­ναι ἁ­γι­ο­γρα­φη­μέ­νες οἱ σε­μνο­πρε­πεῖς μορ­φές τῶν κτι­τό­ρων, ὑ­πό τοῦ Κρη­τός ζω­γρά­φου Θε­ο­φά­νους μο­να­χοῦ, πρυ­τά­νε­ως τῆς Κρη­τι­κῆς Σχο­λῆς (1527).

Ὁ ὅ­σι­ος Νι­κά­νωρ ἀ­φι­έ­ρω­σε, ἐ­πί­σης, προ­σω­πι­κά του βι­βλί­α στήν μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας του, ἐξ ὧν σώ­ζε­ται μί­α Πα­ρα­κλη­τι­κή μέ ἰ­δι­ό­χει­ρη ἀ­φι­έ­ρω­ση: «Τὸ πα­ρὸν βι­βλί­ον, ­{μ}φο­σι­ώ­θη πα­ρὰ τοῦ τι­μι­ω­τά­του / ἐν ­ε­ρο­μο­νά­χοις καὶ πνευ­μα­τι­κοῖς κῦρ Νι­κά­νο­ρος, καὶ ­ξάρ­χου / Στα­γῶν, εἰς τὴν σε­βα­σμί­αν μο­νὴν τοῦ ἐν ­γί­οις πα­τρὸς ­μῶν Νι­κο­λά­ου / ἐν τῷ θέ­μα­τι τοῦ Με­τε­ώ­ρου, τοῦ ­πω­νο­μα­ζο­μέ­νου, ­να­παυ­σᾶ»[29].

Στήν δεύ­τε­ρη δε­κα­ε­τί­α τοῦ 16ου αἰ. οἱ αὐ­τά­δελ­φοι κτί­το­ρες ὅ­σι­οι Θε­ο­φά­νης καί Νε­κτά­ρι­ος, οἱ Ἀ­ψα­ρά­δες, πραγ­μα­το­ποί­η­σαν τήν ἀ­νά­βα­σή τους στήν δυ­σπρό­σι­τη πέ­τρα τοῦ Βαρ­λα­άμ (1517/18), ὅ­που καί ἀ­νή­γει­ραν ἰ­δί­αις δα­πά­ναις τήν πε­ρι­ά­κου­στη ὁ­μώ­νυ­μη μο­νή, «βου­λῇ καὶ γνώ­μῃ τοῦ πα­νι­ε­ρω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Λα­ρί­σης» Μάρ­κου τοῦ Ἡ­συ­χα­στῆ (1499/1500-1526/27), στόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πή­γε­το ἡ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν. Στήν ἐ­πι­σκο­πή, τό­τε, ἐ­πι­τρό­πευ­ε ὡς ἔ­ξαρ­χος ὁ ὅ­σι­ος Νι­κά­νωρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­φα­νῶς καί τούς ἐγ­κα­τέ­στη­σε ἀρ­χι­κά στόν Τί­μι­ο Πρό­δρο­μο (1510/11), κά­τω ἀ­πό τήν μο­νή του, καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ στόν βρά­χο τοῦ Βαρ­λα­άμ.

Ἐ­πίσης στό Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων[30] ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὁ ἐν λό­γῳ μη­τρο­πο­λί­της Δι­ο­νύ­σι­ος προ­σέ­φε­ρε στούς πα­τέ­ρες τοῦ Μετεώρου τόν πύρ­γο τῆς Δού­πι­α­νης, ἔ­κτι­σε μι­κρό ἀ­χού­ρι­ο ἔ­ξω­θι τῆς μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου καί τρά­πε­ζα γι­ά τούς Με­τε­ω­ρί­τες κα­λο­γή­ρους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐρ­γά­ζον­ταν στά ἀ­πέ­ναν­τι Με­τε­ω­ρί­τι­κα κτή­μα­τα, τούς μύ­λους καί τούς ἀμ­πε­λῶ­νες. Τούς χο­ρή­γη­σε δέ ἐ­πί πλέ­ον καί μέ­ρος γῆς «δι’ εὐ­ρυ­χω­ρό­τη­τα».

Ὁ ὅ­σι­ος Νι­κά­νωρ ἐ­κοι­μή­θη τό ἔ­τος 1521/22 καί τόν δι­α­δέχ­τη­κε ὡς ἔ­ξαρ­χος καί το­πο­τη­ρη­τής στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων (1521-29), με­τέ­πει­τα μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης (1527-†1540), κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Δου­σί­κου τῆς Πύ­λης Τρι­κά­λων, καί σήμερα πο­λι­οῦ­χος τῆς Κα­λαμ­πά­κας. Ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας δι­α­πρε­πής καί ὁ­σι­ό­φρων ἱ­ε­ράρ­χης μέ πλού­σι­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί κοι­νω­νι­κή δρά­ση καί μέ σπά­νι­α καί θαυ­μα­στή κτη­το­ρι­κή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­νέ­γερ­ση τῆς μο­νῆς Δου­σί­κου ὁ ἐν λό­γῳ ἅ­γι­ος κα­τα­σκεύ­α­σε τρεῖς πε­ρί­φη­μες γέ­φυ­ρες, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί τήν το­ξω­τή γέ­φυ­ρα Σα­ρα­κί­νας Κα­λαμ­πά­κας.

Ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων[31] ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος μι­ᾶς λαμ­πρᾶς λευ­ϊ­τι­κῆς-μο­να­στι­κῆς ἁ­γί­ας οἰ­κο­γέ­νει­ας,  ἡ ὁ­ποί­α ὁ­μοι­ά­ζει μέ τίς οἰ­κο­γέ­νει­ες τῶν με­γά­λων ἱ­ε­ραρ­χῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας (Μ. Βα­σι­λεί­ου, ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου καί ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ), τά πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­λη τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­νε­δύ­θη­σαν τήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή στο­λή ἤ τό μο­να­χι­κό τρι­βώ­νι­ο καί κα­τα­τάχ­τη­καν στίς χο­ρεῖ­ες τῶν ἁ­γί­ων. Ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων εἶ­χε ἀ­δελ­φό τόν Ἰ­γνά­τι­ο ἐ­πί­σκο­πο Φα­να­ρί­ου, μέ τήν συ­νερ­γί­α τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­νή­γει­ραν ὁ­μοῦ τήν μο­νή Δου­σί­κου. Ὁ ἄλ­λος ἀ­δελ­φός του μα­ζί μέ τήν συ­ζύ­γό του ἔ­λα­βαν τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα μέ τά ὀ­νό­μα­τα Σάβ­βας μο­να­χός καί Μα­κρί­να μο­να­χή. Εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει δύ­ο παι­δι­ά τόν ἅ­γι­ο Νε­ο­φύ­το Β΄, μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης (1550-68/69), πρώ­ην ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν (1537/38-50), καί τήν Χρυ­σά­φη, ἡ ὁ­ποί­α με­τά τόν θά­να­το τοῦ συ­ζύ­γου της Θε­ο­δώ­ρου ἱ­ε­ρέ­ως ἀ­πό τά Κα­λο­γρι­α­νά Καρ­δίτ­σης, ἐ­κά­ρη μο­να­χή με­το­νο­μα­σθεῖ­σα Χρι­στο­δού­λη. Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα Χρι­στο­δο­ύ­λη μο­να­χή ἐκ τοῦ συ­ζύ­γου της Θε­ο­δώ­ρου ἱ­ε­ρέ­ως ἔ­τε­κε πέν­τε ἐ­ξα­ί­ρε­τους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κο­ύς βλα­στο­ύς, ἤτοι το­ύς ἐ­πι­σκό­πους, Στα­γῶν Ἰ­ω­ά­σαφ (1560-75), Δη­μη­τρι­ά­δος Μᾶρ­κο, Ἐ­λασ­σό­νος ἅ­γι­ο Ἀρ­σέ­νι­ο[32] (1550-1626) κα­θώς καί δύ­ο ἐ­κλε­κτο­ύς ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους, Ἀ­θα­νά­σι­ο Δου­σι­κι­ώ­τη καί Πα­χώ­μι­ο.  

Ὁ ὡς ἄ­νω ἁ­γι­ώ­τα­τος ἐ­πί­σκο­πος Βησσαρίων ἀν­δρώ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά κον­τά στόν ἅ­γι­ο μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Μάρ­κο, τόν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νο Ἡ­συ­χα­στή, στά Τρί­κα­λα, ἔν­θα εἶ­χε με­τα­φερ­θεῖ ἡ μη­τρο­πο­λι­τι­κή κα­θέ­δρα ἐ­πί πολ­λούς αἰ­ῶ­νες.[33] Ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων κα­τά τήν ἑ­ξα­ε­τί­α 1521-1527 ἐ­ποί­μα­νε τήν πε­ρι­ο­χή Στα­γῶν ὡς ἔ­ξαρ­χος καί ἀ­κο­λού­θως προ­βι­βά­στη­κε στόν μη­τρο­πο­λι­τι­κό θρό­νο τῆς Λά­ρι­σας (1527). Συγ­χρό­νως, τό δι­ά­στη­μα ἀ­πό τόν Μάρ­τι­ο τοῦ 1527 ἕ­ως τόν Αὔ­γου­στο 1529, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νά κα­τέ­χει ‘ἐ­πι­τρο­πι­κῶ­ς’[34] καί τήν χη­ρεύ­ου­σα ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν. Τό δι­ά­στη­μα αὐ­τό ὁ ἅ­γι­ος ἱ­ε­ράρ­χης ἐγ­κα­τέ­στη­σε τούς αὐ­τα­δέλ­φους κτί­το­ρες ὅ­σι­ο Μά­ξι­μο καί ὅ­σι­ο Ἰ­ω­ά­σαφ στόν βρά­χο τοῦ Ρου­σά­νου. Οἱ φι­λό­θε­οι αὐ­τοί αὐ­τά­δελ­φοι Ἠ­πει­ρῶ­τες ἀ­σκη­τές, ἔ­κτι­σαν γύ­ρω στά 1528, ἐξ ἀρ­χῆς, τόν ἐ­ρει­πω­μέ­νο να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε παν­τε­λῶς ἀ­φα­νι­στεῖ, ἀ­νή­γει­ραν κελ­λι­ά, τρά­πε­ζα, λοι­πούς χώ­ρους καί ἵ­δρυ­σαν ἕ­να κα­λό καί εὐ­ά­ριθ­μο κοι­νό­βι­ο, ὀρ­γα­νω­μέ­νο σύμ­φω­να μέ τίς ἀ­σκη­τι­κές δι­α­τά­ξεις. Ὁ ἅ­γι­ος ἐ­πί­σκο­πος με­ρι­μνῶν γι­ά τήν μο­να­στι­κή εὐ­τα­ξί­α, βο­ή­θη­σε τούς Γι­αν­νι­ῶ­τες κτί­το­ρες (Βαρ­λα­άμ καί Ρου­σά­νου) γι­ά τήν σύν­τα­ξη τῶν κτι­το­ρι­κῶν τους δι­α­θη­κῶν προ­σφέ­ρον­τας ὡς πρό­τυ­πο τήν δι­α­θή­κη, τήν ὁ­ποί­α εἶ­χε κα­ταρ­τί­σει ὁ ἴ­δι­ος γι­ά τήν μο­νή Δου­σί­κου.

Στίς 21 Αὐ­γού­στου 1529 χει­ρο­το­νεῖ­ται ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Βησ­σα­ρί­ω­να ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὁ Βησ­σα­ρί­ων Β΄(21 Αὐγ.1529-πρίν ἀ­πό 1537/8), ὑ­πο­τα­κτι­κός καί μα­θη­τής τοῦ ἁ­γί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου φέ­ρει τό ὄ­νο­μα. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν του συν­τάχ­τη­κε τό λε­γό­με­νο «Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων». [35]

Στά μέ­σα τοῦ 16ου αἰ­ώ­να δι­οι­κεῖ τήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν ὁ ἀ­νε­ψι­ός τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος, ὅ­σι­ος Νε­ό­φυ­τος (1537/8-1550), κα­τό­πιν μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης (1550-1568/9) καί δεύ­τε­ρος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Δου­σί­κου. Ὡς ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὁ Νε­ό­φυ­τος ὑ­πο­γρά­φει[36] σέ ἀ­νέκ­δο­το γράμ­μα τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ἔ­τους 1542/3, πε­ρί κτη­μα­τι­κῶν δι­α­φο­ρῶν με­τα­ξύ μο­να­χῶν καί δη­μο­γε­ρόν­των τοῦ χω­ρί­ου Πύρ­ρας Τρι­κά­λων. Ὡς μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης ἀ­πο­στέλ­λει γράμ­μα πρός τόν ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν, στόν ὁ­ποῖ­ο χο­ρη­γεῖ τήν ἄ­δει­α τε­λέ­σε­ως χει­ρο­το­νι­ῶν στήν μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ὁ­σά­κις τοῦ ζη­τη­θεῖ ἀ­πό τόν ἡ­γού­με­νο.[37]

Κα­τά τό ἔ­τος 1544, ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας τοῦ Νε­ο­φύ­του στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, πε­ρα­τώ­θη­κε ὁ πε­ρι­καλ­λής να­ός τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των στόν βρά­χο τοῦ Βαρ­λα­άμ, ἐ­νῶ τέσ­σε­ρα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ἱ­στο­ρή­θη­κε ἀ­πό τόν με­γα­λό­πνο­ο ἁ­γι­ο­γρά­φο Φράγ­κο Κα­τε­λά­νο (1548). Ἐ­πί­σης, στά 1545, ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ὁ με­γα­λό­πρε­πος να­ός τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ὡς ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου τοῦ ὁ­σι­ω­τά­του Συ­με­ών, γ΄κτί­το­ρα τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἄν­θη­ση καί στήν μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου μέ τήν ἔ­λευ­ση τοῦ ὁ­σί­ου Φι­λο­θέ­ου ἀ­πό τήν Σλά­ται­να (Ρί­ζω­μα Τρι­κά­λων). Πρῶ­τος κτί­το­ρας προ­ϋ­πῆρ­ξε ὁ ὅ­σι­ος Ἀν­τώ­νι­ος Καν­τα­κου­ζη­νός. Ὁ ὅ­σι­ος Φι­λό­θε­ος ὑ­πῆρ­ξε ὁ δεύ­τε­ρος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἰ­δί­αις δα­πά­ναις ἀ­νέ­κτι­σε σχε­δόν ἐκ βά­θρων τό κα­θο­λι­κό τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἵ­δρυ­σε κελ­λί­α καί ἐ­ξό­πλι­σε τό μο­να­στή­ρι μέ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά σκεύ­η. Κα­τά τό ἔ­τος 1545 ἐ­πέ­τυ­χε τήν ἔκ­δο­ση πα­τρι­αρ­χι­κοῦ σι­γιλ­λί­ου ἀ­πό τόν φι­λο­μό­να­χο οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρε­μί­α Α΄, τό ὁ­ποῖ­ο συ­νυ­πο­γρά­φει καί ὁ ἐν λό­γῳ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Νε­ό­φυ­τος.[38] Τό σι­γίλ­λι­ο αὐ­τό συ­νέ­βα­λε στήν αὔ­ξη­ση τοῦ κύ­ρους τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ τοῦ Πρω­το­μάρ­τυ­ρος καί δι­α­σφάλισε τά πε­ρι­ου­σι­α­κά του στοι­χεῖ­α.

Ὅ­λες αὐ­τές οἱ ἀ­νυ­πο­λο­γί­στου κό­στους καί δα­πα­νῶν κτι­ρι­α­κές δη­μι­ουρ­γί­ες προ­ϋ­πέ­θε­ταν ὄ­χι μό­νο πλού­σι­ες πα­τρι­κές πε­ρι­ου­σί­ες, ἀλ­λά καί μία κατάθεση καθημερινῶν κόπων καί τήν εὐ­λο­γί­α τῶν ἑ­κά­στο­τε ἐ­πι­σκό­πων.

Ὁ­σι­ό­λε­κτο μέ­λος τῆς ἁ­γί­ας οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος, ὑ­πῆρ­ξε ὁ μι­κρα­νε­ψι­ός του ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Ἰ­ω­ά­σαφ[39], ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­ποί­μα­νε θε­ο­φι­λῶς τήν πε­ρι­ο­χή κα­τά τά ἔ­τη ca. 1560– ca. 1575. Σπου­δαι­ό­τα­τη καί ἀ­νε­κτί­μη­τη δω­ρε­ά τοῦ ἐν λό­γῳ ἐ­πι­σκό­που στήν πό­λη τῆς Κα­λαμ­πά­κας εἶ­ναι ἡ ἁ­γι­ο­γρά­φη­ση ἐξ ἰ­δί­ων δα­πα­νῶν, τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου, κα­τά τό ἔ­τος 1573. Ἁ­γι­ο­γρά­φοι ὑ­πῆρ­ξαν οἱ Κρῆ­τες ἱ­κα­νοί χει­ρι­στές τοῦ χρω­στή­ρα Νε­ό­φυ­τος, υἱ­ός τοῦ «ἀ­ρί­στου ἁ­γι­ο­γρά­φου» Θε­ο­φά­νους τοῦ Κρη­τός, τοῦ φέ­ρον­τος καί τήν ἐ­πω­νυ­μί­α Μπα­θᾶς ἤ Στρε­λίτ­ζας, καί ὁ ἱ­ε­ρέ­ας Κυ­ρι­α­ζῆς ἐκ Στα­γῶν.[40] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ὁ πα­νc­ε­βα­c­μι­οc κ(αί) θεῖ­οc να­όc οὕ­τοc τηc Ὑ­πε­ρα­γι(αc) δε­c­πί­νηc Ἡμ(ν) θ(ε­ο­τό)κου κ(αί) Ἀ­ει­παρ­θέ­νου μα­ρί(αc) ι­στο­ρί­θη δι­ά c­υν­δρο­μηc κ(αί) ­ξό­δου πα­ρά το θε­ο­φι­λε­στά­του Ἐ­πι­c­κό­που τηc Ἁ­γι­ο­τάτ(ηc) Ἐ­πι­c­κο­πηc Σταγ(ων) κυ­ροῦ Ἰ­ω­ά­c­αφ.­.. ι­στο­ρί­θη δέ κ(αί) δι­α χει­ρόc κα­μου του α­μαρ­το­λοῦ. / Νε­ο­φύ­του μο­να­χου του κρι­το(c)· Ὑ­πάρχ(ων) υ­όc κυ­ρου Θε­ο­φα­νουc μο­να­χου του Ἀ­ρί­στου Ἀ­γι­ω­γρά­φου ­c­τιc τ(ήν) ­πί­κλη­c­ιν Μπαθ(c) /χ(εν)· Ὁ­μου δέ κ(αί) με­τα του Κυ­ρι­α­ζῆ τω ι­ε­ρι το όν­τι κ τη­c αὐ­τηc χωρ(αc)­»· Ὁ φι­λό­κα­λος καί φι­λό­σι­ος ἐ­πί­σκο­πος Ἰ­ω­ά­σαφ εἰ­κο­νί­ζε­ται καί ὁ ἴ­δι­ος στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο τοῦ ἐ­σω­νάρ­θη­κα τοῦ να­οῦ, με­τα­ξύ τρι­βή­λου καί νο­τί­ου πλα­γί­ου κλί­τους, ὡς χο­ρη­γός τῆς πο­λυ­δά­πα­νης ἱ­στο­ρή­σε­ως μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Δέ­η­σις τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ ­ω­ά­σαφ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ως».

Κα­τά τό ἔ­τος 1576 ὁ οἰ­κου­με­νι­κός πα­τρι­άρ­χης Ἱ­ε­ρε­μί­ας Β΄ ὁ Τρα­νός ἐκ­δί­δει σι­γίλ­λι­ο[41], τό ὁ­ποῖ­ο συ­νυ­πο­γρά­φουν δύ­ο ἐ­πί­σκο­ποι Στα­γῶν ὀ­νό­μα­τι Σάβ­βας[42] καί Δι­ο­νύ­σι­ος[43]. Τό κεί­με­νο τοῦ σι­γιλ­λί­ου αὐ­τοῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­γο­ρά με­το­χί­ου στήν Κά­πρι­να (ἤ Κό­πρι­να), τό ση­με­ρι­νό χω­ρι­ό Αὔ­ρα Κα­λαμ­πά­κας. Τό με­τό­χι αὐ­τό ἀ­νῆ­κε πρίν δύ­ο ἔ­τη (ἤ­τοι ὡς τό 1574) στήν μο­νή Παν­το­κρά­το­ρος Με­τε­ώ­ρων καί λό­γῳ οἰ­κο­νο­μι­κῆς στε­νό­τη­τας εἶ­χε πω­λη­θεῖ σέ τουρ­κι­κό βα­κού­φι τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Τρι­κά­λων. Οἱ Με­τε­ω­ρί­τι­κες μο­νές, γι­ά νά μήν γει­το­νεύ­ει ἕ­να τούρ­κι­κο κτῆ­μα μέ τά Με­τε­ω­ρί­τι­κα με­τό­χι­α στήν Αὔ­ρα, ἀ­πο­φά­σι­σαν ἀ­πό κοι­νοῦ νά ἀ­γο­ρα­σθεῖ ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι τοῦ Ρου­σά­νου. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πρώ­τη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη πρά­ξη συ­νά­ξε­ως τῶν Με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νῶν γι­ά σο­βα­ρό μο­να­στη­ρι­α­κό θέ­μα.

Στά μέ­σα τοῦ 17ου αἰ­ώ­να ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν εἶ­ναι ὁ Δα­νι­ήλ[44], ὁ ὁ­ποῖ­ος χο­ρή­γη­σε τήν δα­πά­νη γι­ά τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ πε­ρι­φή­μου μαρ­μά­ρι­νου ἄμ­βω­να τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας Κα­λαμ­πά­κας, κα­θώς τό ὄ­νο­μά του ἀ­να­φε­ρό­ταν σέ μή σω­ζό­με­νη σή­με­ρα ἐ­πι­γρα­φή[45]. Τό ζω­γρα­φι­στό κου­βού­κλι­ο ἱ­στο­ρή­θη­κε στά 1640/1, δι­ά χει­ρός Ἰ­ω­αν­νι­κί­ου καί τοῦ υἱ­οῦ του Νι­κο­λά­ου. Ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος Νι­κό­λα­ος, κα­τά τήν ἔ­φο­ρο Ἀρ­χαι­ο­τή­των Σταυ­ρού­λα Σδρό­λι­α, εἶ­ναι πι­θα­νῶς ὁ ἱ­ε­ρέ­ας Νι­κό­λα­ος ἐκ χώ­ρας Στα­γῶν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἱ­στό­ρη­σε ἐ­νυ­πο­γρά­φως τήν β΄ φά­ση τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων.

Στίς 12 Ἀ­πρι­λί­ου 1687 ἐ­κλέ­γε­ται ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὁ Ἀρ­σέ­νι­ος (1687-1723), σύμ­φω­να μέ τόν Κώ­δι­κα Λα­ρί­σης (Ε­ΒΕ 1472). Τό ὄ­νο­μά του ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν κα­τα­σκευ­ή (1689) καί τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ θό­λου τοῦ νάρ­θη­κα τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος (1692). Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «† Ἰ­στο­ρί­θη ὁ πάν­σε­πτος κ(αὶ) θεῖ­ος οὗ­τoς να­ος· ... της α­γι­ας Τρἰ­α­δoς· ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τoς του θε­(ο)φ(ι­)λε­στά­του ἡ­μ(ῶν) δε αὐ­θ(έ­ν)τος κ(αὶ) δ(εσ)/πό­του κυ­ρι(­ου)· κῦρ Ἀρ­σε­νί­ου.­.­.­».

Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶνΟἱ τρεῖς με­γά­λες μο­νές τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων μέ τήν φρον­τί­δα τοῦ φι­λο­μό­να­χου πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρε­μί­α Α΄ ἀ­πέ­κτη­σαν δι­ά σι­γιλ­λί­ων εἰ­δι­κή προ­στα­σί­α γι­ά τά κτή­μα­τά τους καί τήν πνευ­μα­τι­κή τους ἐ­λευ­θε­ρί­α, μέ μνη­μό­νευ­ση ὅ­μως τοῦ ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ὀ­νό­μα­τος κα­τά τίς ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ἐ­ποί­ει καί τίς χει­ρο­το­νί­ες, ἐ­νῶ ἡ φρον­τί­δα του γι­ά τίς μο­νές ἦ­ταν πάν­το­τε πα­τρι­κή καί φι­λό­στορ­γη. Ἔτ­σι δέν μᾶς προ­ξε­νεῖ κα­τά­πλη­ξη ὅ­τι ὁ ἐν λό­γῳ ἐ­πί­σκο­πος Ἀρ­σέ­νι­ος[46] στά 1720 προ­σκα­λεῖ στήν Κα­λαμ­πά­κα ἀ­πό τήν Ἤ­πει­ρο τόν πε­ρι­ο­δεύ­ον­τα πα­τρι­άρ­χη Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Σα­μου­ήλ Κα­πα­σού­λη (β:1714-23). Ἐ­πι­σκέ­πτον­ται ὁ­μοῦ τήν μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου καί τῇ ὑ­πο­δεί­ξει τοῦ ἐ­πι­σκό­που ὁ ἐν λό­γῳ πα­τρι­άρ­χης συν­τάσ­σει σι­γίλ­λι­ο ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς. Μο­λο­νό­τι ἄλ­λου πα­τρι­αρ­χι­κοῦ κλί­μα­τος ὁ πα­τρι­άρ­χης Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας δη­λοῖ τήν ἰ­σο­κυ­ρί­α τῶν τεσ­σά­ρων πα­τρι­αρ­χι­κῶν θρό­νων, καί λό­γῳ αὐ­τῆς, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τά χο­ρη­γη­θέν­τα ὑ­πό τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρε­μί­α Α΄ (1545) δί­και­α αὐ­το­νο­μί­ας καί προ­στα­σί­ας τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου.[47]

Ὁ Στα­γῶν Ἀρ­σέ­νι­ος πα­ραι­τήθηκε πρίν ἀ­πό τήν 25η Μα­ΐ­ου τοῦ ἔ­τους 1723. Ἄ­με­σος δι­ά­δο­χος στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν ὑ­πῆρ­ξε ὁ «λο­γι­ώ­τα­τος» Θε­ο­φά­νης (1723-49),  ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ὁ­ποί­ου, κα­τά τό ἔ­τος 1741, ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ἡ ἱ­στό­ρη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παρ­θε­νί­ου, δι­ά χει­ρός τῶν αὐ­τα­δέλ­φων ἁ­γι­ο­γρά­φων ἱ­ε­ρέ­ως Ἀν­τω­νί­ου καί Νι­κο­λά­ου. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «† Ι­στο­ρί­θη ἡ θεί­α αύ­τη μο­νὴ  κ(αὶ) σε­βα­σμί­α εἰς / ὄ­νο­μα τῆς ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος .­.. ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ωντ(ος) τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του κ(αὶ) λο/γι­ο­τάτ(ου) κ(υ­ρί)ου κὺρ Θε­ο­φάν(ους)­».

Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές ὁ ρό­λος τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἦ­ταν δι­αι­τη­τι­κός στίς ἀ­να­κύ­πτου­σες δι­α­φο­ρές. Μέ ἔγ­γρα­φό του, ὁ Θε­ο­φά­νης δι­ευ­θέ­τη­σε τόν ἔ­ξω­θι τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου χῶ­ρο μέ τίς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ες τοῦ Με­τε­ώ­ρου, κατά τό ἔτος 1742.[48] Στά 1745 ὁ ἐν λό­γῳ ἐ­πί­σκο­πος αἰ­τεῖ­ται σι­γίλ­λι­ο[49]  ἀ­πό τόν οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­άρ­χη Πα­ΐ­σι­ο Β΄, ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, μέ τό ὁ­ποῖ­ο κη­ρύσ­σε­ται ἡ μο­νή ἡ­μι­αυ­τό­νο­μη μέ μνη­μό­νευ­ση τοῦ ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ὀ­νό­μα­τος.

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Θε­ο­φά­νης[50] πα­ραι­τή­θη­κε πρίν ἀ­πό τήν 5η Σε­πτεμ­βρί­ου 1749 καί τόν δι­α­δέχ­τη­κε γι­ά τήν ἑ­πό­με­νη δι­ε­τί­α ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Φι­λό­θε­ος (1749-51). Αὐ­τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει ἀ­νέκ­δο­το γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Με­λε­τί­ου Β΄ (1750-68), τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἐ­κλο­γή τοῦ πρω­το­συγ­κέλ­λου τῆς μη­τρο­πό­λε­ως Λα­ρί­σης ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Παρ­θε­νί­ου ὡς ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν στά 1751, [ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου].

Ἕ­νας ἀ­πό τούς πι­ό ἀ­ξι­ό­λο­γους καί πο­λύ­δρα­στους ἱ­ε­ράρ­χες ὑ­πῆρ­ξε ὁ Στα­γῶν Παρ­θέ­νι­ος (Μάρ­τι­ος 1751-†26.3.1784), ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Πορ­τα­ρι­ά Βό­λου. Δι­ε­τέ­λε­σε μο­να­χός τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ καί κα­τό­πιν ὑ­πη­ρέ­τη­σε στήν μη­τρό­πο­λη Λα­ρί­σης ὡς πρω­το­σύγ­κελ­λος. Μέ προ­σω­πι­κές με­γά­λες δα­πά­νες τοῦ φι­λό­κα­λου ἐ­πι­σκό­που, κα­τά τά ἔ­τη 1780-1782, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­να­καί­νι­ση τῆς τοι­χο­γρα­φί­ας τοῦ ὅ­λου κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, ἡ ὁ­ποί­α προ­φα­νῶς ἀ­πό τίς σει­σμι­κές δο­νή­σεις, τά κε­ρι­ά, τήν αἰ­θά­λη καί τήν ὑ­γρα­σί­α εἶ­χε ἐ­πι­σκι­α­στεῖ. Ἐ­πά­νω ἀ­πό τήν ἱ­στό­ρη­ση τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Με­σί­τρι­ας, ἀ­ρι­στε­ρά, στόν ΒΑ πεσ­σό τοῦ νάρ­θη­κα, ὑ­πάρ­χει ἡ με­γα­λο­γράμ­μα­τη δι­α­φω­τι­στι­κή ἐ­πι­γρα­φή: «­†­.­.. ἐν ἔ­τει δὲ ἀ­πὸ Χρι­στοῦ ͵αψπ΄ [=1780], κ(αὶ) ͵­αψπβ΄ [=1782], ἀ­νεκ(αι)νί­σθη ἅ­πα­σα / ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ τε ἁ­γί(ου) Βή­μα­τος, τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, κ(αὶ) τ(οῦ) νάρ­θη­κος τού­του, / δι­ὰ σπου­δῆς κ(αὶ) δα­πά­νης τοῦ τα­πει­νοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν / Παρ­θε­νί­ου εἰς μνη­μό­συ­νον κ(αὶ) ψυ­χικ(ὴν) αὐτ(οῦ) σω­τη­ρί­αν».

Ὁ Παρ­θέ­νι­ος ὡς ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν[51] προ­σέ­φε­ρε χρή­μα­τα στήν μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας του γι­ά νά κτι­σθεῖ ὁ πά­λαι ἐ­ξω­νάρ­θη­κας τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λοῦν­ταν ἀ­πό κα­μά­ρες σέ δι­πλή σει­ρά. Τό ἔρ­γο ἐ­ξαί­ρει, στά 1789, ὁ Ἁ­γι­α­μο­νί­της ἡ­γού­με­νος καί στι­χουρ­γός ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γα­βρι­ήλ στό γνω­στό του ποί­η­μα[52]:

«Θω­ρεῖς ὅ­στις ἀ­να­βῇς, τό πρῶ­τον ταῖς κα­μά­ραις, / ἔμ­προ­σθεν τοῦ νάρ­θη­κος, δίς κεί­με­ναις ἀ­ρά­δαις,

ἔ­γι­ναν εἰς μνη­μό­συ­νον τοῦ Στα­γῶν Παρ­θε­νί­ου, / τοῦ πρώ­ην, καί μέ ἔ­ξο­δα οἰ­κεί­ου βα­λαν­τί­ου,

αὐ­τοῦ εἶ­χε τήν με­τά­νοι­αν καί τό προ­σκύ­νη­μά του, / δι­ά νά τε­λε­σθοῦν αὐ­τοῦ καί τά μνη­μό­συ­νά του».

Ὁ ἱ­ε­ράρ­χης Παρ­θέ­νι­ος κλη­ρο­δό­τη­σε ἐ­πί­σης στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ τό προ­σω­πι­κό ἀρ­χεῖ­ο καί τήν βι­βλι­ο­θή­κη του. Ἀ­να­φο­ρά στήν δω­ρε­ά τῆς βι­βλι­ο­θή­κης ­ποι­εῖ­ται ἐ­πί­σης ὁ Ἁ­γι­α­μο­νί­της στι­χουρ­γός:

«Χαῖ­ρε ἡ Βαρ­λα­άμ Μο­νή, εἶ­σαι πε­πλου­τι­σμέ­νη, / ἐκ θη­σαυ­ρῶν καί παν­τα­χοῦ εἶ­σαι πε­φη­μι­σμέ­νη.

Ἔ­τ’ ἔ­χεις ἀ­ξι­ό­λο­γα βι­βλί­α Παρ­θε­νί­ου / τοῦ πρίν Στα­γῶν χα­ρι­στι­κῆς δό­σε­ως κ’ ἱ­ε­ρεί­ου».

Ὁ φι­λά­γι­ος ἐ­πί­σκο­πος Παρ­θέ­νι­ος χρη­μα­το­δό­τη­σε καί γι­ά τήν ἀν­τι­γρα­φή βαρ­λα­α­μί­τι­κων κω­δί­κων, ὅ­πως αὐ­τό δει­κνύ­ει τό δω­δε­κα­σύλ­λα­βο τε­τρά­στι­χο ση­μεί­ω­μα τοῦ κώδ. 143 μονῆς Βαρλαάμ, τό ὁποῖο πε­ρι­έ­χει ἔρ­γα τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ: 

«† Θε­ῷ τό θῦ­μα, δα­πά­νη δ’ ἀρ­χι­θύ­του / Στα­γῶν, ὅς Παρ­θέ­νι­ος ἐ­κλή­θη βι­ῶν,

νῦν δ’ οὐ πέ­λων ἐν ζῶ­σιν, αὐ­τοῦ δ’ / ἡ πά­τρα ἡ χώ­ρ’ ἐ­χρη­μά­τι­σεν ἡ Πορ­τα­ρί­α».

Κτη­το­ρι­κά ση­μει­ώ­μα­τα[53] τοῦ Παρ­θε­νί­ου σώ­ζον­ται σέ ἀρ­κε­το­ύς κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ. Ἐ­πί­σης, κτη­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μά του ἀ­παν­τᾶ­ται καί στόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 29 τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου: «Καί τό­δε πέ­λει τοῦ Στα­γῶν Παρ­θε­νί­ου» (φ. Α­α). Ὁ κώ­δι­κας αὐ­τός πε­ρι­έ­χει 171 ἐ­πι­στο­λές τοῦ λο­γί­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ἀ­να­στα­σί­ου Γορ­δί­ου (1654-1729), σπου­δαι­ο­τά­του δι­δα­σκά­λου τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Ἀ­γρά­φων. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τες εἶ­ναι καί δύ­ο ἐ­πι­στο­λές τοῦ ἁ­γί­ου τοῦ σκλα­βω­μέ­νου γέ­νους Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, πρός τόν ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν Παρ­θέ­νι­ο.[54]

Ὁ ἴ­δι­ος ἐ­πί­σκο­πος κα­τέ­θε­σε γι­ά τήν μι­σθο­δο­σί­α τοῦ δι­δα­σκά­λου τῶν Στα­γῶν δύ­ο χι­λι­ά­δες γρό­σι­α γι­ά τίς τέσ­σε­ρες μο­νές Με­τε­ώ­ρου, Βαρ­λα­άμ, Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, γι­ά νά δι­δά­σκον­ται τά ἐγ­κύ­κλι­α γράμ­μα­τα οἱ μο­να­χοί καί οἱ δό­κι­μοι.[55] Αὐ­τό δεί­χνει τόν πό­θο τοῦ ἱ­ε­ράρ­χου νά ἀ­φή­σει στά Με­τέ­ω­ρα λο­γί­ους ἡ­γου­μέ­νους καί μο­να­χούς γι­ά νά με­τα­δί­δουν στόν λα­ό ἀ­κραιφ­νή τήν πί­στη καί τά ἐ­θνι­κά ἰ­δε­ώ­δη.

Τήν με­γά­λη δρά­ση τοῦ ἐ­πι­σκό­που Παρ­θε­νί­ου μαρ­τυ­ροῦν πολ­λές ἐ­πι­γρα­φές σέ μο­να­στή­ρι­α καί να­ούς στήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν του, ἐν­τός τῆς πό­λε­ως τῆς Κα­λαμ­πά­κας, ἀ­νε­γέρ­θη­κε (1761) καί ἱ­στο­ρή­θη­κε (1766) τό κα­τα­νυ­κτι­κό να­ΰ­δρι­ο τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των,[56] εὑ­ρι­σκό­με­νο πλη­σί­ον τῆς Πα­να­γί­ας.

Τήν ἴ­δι­α πε­ρί­ο­δο στήν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χή τῶν Με­τε­ώ­ρων πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε καί ἡ τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ σπη­λαι­ώ­δους να­ΐ­σκου τῆς Πα­να­γί­ας Σπη­λαι­ώ­τισ­σας τῆς Μή­κα­νης (β΄ στρῶ­μα), με­το­χί­ου νῦν τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου.[57]

Τό πνεῦ­μα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Παρ­θε­νί­ου τῆς εὐ­πρε­πεί­ας καί φι­λο­κα­λί­ας προ­σέ­λα­βαν καί οἱ δύ­ο δι­ά­κο­νοί του Ἀρ­σέ­νι­ος καί Ἀμ­βρό­σι­ος, οἱ ὁ­ποῖ­οι με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ ἱ­ε­ράρ­χου (†26.3.1784) ἀ­νέ­λα­βαν τό μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου (κώδ. 90 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, φ. 197β) καί ἔ­γι­ναν οἱ κτί­το­ρες τοῦ νε­ώ­τε­ρου πε­τρό­κτι­στου κα­θο­λι­κοῦ, ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κου τύ­που, τοῦ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νου στόν δεύ­τε­ρο προ­στά­τη του, ἅ­γι­ο Χα­ρά­λαμ­πο (1798).

Ὅ­λη αὐ­τή ἡ εὐ­γε­νι­κή προ­σφο­ρά ἐκ μέ­ρους τῶν μη­τρο­πο­λι­τῶν καί ἡ φρον­τί­δα ὑ­πέρ τῆς Με­τε­ω­ρί­τι­κης πο­λι­τεί­ας φυ­σι­κά δέν ἔ­μει­νε χω­ρίς ἀν­τα­πό­δο­ση. Οἱ ἡ­γού­με­νοι ἦ­ταν πνευ­μα­τι­κοί ἀ­δελ­φοί τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἀλ­λά καί σέ πε­ρι­ό­δους δύ­σκο­λα ἐ­θνι­κές οἱ μο­να­χοί τούς πρό­σφε­ραν ἐγ­κάρ­δι­α φι­λο­ξε­νί­α. Μᾶς ἀ­να­φέ­ρει σχε­τι­κά ὁ Σου­η­δός πε­ρι­η­γη­τής J. B­j­o­r­n­s­t­ä­hl ὅ­τι, στό μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, στίς 2 Ἀ­πρι­λί­ου 1779, τόν ὑ­πο­δέχ­τη­κε μέ με­γά­λη χα­ρά, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Παρ­θέ­νι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­έ­με­νε στό μο­να­στή­ρι ἀ­πό τόν φό­βο καί τίς τα­ρα­χές τῶν Τουρ­καλ­βα­νῶν.[58]

Ὡ­σαύ­τως ὁ Ρῶ­σος ἀρ­χι­μαν­δρί­της Πορ­φύ­ρι­ος Οὐ­σπέν­σκυ[59] κα­τά τήν ἐ­πί­σκε­ψή του στήν μο­νή ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ, τό ἔ­τος 1859, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι συ­νάν­τη­σε ἐ­πά­νω στόν Στύ­λο τοῦ Ἀ­να­παυ­σᾶ τόν ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν Θε­ό­φι­λο, ὅ­που ἔ­με­νε μα­ζί μέ συγ­γε­νι­κά του πρό­σω­πα, προ­φα­νῶς λό­γῳ δυ­σκό­λων ἐ­θνι­κῶν συν­θη­κῶν. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος συ­νό­δευ­σε τόν Ρῶ­σο ἐ­πι­σκέ­πτη στόν δρό­μο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς κά­τω ἀ­πό ψι­λή βρο­χή, προ­σπερ­νών­τας ἀ­πό τό ἐ­ρει­πω­μέ­νο μο­νύ­δρι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου Μαν­δη­λᾶ, μέ τά γνω­στά πο­λύ­χρω­μα μαν­τή­λι­α νά κρέ­μον­ται στήν πρό­σο­ψη. Ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης ἐπισκέφθηκε καί τόν ναό τῆς Παναγίας στό Καστράκι καί ἀναφέρει ὅτι εἶδε φορητές εἰκόνες μέ τήν χρονολογία 1642, οἱ ὁποῖες εἶχαν μεταφερθεῖ ἐκεῖ πρός διάσωση, ἀπό τό μοναστήρι τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.[60]

Στά τέ­λη τοῦ 18ου καί ἀρ­χές τοῦ 19ου αἰ. ἐ­ποί­μα­νε τήν πε­ρι­ο­χή Στα­γῶν ὁ λό­γι­ος καί φι­λό­πο­νος ἱ­ε­ράρ­χης Πα­ΐ­σι­ος Β¢ (1784-1808),[61] ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τόν Κλει­νο­βό τῆς Κα­λαμ­πά­κας. Ἰ­δι­αί­τε­ρος ἦ­ταν ὁ δε­σμός του μέ τήν μο­νή Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, στήν ὁ­ποί­α καί ἀ­φι­έ­ρω­σε τήν σπου­δαί­α βι­βλι­ο­θή­κη του. Σέ σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1818 τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Κυ­ρίλ­λου Στ΄ (1813-18) ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, γί­νε­ται λό­γος γι­ά τήν δω­ρε­ά τῆς πλού­σι­ας βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου Β¢ (1784-1808) πρός τήν μο­νή τῆς Ζω­αρ­χι­κῆς Τρι­ά­δος: «Πρὸς τού­τοις ὅ­σα βι­βλί­α[62] εὑ­ρί­σκον­ται πα­τε­ρι­κά, ἱ­στο­ρι­κά, λο­γο­γρα­φι­κὰ καὶ πᾶν βι­βλί­ον δι­α­κεί­με­νον ἐν τῇ μο­νῇ τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος ἐν Με­τε­ώ­ροις εἰ­σί κτῆ­μα τοῦ ἱ­ε­ρω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Φι­λίπ­που πό­λε­ως ἐν Χρι­στῷ ἡ­μῶν ἀ­γα­πη­τῷ ἀ­δελ­φῷ· καί πε­ρι­πο­θή­τῳ κυ­ρί­ῳ Πα­ϊ­σί­ῳ, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­φι­ε­ρώ­νει ἐν τῇ αὐ­τῇ μο­νῇ τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος .­.. οἱ δὲ πα­τέ­ρες ἔ­χου­σι χρέ­ος νὰ μνη­μο­νεύ­ω­σι ἀ­ε­νά­ως ἐν ταῖς ἱ­ε­ραῖς καὶ φρι­κταῖς μυ­στα­γω­γί­αις Πα­ϊ­σί­ου ἀρ­χι­ε­ρέ­ως καὶ τῶν γο­νέ­ων καὶ τῶν συγ­γε­νῶν», δι­ό­τι μέ τήν φρον­τί­δα τῆς αὐ­τοῦ ἱ­ε­ρό­τη­τος ἔ­λα­βε αὔ­ξη­ση καί βελ­τί­ω­ση τό μο­να­στή­ρι [ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος]. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ ἐ­πί­σκο­πος Πα­ΐ­σι­ος ἐ­κτός ἀ­πό τήν βι­βλι­ο­θή­κη εἶ­χε συμ­βά­λει καί στήν κτι­ρι­α­κή αὔ­ξη­ση καί πνευ­μα­τι­κή ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς μο­νῆς. Δυ­στυ­χῶς ἡ πλού­σι­α αὐ­τή βι­βλι­ο­θή­κη, ἡ ὁποία περιελάμβανε πολλά ἔντυπα βιβλία, δι­αρ­πάχ­τη­κε κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τοῦ ἰ­τα­λο­γερ­μα­νι­κοῦ πο­λέ­μου.[63] 

Ὁ φι­λο­πρό­ο­δος αὐ­τός ἱ­ε­ράρ­χης με­ρί­μνη­σε γι­ά τήν λει­τουρ­γί­α Σχο­λῆς ἐγ­κυ­κλί­ων γραμ­μά­των στήν Κα­λαμ­πά­κα, κα­θώς καί στήν γε­νέ­τει­ρά του στόν Κλει­νο­βό, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα φρόν­τι­σε νά ἱ­δρυ­θεῖ Σχο­λή στά Με­τέ­ω­ρα πρός μόρ­φω­ση τῶν μο­να­χῶν.[64] «Μνη­μεῖ­α τῆς μορ­φώ­σε­ως καί τῆς παι­δεί­ας τοῦ ἐν λό­γῳ ἱ­ε­ράρ­χου», ση­μει­ώ­νει ὁ Νι­κό­λα­ος Φο­ρό­που­λος, «ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ δι­α­σω­θέν­τες μέ­χρις ἡ­μῶν ἰ­αμ­βι­κοί καί πολιτικοί στί­χοι ... καί ὁ κῶ­διξ τῶν ἐ­πι­στο­λῶν του πε­ρι­έ­χων πο­λυ­τί­μους εἰ­δή­σεις πε­ρί τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῶν γραμ­μά­των κα­τά τόν 19ο αἰ­ῶ­να»[65]­.

Ὁ Στα­γῶν Πα­ΐ­σι­ος, ἰδίοις ἀναλώμασι, ἐξέδωκε τά «Συναξάρια τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντη­κοσταρίου, συγγραφθέντα ὑπό Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου, οἷς προσετέθησαν καί λόγοι τρεῖς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Βιέννῃ 1797». Ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος εἶχε ἀνεύρει τό ψυχωφελές αὐτό βιβλίο, ἐξίτηλο, στήν μονή Βαρλαάμ γι’ αὐτό καί ἐπιμελήθηκε τήν ἐπανεκτύπωσή του, πρός ὠφέλεια τῶν χριστιανῶν. Ἕνα ἀντίτυπο[66] μέ ἰδιόχειρη ἀφιέρωση τοῦ ἐπισκόπου Παϊσίου εὑρίσκεται καί στό ἀρχεῖο παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου: «Δεδώρηται τό παρόν τῷ κύρ Ἀμβροσίῳ σκευοφύλακι ὑπό τοῦ ταπεινοῦ / ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου. ͵α­ψϞη΄ Ἰανν: ς΄».

Ὁ ἐπίσκοπος Πα­ΐ­σι­ος ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς δω­ρη­τής ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν σκευ­ῶν καί εἰ­κό­νων ἤ ὡς ἀ­να­και­νι­στής να­ῶν σέ σχε­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές καί σέ ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα τῆς ἐ­παρ­χί­ας Στα­γῶν.[67] Στά 1784 ἱ­στο­ρή­θη­κε ἡ λι­τή τῆς μο­νῆς Ὑ­πα­παν­τῆς, ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου, δι­ά χει­ρός Δη­μη­τρί­ου Ζού­κη Κα­λα­ρι­τι­νοῦ καί τοῦ μα­θη­τῆ του Γε­ωρ­γί­ου, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Ἀ­νοι­κο­δο­μή­θη ὁ θεῖ­ος οὗ­τος νάρ­θηξ, ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ/ον­τος τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του, κ(αὶ) λο­γι­ω­τά­του ἁ­γί­ου Στα­γῶν, κυ­ρί­ου κυ­ρί­ου / Πα­ϊ­σί(ου)· κ(αὶ) ἠ­γου­με­νεύ­ον­τος τοῦ κυ­ρί­ου Συ­με­ών.­.­.­». Μέ ἔγ­γρα­φο τῆς 25ης Μαρ­τί­ου τοῦ 1788 ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Πα­ΐ­σι­ος καί οἱ Βαρ­λα­α­μί­τες πα­τέ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τεῖ­χαν ὡς με­τό­χι τήν ἐ­ρει­πω­θεῖ­σα μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, πα­ρα­χώ­ρη­σαν τόν χῶ­ρο αὐ­τῆς, ἐ­κτά­σε­ως πε­ρί­που δύ­ο στρεμ­μά­των, στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Ὑ­πα­παν­τῆς, τῆς ὁ­ποί­ας οἱ πα­τέ­ρες εἶ­χαν αὐ­ξη­θεῖ, ὥ­στε νά κτί­σουν γι’ αὐ­τούς κελ­λί­α καί τά λοι­πά χρει­ώ­δη κτί­ρι­α.[68]

Μέ τήν χο­ρη­γί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου κα­τά τό ἔ­τος 1791, τό πο­λύ κα­λῆς τέ­χνης τέμ­πλο τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τοῦ Με­τε­ώ­ρου ἀ­να­και­νί­στη­κε, συμ­πλη­ρώ­θη­κε καί ἐ­πι­χρυ­σώ­θη­κε, κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του. Τό τέμ­πλο τε­λεί­ω­σε τήν 1η Νο­εμ­βρί­ου 1791, σύμ­φω­να μέ τήν ἔμ­με­τρη κε­φα­λαι­ό­γραμ­μα­τη ἐ­πι­γρα­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει σέ πλαί­σι­ο στό δε­ξι­ό ἄ­κρο τοῦ ἐ­πι­στυ­λί­ου, στά ἀ­πο­στο­λι­κά.[69] Ἐ­πί­σης στό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο τοῦ Με­τε­ώ­ρου φυ­λάσ­σε­ται μί­α ζώ­νη τοῦ ἐ­πι­σκό­που Πα­ΐ­σί­ου μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Ἡ ἁ­γί­α / πό­λις / Ἱ­ε­ρου/σα­λήμ / Στα­γῶν / Παΐ/σι­ος 1794 †­».[70] Βά­σει, τοῦ σι­γιλ­λί­ου τοῦ πα­τρι­άρ­χη Κυ­ρίλ­λου Στ΄, ὁ Πα­ΐ­σι­ος ἐ­δώ­ρισε πλή­ρη ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή στο­λή στήν μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου, κα­θώς καί δύ­ο ἐγ­κόλ­πι­α στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ «ἕ­να χρυ­σο­κε­κο­σμη­μέ­νον με­τά μαρ­γά­ρων καί ἕ­τε­ρον ἐν σχή­μα­τι σταυ­ροῦ λι­θο­κόλ­λη­τον».

Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας τοῦ Πα­ϊ­σί­ου ἀ­νη­γέρ­θη, στήν βο­ρει­ο­δυ­τι­κή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου τοῦ Μετεώρου, τό ἔ­τος 1789, ὁ μο­νό­χω­ρος να­ΐ­σκος τῶν ἁ­γί­ων ἰ­σα­πο­στό­λων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παρ­θε­νί­ου, ἐ­νῶ τό τέμ­πλο τοῦ να­οῦ κα­τα­σκευ­ά­στη­κε δέ­κα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα (1799). Στίς δε­σπο­τι­κές εἰ­κό­νες εἶ­ναι ἱ­στο­ρη­μέ­νη ἡ Πα­να­γί­α ὡς «Κυ­ρί­α τῶν Ἀγ­γέ­λων», ἐ­νῶ στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ ἀ­να­γρά­φε­ται: «Ἐ­πι­στα­σί­α / τοῦ Στα­γῶν / Πα­ϊ­σί­ου κ(αί) δα/πά­νης Χα­ρα/λάμ­πους / ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου / ἐν ἡ­γου­με­νί­ᾳ Παρ­θε­νί­ου / ψάλ­του / ἔ­τους ἀ­πό Χρι­στοῦ ͵α­ψϞθ΄ [=1799]­».

Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶνΣη­μαν­τι­κό­τα­το ἔρ­γο του ἦ­ταν ἡ ἀ­να­καί­νι­ση, ἐξ ἰ­δί­ων δα­πα­νῶν, τοῦ Ἐπι­σκο­πεί­ου Στα­γῶν, καθώς καί τῶν εὑρισκομένων οἰκίσκων φι­λο­ξε­νί­ας στόν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐπισκοπῆς.[71] Κα­τά πα­ρά­δο­ση τῶν Κα­λαμ­πα­κι­ω­τῶν, σέ ἕ­ναν ἀ­πό τούς προ­α­να­φε­ρό­με­νους οἰ­κί­σκους δι­έ­με­νε καί ὁ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων, ἐ­νῶ «με­τά με­τά τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Θεσ­σα­λί­ας τό 1881, ἱ­δρύ­θη­κε στήν Κα­λαμ­πά­κα γι­ά πρώ­τη φο­ρά Δη­μο­τι­κό Σχο­λεῖ­ο Ἀρ­ρέ­νων, τό ὁ­ποῖ­ο στε­γά­στη­κε σέ  ἕ­να κελ­λί τῆς ‘με­γά­λης ἐκ­κλη­σι­ᾶς’, στό ὕ­ψω­μα ἀ­ρι­στε­ρά τῆς θύ­ρας πού ὁ­δη­γεῖ στό ση­με­ρι­νό κοι­μη­τή­ρι­ο»[72]­. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Πα­ΐ­σι­ος ἀ­γό­ρα­σε, ἐ­πί­σης, καί ἕ­να λει­βά­δι, πλη­σί­ον τοῦ ἁ­γι­ο­στε­φα­νί­τι­κου μύ­λου, γι­ά τά ὑ­πο­ζύ­γι­α τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν.

Ἀλ­λά καί τό κτί­σι­μο τοῦ με­γα­λο­πρε­ποῦς να­οῦ τοῦ ἁ­γί­o­υ Χα­ρα­λάμ­πους τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε, ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Πα­ϊ­σί­ου καί ἡ­γo­υ­μέ­νo­υ τῆς μο­νῆς Ἀμ­βρο­σί­ου, κα­τα­γο­μέ­νου ἀ­πό τούς Στα­γούς, κα­τά τό ἔ­τος 1798.[73] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: î† Ἀ­νε­γέρ­θη ἀ­πο θε­/με­λί­ου ὁ θεῖ­οc οὗ­τοc / κ(αί) πά­νc­ε­πτοc να­όc / τοῦ ἁ­γί­ου ἐν­δό­ξου ἱ­ε­ρο/μαρ­τυ­ροc κ(αί) θαυ­μα­τουρ­γοῦ / Χα­ρα­λάμ­πουc ἐ­πι αρ­χι/ε­ρέ­ωc C­τα­γῶν κύρ Πα­ϊ/c­ί­ου δι’ ἐ­πι­c­τα­c­ί­αc τοῦ / ἡ­γου­μέ­νου κυρ Αμ­βρο­c­ί­ου / εκ χώ­ραc C­τα­γῶν δι ε­ξό­δον / μο­να­c­τη­ρι­α­κόν θε­με­λι­ο/θι Μαί­ου 12 εἰc ε­τοῦc ι­ψ`η [=1798] / ε­τε­λι­ό­θιï.[74]

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Πα­ΐ­σι­ος ἀ­φι­έ­ρω­σε τίς πρῶ­τες πα­λαι­ές Δε­σπο­τι­κές εἰ­κό­νες τοῦ τέμ­πλου τοῦ να­οῦ τοῦ ἁ­γί­o­υ Χα­ρα­λάμ­πους, κα­τά τό ἔ­τος 1799. Κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τοῦ τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου οἱ ἐν λό­γῳ εἰ­κό­νες κτυ­πή­θη­καν στά πρό­σω­πα ἀ­πό ἄ­θε­ους στρα­τι­ῶ­τες, γι’ αὐ­τό καί ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­καν μέ νε­ώ­τε­ρες. Στό κά­τω­θι τμῆ­μα τῆς εἰ­κό­νας τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους ἀ­να­γρά­φε­ται: «Αἵ­μα­τι ἄ­νω Χα­ρα­λάμ­πης ἀ­νή­ει / Σκέ­που­σα ἡ­μᾶς οὗ­γε κα­τή­ει Χά­ρις / Δι’ ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ δα­πά­νης τοῦ τα­πει­νοῦ / Ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­-δσί­ου 1799».

Ὁ Στα­γῶν Πα­ΐ­σι­ος ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι­ά τήν δι­ά­σω­ση τῆς μο­να­στη­ρι­α­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας καί γι­ά τίς εἰ­ρη­νι­κές σχέ­σεις μο­νῶν καί χω­ρι­κῶν. Στά 1792 ἀ­πο­στέλ­λει γράμ­μα ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ γι­ά νά ἐ­πι­λύ­σει τίς συ­νο­ρι­α­κές δι­α­φο­ρές τῶν κτη­μά­των τῆς μο­νῆς μέ τά γει­το­νι­κά χω­ρι­ά [ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων ἁγίου Στεφάνου]. Στά 1794 ἀ­πο­στέλ­λει γράμ­μα[75] πρός τόν ἡ­γού­με­νο τοῦ Βαρ­λα­άμ Ἀ­να­τό­λι­ο, σχε­τι­κό μέ τίς πη­γές στήν θέ­ση Κα­νε­λά­κι πού δι­εκ­δι­κοῦ­σαν οἱ δύ­ο μο­νές Με­τε­ώ­ρου καί Βαρ­λα­άμ, ἐ­κτε­λών­τας δι­αι­τη­τι­κό ρό­λο.

Ἄ­με­σος δι­ά­δο­χος τοῦ δρα­στη­ρί­ου καί φι­λο­μο­νά­χου Πα­ϊ­σί­ου στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἐ­πί­σκο­πος Γα­βρι­ήλ[76] (12.4.1808-†2.10.1815)­, κα­τα­γό­με­νος ἀ­πό τήν Ἀ­ε­τορ­ρά­χη Ἰ­ω­αν­νί­νων. Με­τά τό 1795 ὑ­πο­γρά­φει ὡς ἐ­πί­σκο­πος Δυρ­ρα­χί­ου. Στίς 12.4.1808 ἐ­ξε­λέ­γη ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν, ὅ­που καί ἐ­ποί­μα­νε θε­ο­φι­λῶς τήν ἐ­πι­σκο­πή ἕ­ως τῆς πρός Κύ­ρι­ον ἐκ­δη­μί­ας του († 2.10.1815). Ὁ προκάτοχός του ἐπίσκοπος Παΐσιος σέ ἐπιστολή του χαρακτηρίζει τόν Γαβριήλ ὡς ἱεράρχη: «θεοσεβῆ, προβεβηκότα μὲ φρόνησιν καὶ ὑπομονήν, καὶ πόνον διὰ τοὺς πτωχούς μας χριστιανούς»[77]. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Γα­βρι­ήλ ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας δι­α­πρε­πής ἱ­ε­ράρ­χης, δι­α­κρί­θη­κε γι­ά τήν πο­λυ­σχι­δή του δρά­ση κα­θώς καί γι­ά τά κλη­ρο­δο­τή­μα­τά του πού κα­τέ­λι­πε σέ ἐκ­κλη­σί­ες καί μο­νές. Ἐ­κτι­μών­τας τούς ὁ­σι­ω­τά­τους συμ­πα­τρι­ῶ­τες του κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ ὅ­σι­ο Νε­κτά­ρι­ο καί ὅ­σι­ο Θε­ο­φά­νη, τούς Ἀ­ψα­ρά­δες, δι­έ­θε­σε τήν δα­πά­νη καί τύ­πω­σε γι­ά πρώ­τη φο­ρά τήν Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Ἀ­ψα­ρά­δων στήν Βε­νε­τί­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ποί­η­μα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Μυ­ρέ­ων Ματ­θαί­ου (†1624), ἐκ Πω­γω­νι­α­νῆς τῆς Ἠ­πεί­ρου.[78]

Ἐ­ξαί­ρε­τη δω­ρε­ά τοῦ ἱ­ε­ράρ­χου Γα­βρι­ήλ ἦ­ταν ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ κα­τα­πλη­κτι­κῆς τέ­χνης ξυ­λό­γλυ­πτου τέμ­πλου τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ἔρ­γο Μετ­σο­βι­τῶν τα­λι­α­δό­ρων, τό ὁ­ποῖ­ο συν­τε­λέ­στη­κε τό 1814. Ὁ ἐν λό­γῳ ἐ­πί­σκο­πος κα­τέ­βα­λε χί­λι­α γρό­σι­α γι­ά τήν κα­τα­σκευ­ή του, κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἰ­δι­ό­χει­ρη ση­μεί­ω­ση στόν κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 90 μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου,: «1814: Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 11η: ἐ­σκα­λί­σθη τὸ τέμ­πλε­ον τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ ἁ­γί­ου ἱε­ρο­μάρ/τυ­ρος καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ Χα­ρα­λάμ­πους, τῆς θεί­ας καὶ σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου / Στε­φά­νου δι’ ἐ­ξό­δων τοῦ ἁ­γί­ου Στα­γῶν κυ­ρί­ου Γα­βρι­ήλ, ὅ­στις ἐ­μέ­τρη­σε τοῖς σκα/λι­σταῖς γρό­σι­α χί­λι­α, ἤ­τοι ἀσλλ(ά­νι­α): 1.000: δι­ὰ μνη­μό­συ­νον αὐ­τοῦ· ἡ­γου­με­νεύ­ον­τος τοῦ / Θε­ο­φά­νους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου: οἱ δὲ σκα­λι­σταὶ ἐκ Μεσ­σό­βου Κων­σταν­τῖ­νος καὶ / Δη­μή­τρι­ος: κα­τε­στρώ­θη ἐν τῷ Κώ­δι­κι τοῦ εἶ­ναι εἰς ἐν­θύ­μη­σιν: / † ὁ Στα­γῶν Γα­βρι­ήλ τά ἐ­μέ­τρη­σα / ἡ­γού­με­νος τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Θε­ο­φά­νης ἱ­ε­ρο­μό­να­χος μάρ­τυς» (φ. 194β). Ἡ ἐ­πι­γρα­φή στό τέμ­πλο ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: î† Ε­ΓΙ­ΝΕ το ΤΕΜ­ΠΛΟΝ της ΕΚ­ΚΛΗ/C­Ι­ΑC του Α­ΓΙ­ΟΥ ΧΑ­ΡΑ­ΛΑΜ­ΠΟΥC δι Ε­ΞΟ/δων του Α­ΓΙ­ΟΥ C­ΤΑ­ΓΩΝ ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ / ΓΑ­ΒΡΙ­ΗΛ Η­ΓΟΥ­ΜΕΝ[ε]Υ­ΟΝ­ΤΟC του ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ / ΘΕ­Ο­ΦΑ­ΝΟΥ[c] Ι­Ε­ΡΟ­ΜΟ­ΝΑ­ΧΟΥ εκ ΧΟ­ΡΑC C­ΟΥ­ΛΑ­ΤΕΝ[α] / του ΤΡΙΚ­ΚΗ[c] ΔΙ­Α ΧΙ­ΡΟC ΜΑ­ΣΤΟ­ΡΟ ΚΟ­C­ΤΑ κε ΔΙ­ΜΙ­ΤΡΙ ε/κ ΧΟ­ΡΙ­ΟΝ ΜΕ­C­Ο­ΒΟΝ Ε­ΠΙ Ε­ΤΙ 1814ï.

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Γα­βρι­ήλ ὡ­σαύ­τως ἀ­φή­νει ἀρ­κε­τά χρη­μα­τι­κά πο­σά ὡς «λά­σον παν­το­τι­νόν» (με­γά­λη δω­ρε­ά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ προ­σώ­που) γι­ά μνη­μό­νευ­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός του καί τῶν οἰ­κεί­ων του σέ δι­ά­φο­ρες μο­νές καί ἐκ­κλη­σί­ες τῆς πε­ρι­ο­χῆς.[79] Ἐ­πί­σης στήν μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου ἀ­φι­ε­ρώ­νει ἕ­να ἀ­ση­μέ­νι­ο ἅ­γι­ο Ἀρ­το­φό­ρι­ο.[80]

Στά 1808 οἱ με­τε­ω­ρί­τι­κες μο­νές ἐ­φο­δί­α­ζαν μέ τρό­φι­μα τούς ντό­πι­ους ἐ­πα­να­στά­τες μέ ἀρ­χη­γό τόν πα­πα-Θύ­μι­ο Βλα­χά­βα, οἱ ὁ­ποῖ­οι μά­χον­ταν γι­ά νά ἀ­πο­τι­νά­ξουν τόν ζυ­γό τοῦ Ἀ­λῆ πα­σᾶ τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ὁ ἄγ­γλος συν­ταγ­μα­τάρ­χης W. L­e­a­ke, ἔ­γι­νε δε­κτός ἀ­σμέ­νως ἀ­πό τόν ἐ­πί­σκο­πο Γα­βρι­ήλ, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν συ­νό­δευ­σε κα­τά τήν πε­ρι­ή­γη­σή του στίς μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων. Ὁ ἐν λό­γῳ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ἀ­φη­γεῖ­ται: «Ὁ Μουχ­τάρ πα­σᾶς, σταλ­μέ­νος ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του Ἀ­λῆ ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀρ­μα­το­λῶν, βρῆ­κε τούς ἐ­πα­να­στά­τες νά κα­τέ­χουν ὅ­λους τούς βρά­χους γύ­ρω ἀ­πό τήν Κα­λαμ­πά­κα. Αὐ­τοί εἶ­χαν ὑ­πο­χρε­ώ­σει τίς μο­νές νά τούς ἐ­φο­δι­ά­ζουν μέ ψω­μί καί μί­α μέ­ρα δέν δί­στα­σαν νά πυ­ρο­βο­λή­σουν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Γα­βρι­ήλ, πού δι­α­φω­νοῦ­σε στήν προ­μή­θει­α ψω­μι­οῦ, σέ ἕ­να ση­μεῖ­ο, τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τός μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε ἀ­νά­με­σα στό Κα­στρά­κι καί στά Με­τέ­ω­ρα»[81].  Ὁ δι­σταγ­μός τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη ὀ­φει­λό­ταν ὄ­χι μό­νο στήν σκέ­ψη τῶν ὑ­παρ­χόν­των με­γά­λων χρε­ῶν τῶν μο­νῶν, ἀλ­λά καί στήν εὐ­θύ­νη ἀ­πέ­ναν­τι τῶν τουρ­κι­κῶν Ἀρ­χῶν. Ὁ φό­βος τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἐ­πα­λη­θεύ­τη­κε. Κα­τά τό ἔ­τος 1808, λό­γῳ τῆς βο­ή­θει­ας, τήν ὁ­ποί­α προ­σέ­φε­ραν τά μο­να­στή­ρι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων στό ἐ­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα τοῦ ἐν­το­πί­ου ἥ­ρω­α πα­πα-Θύ­μι­ου Βλα­χά­βα, τά στρα­τε­ύ­μα­τα τοῦ Ἀ­λῆ πα­σᾶ σέ ἀν­τί­ποι­να ἀ­να­τί­να­ξαν τήν μο­νή ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου Με­τε­ώ­ρων, ὅ­που ἥ­δρευ­ε ὁ ἐ­θνο­μάρ­τυς πα­πα-Θύ­μι­ος. Ὅ­λα τά ἄλ­λα με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α γνώ­ρι­σαν, τό­τε, τήν ἐκ­δι­κη­τι­κή μα­νί­α τοῦ φο­βε­ροῦ τυ­ράν­νου τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων. Κα­τ’ ἐν­το­λήν του, το­ύς τό­τε ἡ­γου­μέ­νους τῶν μο­νῶν, το­ύς ἔ­κλει­σαν φυ­λα­κή στά μπουν­τρο­ύ­μι­α τοῦ Ἀ­λῆ στήν ἠ­πει­ρω­τι­κή πρω­τε­ύ­ου­σα καί ζη­τοῦ­σαν πολ­λά λύ­τρα γι­ά τήν ἐ­ξα­γο­ρά τους.

Στίς 8.11.1815 χει­ρο­το­νή­θη­κε ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὁ Ἄν­θι­μος (1815-20/1). Ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος, στά 1820, πα­ρέ­δω­σε στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ 500 γρό­σι­α «δι­ά λά­σον παν­το­τι­νόν» τοῦ προ­κα­τό­χου του ἐ­πι­σκό­που Γα­βρι­ήλ.[82] Στούς ἴ­δι­ους χρό­νους εἶ­χε χει­ρο­το­νη­θεῖ ὡς ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν καί ὁ Ἀμ­βρό­σι­ος (1815-20, †12.2.1834) ἀλ­λά κα­τα­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πό τόν Ἀ­λῆ πα­σᾶ τῆς Ἠ­πεί­ρου, γι’ αὐ­τό ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά πα­ραι­τη­θεῖ. Με­τά τήν ἐ­κτέ­λε­ση τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Πο­λυ­κάρ­που Λα­ρί­σης ἀ­πό τόν Μαχ­μούτ πα­σᾶ Δρά­μα­λη, στίς 17.9.1821, ὁ Ἀμ­βρό­σι­ος βρῆ­κε κα­τα­φύ­γι­ο στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος καί στήν συ­νέ­χει­α σέ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­ο­χές τῆς ἐλεύθερης Ἑλ­λά­δος.[83]

Μετά τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πα­ναστά­σε­ως ποιμαίνει τήν ἐπισκοπή Στα­γῶν ὁ Σα­μου­ήλ, κα­θώς τό ὄ­νο­μά του μνη­μο­νεύ­ε­ται στήν ἐ­πι­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ καθολικοῦ στήν μονή ἁγίου Νι­κολάου Σι­α­μά­δων, ὑ­πό Χι­ο­να­δι­τῶν ἁ­γι­ο­γρά­φων (1821), ἐ­νῶ στά 1824 με­τε­τέ­θη γι­ά τήν ἐ­πι­σκο­πή Φα­να­ρι­ο­φερ­σά­λων.

Στά 1829, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ος[84] (1824-29) μνη­μο­νεύ­ε­ται στήν ἐ­πι­γρα­φή γι­ά τήν ἱ­στό­ρη­ση ὀ­κτώ φο­ρη­τῶν εἰ­κό­νων τοῦ Δω­δε­κα­όρ­του στό ἐ­πι­στύ­λι­ο τοῦ τέμ­πλου τοῦ να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Ἱ­ε­ρο­θέ­ου. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Κα­τά τό ͵α­ωκθ΄ ­πί ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Στα/γῶν κυ­ρί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου, ­γου­με­νεύ­ον­τος δέ τοῦ ἐν ­ε­ρο­μο­νά­χοις κύρ ­ε/ρο­θέ­ου, ­στο­ρή(θη)σαν αὗ­ται αἱ ­κτώ ­γι­αι // εἰ­κό­νες τῶν δε­σπο­τι­κῶν ­ορ­τῶν, / δι­πι­με­λεί­ας καί δα­πά­νης τοῦ κύρ Γρη­γο­ρί(ου) μο­να­χοῦ, εἴ­η δι­ά / μνη­μό­συ­νον αἰ­ώ­νι­ον».

Κατά τά ἔτη 1833-1854 ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν εἶ­ναι ὁ Κύ­ριλ­λος. Στά 1845 ὁ Στα­γῶν Κύ­ριλ­λος καί ὁ Τρίκ­κης Ἰ­ω­σήφ συ­νυ­πογράφουν γράμ­μα, σύμ­φω­να μέ τό ὁ­ποῖ­ο οἱ τρεῖς ἡ­γού­με­νοι τῶν Με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νῶν (ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, Με­τε­ώ­ρου, Βαρ­λα­άμ) θά συ­νει­σφέ­ρουν ἕ­κα­στος 500 γρό­σι­α γι­ά τά κεν­τρι­κά σχο­λεῖ­α τῶν Τρι­κά­λων, μέ τόν ὅ­ρο νά φοι­τοῦν σέ αὐ­τά ἄ­νευ δι­δά­κτρων ὅ­σοι μο­να­χοί τό ἐ­πι­θυ­μοῦν καί «ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε μο­να­στη­ρι­α­κός ἄν­θρω­πος»[85].

Στήν μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, τόν Φε­βρου­ά­ρι­ο τοῦ 1854, γίνεται κα­τα­γρα­φή τῶν κι­νη­τῶν καί ἀ­κι­νή­των πραγ­μά­των, χρυ­σο­βούλ­λων, φιρ­μα­νί­ων, ἱ­ε­ρῶν ἀμ­φί­ων, κει­μη­λί­ων καί τζι­φλι­κί­ων ὑ­πό τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Κων­σταν­τί­ου, τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­ται μέ τό γνή­σι­ο τῆς ὑ­πο­γρα­φῆς τῶν ἱ­ε­ραρ­χῶν: Λα­ρί­σης Ἀ­να­νί­ου, Τρίκ­κης Ἰ­ω­σήφ καί Στα­γῶν Κυ­ρίλ­λου, κα­θώς καί τῶν ἐ­να­σκου­μέ­νων πα­τέ­ρων τῆς μο­νῆς.[86] Οἱ ἴ­δι­οι ἱ­ε­ράρ­χες ὑ­πο­γρά­φουν καί σέ κα­τα­γρα­φή τῶν πε­ρι­ου­σι­α­κῶν στοι­χεί­ων τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, [κώδ. 2 Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, φ. 129α-131β].

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Κύ­ριλ­λος ὑ­πο­στή­ρι­ξε τήν μά­χη τῆς Κα­λαμ­πά­κας κα­τά τῶν Τούρ­κων τό 1854 μέ ἐ­πί κε­φα­λῆς τόν γεν­ναῖ­ο ὑ­πο­στρά­τη­γο Χρι­στό­δου­λο Χατ­ζη­πέ­τρο. Ἔν­θους ὁ Στα­γῶν Κύ­ριλ­λος εὐ­λό­γη­σε τήν ἐ­πι­τυ­χή μά­χη καί ἅ­μα τῇ νί­κῃ ἐ­τέ­λε­σε πα­νη­γυ­ρι­κή Δο­ξο­λο­γί­α στόν με­γα­λο­πρε­πή να­ό τῆς Παναγίας Κα­λαμ­πά­κας. Ὅ­μως ὁ βα­σι­λεύς Ὄ­θων, κα­τό­πιν πι­έ­σε­ων τῶν Ἀγ­γλο­γάλ­λων, ἀ­πο­δο­κί­μα­σε τό ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό κί­νη­μα καί ἀ­να­κά­λε­σε τόν στρα­τη­γό Χατ­ζη­πέ­τρο στήν Ἀ­θή­να. Τό­τε τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, λό­γῳ δυ­σα­ρε­σκεί­ας τῶν Ὀ­θω­μα­νῶν, κα­θή­ρε­σε τόν Κύ­ριλ­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τέ­βη στήν Ρω­σι­κή μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ἔν­θα καί ἐ­κου­ρεύ­θη με­γα­λό­σχη­μος μέ τό ὄ­νο­μα Παν­τε­λε­ή­μων (†1869).[87]

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκυ[88] ἀναφέρει ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἐντόπιου ἐπισκόπου Κυρίλλου, ὀνόματι Ἰωάννης Γκίκας ἀπό τήν Καστανιά, ἐπιχρύσωσε τό προσκυνητάρι γιά τίς ἑόρτιες εἰκόνες τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας, μέ τήν χρονολογία 1843.

Ὁ δι­ά­δο­χος τοῦ Κυ­ρίλ­λου ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Θε­ό­φι­λος[89] (1854-69) ἔ­λα­βε πρό­νοι­α γι­ά τά πα­ρα­με­λη­μέ­να κτί­ρι­α τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς Με­τε­ώ­ρων. Στίς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1866 ἀ­πέ­στει­λε ἁ­παν­τα­χοῦ­σα πρός τούς κλη­ρι­κούς καί πάν­τας τούς Χρι­στι­α­νούς τῆς ἐ­παρ­χί­ας του, γι­ά νά βο­η­θή­σουν τόν ἡ­γού­με­νο Γερ­μα­νό τοῦ ἐν Με­τε­ώ­ροις μο­να­στη­ρί­ου τῆς Ἁ­γί­ας Μο­νῆς ὑ­πέρ τῆς ἀ­να­και­νί­σε­ώς του. Ἡ ὑ­ψί­δο­μη Ἁ­γί­α Μο­νή δυ­στυ­χῶς κα­τέρ­ρευ­σε κα­τά τόν Β΄ Παγ­κό­σμι­ο πό­λε­μο (1943). Ὁ βυ­ζαν­τι­νο­λό­γος Ν. Βέ­ης γρά­φει: «Ἡ Ἁ­γί­α Μο­νή, φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πέ­στη ζη­μί­ας ἐκ βομ­βαρ­δι­μοῦ, ἀλ­λ’ αὗ­ται δὲν δύ­ναν­ται ἀ­σφα­λῶς νὰ κα­θο­ρι­σθῶ­σι, δι­ό­τι ἡ μο­νὴ αὕ­τη εἶ­ναι ἄ­βα­τος».[90] Αὐ­τό φαί­νε­ται ἦ­ταν ἡ χα­ρι­στι­κή βο­λή γι­ά τό ἡ­μι­ε­ρει­πω­μέ­νο μο­να­στή­ρι, τό ὁ­ποῖ­ο προ­τί­θε­ται νά ἀ­να­στη­λώ­σει ἡ μο­νή Βαρ­λα­άμ.

Τό ἴ­δι­ο ἔ­τος (1866), στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἐ­πί ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Θε­ο­φί­λου καί ἡ­γου­μέ­νου Ἀν­θί­μου, κα­τα­σκευ­ά­στη­κε στήν ἀ­να­το­λι­κή πρό­σο­ψη τό ἀρ­χον­τα­ρί­κι τῆς μο­νῆς μέ τρεῖς κα­μά­ρες, κα­θώς ἐ­ξά­γε­ται ἀ­πό μή σω­ζό­με­νη σήμερα ἐ­πι­γρα­φή.[91]

Κατά τά ἔτη 1870-1873 ἐπίσκοπος Σταγῶν χρημάτισε ὁ Με­λέ­τι­ος Α΄ ὁ ἀ­πό Λα­ο­δι­κεί­ας.

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Κλή­μης[92] (1873-80) ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ά τήν παι­δεί­α, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν συ­νερ­γα­σί­α του μέ τόν πρώ­ην Λα­ρί­σης Δω­ρό­θε­ο Σχο­λά­ρι­ο, γι­ά τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Δω­ρο­θέ­ας Σχο­λῆς[93] στά Τρί­κα­λα, στήν ὁ­ποί­α το­πο­τη­ρη­τής καί πλη­ρε­ξού­σι­ος εἶ­χε ὁ­ρι­στεῖ ὁ ἡ­γού­με­νος τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Κων­στάν­τι­ος.

Ἀ­νέ­κτι­σε ἐ­πί­σης ἐκ βά­θρων τό Ἐ­πι­σκο­πι­κό οἴ­κη­μα, κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ συγ­γρα­φέ­ας Ἰ­ω­άν­νης Πα­πα­σω­τη­ρί­ου: «τό ἄλ­λο­τε ἐ­πι­σκο­πι­κό κτί­ρι­ο Στα­γῶν ὅ­περ ‘ἀ­νε­γερ­θέν ἐκ βά­θρων ἐν ἔ­τει 1874, δι­ά συν­δρο­μῆς τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν κου Κλή­μεν­τος καί ἐ­ξό­δων τῆς ἐ­παρ­χί­ας καί τῇ ἐ­πι­στα­σί­ᾳ Κων­σταν­τί­ου ἡ­γου­μέ­νου τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου’, τῇ συγ­κα­τα­θέ­σει τοῦ φι­λο­μού­σου σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Πο­λυ­κάρ­που με­τε­σκευ­ά­σθη εἰς Δη­μοτι­κόν σχο­λεῖ­ον»[94]. Στό οἴ­κη­μα αὐ­τό τοῦ Ἐ­πι­σκο­πεί­ου, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ λε­πτο­με­ρέ­στε­ρα ὁ Κα­λαμ­πα­κι­ώ­της λο­γο­τέ­χνης Στέ­φα­νος Θα­να­σού­λας, ὅ­τι με­τά τήν κα­τάρ­γη­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν, στε­γά­στη­κε τό πρῶ­το Δη­μο­τι­κό Σχο­λεῖ­ο Θη­λέ­ων Κα­λαμ­πά­κας (Παρ­θε­να­γω­γεῖ­ο). Καί «με­τά τήν κα­θι­έ­ρω­ση στά 1929 τῆς συ­νεκ­παί­δευ­σης τῶν δύ­ο φύ­λων, στα­γα­ζό­ταν δύ­ο τά­ξεις, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λες τέσ­σε­ρες στήν «Κων­στάν­τι­ο Σχο­λή»[95]. Ἀ­πό φω­το­γρα­φί­α τοῦ ἀρ­χεί­ου Τσί­μα-Πα­πα­χατ­ζη­δά­κη,[96], ἐμ­φαί­νε­ται τό εὐ­πρε­πέ­στα­το κτί­ρι­ο τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς, στήν ΝΑ πλευ­ρά τῆς ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Πα­να­γί­ας, τό ὁ­ποῖ­ο ἐ­κά­η κα­τά τήν πυρ­πό­λη­ση τῆς Κα­λαμ­πά­κας τό 1943.

Ἐπί­σης, ὁ φι­λό­λο­γος Ἰ­ω­άν­νης Πα­πα­σω­τη­ρί­ου ἀναφέρει, ὅ­τι «ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­χεν ὑ­πό τήν κα­το­χήν της καί τό κτί­ρι­ον τῆς κεν­τρι­κῆς πλα­τεί­ας, ὅ­που τό κα­φε­νεῖ­ον καί ξε­νο­δο­χεῖ­ον ‘Με­τέ­ω­ρα’, τό ὁ­ποῖ­ον ἐ­κτί­σθη δα­πά­ναις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῷ 1892, ἀλ­λ’ ἀ­πό τοῦ 1914, πε­ρι­ῆλ­θε τοῦ­το εἰς τήν κοι­νό­τη­τα Κα­λαμ­πά­κας, ἧς τά γρα­φεῖ­α στε­γά­ζον­ται εἰς τόν ἄ­νω ὄ­ρο­φον».

Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἀ­πό Πρε­σπῶν καί Ἀ­χρι­δῶν ἐ­πί­σκο­πος Με­λέ­τι­ος Β΄. Ἐ­ποί­μα­νε τήν πε­ρι­ο­χή ἀ­πό τό ἔ­τος 1880 ἕ­ως τό 1892, ἔ­τος κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πε­βί­ω­σε ὡς συ­νο­δι­κός στήν Ἀ­θή­να. Ἐ­πί τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας του στίς 16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1884, ἡ μο­νή Ρου­σά­νου προ­σαρ­τή­θη­κε ὡς με­τό­χι­ο στήν μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ἐ­πί­σης κα­τά τό ἔ­τος 1886, στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ προ­σαρ­τή­θη­καν ὡς με­τό­χι­α οἱ μο­νές ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπάν­το­βα (ΦΕΚ 184Α/11.7.1886), Ἁ­γί­ας Μο­νῆς καί Τι­μί­ου Προ­δρό­μου (Δι­ά­βας), κα­τό­πιν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­ας τοῦ Με­λε­τί­ου μέ τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο. Τό ἔ­τος 1887 μέ βα­σι­λι­κό δι­ά­ταγ­μα συγ­χω­νεύ­τη­κε τό μο­νύ­δρι­ο τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων μέ τήν μο­νή ἁ­γί­ου Στε­φά­νου (ΦΕΚ 69/23.3.1887).

Ἡ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν με­τά τόν θά­να­το τοῦ Με­λε­τί­ου Β΄ τό 1892, ἔ­μει­νε ἐν χη­ρεί­ᾳ ἕ­ως τό 1899. Ἡ το­πο­τη­ρη­τεί­α τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς εἶ­χε ἀ­να­τε­θεῖ στήν ἐ­πι­σκο­πή Τρίκ­κης (1892-1899).

Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας τοῦ ἐκ Νά­ξου Προ­κο­πί­ου Β΄ [Κου­κου­λά­ρη] (5.10.1894-†3.10.1904) ἡ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν συγ­χω­νεύ­θη­κε μέ τήν ἐ­πι­σκο­πή Τρίκ­κης καί ἱ­δρύ­θη­κε σύμ­φω­να μέ τό ΦΕΚ 16Α/22.1.1900 ἡ ἐ­πι­σκο­πή «Τρίκ­κης καὶ Στα­γῶν, πε­ρι­λαμ­βά­νου­σα τόν νο­μόν Τρι­κά­λων καί ἔ­χου­σα ἕ­δραν τά Τρί­κα­λα». Ἔ­φε­ρε ἔ­κτο­τε τήν δι­πλή ὀ­νο­μα­σί­α «Τρίκ­κης καὶ Στα­γῶν» ἕ­ως τό 1991. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Προ­κο­πί­ου στίς 5 Ἰ­ου­νί­ου 1900 ἡ μο­νή ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ προ­σαρ­τή­θη­κε ὡς με­τό­χι­ο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος Με­τε­ώ­ρων. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Προ­κό­πι­ος Β΄, ἐ­πί μί­α δι­ε­τί­α χρη­μά­τι­σε συ­νο­δι­κός στήν Ἀ­θή­να (1903-1904), ὅ­που τόν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε ὡς ἱ­ε­ρο­δι­ά­κο­νος ὁ Ἰ­ά­κω­βος Στα­μά­της, ὁ με­τέ­πει­τα ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ καί ἐν­θε­ώ­τα­τος ἀ­σκη­τής τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος.

Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ δι­ε­τέ­λε­σε ἐ­πί­σκο­πος Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὁ ἐκ Μεσ­ση­νί­ας Ἄν­θι­μος Γ΄ [Παν­τε­λά­κης] (1907-†6.8.1914).[97] Λό­γι­ος, κα­θώς ἦ­ταν, ὑ­πο­δέ­χθη­κε φι­λο­φρό­νως τόν βυ­ζαν­τι­νο­λό­γο Νί­κο Βέ­η (1883-1958) καί τόν δι­ευ­κό­λυ­νε γι­ά τίς ἔ­ρευ­νές στά Με­τέ­ω­ρα, συμ­βάλ­λον­τας ἔτ­σι ση­μαν­τι­κά στήν κα­τα­γρα­φή τῶν συ­στη­μα­τι­κῶν κα­τα­λό­γων τῶν χει­ρο­γρά­φων Με­τε­ω­ρί­τι­κων κω­δί­κων. Ὁ ἐν λό­γῳ ἐ­ρευ­νη­τής, στό τέ­λος τῆς Ἐκ­θέ­σε­ως τῶν πα­λαι­ο­γρα­φι­κῶν καί τε­χνι­κῶν ἐ­ρευ­νῶν του, πού δι­ε­νήρ­γη­σε στά Με­τέ­ω­ρα κα­τά τά ἔ­τη 1908 καί 1909 καί κα­τέ­θε­σε στήν Βυ­ζαν­τι­ο­λο­γι­κή Ἑ­ται­ρεί­α, γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γι­ά τόν Ἄν­θι­μο: «Ἀλ­λ’ ἐ­ξαί­ρε­τος καί ἀ­ΐ­δι­ος εἶ­ναι ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τῆς τε Βυ­ζαν­τι­ο­λο­γι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας καὶ ἐ­μοῦ πρὸς τὸν σε­βα­σμι­ώ­τα­τον ἐ­πί­σκο­πον Τρίκ­κης, Στα­γῶν καί Γαρ­δι­κί­ου κον Ἄν­θι­μον Παν­τε­λά­κην. ­νευ τοῦ ­με­σω­τά­του ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος τού­του δι­ τὰς ἐν Με­τε­ώ­ροις ­ρεύ­νας μου καί ­νευ τῆς ­πι­βο­λῆς τοῦ δι­α­πρε­ποῦς τού­του ­ε­ράρ­χου οὐ­δὲν ­πο­λύ­τως θὰ κα­τωρ­θοῦ­το ­κεῖ»[98]. Μέ τίς ἔ­ρευ­νές του ὁ Ν. Βέ­ης συ­νέ­βα­λε στήν ἀ­νί­χνευ­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς δι­α­δρο­μῆς τοῦ με­τε­ω­ρί­τι­κου μο­να­χι­σμοῦ, στήν ἀ­ξι­ό­λο­γη­ση καί στήν τε­κμη­ρί­ω­ση τῆς πο­λι­τι­στι­κῆς καί γραμ­μα­τει­α­κῆς του κλη­ρο­νο­μι­ᾶς.

Ὁ ἑ­πό­με­νος μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἐκ Πρε­με­τῆς τῆς Βο­ρεί­ου Ἠ­πεί­ρου λό­γι­ος ἱ­ε­ράρ­χης Πο­λύ­καρ­πος [Θω­μᾶς] (1914-†29.7.1945), γλωσ­σο­μα­θής, συγ­γρα­φέ­ας καί ἐ­ξαι­ρε­τι­κά φι­λό­ξε­νος. Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν του, τό ἔ­τος 1921, ἡ ἐ­πι­σκο­πή Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὑ­ψώ­θη­κε σέ μη­τρό­πο­λη. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­πέ­δει­ξε γι­ά τίς Με­τε­ω­ρί­τι­κες μο­νές. Μέ ἐ­νέρ­γει­ές του λα­ξεύ­τη­καν οἱ πρῶ­τες σκά­λες ἀ­νό­δου γι­ά τά ἑ­ξῆς Με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α: Βαρ­λα­άμ (1921), Με­τε­ώ­ρου (1922), Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δας (1925), Ρου­σά­νου (1930), Ὑ­πα­παν­τῆς (1930) καί Ἀ­να­παυ­σᾶ (1934). Μέ δι­κή του προ­τρο­πή, ἐ­πί­σης, δη­μι­ουρ­γή­θη­καν τά πρῶ­τα σκευ­ο­φυ­λά­κι­α τῶν μο­νῶν [ἁ­γί­ου Στε­φά­νου (1926), Βαρ­λα­άμ (1926), Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος], μέ σκο­πό νά φι­λο­ξε­νή­σουν τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά κει­μή­λι­α καί νά το­πο­θε­τη­θοῦν τά ἱ­ε­ρά σκεύ­η καί τά ἅ­γι­α λεί­ψα­να σέ προ­θῆ­κες. Τό 1930 μέ πρό­νοι­α τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Πο­λυ­κάρ­που ἀ­να­κτί­στη­κε ἐκ βά­θρων ὁ ξε­νώ­νας τοῦ Βαρ­λα­άμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε κα­τα­στρα­φεῖ ἀ­πό πυρ­κα­ϊ­ά. Τό ἴ­δι­ο ἔ­τος, στό Με­τέ­ω­ρο, μέ ἀ­ξί­ω­ση τοῦ ἰ­δί­ου μη­τρο­πο­λί­του, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε νέ­ος ξε­νώ­νας. Ὁ μη­τρο­πο­λί­της ὡ­σαύ­τως ἀ­φι­έ­ρω­σε στό Με­τέ­ω­ρο ὀ­κτώ ἀ­ση­μέ­νι­ες καν­δῆ­λες.[99]

Κα­τά τήν ἑ­πτα­ε­τί­α 1945-1952 ἐ­ποί­μα­νε τήν μη­τρό­πο­λη Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὁ ἀ­πό Πα­ρο­να­ξί­ας (1935-45) μη­τρο­πο­λί­της Χε­ρου­βείμ [Ἄν­νι­νος] (1945-8.3.1952), κα­τα­γό­με­νος ἐκ Λη­ξου­ρί­ου Κε­φαλ­λη­νί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­πτυ­ξε με­γά­λη κοι­νω­νι­κή δρά­ση στήν πε­ρι­ο­χή. Κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τοῦ Γερ­μα­νο-Ἰ­τα­λι­κοῦ πο­λέ­μου εἶ­χαν κλα­πεῖ ἀ­πό τίς ἱ­ε­ρές μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων ἱ­ε­ρά λεί­ψα­να καί κει­μή­λι­α[100] καί ἐ­πω­λοῦν­το στά Τρί­κα­λα. Ὁ ἐν λό­γῳ ἱ­ε­ράρ­χης φρόν­τι­σε γι­ά τήν ἐ­πα­να­γο­ρά με­ρι­κῶν ἐκ τῶν κλα­πέν­των ἀν­τι­κει­μέ­νων. Συγ­χρό­νως με­ρί­μνη­σε καί γι­ά τήν κα­τα­γρα­φή τῶν χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν σκευ­ῶν τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, γι’ αὐ­τό καί ἀ­νέ­θε­σε στόν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό ἐ­πί­τρο­πο Κα­λαμ­πά­κας πρω­το­πρε­σβύ­τε­ρο Χρῆ­στο Μπέν­τα (12.12.1884-†6.6.1974) νά δι­ε­νερ­γή­σει τόν πρῶ­το με­τα­πο­λε­μι­κό ἔ­λεγ­χο. Ἡ μο­νή μας ὀ­φε­ί­λει ἐ­ξα­ί­ρε­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη στόν ὡς ἄ­νω ἀ­λή­στου μνή­μης πο­λι­ό λευ­ΐ­τη, δι­ό­τι στόν και­ρό τοῦ ἐν λό­γῳ πο­λέ­μου μέ κίν­δυ­νο τῆς ζω­ῆς του ἀ­νέ­βη­κε στό μο­να­στή­ρι καί δι­ε­σφά­λι­σε σέ μυ­στι­κό τό­πο ὅ­λα τά χει­ρό­γρα­φα καί τά κει­μή­λι­α τῆς μο­νῆς μας, κα­θώς καί τά χει­ρό­γρα­φα τῶν μο­νῶν Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, Ρου­σά­νου καί ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ.

Τήν ἑ­πό­με­νη ἑ­πτα­ε­τί­α ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ει στήν μη­τρό­πο­λη Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὁ ἀ­πό Πα­ρα­μυ­θί­ας (1943-52) μη­τρο­πο­λί­της Δω­ρό­θε­ος [Νά­σκα­ρης] (23.8.1952-24.1.1959). Κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τό Θε­σπρω­τι­κό Πρε­βέ­ζης καί ἀ­νέ­πτυ­ξε ἐ­θνι­κή καί κοι­νω­νι­κή δρά­ση στήν πε­ρι­ο­χή. Μά­λι­στα στόν και­ρό τῆς πρώ­της ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας του στήν Πα­ρα­μυ­θι­ά ἀ­γω­νί­σθη­κε ἡ­ρω­ϊ­κῶς ἐ­ναν­τί­ον τῶν Τσά­μη­δων. Ἐ­πί τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας του στά Τρί­κα­λα ἐ­πέ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ά τά κει­μή­λι­α τῶν Με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νῶν. Τόν Ἰ­ού­νι­ο τοῦ 1953 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἡ πρώ­τη ἀ­να­τα­ξι­νό­μη­ση καί ἐ­πα­νέ­λεγ­χος τῶν χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων καί κει­μη­λί­ων, με­τά τήν πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­γρα­φή ὑ­πό τοῦ Ν. Βέ­η, κα­τά τά ἔ­τη 1908-1909.

Σπου­δαι­ό­τα­τος μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν καί ἀ­νο­δι­ορ­γα­νω­τής τοῦ συγ­χρό­νου μο­να­χι­σμοῦ τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ὑ­πῆρ­ξε ὁ ἀ­πό Λή­μνου (1951-59) μαρ­τυ­ρι­κός ἱ­ε­ράρ­χης Δι­ο­νύ­σι­ος [Χα­ρα­λάμ­πους][101] (3.2.1959-†4.1.1970). Ὁ φι­λο­μό­να­χος καί φι­λο­με­τε­ω­ρί­της αὐ­τός ἀρ­χι­ε­ρεύς ὡς πα­λαι­ός Λαυ­ρι­ώ­της καί ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Λει­μῶ­νος, με­ρί­μνη­σε μέ πό­θο καί πό­νο ψυ­χῆς γι­ά τήν στε­λέ­χω­ση τῶν Με­τε­ω­ρί­τι­κων ἱ­ε­ρῶν μο­νῶν μέ δρα­στή­ρι­ους πα­τέ­ρες καί μο­να­χές, ὥ­στε νά ἀρ­χί­σουν τό ἔρ­γο τῆς ἀ­να­στη­λώ­σε­ως τῶν κτι­ρί­ων[102] καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­συγ­κρο­τή­σε­ως τῶν κοι­νο­βί­ων.

Ἀ­πο­σκο­πών­τας στήν δι­ά­σω­ση καί ἀ­να­σύ­στα­ση τῶν ἐκ τοῦ πο­λέ­μου ἐ­ρει­πω­μέ­νων μο­νῶν, μέ ἐ­σω­τε­ρι­κή δι­ό­ρα­ση, με­τέ­τρε­ψε τήν ἱ­ε­ρά μο­νή ἁ­γί­ου Στε­φά­νου σέ γυ­ναι­κεί­α. Ἔ­δει­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι­ά τόν να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους. Οἱ δύ­ο εἰ­κό­νες τοῦ τέμ­πλου (Τι­μί­ου Προ­δρό­μου καί ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους), ἱ­στο­ρη­μέ­νες δι­ά χει­ρός Ἰ­ω­άν­νου Κα­ρού­σου, στά 1965, ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἀ­ει­μνή­στου ἱ­ε­ράρ­χου Δι­ο­νυ­σί­ου, μα­ζί μέ τό ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό του ἐγ­κόλ­πι­ο, σέ ἐκ­δή­λω­ση εὐ­γνω­μο­σύ­νης πρός τόν θαυ­μα­τουρ­γό ἅ­γι­ο Χα­ρά­λαμ­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ἔ­σω­σε ἀ­πό κίρ­ρω­ση τοῦ ἥ­πα­τος ἀ­φοῦ προ­σκύ­νη­σε τήν ἁ­γί­α Του κά­ρα.

Ὁ μη­τρο­πο­λί­της Δι­ο­νύ­σι­ος ὑ­πῆρ­ξε πο­λυ­γρα­φό­τα­τος. Λί­αν ἀ­ξι­ό­λο­γος γι­ά τήν ἐ­πο­χή εἶ­ναι ὁ τό­μος μέ τί­τλο: «Ἀ­να­το­λι­κός ὀρ­θό­δο­ξος μο­να­χι­σμός», πρω­τό­τυ­πη πα­τε­ρι­κή ἐρ­γα­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πε­τέ­λε­σε πνευ­μα­τι­κό ἑ­δραί­ω­μα ὅ­λων τῶν νε­ω­τέ­ρων κοι­νο­βί­ων. Στό βι­βλί­ο του «Μάρ­τυ­ρες» ἀ­φη­γεῖ­ται τά βα­σα­νι­στή­ρι­α στά στρα­τό­πε­δα συγ­κεν­τρώ­σε­ως στήν Γερ­μα­νί­α. Ὁ ἐν λό­γῳ μη­τρο­πο­λί­της Δι­ο­νύ­σι­ος συ­νέ­γρα­ψε ἐ­πί­σης σύν­το­μο ἱ­στο­ρι­κό πό­νη­μα γι­ά τά Με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α μέ τόν τί­τλο: «Με­τέ­ω­ρα»[103]. Ση­μαν­τι­κές εἶ­ναι οἱ κα­τα­γρα­φές τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μη­λί­ων, οἱ ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στό βι­βλί­ο.

Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του, τό ἔ­τος 1967, τό Κέν­τρο Με­σαι­ω­νι­κοῦ καί Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν προ­έ­βη στήν σύν­τα­ξη τοῦ Κα­τα­λό­γου τῶν χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων τῆς μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως-Με­τε­ώ­ρου, βά­σει τῶν κα­τα­λοί­πων τοῦ Ν. Βέ­η. [Τό ἔ­τος 1998 ὁ κα­θη­γη­τής καί ἐ­ρευ­νη­τής Δ. Σο­φι­α­νός (1935-†2008) τόν ἐ­πα­νέκ­δω­σε σέ ἀρ­τι­ό­τε­ρη μορ­φή].

Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ποι­μαί­νει τήν μη­τρό­πο­λη Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὁ ἐκ Φα­να­ρί­ου σε­βα­σμι­ώ­τα­τος μη­τρο­πο­λί­της Σε­ρα­φείμ [Στε­φά­νου] (31.5.1970-13.7.1974), κατόπιν δέ Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων. Ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος σύν τοῖς ἄλ­λοις ἐ­ξα­σφά­λι­σε ἕ­να ση­μαν­τι­κό­τα­το πο­σό ἀ­πό τόν κρα­τι­κό προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό καί ἀ­να­στη­λώ­θη­καν τά Με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α κα­θώς καί ἡ μο­νή Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων. Με­ρί­μνη­σε γι­ά τήν λει­τουρ­γί­α στήν μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Ὀρ­φα­νο­τρο­φε­ί­ου Θη­λέ­ων με­τά Δη­μο­τι­κοῦ Σχο­λεί­ου «ὁ Ἅ­γι­ος Στέ­φα­νος», στό ὁ­ποῖ­ο καί προ­ή­δρευ­ε, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νης Ἀ­γα­θο­κλή­της Οἰ­κο­νό­μου. Ὁ σε­βα­σμι­ώ­τα­τος μη­τρο­πο­λί­της κα­τέ­βα­λε ἰ­δι­αί­τε­ρη μέ­ρι­μνα καί στορ­γή γι­ά τό ἵ­δρυ­μα. Τό ἴ­δι­ο γι­ά τήν χει­ρο­τε­χνι­κή Σχο­λή Πα­να­γί­ας Βυ­του­μᾶ. Ἰ­δαί­τε­ρη φρον­τί­δα ἐ­πέ­δει­ξε καί γι­ά τά μα­θη­τι­κά οἰ­κο­τρο­φεῖ­α Ἀρ­ρέ­νων καί Θη­λέ­ων στά Τρί­κα­λα, κα­θώς καί γι­ά τήν εὔ­ρυθ­μη λει­τουρ­γί­α τοῦ οἴ­κου εὐ­γη­ρί­ας.

Κα­τά τό ἔ­τος 1972 συν­τε­λέ­σθη­καν οἱ πρῶ­τες ἀ­να­στη­λω­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες στήν πα­λαι­ά Τρά­πε­ζα τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου καί μέ τήν προ­τρο­πή τοῦ σε­βα­μι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη κ. Σε­ρα­φε­ίμ, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τό πρῶ­το ἐ­πι­σκέ­ψι­μο σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο το­πο­θε­τή­θη­καν τά ἱ­ε­ρά κει­μή­λι­α, ἀ­φοῦ συν­τη­ρή­θη­καν δε­όν­τως.

Κα­τά τήν πεν­τα­ε­τί­α 1974-1979 μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν χρη­μά­τι­σε ὁ ἀ­πό Τα­λαν­τί­ου Στέ­φα­νος [Ἀ­φεν­του­λί­δης], ὁ ὁ­ποῖ­ος καί πα­ραι­τή­θη­κε, δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νος γι­ά τόν νό­μο τοῦ αὐ­τό­μα­του δι­α­ζυ­γί­ου. Κα­τά τήν δι­ε­τί­α πού με­σο­λα­βεῖ ποι­μαί­νει τήν μη­τρό­πο­λη ὡς το­πο­τη­ρη­τής ὁ μη­τρο­πο­λί­της Ἐ­λασ­σῶ­νος κυ­ρός Σε­βα­στι­α­νός [Ἀ­σπι­ώ­της] (†1999).

Στίς 21.10.1981 ἐ­ξε­λέ­γη μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν ὁ ἀ­πό Δι­αυ­λεί­ας Ἀ­λέ­ξι­ος [Μι­χα­λό­που­λος] (21.10.1981-91), ὁ ὁ­ποῖ­ος βο­ή­θη­σε ποι­κι­λό­τρο­πα τόν με­τε­ω­ρί­τι­κο μο­να­χι­σμό. Κα­τά τό ἔ­τος 1990 ὁ σε­βα­σμι­ώ­τα­τος μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­λέ­ξι­ος ἦ­ταν συν­δι­ορ­γα­νω­τής μα­ζί μέ τόν ἡ­γού­με­νο ἀρ­χιμ. Ἀ­θα­νά­σι­ο Ἀ­να­στα­σί­ου γι­ά τόν ἑ­ορ­τα­σμό τῶν 600 χρό­νων ἀ­δι­α­κό­που μο­να­στι­κῆς πα­ρου­σί­ας καί δρά­σε­ως τοῦ Με­τε­ώ­ρου, μέ πλη­θύν ἑ­ορ­τα­στι­κῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων. Σύν τοῖς ἄλ­λοις δι­ορ­γά­νω­σαν τό πρῶ­το Πα­νελ­λή­νι­ο Μο­να­στι­κό Συ­νέ­δρι­ο στήν Κα­λαμ­πά­κα (Πά­σχα 1990).[104] Στίς 24 Μα­ΐ­ου 1984 ὁ σεβ. μη­τρο­πο­λί­της Ἀ­λέ­ξι­ος ἐγ­και­νί­α­σε τόν με­γα­λο­πρε­πή να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος Κα­λαμ­πά­κας, ἐ­νῶ τό 1986 θε­με­λί­ω­σε τόν ἱ­ε­ρό να­ό τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ω­ρι­τῶν Πα­τέ­ρων.

Κα­τά τά ἔτη 1983-84 ἐ­πί μη­τρο­πο­λί­του Ἀ­λε­ξί­ου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ὁ κα­θα­ρι­σμός τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ πε­ρι­φή­μου κα­θο­λι­κοῦ τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ὑ­πό τῆς 7ης Ε­ΒΑ ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Χα­ρί­τω­νος Σαρ­ρῆ (1916-†1984), κα­θώς καί τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου. Ση­μαν­τι­κό­τα­τη ἐ­νέρ­γει­α τοῦ μητροπολίτου Ἀλεξίου ἦταν ἡ ἐγ­κα­τά­στα­ση συ­νο­δί­ας μο­να­ζου­σῶν ἐκ τῆς μο­νῆς Στα­γι­ά­δων μέ ἡ­γου­μέ­νη τήν ὁ­σι­ω­τά­τη μο­να­χή Φι­λο­θέ­η Κο­σβύ­ρα, στήν μή στε­λε­χω­μέ­νη τό­τε μο­νή Ρου­σά­νου, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πλη­ρώ­νει ἔ­κτο­τε ἐ­πα­ξί­ως τήν πα­ρου­σί­α τοῦ γυ­ναι­κεί­ου μο­να­χι­σμοῦ στά Με­τέ­ω­ρα.

Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἐν λό­γῳ μη­τρο­πο­λί­τη Ἀλεξίου ὁ μα­κα­ρι­στός ἤ­δη κα­θη­γη­τής Δ. Σο­φι­α­νός, ὡς δι­ευ­θυν­τής τοῦ Κέν­τρου ἐ­ρεύ­νης Με­σαι­ω­νι­κοῦ καί νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, μέ ἐ­φό­δι­ο τίς ἀ­να­λυ­τι­κές πε­ρι­γρα­φές τοῦ Ν. Βέ­η προ­χώ­ρη­σε στήν ἔκ­δο­ση τοῦ Κα­τα­λό­γου τῶν χει­ρο­γρά­φων κω­δί­κων τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ (1984) καί ἁ­γί­ου Στε­φά­νου (1986). Ἐνῶ, ἐπί μητροπολίτου Σταγῶν κ. Σεραφείμ, συ­νέ­τα­ξε τόν Κα­τά­λο­γο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος (1993) καί τόν Κα­τά­λο­γο τῶν εἰ­κο­νο­γρα­φη­μέ­νων Με­τε­ω­ρί­τι­κων κω­δί­κων, σέ συ­νερ­γα­σί­α μέ τόν Γ. Γα­λά­βα­ρη (2007) καθώς καί Κατάλογο τῶν χειρογράφων Κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ρουσάνου.

Ἱερά Μητρόπολις Σταγῶν καί Μετεώρων

 

Στά 1991 δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἡ προ­σω­ρι­νή προ­σω­πο­πα­γής μη­τρό­πο­λις Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων στήν ὁ­ποί­α το­πο­θε­τή­θη­κε πρῶ­τος μη­τρο­πο­λί­της ὁ ἀ­πό Τρίκ­κης καί Στα­γῶν κ. Σε­ρα­φείμ Στε­φά­νου, ἄν­δρας εὐσεβής, φι­λό­πα­τρις, ἀ­φι­λάρ­γυ­ρος καί ἀ­κά­μα­τος ἐρ­γά­της τοῦ ἀμ­πε­λῶ­νος τοῦ Κυ­ρί­ου. Χάρις στά συνεχῆ διαβήματα τοῦ Σεβασμιωτάτου καί τοῦ λαοῦ τῆς Καλαμπάκας, εὐδοκίᾳ Θεοῦ στίς 9 Ὀ­κτω­βρί­ου 2015, ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἐ­πί ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἱ­ε­ρω­νύ­μου Β΄, τήν ἀ­νέ­δει­ξε σέ Μό­νι­μη Μη­τρό­πο­λη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων, στήν ὁ­ποί­α ὑ­πά­γον­ται καί τά ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κα μο­να­στή­ρι­α. Ἡ μο­νι­μοποί­η­ση τῆς μη­τρο­πό­λε­ως ἐγ­κρί­θη­κε τό ἔτος 2016 μέ  Προ­ε­δρι­κό Δι­ά­ταγ­μα [ΦΕΚ 83/11.5.2016, κεφ. Δ΄, σ. 2094, ἄρθρο 55].

Τόν Μάρ­τι­ο τοῦ ἔ­τους 1993 ὁ σε­βα­σμι­ώ­τα­τος μη­τρο­πο­λί­της Σε­ρα­φείμ ἐ­τέλε­σε τά θυ­ρα­νοί­ξι­α τοῦ νε­ό­δμη­του με­γα­λο­πρε­ποῦς ἱ­ε­ροῦ να­οῦ τῶν Με­τε­ω­ρι­τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων στήν Κα­λαμ­πά­κα καί τά ἐγ­καί­νι­α ἐ­τέ­λε­σε στίς 27 Μα­ΐ­ου 2001. Μέ πρό­νοι­α τοῦ σεβασμιωτάτου ἐ­ξε­δό­θη καί ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Ὁ­σί­ων Με­τε­ω­ρι­τῶν Πα­τέ­ρων[105], δα­πά­ναις τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ καί ἐ­πι­με­λεί­ᾳ τοῦ τέ­ως πρω­το­συγ­κέλ­λου ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Στέ­φα, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πῆρ­ξε τό δε­ξί χέ­ρι τοῦ ποι­με­νάρ­χη μας σέ ὅ­λες τίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές δρά­σεις.

Τό 2000 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τό δεύτερο Πα­νελ­λή­νι­ο Μο­να­στι­κό Συ­νέ­δρι­ο στήν Κα­λαμ­πά­κα. Ἐ­πι­κε­φα­λῆς ἦ­ταν ὁ λα­ο­φί­λη­τος καί ἀ­λη­σμό­νη­τος ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος κυ­ρός Χρι­στό­δου­λος (†2008), ὁ Βαρ­λα­α­μί­της, ἡ δέ παμ­μο­να­στι­κή θεί­α λει­τουρ­γί­α ἐ­τε­λέ­σθη στόν πε­ρι­καλ­λή να­ό τοῦ Με­τε­ώ­ρου μέ ἐ­ξαί­ρε­τη με­γα­λο­πρέ­πει­α καί μυ­στα­γω­γι­κή ἀ­τμό­σφαι­ρα.[106]

Μέ τίς φθο­ρές τοῦ παν­δα­μά­το­ρος χρό­νου καί τούς βομ­βαρ­δι­σμούς τοῦ Β΄ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου πολ­λά μο­νύ­δρι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων κα­τέ­στη­σαν ἀ­κα­τοί­κη­τα καί ἡ­μι­ε­ρει­πω­μέ­να. Μί­α ἰ­δι­αί­τε­ρα φω­τι­σμέ­νη ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Ποι­με­νάρ­χη μας, μέ σω­στι­κές συ­νέ­πει­ες γι­ά τήν ἁ­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κη πο­λι­τεί­α, ὑ­πῆρ­ξε ἡ κα­τα­νο­μή τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων μο­νυ­δρί­ων στίς κυ­ρί­αρ­χες μο­νές ὡς με­το­χί­ων, μέ τήν προ­ο­πτι­κή μι­ᾶς μελ­λον­τι­κῆς ἀ­να­στή­λω­σης (μέ τίς ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.12.1994 καί 19/5.2.1995 πρά­ξεις). Στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ πε­ρι­ῆλ­θαν τά μετόχια: Τι­μί­ου Προ­δρό­μου καί Ἁ­γί­ας Μο­νῆς. Στήν μο­νή Με­τεώ­ρου: Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας, Παν­το­κρά­το­ρος, Πα­να­γί­ας Δού­πι­α­νης, Ὑ­πα­παν­τῆς  καί  ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Στήν μο­νή Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος: ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπάν­το­βα, ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου, Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου. Στήν μο­νή ἁ­γί­ου Στε­φά­νου: Πα­να­γί­ας Μή­κα­νης, ἁ­γί­ου Μο­δέ­στου καί τῆς Ἁ­λύ­σε­ως τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου. Στήν μο­νή Ρου­σά­νου: Ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καί Πα­να­γί­ας τν Φυ­λα­κῶν.

Ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου κ. Σε­ρα­φείμ συν­τε­λέ­σθη­καν σο­βα­ρό­τα­τες ἀ­να­στη­λω­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες σέ ὅ­λα τά μο­να­στι­κά κα­θι­δρύ­μα­τα τῶν Με­τε­ώ­ρων, ἀλ­λά καί τῆς ὅ­λης ἐ­παρ­χί­ας Κα­λαμ­πά­κας.

Στήν μονή ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ, ἐπί ἡγουμένου ἀρ­χι­μαν­δρί­του Πο­λυκάρπου Βε­νέ­τη, ἀ­να­δι­α­μορ­φώ­θη­κε καί ἁ­γι­ο­γρα­φή­θη­κε (2000) τό πα­ρεκ­κλή­σι τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου. Συν­τη­ρή­θη­κε ἡ πα­λαι­ά Τρά­πε­ζα[107] καί δι­α­κο­σμή­θη­κε μέ ἐ­πί­τοι­χες τοι­χο­γρα­φί­ες τό ἔ­τος 2005. Σύν τοῖς ἄλ­λοις, ὁ ἡ­γού­με­νος δη­μι­ούρ­γη­σε σπη­λαι­ώ­δη να­ΐ­σκο τοῦ ὁ­σί­ου Σι­λου­α­νοῦ τοῦ Ἀ­θω­νί­του στούς πρό­πο­δες τοῦ βρά­χου. Τά θυ­ρα­νοί­ξι­α ­τε­λέ­στη­καν ὑ­πό τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του στίς 24 Σε­πτεμ­βρί­ου 2010.

Στήν μο­νή Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου ἀρ­χι­μαν­δρί­του Χρυ­σο­στό­μου Τέτ­σι­ου, ἀ­νη­γέρ­θη, στό βο­ρει­νό τμῆ­μα τῆς αὐ­λῆς, ὁ κοι­μη­τη­ρι­α­κός να­ΐ­σκος τῶν Ἁ­γί­ων Τα­ξι­αρ­χῶν[108] (2002). Ἐπί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἰ­δί­ου ἀρ­χι­ε­ρέ­ως καί ὑπό τοῦ ἰδίου ἡ­γου­μέ­νου, στήν περιοχή τῶν Κοφινίων, ἀναστηλώθηκαν οἱ σπηλαιώδεις μονές ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπάν­το­βα[109], ἁ­γί­ου Ἀν­τω­νί­ου[110] καί  ἀ­να­και­νί­στη­κε τό να­ΰ­δρι­ο τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου.

Στήν μο­νή τοῦ Μεγάλου Με­τε­ώ­ρου, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀ­να­στα­σί­ου, ἀνα­στη­λώ­θη­κε ὁ πα­λαι­ός-ἱστορικός Πύρ­γος τῆς μο­νῆς καί ἡ παλαιά Τράπεζα, ἐνῶ στόν κά­τω­θι αὐτῆς χῶ­ρο δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ση­μαν­τι­κό­τα­το ἱ­στο­ρι­κό-λα­ο­γρα­φι­κό μου­σεῖ­ο. Ἀ­να­στη­λώ­θη­κε θαυμαστῶς τό δι­ώ­ρο­φο πα­λαι­ό γη­ρο­κο­μεῖ­ο-νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ καί λει­τουρ­γεῖ σή­με­ρα ὡς μου­σεῖ­ο βυ­ζαν­τι­νῶν καί με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν κει­μη­λί­ων καί ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν μέ πε­ρί­φη­μα ἐκ­θέ­μα­τατα (1999). Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε, ὡσαύτως, στε­ρέ­ω­ση καί ἐ­ξω­ρα­ϊσμός τῆς Πα­να­γί­ας Με­τε­ω­ρί­τισ­σας Πέ­τρας, τοῦ πρώ­του σπη­λαί­ου τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου. Ση­μαν­τι­κότατες ἐρ­γα­σί­ες ἀ­να­στη­λώ­σε­ως ἐ­πι­τε­λέ­στη­καν καί στά μο­νύ­δρι­α Ὑ­πα­παν­τῆς καί Πα­να­γί­ας Δού­πι­α­νης.

Ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου ἀρ­χι­μαν­δρί­του Νή­φω­νος Κα­ψά­λη, νῦν καί πρω­το­συγ­κέλ­λου, ἐκτελέστηκαν σημαντικές ἐπισκευές καί ἀνακαινίσεις στό καθολικό τῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου, διαμορφώθηκε νέος χῶρος τοῦ ἐκθετηρίου ἀναμνηστικῶν εἰδῶν καί εὐλαβείας καί δημιουργήθηκε ἀξιόλογο ἡγουμενεῖο. Ἀξιοσημείωτη δημιουργία εἶναι τό πανέμορφο ἐσωτερικό παρεκκλήσι τοῦ ἁ­γί­ου Νή­φω­νος καθώς καί τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τοῦ ἐξ Ἰ­χθύ­ος.

Στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­σι­δώ­ρου Τσι­α­τᾶ ἀ­να­καινί­στη­κε τό ὅ­λο κτι­ρι­α­κό συγ­κρό­τη­μα. Ἐ­πί­σης ἀ­να­στη­λώ­θη­κε τό πα­λαι­ό γη­ρο­κο­μεῖ­ο μέ τό πρός βορ­ρᾶν προ­σαρ­τη­μέ­νο νο­σο­κο­μει­α­κό να­ΰ­δρι­ο, τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων[111]. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ ἀ­να­πα­λαί­ω­ση τῆς πα­λαι­ᾶς εὐ­ρύ­χω­ρης κα­μα­ρο­σκέ­πα­στης Τρά­πε­ζας τῆς μο­νῆς, ἐ­νῶ ἡ ἱ­στό­ρη­ση ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε πρω­το­τύ­πως τό ἔ­τος 2010 μέ τοι­χο­γρα­φί­ες ὑ­πό τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου Λα­ζά­ρου Πε­χλι­βα­νί­δη. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ἀ­νε­και­νί­σθη ἡ Τρά­πε­ζα αὕ­τη καί ἱ­στο­ρή­θη πρός / δό­ξαν τοῦ Ἁ­γί­ου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τος / Μη­τρο­πο­λί­του Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ. / Ἡ­γου­με­νεύ­ον­τος ἀρ­χιμ. Ἰ­σι­δώ­ρου ἐν ἔ­τει Σω­τη­ρί­ῳ / ͵­ΒΙ΄ δι­ά χει­ρός Λα­ζά­ρου Πε­χλι­βα­νί­δη». Με­τά τήν ἀ­να­στή­λω­ση τοῦ Πύρ­γου τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ δι­α­μορ­φώ­θη­κε καί τό πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῶν Τα­ξι­αρ­χῶν. Τό 2016 διαμορφώθηκε εὐ­ρύ­χω­ρο κει­μη­λι­αρ­χεῖ­ο μέ σπουδαιότατα ἐκθέματα.

Στήν μο­νή ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, στίς 24 Ὀ­κτω­βρί­ου 2004, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νης Ἀ­γά­θης Ἀν­τω­νί­ου (1940-†2011) τε­λέ­σθη­καν ὑ­πό τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ τά θυ­ρα­νοί­ξι­α τοῦ κα­τα­νυ­κτι­κοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τῆς Πα­να­γί­ας Σκέ­πης. Κα­τά τά ἔ­τη 2007-2009, ἀ­νη­γέρ­θη στό ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τοῦ βρά­χου πε­ρι­καλ­λής κοι­μη­τη­ρι­α­κός να­ός τῶν Παμ­με­γί­στων Τα­ξι­αρ­χῶν. Ἡ σχε­τι­κή ἐ­πι­γρα­φή τῆς θε­με­λι­ώ­σε­ως ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Εθεμελιωθη ο πανσεπτος καί θειος ουτος / ναος των παμμεγιστων ταξιαρχων μετα / του οστεοφυλακιου εν ετει σωτηριω ͵βζ΄ / επι καθηγουμενης Αγαθης μοναχης / αρχιερατευοντος μητροπολιτου Σταγων / καί Μετεωρων Σεραφειμ»

Στήν μο­νή Ρου­σά­νου ὑψώθηκε πο­λυ­ό­ρο­φη πτέ­ρυ­γα τῶν κελ­λί­ων, καθώς μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Η πα­ρου­σα πτέ­ρυ­γα ε­θε­με­λι­ώ­θη τήν 22αν Ο­κτω­βρί­ου 1996 υ­πό του Σε­βα­σμι­ω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Στα­γων καί Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ η­γου­με­νε­ού­σης Φι­λο­θέ­ης Μο­να­χης». Δη­μι­ουρ­γή­θη­καν, ἐ­πί­σης, τά πα­ρεκ­κλή­σι­α τῆς ἁ­γί­ας Βαρ­βά­ρας καί τοῦ Γε­νε­σί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου, τοῦ ὁ­ποί­ου τήν ἱ­στό­ρη­ση ἔ­χει ἀ­να­λά­βει ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος Βλά­σι­ος Τσοτ­σώ­νης. Τό ὅ­λο ἀρ­χι­κό ὑ­ψί­δο­μο κτί­ρι­ο ἀ­να­στη­λώ­θη­κε τό ἔ­τος 2014 μέ ἐ­πι­τυ­χῆ τρό­πο καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε χῶ­ρος ἐκ­θέ­σε­ως κει­μη­λί­ων καί νέ­α ἀρ­χον­τα­ρί­κι­α.

Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης κ. Σε­ρα­φείμ προσέφερε στήν ἱερά μονή Ρουσάνου 2046 προσωπικά του βιβλία πρός συγκρότηση τῆς βιβλιοθήκης αὐτῆς. Τά βιβλία αὐτά συμπεριλαμβάνονται ἐπωνύμως στήν ἠλεκτρονική καταγραφή τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ὡς ἄνω μονῆς, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται κατά τό ἔτος 2016.

Ἡ τι­μή τῆς ρι­ζι­κῆς ἀ­να­στη­λώ­σε­ως καί στε­λε­χώ­σε­ως τοῦ μο­να­στη­ρίου τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων ὀ­φεί­λε­ται κυρίως στόν δρα­στή­ρι­ο Σεβασμιώτατο κ. Σε­ρα­φείμ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­ξεῦ­ρε καί τίς δα­πά­νες γι­ά τήν ἀ­να­στή­λω­σή του καί τά πρό­σω­πα γι­ά τήν στε­λέ­χω­σή του. Λίαν ἀξιόλογος εἶναι ὡσαύτως προσφορά τῆς πολύδραστης ἡγουμένης Ταβιθᾶς καί τῆς συνοδίας της. Στίς 6 Μαρ­τί­ου 2009 τε­λέ­σθη­καν στόν ἑ­σπε­ρι­νό, ὑ­πό τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη, τά θυ­ρα­νοί­ξι­α τοῦ νέ­ου κα­θο­λι­κοῦ τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων. Μέ προ­σω­πι­κή του δω­ρε­ά κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό ξυ­λό­γλυ­πτο τέμ­πλο τοῦ νέ­ου να­οῦ (2010). Ἡ ἀ­φι­ε­ρω­τι­κή ἐ­πι­γρα­φή ἔχει ὡς ἑξῆς: «Δω­ρε­α Σεβ. Μη­τρο­πο­λι­του Στα­γων κ(αι) Με­τε­ω­ρων κ.κ. Σε­ρα­φειμ». Ἐ­νῶ ὁ ἐ­πι­σκο­πι­κός θρό­νος φιλοτεχνήθηκε μέ δω­ρε­ά τοῦ πρώην πρωτοσυγκέλλου ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Στέ­φα. Τό ἡ­γου­με­νο­συμ­βού­λι­ο τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς ἁγί­ου Στε­φά­νου Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 20/5.8.2002 πρά­ξη αὐ­τοῦ, ἀποφάσισε τήν ἀ­πο­σύν­δε­ση τοῦ ἱ­ε­ροῦ με­το­χί­ου της τῶν Ἁ­γί­ων Θε­ο­δώ­ρων καί τήν ἀ­νύ­ψω­ση αὐ­τοῦ σέ κυ­ρί­αρ­χη καί αὐ­τό­νο­μη μο­νή, προ­κει­μέ­νου ἡ ἤ­δη ἐ­γκα­τα­στα­θεῖ­σα ἐκεῖ γυ­ναι­κεί­α μο­να­στι­κή ἀ­δελ­φό­τη­τα νά ἀ­σκή­σει ἀ­κω­λύ­τως τά τῆς μο­να­χι­κῆς πο­λι­τεί­ας θέ­σμι­α.

Χά­ρις στό ἀ­φι­λάρ­γυ­ρο, φι­λό­πτω­χο καί συγ­χρό­νως δη­μι­ουρ­γι­κό πνεῦ­μα τοῦ Σεβασμιωτάτου οἱ προσωπικές του οἰκονομίες καί οἱ προσφορές ὑ­πέρ τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως ὑπό δωρητῶν με­τα­τρέ­πον­ται  σέ ἔρ­γα ἀ­νε­γέρ­σε­ως καί συν­τη­ρή­σε­ων, να­ῶν, μο­νῶν καί ἱ­δρυ­μά­των. Ὅ­πως ἡ ἀ­νέ­γερ­ση τοῦ με­γα­λο­πρε­ποῦς να­οῦ Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης καί ἄλ­λων πα­ρεκ­κλη­σί­ων (Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, Ἀ­να­λή­ψε­ως κλπ). Σύν τοῖς ἄλ­λοις, ἀ­νη­γέρ­θη πλῆ­ρες κτί­ρι­ο Βρε­φο­νη­πι­α­κοῦ Σταθ­μοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο προ­σέ­φε­ρε στόν Δῆ­μο Κα­λαμ­πά­κας, καί ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε καί δεύ­τε­ρο ὡραιότατο κτί­ρι­ο γι­ά Γη­ρο­κο­μεῖ­ο.

Ὡς ἀ­πε­δεί­χθη ἐκ τῆς ἀ­νω­τέ­ρω ἐ­κτε­νοῦς ἐ­ρεύ­νης, γι­ά τούς Στα­γούς καί τά  Με­τέ­ω­ρα ὑ­πῆρ­ξε ἱ­στο­ρι­κή ἐ­πι­τα­γή ἡ ἀ­να­κή­ρυ­ξη τῆς προ­σω­ρι­νῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων σέ μό­νι­μη Μη­τρό­πο­λη. Ὅ­πως ἱ­στο­ρι­κή ἐ­πι­τα­γή ἀ­πο­τε­λεῖ καί ἡ ἀ­νά­δει­ξη ὁ­σί­ων καί φι­λο­μο­νά­χων καί φι­λαν­θρώ­πων μη­τρο­πο­λι­τῶν στήν συ­νέ­χει­α, κα­θώς καί ὁ­σι­ο­φρό­νων μο­να­χῶν, ὥ­στε ἐκ τῆς θε­ο­φρου­ρή­του μη­τρο­πό­λε­ως Στα­γῶν καί τοῦ παγ­κο­σμί­ου προ­σκυ­νή­μα­τος τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων νά ἐ­ξα­κτι­νώ­νε­ται ἡ χά­ρις τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας δι­ά τῶν κλη­ρι­κῶν, ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων, μο­να­χῶν καί μο­να­ζου­σῶν τοῦ Πέ­τρι­νου δά­σους, ἀλ­λά καί δι­ά τῆς συμ­βο­λῆς τῶν ἀρ­χόν­των καί τῶν πο­λι­τῶν τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης ἐ­παρ­χί­ας τῆς Κα­λαμ­πά­κας.

Ἡ συνέχεια τῆς Μητροπόλεως Σταγῶν καί Μετεώρων

ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Θεοκλήτου

 

Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ Α΄ Στεφάνου ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στίς 18-3-2017 καί ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Θεοδώρων.

Διάδοχος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σεραφείμ, ἐξελέγη Μητροπολίτης (ΦΕΚ 1103/τ.Γ/7-11-2017) ὁ ἐκ Μεσσηνίας Θεόκλητος Λαμπρινᾶκος, πρωτοσύγκελλος τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ποιμαίνει μετ’ ἰδιαιτέρου ζήλου καί ἐν Κυρίῳ ἀγάπης τίς ἱερές Μονές καί τόν θεοφιλῆ λαό τῆς ἐπαρχίας του. Εὐφυής, δραστήριος καί εὔστροφος Ποιμήν, ὀραματίζεται τήν ὅλη ἀνάπτυξη τῆς ἐπαρχίας του, ἡ ὁποία στηρίζεται μετ’ ἐμπιστοσύνης στήν ποιμαντική του δραστηριότητα.

 

[1] Σο­φι­α­νου Ζ. Δη­μη­τρι­ου, îA­c­ta S­t­a­g­o­r­um. Τά ὑ­πέρ τῆς θεσ­σα­λι­κῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν πα­λαιά βυ­ζαν­τι­νά ἔγ­γρα­φα (τῶν ἐ­τῶν 1163, 1336 καί 1393). Συμ­βο­λή στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς», Τρι­κα­λι­νά 16 (1993) 7-67.

[2] Κα­τά τό ἔ­τος 2004, ἡ μη­τρό­πο­λη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων τύ­πω­σε τό πό­νη­μα τοῦ κα­θη­γη­τῆ Δημητρίου Σο­φι­α­νοῦ μέ τόν τί­τλο: Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, Σύν­το­μο ἱ­στο­ρι­κό δι­ά­γραμ­μα, Κα­λαμ­πά­κα 2004. Στό βιβλίο αὐτό ὁ καθηγητής, μέ τήν δι­πλω­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν ἐγ­γρά­φων καί τίς λοι­πές ἱ­στο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες, ἀ­νέ­δει­ξε τήν πόλη τῶν Σταγῶν ὡς μί­α ἀ­πό τίς ἱ­στο­ρι­κό­τε­ρες καί σπου­δαι­ό­τε­ρες ἐ­πι­σκο­πές τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­κρά­τει­ας.

[3] Τμῆ­μα τοῦ ἐγ­γρά­φου αὐ­τοῦ σώ­ζε­ται στήν Ἐ­θνι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Πα­ρι­σί­ου, ἐ­νῶ τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του φυ­λάσ­σε­ται πο­λύ ἐ­φθαρ­μέ­νο στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ. Δι­πλω­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση τοῦ ἐγγράφου βλ. Σο­φι­α­νου Δ., «A­c­ta S­t­a­g­o­r­um», σ. 12-27· τοῦ Ι­δι­ου, Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, σ. 26-28, 79-92.

[4] Δι­πλω­μα­τι­κή ἔκ­δο­ση τοῦ ἐν λό­γῳ χρυ­σο­βο­ύλ­λου μέ ἐ­κτε­νή σχό­λι­α, κρι­τι­κό ὑ­πό­μνη­μα τοῦ κει­μέ­νου καί ἀ­να­φο­ρά σέ ὅ­λες τίς προ­γε­νέ­στε­ρες ἐκ­δό­σεις, βλ. Σο­φι­α­νου Δ., «A­c­ta S­t­a­g­o­r­um», σ. 27-54· τοῦ Ι­δι­ου, Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, σ. 28-33, 93-100.

[5] Σο­φι­α­νου Δ., Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, σ. 94.

[6] Τό σι­γίλ­λι­ο αὐ­τό σώ­ζε­ται καί στό πρω­τό­τυ­πό του, πο­λύ ἐ­φθαρ­μέ­νο, στήν μο­νή Βαρ­λα­άμ. Δι­πλω­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση τοῦ κειμένου τοῦ σιγιλλίου βλ. Σο­φι­α­νου Δ., «A­c­ta S­t­a­g­o­r­um», σ. 54-66· τοῦ Ι­δι­ου, Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, σ. 33-36, 101-111.

[7] Σο­φι­α­νου Δ., Ἡ Ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, σ. 35-36.

[8] «Χρο­νι­κὴ δι­ή­γη­σις τοῦ Χω­νι­ά­του κὺρ Νι­κή­τα ἀρ­χο­μέ­νη ἀ­πὸ τῆς βα­σι­λεί­ας Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κο­μνη­νοῦ καὶ λή­γου­σα μέ­χρι τῆς Ἁ­λώ­σε­ως τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως», Τό­μος ἕ­βδο­μος τῆς βα­σι­λεί­ας Μα­νου­ήλ τοῦ Κο­μνη­νοῦ. H­i­s­t­o­r­ia [= Χρο­νι­κὴ δι­ή­γη­σις], ed. J. v­an D­i­e­t­en, N­i­c­e­t­ae C­h­o­n­i­a­t­ae h­i­s­t­o­r­ia, p­a­rs p­r­i­or [C­o­r­p­us f­o­n­t­i­um h­i­s­t­o­r­i­ae B­y­z­a­n­t­i­n­ae 11.1. S­e­r­i­es B­e­r­o­l­i­n­e­n­s­is. B­e­r­l­in: De G­r­u­y­t­er, 1975].

[9] B­j­ö­r­n­s­t­ä­hl J­a­c­ob, Τό ­δοι­πο­ρι­κό τῆς Θεσ­σα­λί­ας 1779, με­τά­φρα­ση-προ­λε­γό­με­να-ση­μει­ώ­σεις: Με­σε­βρι­νός (Ἀν­τώ­νης Μυ­στα­κί­δης), Τά τε­τρά­δι­α τοῦ Ρή­γα 1979, σ. 71.

[10] Ου­σπέν­σκυ Π., Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 229-233.

[11] Βέ­η Νι­κου, «Σερ­βι­κὰ καὶ βυ­ζαν­τι­α­κὰ γράμ­μα­τα Με­τε­ώ­ρου», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 90, ἀ­ρ. 22.

[12] Στήν με­λέ­τη τοῦ Γρη­γο­ρί­ου Βέλ­κου γι­ά τήν ­πι­σκο­πή Δο­με­νί­κου καί ­λασ­σῶ­νος (σ. 136-137) δί­δε­ται ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι στά μέ­σα τοῦ 13ου αἰ., ἐ­πί βα­σι­λέ­ως Ἰ­ω­άν­νη Βα­τάτ­ζη, ὁ ἐ­πί­σκο­πος Δο­με­νί­κου Δη­μή­τρι­ος [Ξη­ρός] μα­τα­τέ­θη­κε στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν.

[13] Πε­ρί τοῦ Ἀν­τω­νί­ου Λα­ρί­σης βλ. Γου­λου­λη Σταυ­ρου, Ἀν­τω­νί­ου Λα­ρί­σης - Ἐγ­κώ­μι­ον εἰς τόν  Ἅ­γι­ο Κυ­πρι­α­νό Λα­ρί­σης, Προ­λε­γό­με­να – Κεί­με­νο – Με­τά­φρα­ση, Λά­ρι­σα 1991, σ. 39-56.

[14] Βέ­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 96-97, ἀρ. 22.

[15] Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Πέ­τρι­νο Δά­σος, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 2010, τ. Α΄, σ. 127-135.

[16] R­i­go Aν­το­νι­ο, La «C­r­o­n­a­ca d­e­l­le M­e­t­e­o­re». La s­t­o­r­ia d­ei m­o­n­a­s­t­e­ri d­e­l­la T­e­s­s­a­g­l­ia t­ra X­I­II e X­VI s­e­c­o­lo [O­r­i­e­n­t­a­l­ia V­e­n­e­t­i­a­na V­I­II], F­i­r­e­n­ze 1999, σ. 130, [στό ἑ­ξῆς: Χρο­νι­κὸν τῶν Με­τε­ώ­ρων].

[17] Δέν δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται σέ ποι­ά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἀρ­χή ἀ­να­φέ­ρε­ται, στόν ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν, ὁ ὁποῖος ἐν­δε­χο­μέ­νως εἶ­χε ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ, λό­γῳ Σερ­βο­κρα­τί­ας, ἤ στόν μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἀν­τώ­νι­ο.

[18] Βλ. «­χρο­νο­λό­γη­το γράμ­μα (ca. 1360-1372) τν ­ε­ρο­μο­νά­χων ­λα­ρί­ω­νος καί ­α­κώ­βου καί το μο­να­χοῦ Γερ­βα­σί­ου πρός τόν ­σι­ο ­θα­νά­σι­ο τόν Με­τε­ω­ρί­τη γι­ά τήν πα­ρα­χώ­ρη­ση σαὐ­τούς τς Πέ­τρα­ςτο Με­τε­ώ­ρου πρός ­νοι­κο­δό­μη­ση κελ­λί­ων, κώδ. Ε­ΒΕ 1460/1461», Σο­φι­α­νου Δ.,Τρι­κα­λι­νά 28 (2008) 7-15.

[19] Βε­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 89-96, ἀρ. 22. Βλ. καί Τα­τα­γι­α Μα­ρι­ασ, «Εἰ­δή­σεις γι­ά τήν ἰ­δι­ο­κτη­σί­α τῶν μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων στά νο­μι­κά ἔγ­γρα­φα καί στίς πη­γές ἀ­πό τόν 14ο ἕ­ως τόν 17ο αἰ.­», Τρι­κα­λι­νά 30 (2010) 171-183.

[20] Βε­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 19, ἀρ. 4.

[21] Ζα­κυ­θη­νου Δι­ο­νυ­σι­ου, «Ἀ­νέκ­δο­τα πα­τρι­αρ­χι­κὰ καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ γράμ­μα­τα πε­ρὶ τῶν μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων», Ἑλ­λη­νι­κὰ 10 (1937/8) 288-292.

[22] Βε­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 89-96, ἀρ. 22, ἔν­θα πρό­σταγ­μα τοῦ Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, ἔ­τους 1362. Βλ. καί Σο­φι­α­νου Δ., «Δύ­ο προ­στάγ­μα­τα εὐ­ερ­γε­τι­κά τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου .­.. πρὸς τὸν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Νεῖ­λο, πρῶ­το τῆς Σκή­της τῶν Στα­γῶν.­.­.­», Τρι­κα­λι­νά 27 (2007) 7-34.

[23] Τό Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’ δι­α­σώ­ζει ἕ­ναν τύ­πο ἐ­πι­γρα­φῆς τῆς ἀ­νε­γέρ­σε­ως καί ἱ­στο­ρή­σε­ως τῶν τεσ­σά­ρων να­ϋ­δρί­ων. Βλ. R­i­go Α., Χρο­νι­κὸν τῶν Με­τε­ώ­ρων, σ. 124.

[24] Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, σ. 198-228.

[25] Βλ. Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, σ. 188.

[26] Βέ­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 27-29, ἀρ. 7. Βλ. καί Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, σ. 190-193.

[27] Ἐπί τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου Ματθαίου, στά 1422, προσφέρεται ἕνα ἀμπέλι σέ ὀρφανό τέκνο, ἤτοι στόν ἱερέα παπα-Ἰωάννη, συγγενή δωρητή τῆς μονῆς. Βέ­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 49-52, ἀρ 14.

[28] Βέ­η Ν., «Σερ­βι­κά», Βυ­ζαν­τίς 2 (1910/11) 52-55, ἀρ. 15.

[29] Κώδ. 61 μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, φ. 302α.

[30] R­i­go Α., Χρο­νι­κὸν τῶν Με­τε­ώ­ρων, σ. 130.

[31] Πε­ρί τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος βλ. Σο­φι­α­νου Δ., «Ἱ­στο­ρι­κά σχό­λι­α σέ ἐ­πι­γρα­φές, ἐ­πι­γράμ­μα­τα, χα­ράγ­μα­τα καί ἐν­θυ­μή­σεις τῆς μο­νῆς Δου­σί­κου-Συμ­βο­λή στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς», Με­σαι­ω­νι­κά καί Νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά 1 (1981) 10-66· τοῦ Ι­δι­ου, îὉ ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης (1527-40) καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Δου­σί­κου. Ἀ­νέκ­δο­τα ἁ­γι­ο­λο­γι­κά καί ἄλ­λα κεί­με­ναï, ΜΝΕ 4 (1992) 181-231.

[32] Ὁ ἅ­γι­ος Ἀρ­σέ­νι­ος Ἐ­λασ­σό­νος κοι­μή­θη­κε στίς 13 Ἀ­πρι­λί­ου 1626 καί ἐ­τά­φη μέ τι­μές στόν κα­θε­δρι­κό να­ό τοῦ Σουσ­δα­λί­ου Ρω­σί­ας, ὅ­που ἐ­πί­σης εἶ­χε ὑ­πη­ρε­τή­σει θε­ο­φι­λῶς, ἐ­νῶ ἡ λα­ϊ­κή φή­μη τόν πε­ρι­έ­βα­λε μέ τήν αἴ­γλη τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας. Τό ἅ­γι­ο λεί­ψα­νό του ἄρ­χι­σε νά θαυ­μα­τουρ­γεῖ καί ἡ ρω­σι­κή ἐκ­κλη­σί­α τό ἔ­τος 1982 τόν κα­τέ­τα­ξε στήν χο­ρεί­α τῶν Ἁ­γί­ων. Βλ. Δη­μη­τρα­κο­που­λου Φω­τι­ου, Ἀρ­σέ­νι­ος ­λασ­σό­νος (1550-1626). Βί­ος-ἔρ­γο-ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τα. Συμ­βο­λή στή με­λέ­τη τῶν με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν λο­γί­ων τῆς Ἀ­να­το­λῆς, [Ἑλ­λη­νι­κά κεί­με­να καί με­λέ­τες – 2], ἐκδ. ὀρ­γα­νι­σμός Π. Κυ­ρι­α­κί­δη, Ἀ­θή­να 2007.

[33] Λό­γῳ τῶν δυ­σμε­νῶν πο­λι­τι­κῶν συν­θη­κῶν, πού δι­α­μορ­φώ­θη­καν στήν Θεσ­σα­λί­α, ὁ ἅ­γι­ος μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης Κυ­πρι­α­νός, προ­κά­το­χος τοῦ Ἀν­τω­νί­ου, στά 1318, ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τήν Λά­ρι­σα καί κα­τέ­φυ­γε στά Τρί­κα­λα. Τό ἴ­δι­ο ἔ­τος μέ ἔκ­δο­ση σι­γιλ­λί­ου ἐκ μέ­ρους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου τά Τρί­κα­λα κα­τέ­στη­σαν ἕ­δρα τῶν μη­τρο­πο­λι­τῶν Λα­ρί­σης. Στά 1739 ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης Ἰ­ά­κω­βος Β΄ ἐ­πα­νέ­φε­ρε καί πά­λι τήν ἕ­δρα του στήν Λά­ρι­σα.

[34] Σο­φι­α­νου Δ., «Χατ­ζῆ-Γε­ρα­σί­μου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Δου­σι­κι­ώ­τη», Τρι­κα­λι­νά 7 (1987) 27-29.

[35] Βλ. R­i­go Α., Χρο­νι­κὸν τῶν Με­τε­ώ­ρων, σ. 132, 134.

[36] Στήν μο­νή Δου­σί­κου σώ­ζε­ται γράμ­μα τοῦ πα­τρι­άρ­χη Δι­ο­νυ­σί­ου Β΄, ἔ­τους 1550, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν με­τά­θε­ση τοῦ Νε­ο­φύ­του ἀ­πό τήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν στήν μη­τρό­πο­λη Λα­ρί­σης. Ὑ­πο­γρα­φή τοῦ Στα­γῶν Νε­ο­φύ­του ὑ­πῆρ­χε καί στόν κώδ. 41 μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, μή σω­ζό­με­νο σή­με­ρα.

[37] Σο­φι­α­νου Δ., îΟἱ Νε­ό­φυ­τοι Λα­ρί­σης τοῦ 16ου αἰ.­», Ἐ­πε­τη­ρίς Με­σαι­ω­νι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου 15/16 (1965/66) 90,101-102.

[38] Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Τρί­α Πα­τρι­αρ­χι­κά Σι­γίλ­λι­α. Ἀ­νέκ­δο­τα, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 1995, σ. 35.

[39] Στόν κώδ. 421, βιβλίο Προθέσεως τοῦ Μετεώρου, στό φ. 4α, πρίν ἀπό τόν Σταγῶν Ἰωάσαφ μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος Σέργιος. Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Σέργιος συνυπογράφει, ἐπίσης, σέ συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νεοφύτου Β΄, ἔτους 1558, ὑπέρ τοῦ ἐλαιοτριβείου τῆς μονῆς Δουσίκου στήν περιοχή τῆς Ὀσδίνας. Τό γράμμα αὐτό, δέν σώζεται στό πρωτότυπό του, ἀλλά εὑρίσκεται ἀντιγραμμἐνο στόν κώδ. 59 τῆς μονῆς Δουσίκου (σ. 72, 504). Βλ. Καλουσιου Δ., «Δύο ἀξιόλογα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα τοῦ ἔτους 1558», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 68 (2015) 233-240.

[40] Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, σ. 356-384.

[41] Ζα­κυ­θη­νου Δ., «Ἀ­νέκ­δο­τα πα­τρι­αρ­χι­κὰ καὶ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ γράμ­μα­τα», Ἑλ­λη­νι­κὰ 10 (1937/8) 296-298.

[42] Στόν κώδ. 109 τοῦ Με­τε­ώ­ρου στό φ. 2α, ὑ­πάρ­χει ὁ τύ­πος ἐκ­φω­νή­σε­ως στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἀ­κο­λου­θί­α: «Σάβ­βα τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ­πι­σκό­που τῆς ­γι­ω­τά­της ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν», ἐ­νῶ προ­η­γεῖ­ται ἡ ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἱ­ε­ρε­μί­α τοῦ Τρα­νοῦ, τοῦ με­τέ­πει­τα οἰκ. πα­τρι­άρ­χη.

[43] Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ος ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Νο­μι­κή Συ­να­γω­γή τοῦ Δο­σι­θέ­ου (φ.215α-β), ἔν­θα κα­τα­χω­ρί­ζε­ται πρά­ξη ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ώς του στόν ἐ­πι­σκο­πι­κό θρό­νο. Σύμ­φω­να μέ τήν πρά­ξη αὐ­τή, ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἐκ Κλει­νο­βοῦ Κα­λαμ­πά­κας πα­τρι­άρ­χη Ματ­θαί­ου Β΄ (1595, 1598-1602), ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ἦ­ταν ὁ Ἱ­ε­ρε­μί­ας, ὁ ὁποῖος δέν ἀ­πέ­δω­σε τά ὀ­φει­λό­με­να δο­σί­μα­τα στό πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ἀλλά καί γι­ά ἄλ­λα «τι­να ἐγ­κλή­μα­τα» κα­θαι­ρέ­θη­κε. Στήν θέ­ση τοῦ ἔκ­πτω­του Ἱ­ε­ρε­μί­α ἐ­κλέ­χθη­κε ὁ Τι­μό­θε­ος (1599-1601). Με­τά τόν θά­να­το τοῦ Τι­μο­θέ­ου ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν κα­τέ­στη ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­πλή­ρω­σε τό ὀ­φει­λό­με­νο χρέ­ος πρός τήν Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά ὁ πα­τρι­άρ­χης Ματ­θαῖ­ος «τῷ Ἱ­ε­ρε­μί­ᾳ χα­ρι­ζό­με­νος», ἀ­πο­στέ­ρη­σε ἀ­πό τήν ἀρ­χι­ε­ρω­σύ­νη τόν Δι­ο­νύ­σι­ο. Οἱ κά­τοι­κοι τῶν Στα­γῶν δυσαρεστήθηκαν μέ τήν ἐ­πά­νο­δο τοῦ Ἱ­ε­ρε­μί­α, καί γιά τόν λόγο αὐτό, με­τά τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ Ματ­θαί­ου ἀ­πό τόν πα­τρι­αρ­χι­κό θρό­νο, ζή­τη­σαν τήν ἐ­πα­να­φο­ρά τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου ἀπό τόν πα­τρι­άρ­χη Νε­ό­φυ­το Β΄ (1602-1603,1607-1612) πρός ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τά­ξε­ως. Ἔτ­σι ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος τόν Μάρ­τι­ο τοῦ 1602 ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό οἰ­κου­με­νι­κό πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί αἰ­τή­θη­κε «με­τά δα­κρύ­ων» τήν ἐ­πί­λυ­ση τοῦ αἰ­τή­μα­τός του. Ὁ πα­τριάρ­χης Νε­ό­φυ­τος τόν ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε στήν ἐ­πι­σκο­πή καί ἐ­ξέ­δω­σε τήν ἐν λό­γῳ πρά­ξη. [Βλ. καί Σπανου Κ., «Ἡ καθαίρεση ἕξι ἐπισκόπων τῆς Θεσσαλίας στή Νομική Συναγωγή τοῦ Δοσιθέου (1601-1605)», ΘΗ 50 (2006) 222-225].

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ος ἀ­να­φέ­ρε­ται καί στήν ἐ­πι­γρα­φή τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ να­οῦ τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου Νέ­ας Ζω­ῆς Κα­λαμ­πά­κας, ἐν­τός τοῦ μο­να­στη­ρι­α­κοῦ δά­σους τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ με­τό­χι. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: « πάν­σε­πτος κ(αί) θεῖ­ος να­ός τοῦ ­γί­ου κ(αί) ἐν­δό­ξου με­γα­λο­μάρ­τι­ρος Δη­μη­τρί­ου τοῦ Μι­ρο­βλή­του / ­γέρ­θι ἐκ βά­θρον κ(αί) ­στο­ρί­στη δέ .­.­..ἀρ­χη­ε­ρα­τεύ­ον­τος δέ τοῦ θε­ω­φι­λε­στά­του ­πι­σκό­που τῆς ­γι­ο­τά­της ε­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν / κύ­ρι­ὁν Δι­ο­νι­σί­ὠν κ(αί) ε­τε­λει­ό­θη ἐν μη­νί Αὔ­γου­στος εἰς τάς / ­τους ζρκ΄ [=1612] ην­δι­κτι­­νος Ι». Στούς ἐ­πι­σκο­πι­κούς κα­τα­λό­γους κα­τά τά ἔ­τη 1605-1608/9 το­πο­θε­τεῖ­ται ὡς ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν ὁ ­βρα­άμ, ὁ ὁποῖος πα­ραι­τεῖται. Μέ τήν β΄ πατριαρχεία τοῦ Νε­ο­φύ­του Β΄ (1607-12), ἐν­δε­χο­μέ­νως, ἐ­πα­νέρ­χε­ται καί ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος στήν ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν. Στήν ἐν λόγῳ ἐ­πι­γρα­φή τοῦ ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου μνη­μο­νεύ­ε­ται ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος κατά τό ἔτος 1612 καί συμ­πί­πτει καί ἡ Ἰν­δι­κτι­ώ­να Ι΄ (10η). [Ὁ ἐν λό­γῳ να­ός ἀ­να­στη­λώ­θη­κε ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κά τό ἔ­τος 1997, ὑ­πό τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου].

Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 43 μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ὑ­πάρ­χει ἕ­να ἀ­χρο­νο­λό­γη­το ἀ­φι­ε­ρω­τι­κό ση­μεί­ω­μα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Δι­ο­νυ­σί­ου: «† το πα­ρών νό­μι­μων τα­φη­ἐ­ρο/σέν Δι­ο­νἤ­σι­ως ἀρ­χἱ­ε­ρεύς εις / των ἁ­γι­ων προ­τω­μαρ­τυ­ρά καί ἀρ­χη­δί­α­κό­νου Στε­φά­νου˙.­.. πλη­σϊ­ω του Μ(ε)τε­ό­ρων κ(αί)Βαρ­λα­άμ κ(αί) Στα­γούς / † Δϊ­ω­νἥ­σι­ος ἀρ­χη­ἰ­ε­ρευς / Στα­γων της με­γα­λης Θο­μις [=με­γά­λης Ἰ­θώ­μης]­».

[44] Ἡ ἐν­θύ­μη­ση στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 43 τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν δύ­ο ἐ­πί­σκο­ποι μέ τό ὄ­νο­μα Δα­νι­ήλ: α) «1643 ­πό­θα­νεν πρό­ην Στα­γῶν κῦρ Δα­νει­ἥλ Δε­κεμ­βρί­ου -11 / καὶ ­γι­νεν ἀν­ταυ­τού νύν Στα­γῶν κῦρ Δα­νει­ήλ Ι­­νου­α­ρί­ου 5» (φ. 2β). Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Δα­νι­ήλ Α΄ (1640/1-1643) δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἐ­πι­σκο­πι­κούς κα­τα­λό­γους.

β) Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Δα­νι­ήλ Β΄ ἀρ­χι­ε­ρά­τευ­σε κατά τά ἔτη 5.1.1644 ἕ­ως 12.4.1687, μέ ἐνδιάμεση καθαίρεση τό 1680 καί ἀποκατάστασή του τό ἴδιο ἔτος. Τό 1687 πα­ραι­τή­θη­κε, σύμ­φω­να μέ ἐν­θύ­μη­ση στόν προειρημένο κώ­δι­κα 43: «1687 ἔ­κα­με πἀ­ρέ­τη­σι ό πρό­ειν ςτἀ­γῶ(ν) / κ(ύ)ρ Δἀ­νεί­ηλ κ(αί) ἔ­γι­νεν ὁ ἄ­γι­ος ςτα­γῶ(ν) κ(ύ)ρ Ἀρ­σέ­νι­ος / Ἀ­πρηλ­λεί­ου – 12» (φ. 1β). Ἐ­κτε­νέ­στε­ρα βλ. καί Κα­λου­σι­ου Δη­μη­τρι­ου Γ., Ὁ κώ­δι­κας τῆς μη­τρο­πό­λε­ως Λα­ρί­σης (κώδ. Ε­ΒΕ 1472: 1647-1868), Λά­ρι­σα 2009, σ.17-23,30-32.

 Ἔγ­γρα­φο τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Δα­νι­ήλ, τό ὁ­ποῖ­ο φέ­ρει τήν χρο­νο­λο­γί­α ͵α­χο΄­(­;) [=1670] πε­ρι­έ­χε­ται στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 281 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ (φ. 66β-67α).

[45] Τήν ἐ­πι­γρα­φή αὐ­τή δι­έ­σω­σε ὁ Γ. Σω­τη­ρί­ου στά 1929 καί ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «Ὁ πα­ρών ἄμ­βω­νας τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης ἡ­μῶν Θε­ο­τό­κου / καί Ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας ἱ­στο­ρή­θη δι­ά συν­δρο­μῆς καί / ἐ­ξό­δου τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­πι­σκό­που τῆς ἁ­γι­ω­τά­της / ἐ­πι­σκο­πῆς Στα­γῶν κύρ Δα­νι­ήλ .­.­./  Ἱ­στο­ρή­θη δέ καί δι­ά χει­ρός κα­μοῦ κύρ Ἰ­ω­αν­νι­κί­ου ὁ­μοῦ / με­τά τῶν τέ­κνων (s­ic) αὐ­τοῦ Νι­κο­λά­ου ἐν τῷ ΖΡΜΘ [=1640/41]­». Βλ. Σω­τη­ρι­ου Γ. Α., «Ἡ Βα­σι­λι­κή τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου ἐν Κα­λαμ­πά­κᾳ», Ε­ΕΒΣ 6 (1929) 304. Ὁ Π. Οὐσπένσκυ ἀναφέρει ὡς ἔτος ἱστορήσεως τοῦ ἄμβωνα τό 1633, [Χρι­στι­α­νι­κὴ ­να­το­λή, σ. 232].

[46] Στό τέ­λος τοῦ κώδ. 27 τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ὑ­πο­γρά­φει ἰ­δι­ο­χεί­ρως: «† ὁ ςτα­γῶν Ἀρ­σέ­νι­ος» κα­θώς καί στόν κώδ. 43 (φ. 162α). Ὡς πρώ­ην Στα­γῶν ὑ­πο­γρά­φει τήν 27η Ὀ­κτω­βρί­ου 1724 σέ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς ἰ­δί­ας μο­νῆς. Ὁ Ρῶσος ἀρχιμ. Πορφύριος Οὐσπένσκυ δίδει τήν πληροφορία, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή τήν ὁποία ἀνέγνωσε στόν ἄμβωνα, ὅτι ἡ διακοσμημένη μέ φατνώματα ὀροφή τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας πραγματοποιήθηκε μέ δαπάνες τοῦ Σταγῶν Ἀρσενίου τό ἔτος 1723. [Βλ. Ου­σπέν­σκυ Π., Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 231,366].

[47] Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Τρί­α Πα­τρι­αρ­χι­κά Σι­γίλ­λι­α, σ. 28-37.

Στήν βιβλιοθήκη παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου σώζεται βιβλίο (ὑπ’ ἀριθ. 77) μέ τίτλο: «Τῆς Καινῆς Διαθήκης Ἅπαντα, ἐκδ. Λειψίας 1564», στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ κτητορική ἀφιέρωση: «Κ(αί) τόδε σύν τοῖς ἄλλοις Ἀρσενί(ου) ἐπισκόπ(ου) / Σταγῶν:∙».

[48] Βέ­η Ν., «Συμ­βο­λή», Βυ­ζαν­τὶς 1 (1909) 236ξδ, 310-312, ἀρ. 19.

[49] Βλ. Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, «Ἴ­σον ἀ­πα­ράλ­λα­κτον σι­γιλ­λι­ώ­δους γράμ­μα­τος τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χου Πα­ϊ­σί­ου Β΄, πρός τήν ἱ­ε­ρά μο­νή ἁ­γί­ου Στε­φά­νου Με­τε­ώ­ρων, ἔ­τους 1743», Τρι­κα­λι­νά 20 (2000) 63-82.

[50] Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Θε­ο­φά­νης ὑ­πο­γρά­φει ἀ­χρο­νο­λό­γη­τα καί μο­νο­κον­δυ­λι­κῶς στόν κώδ. 354 τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

[51] Σο­φι­α­νου Δ., Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Παρ­θέ­νι­ος, ἀ­δελ­φός τῆς Ἱ­. Μ. Βαρ­λα­άμ τῶν Με­τε­ώ­ρων, δω­ρη­τής καί κτή­το­ρας κω­δί­κων», [Β΄ ­στο­ρι­κό Συ­νέ­δρι­ο Κα­λαμ­πά­κας, ἐκ­δ. Γέ­νε­σις, Κα­λαμ­πά­κα 2005], σ. 287-301.

[52] Σο­φι­α­νου Δ., «Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­του, ἀ­νέκ­δο­το προ­σκυ­νη­τά­ρι­ο τῶν μο­νῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων», Τρι­κα­λι­νά 6 (1986) 7-26, ἔν­θα τό στι­χούρ­γη­μα τοῦ Γα­βρι­ήλ.

[53] Κτη­το­ρι­κά ση­μει­ώ­μα­τά του ὑ­πάρ­χουν στούς ἑ­ξῆς κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, ἤ­τοι: 119, 142, 143, 148, 166, 175, 206 καί 223-261, 268-273 τοῦ 18ου αἰ­. Ὅ­πως δεί­χνει ἡ γρα­φή τῶν πε­ρισ­σο­τέ­ρων κω­δί­κων, ὁ Παρ­θέ­νι­ος συ­νερ­γα­ζό­ταν μέ τόν γνω­στό Γι­αν­νι­ώ­τη βαρ­λα­α­μί­τη κω­δι­κο­γρά­φο Ἀ­να­στά­σι­ο Σου­γδου­ρῆ. Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Παρ­θε­νί­ου ὑ­πάρ­χει στόν κώδ. 2 Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δο­ς˙ κώδ. 133 Βαρ­λα­άμ καί κώδ. 603 Με­τε­ώ­ρου.

[54] Βλ. Βέ­η Μαι­ρησ, «Δύ­ο ἐ­πι­στο­λαὶ πρὸς Παρ­θέ­νι­ον Στα­γῶν ἁ­γί­ου Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ καὶ μί­α ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ μα­θη­τοῦ του Κυ­πρι­α­νοῦ μο­να­χοῦ», Θεσ­σα­λι­κὰ Χρο­νι­κὰ 15 (1984) 175-188.

[55] Βλ. «Ἶ­σον ἀ­πα­ράλ­λα­κτον» τοῦ πρω­το­τύ­που τοῦ σι­γιλ­λί­ου τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Κυ­ρίλ­λου Στ΄ (1813-18) ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἔ­τους 1818, ἔν­θα γί­νε­ται μνεί­α γι­ά τήν ἐν λό­γῳ δι­α­θή­κη. [Ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος].

[56] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «†­νη­γέρ­θη μέν / ἐκ βά­θρων θεῖ­ος οὗ­τος / κ(αὶ) πάν­σε­πτος να­ὸς ­π­νό/μα­τι τῶν ­γί­ων Πάν­των ἐν ­τει σ(ω­τη)ρί­ / ͵αψ­ξα΄ ­στο­ρή­θη δὲ κ(αὶ) εἴ­λη­φε τέ­λος / ἐν τῷ κάλ­λει τού­τῳ ὡς ­ρᾶ­ται ἐν ­τει ͵αψξϛ΄ / ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τος τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του κ(αὶ) λο/γι­ω­τά­του ­πι­σκό­που τῆς ­γι­ω­τά­της ­πι­σκο/πῆς ταύ­της Στα­γῶν κυ­ρί­(ου) Παρ­θε­νί­(ου).­.. / δι­ά χει­ρῶν Στερεοῦ [=Στεργίου] καί Ἰω­άν­ν(ου) τῶν / αὐ­τα­δέλ­φων καί ­γι­ο­γρά­φων / ­πό χώ­ρας Κα­λα­ρί [τες]­».

[57] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή στήν δυ­τι­κή πλευ­ρά τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ να­οῦ σή­με­ρα εἶ­ναι ἐ­φθαρ­μέ­νη καί ἐ­ξί­τη­λη. Τμῆ­μα αὐ­τῆς δι­έ­σω­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας Ἰ­ω­άν­νης Πα­πα­σω­τη­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος στίς 15.9.1933 τήν ἀ­νέ­γνω­σε ὡς ἑ­ξῆς: «Ἱ­στο­ρή­θη ὁ πάν­σε­πτος καὶ θεῖ­ος να­ὸς τῆς σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου .­.. ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τος τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­πι­σκό­που κυ­ρί­ου κυ­ρί­ου Παρ­θε­νί­ου καὶ συν­δρ.­.­.­». Πα­πα­σω­τη­ρί­ου Ι­ω­αν­νου, Τά Με­τέ­ω­ρα, Τρί­κα­λα 1934, σ. 123. Βλ. καί Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α,  σ. 241-244.

[58] B­j­o­r­n­s­t­ä­hl J., Τό ὁ­δοι­πο­ρι­κό, σ. 71-72, 79.

[59] Ου­σπέν­σκυ Πορ­φυ­ρι­ου (Ἀρ­χιμ.­), Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 224.

[60] Ου­σπέν­σκυ Π., Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 234.

[61] Ἀρ­χι­κά χρη­μά­τι­σε δι­ά­κο­νος τοῦ Λα­ρί­σης Με­λε­τί­ου Γ΄, τοῦ Καλ­λι­άρ­χη ἀ­πό τήν Χί­ο (1769-92). Στήν συ­νέ­χει­α χει­ρο­το­νή­θη­κε ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν (1784-1808), ἀρ­γό­τε­ρα Ση­λυ­βρί­ας (1816) καί κα­τό­πιν Φι­λιπ­που­πό­λε­ως (1818-†1821/22).

[62] Σέ ἀρ­κε­το­ύς κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος σώ­ζον­ται κτη­το­ρι­κά ση­μει­ώ­μα­τα τοῦ Παϊσίου, [ἤ­τοι: 6, 10,17,23,26,28Α,30,33,38,40]. Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τός του ὑ­πάρ­χει στόν κώδ. 2 Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δο­ς˙ κώδ. 176 μο­νῆς Βαρ­λα­ά­μ˙ 21 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου καί 603 Με­τε­ώ­ρου. Ἐ­πί­σης ὑ­πο­γρά­φει μο­νο­κον­δυ­λι­κῶς στό φ. 260β τοῦ κώδ. 64 τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

[63] Ὁ Ν. Βέης μᾶς πληροφορεῖ στήν Ἔκθεσή του τό 1945: «Τό ἀρχεῖο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν καί πολλά γράμματα ...τοῦ ἐπισκόπου Παϊσίου...κατεστράφη σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς». Βέ­η Ν., «Τέσ­σα­ρες ἐκ­θέ­σεις πε­ρὶ τῶν εἰς τά Με­τέ­ω­ρα καὶ τὴν λοι­πὴν Θεσ­σα­λί­αν ἀ­πο­στο­λῶν μου», Θεσ­σα­λι­κά Χρο­νι­κά 7-8 (1959) 35.

[64] Γε­δε­ων Μα­νου­ηλ, «Χρο­νι­κά τῆς Πα­τρι­αρ­χι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας», Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ­λή­θει­α [Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως] 1882-83, ἔ­τος 3ον, σ. 476-477˙ τοῦ Ι­δι­ου, «Ὁ κῶ­διξ τοῦ Πα­ϊ­σί­ου», Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ­λή­θει­α 1888-89, ἔ­τος 9ον, σ. 6. Στά 1798 μέ συνοδική πατριαρχική ἀπόφαση ὁ Παΐσιος μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος καί ἵδρυσε σχολεῖο στίς Καρυές, πρός μόρφωση τῶν μοναχῶν. Στά 1809 διορίσθηκε ἐπιστάτης τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, χοροστατῶν στίς ἱερουργίες καί ἄλλες πνευματικές ἐκδηλώσεις τῆς Σχολῆς.

[65] Φοροπουλου Νικ., «Παΐσιος», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 9, σ. 1064-1065.

[66] Τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἐπίσκοπο Παΐσιο, ὑπό τοῦ Δημ. Βαρδάκα ἐκ Μεσσόβου, καί τό προλογίζει ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος. Μετά τόν πρόλογό του εἶναι γραμμένοι πολιτικοί καί ἰαμβικοί στίχοι τοῦ ἰδίου. Τήν ἀντιγραφή τοῦ κειμένου, προκειμένου νά δοθεῖ γιά ἐκτύπωση, ἐποίησε ὁ ἐκ Κλεινοβοῦ Ἀθανάσιος (σ. 84). Ὁ Σταγῶν Παΐσιος ἐ­δώ­ρη­σε, ἐ­πί­σης, τό ἴδιο βιβλίο στόν ἡ­γού­με­νο τοῦ Με­τε­ώ­ρου Παρ­θέ­νι­ο (βλ. κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 600). Ἐπίσης, στήν μονή ἁγίου Στεφάνου σώζεται Λεξικό τοῦ Βαρίνου Φαβωρίνου, ἔτους 1538,  (ὑπ’ ἀριθ. 9), στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ κτητορική ἀφιέρωση: «Ἐκ τῶν τοῦ Παϊσίου Ἱεροδιακόνου ἡ βίβλος αὕτη / τοῦ καί ἐπισκόπου Σταγῶν εἶτα χρηματίσαντος».

[67] Στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς εἰ­σό­δου τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κα τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι ἱ­στο­ρη­μέ­νη ἡ Θε­ο­τό­κος σε­βι­ζο­μέ­νη ἀ­πό ἀγ­γέ­λους μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Δι­ά χει­ρός τα­πει­νοῦ Δη­μη­τρί­ου / Κα­λα­ρί­του 1782 ­α­νου­α­ρί­ου 25». Κά­τω ἀ­πό τόν Ἀρ­χάγ­γε­λο Μι­χα­ήλ ἀ­να­γρά­φον­ταν οἱ στί­χοι: «Δε­κτή Λι­τή σοι, ἥν Πα­­σι­ος φέ­ρει τῆς σῆς πρό­σω / Δέ­σποι­να ἐν­δό­ξου τι­μῆς γέ­νοι­το˙ καί δή οὐ πα­ρεῖ­δες / εὐ­τε­λές γρα­φῇ, ­περ νό­μι­μον οὖ­σἐν εἰ­κό­νι. / ­πί ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ ἐκ Κλι­νο­βοῦ», ­νῶ στήν νό­τι­α πρό­σο­ψη τοῦ νάρ­θη­κα ἦ­ταν ἱ­στο­ρη­μέ­νοι τρεῖς ὁ­λό­σω­μοι ἅ­γι­οι «δι­ά χει­ρός μα­θη­τοῦ Δη­μη­τρί­ου Κα­λαρ­ρύ­του.­.. ἐ­πί ἀρ­χι­ε­ρέ­ως Στα­γῶν κυ­ρί­ου Πα­ϊ­σί­ου, ἐκ κώ­μης Κλι­νο­βοῦ 1792». Βλ. Σω­τη­ρι­ου Γ. Α., «Ἡ Βα­σι­λι­κή τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου ἐν Κα­λαμ­πά­κᾳ», Ε­ΕΒΣ 6 (1929) 312. Σύμφωνα μέ τόν Πορφύριο Οὐσπένσκυ ὁ Παΐσιος εἶχε δωρίσει ἐπίσης στόν ναό τῆς Παναγίας ἕνα εἰδικό ἀναλόγιο γιά τόν Κανονάρχη τό ἔτος 1794. [Ου­σπέν­σκυ Π., Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 232]. Ἐπίσης ὁ ἡ­γου­με­νι­κός θρό­νος τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί τά δύο ἀναλόγια τοῦ κα­θο­λι­κοῦ πε­ποι­κιλ­μέ­να μέ φίλ­ντι­σι κα­τα­σκευ­ά­στη­καν «ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου ἁγίου Σταγῶν κυρίου Παϊσίου καί ἡγουμενεύοντος κυρίου Ἀνατολίου», [Παπασωτηρίου Ιω., Τά Με­τέ­ω­ρα, σ. 55].

[68] Ἀ­πό τό γράμ­μα αὐ­τό (ἔτ. 1788), προ­κύ­πτει ὅ­τι ἀρ­χι­κά οἱ κτί­το­ρές τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου, εἶ­χαν θέ­σει τό μο­νύ­δρι­ο στήν κη­δε­μο­νί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν. «Ἐξ αὐ­τῆς ἀρ­χῆς ἦν προ­ση­λω­μέ­νον ἀ­πὸ τῶν ἀ­οι­δί­μων αὐ­τοῦ κτη­τό­ρων τῷ κα­τὰ και­ροὺς θε­ο­φι­λε­στά­τῳ ἐ­πι­σκό­πῳ Στα­γῶν ὣς ἔ­χειν τὴν ἐ­π’ αὐ­τὸ πρό­νοι­αν καὶ κη­δε­μο­νί­αν». Βλ. Βε­η, «Συμ­βο­λή», σ. 330, ἀρ. 27. Βλ. καί Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, ­ε­ρά ­σκη­τή­ρι­α, σ. 228-234.

[69] «Ὄμ­μα­σι ρή τέ­θη­πε, Χρύ­σε­ον πό­νον / χει­ρῶν ­πό­πτα, ἔρ­γα τέμ­πλον ἐν­νύ­λο(ι)ς / κέ­α­ρoς ἀλλ ­μα­τα τεῖ­νον ἐς πρό­σω / εἴ­δει ἐν ἄρ­του Χρι­στόν ­λη­θῶς σέ­βου· / τρώ­γο(ν)τα, Σῶ­τερ, κἀ­μέ τόν δἀρ­χι­θύ­την / νυμ­φῶ­νι ἔν­θες τλεί­μο­να οὐ­ρα­νί­: / Πα­ϊ­σί­ου ἀρ­χε­ρέ­ως Στα­γῶν τοῦ Κλει­νο­βί­ου, / τοῦ καί ­ρη­γεί­σαν­τος ­πί τῷ τε­μέ­νει / ͵α­ψϞ­α­ω΄ [=1791] Νο­εμ­βρί­ου Α­η».

[70] Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Πα­ϊ­σί­ου ὑ­πάρ­χει σέ ἔν­τυ­πο Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, τό ὁ­ποῖο φέ­ρει τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Το πα//ρον η­ε/ρον ευ­α//γγε­λι­ον / υ­παρ­χοι // τις μο­νις / του προ­το­μαρ­τι­ρος Στε­φα­νου ε­πι / Αρ­χι­ε­ρε­ος Στα­γον κυρ Παυ­σι­ου / η­γου­με­νε­βον(τος) πα­πα κυρ Αμ­βρο­σι­ου / 1787».

[71] «Ἐξ ­δί­ων πό­νων καί δα­πά­νης ­δί­ας, οὐ μό­νο τό ­πι­σκο­πεῖ­ον ­νε­καί­νη­σεν ὡς ­δη κα­θο­ρᾶ­ται, ἀλ­λά καί τούς ἐν τῇ αὐ­λῇ τῆς ­πι­σκο­πῆς οἰ­κί­σκους πρός ­πο­δο­χήν τῶν εἰ­σερ­χο­μέ­νων ­παρ­χι­ω­τῶν [κλη­ρι­κῶν] καί ξέ­νων ­νῳ­κο­δο­μή­σα­το καί λει­βά­δι­ον προ­σε­κτή­σα­το πλη­σί­ον τοῦ μύ­λου, τοῦ ­ε­ροῦ μο­να­στη­ρί­ου [ἁ­γί­ου] Στε­φά­νου ­να ­χω­σι ­νε­ξό­δως ­νω­θεν οἱ κα­τά και­ρόν ἐν εὐ­τῇ τῇ ­πι­σκο­πῇ ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τες τήν νο­μήν τῶν ­δί­ων ­πο­ζυ­γί­ων». [«Ἶ­σον ἀ­πα­ράλ­λα­κτον» τοῦ πρω­το­τύ­που τοῦ σι­γιλ­λί­ου τοῦ πα­τρι­άρ­χη Κυ­ρίλ­λου Στ΄ (1813-18) ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἔ­τους 1818, Ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος]. Βλ. καί Κο­το­που­λη Φω­τη, Τά Με­τέ­ω­ρα, ἐκδ. Δί­φρος, Ἀ­θῆ­ναι 1973, σ. 159-162. Ὁ ἀρχιμ. Π. Οὐσπένσκυ ἀναφέρει ὅτι τό οἴκημα ἦταν ἀνακαινισμένο τό «1791, ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου», σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, τήν ὁποία ἀνέγνωσε. [Χρι­στι­α­νι­κὴ ­να­το­λή, σ. 230].

[72] Θα­να­σου­λα Στε­φα­νου, Λα­ο­γρα­φι­κά Κα­λα­μπά­κας, ἔκ­δ. Δῆ­μος Κα­λα­μπά­κας 1992, σ. 46.

[73] Τό ἴδιος ἔτος 1798, ἐ­πί τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ Πα­ϊ­σί­ου, κτί­στη­κε ὁ να­ός τῆς ἁ­γί­ας Βαρ­βά­ρας Κα­λαμ­πά­κας καί ἀ­να­κτί­στη­κε σχε­δόν ἐκ βά­θρων ὁ να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου Κα­λαμ­πά­κας (στήν συ­νοι­κί­α Σο­πο­τοῦ), σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «†το προ­τον θεμ/ε­λη­ιν του α­γι­ου Γε­ω[ρ]γι­ου ΖΠ / † ι με­τακ(αι)νη­στι εις των / αρ­χη­ε­ρε­α κ(αι) θε­ο­φη­λε­στατ/ου αυ­θεν­τως κ(αι) δι­σπό­του κυ/ρι­ου κηρ Παι­σι­ου Στα­γῶν.­.­.­». Ἐπίσης στόν δίκογχο ναΐσκο ἁγίου Βασιλείου καί ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, στήν εἰκόνα τῶν ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: «† Ἐπὶ ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου, τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ διὰ χειρὸς Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, 1790 Ἰουλίου 26». Στόν ναΐσκο τῶν Ἁγίων Πάντων ὑπῆρχε εἰκόνα μέ τήν ἐπιγραφή: «† Ἡ παροῦσα τῶν ἁγίων ἱστορία / Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί Δημητρίου ἐγράφη διά χειρός Γεωργίου μαθητοῦ Ζούκη Καλαριό/του ...ἐπί ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου τοῦ ἐκ κώμης Κλινοβοῦ / 1790 Μαρτίου α΄».

[74] Ὑ­πάρ­χουν, ἀ­κό­μη, δύ­ο ἔμ­με­τρες κτητορικές ἐ­πι­γρα­φές: Α) îΘεῖ­οc θε­α­ται ὅν­περ ­θρε­ος  [=Ἀθρόος] / δό­μοc ε­πεύ­c­αν­τοc [ὀρ­θό: ἱπ­πεύ­σαν­τος] ἤρ­θη ἀπ/πλέ­τοις ­γου­μέ­νου μό­χθ[ο]ιc / ε[]c ­ψοc Ἀμ­βρο­c­ί­ου· ἐκ βά­θρων / μο­νῆc δέ ­βρᾷ θε­c­πε­c­ί­ηc / δα­πά­νη[ς] οὗ ταῖς ­μῶν μέ/μνη­c­θε εὐ­χαῖc πα­τέ­ρεc / ­πί προ­έ­δρου τ{ό}ν [=τῶν] Στα­γῶν πα/ροι­κί­αc κύρ Πα­ϊ­c­ί­ου· ­γε / Κλ[ε]ι­νο­βόc πά­τρη τοῦ {­}λο/γί­μου [=ἐλ­λο­γί­μου]· ε[]γε­νοῦc κ(αί) ζα­θέ­ου / πα­ροἰ­κο­νό­μου Κλ[ε]ι­νο­βοῦ / Γε­ωρ­γί­ου εἰ[c] μνεί­αν ­δε ­γρά/φη τά τ[ο]ι­ά­δε». Β) îΔῶ­κε πο­θεί­ε­c­ι Νῶ­ε κι­βω/τό­c c­ώ­μα­c­ι λύ­τρα ε­ξῆ­γε ζῶν/τα­c κα­τα­κλύ­c­ι­οc ό­λωc / να­όc δι­ε­ρόc c με­ρο­παι[ς] [=Μέ­ρο­πας] πι­c­τούc π/ε­ρι­c­ω­ζι ψυ­χάc τα­γρευ­ει, δι­α­βο­λου / πα­γι­δων τε­λωc αρ­χι ι­αμ­βοι­κη / ­γου­c­ι θεῖ­ονη­κόν εἰ­c υ­μνω­δί­αν θε/c­κευ­ταί [=Θρη­σκευ­ταί] οἱ μέ­νον­τε[ς] ω­δε Παν­τα­ναξ / ­πωc ε­νω­ού­ω­c­ι­μα  κυ­ρι­ου / εἰ­c λύ­τρα κό­c­μου Χα­ρα­λάμ­πουc πρε/c­βεί­αιςτή­ρι­ξον αὐ­τον ­χρι του τέ/λου­c Λό­γε μέ­μνη­c­ο κα­μοῦ / υ­μέ­ρα φρι­κτω­δί­κηc τον Στα­γῶν / Πα­ϊ­c­ί­ου ε­τοc ͵α­ψϞ­η [=1798]­».

[75] Βε­η, Ἔκ­θε­σις, σ. 59, ἀρ. 92.

[76] Ἡ μο­νή τῆς με­τα­νοί­ας του ἦ­ταν τό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Τσού­κας Ἰ­ω­αν­νί­νων, πλη­σί­ον τοῦ χω­ρί­ου Λοτ­ζέτ­σι [σημ. Ἑλ­λη­νι­κό]. Δι­ε­τέ­λε­σε ἡ­γού­με­νος τῆς ὡς ἄ­νω μο­νῆς. Πε­ρί αὐ­τοῦ βλ. Μα­νο­που­λου Γρη­γο­ρι­ου, «Ὁ ἀ­πό Δυρ­ρα­χί­ου ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Γα­βρι­ήλ (1808-15) καί πρώ­ην ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Τσού­κας Ἰ­ω­αν­νί­νων», Ἠ­πει­ρω­τι­κά Χρο­νι­κά 37 (2003) 239-298· Κα­λου­σι­ου Δ., îΤρι­κα­λι­νά Σύμ­μει­κτα ΚΔ´­», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 43 (2003) 306-314.

[77] Βρανουση Λ., «Κῶδιξ ἐπιστολῶν τῶν ἐτῶν 1759-1824, καταρτισθεὶς ὑπὸ Ἰωάννου Οἰκονόμου τοῦ Λαρισσαίου», ΕΜΑ 14 (1964) 136-137.

[78] Ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐκ­δό­θη­κε μέ τόν τί­τλο: «Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ἁ­γί­ων καὶ θε­ο­φό­ρων πα­τέ­ρων ἡ­μῶν καὶ αὐ­τα­δέλ­φων Νε­κτα­ρί­ου καὶ Θε­ο­φά­νους, τῶν κτι­τό­ρων τῆς σε­βα­σμί­ας καὶ βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Βαρ­λα­ὰμ τῇ ἐν τῷ Με­τε­ώ­ρῳ, τῶν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων τὸ γέ­νος Ἀ­ψα­ρά­τες. Νῦν πρῶ­τον τύ­ποις ἐκ­δο­θεῖ­σα καὶ με­τ’ ἐ­πι­με­λεί­ας δι­ορ­θω­θεῖ­σα φι­λο­τί­μῳ δα­πά­νῃ τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­πι­σκό­που ἁ­γί­ου Στα­γῶν κυ­ρί­ου Γα­βρι­ὴλ τοῦ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἐκ χω­ρί­ου Λο­ζέτ­ζι [=Ἑλ­λη­νι­κό]. Ἐν Βε­νε­τί­ᾳ, πα­ρὰ Νι­κο­λά­ῳ Γλυ­κεῖ τῷ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1815».

[79] Βλ. κώδ. 90 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, φ. 199α, 198β, 195α, 196α, 194α. Βλ. καί κώδ. 105 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, φ. Α­α. Στήν βιβλιοθήκη παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου σώζεται Κυριακοδρόμιο, ἔτους 1796, (ὑπ’ ἀριθ. 124), στό ὁποῖο διαβάζουμε τήν κτητορική ἀφιέρωση: «Καί τόδε ἐκ τῶν τοῦ ταπεινοῦ ἀρχιερέως ἐπισκόπ(ου) Σταγ(ῶν) Γαβριήλ:».

[80] Δι­ο­νυ­σί­ου [Χα­ρα­λάμ­πους] (μη­τροπ. Τρίκ­κης καί Στα­γῶν), Τά Με­τέ­ω­ρα, Ἀ­θῆ­ναι 19764, σ. 97.

[81] L­e­a­ke M­a­r­t­in W­i­l­l­i­am, «Τα­ξί­δι στή Θεσ­σα­λί­α τοῦ 1809/10», ΘΗ 38 (2000) 169.

[82] Τό ση­μεί­ω­μα αὐ­τό ὑ­πο­γρά­φουν ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Ἄν­θι­μος, ὁ Βαρ­λα­α­μί­της ἡ­γού­με­νος Χρι­στο­φό­ρος καί ὁ πα­πα-Εὐ­θύ­μι­ος. Εὑ­ρί­σκε­ται στά ἀν­τι­γραμ­μέ­να φύλ­λα μέ τό «­σον ­πα­ράλ­λα­κτον» τοῦ πρω­το­τύ­που τοῦ σι­γιλ­λί­ου τοῦ πα­τρι­άρ­χη Κυ­ρίλ­λου Στ΄, [ἀρ­χεῖ­ο ἐγ­γρά­φων Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος].

[83]  Ἐ­κτε­νέ­στε­ρα βλ. Κα­λου­σι­ου Δ., «Ὁ ἐ­πί­σκο­πος τῶν Στα­γῶν Ἀμ­βρό­σι­ος, ἀ­πό τό Φα­νά­ρι Καρ­δίτ­σας (1815-21)­», ΘΗ 65 (2013) 289-314. Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τός του ὑ­πάρ­χει στόν κώδ. 603 τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

[84] Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ ἐ­πι­σκό­που Δι­ο­νυ­σί­ου εὑ­ρί­σκου­με στόν κώδ. 59 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου (φ. 353β, 366α) μέ τήν χρο­νο­λο­γί­α 1827, ἐνῶ στόν κώδ. 2 Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος (φ. 125α) ὑ­πο­γρά­φει ἰ­δι­ο­χεί­ρως.

[85] Βλ. κώδ. 287 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 71α. Τό ἴ­δι­ο συ­νυ­πο­σχε­τι­κό γράμ­μα ἔ­χει κα­τα­χω­ρι­σθεῖ καί στόν κώ­δι­κα 142 ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, σ. 49.

[86] Οἱ σχε­τι­κοί κα­τά­λο­γοι πε­ρι­έ­χον­ται στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 142 τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου.

[87] Κα­λου­σι­ου Δ., «Τρι­κα­λι­νά Σύμ­μει­κτα ΚΓ´» ΘΗ 42 (2000) 217-218.

[88] Ου­σπέν­σκυ Π., Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 232.

[89] Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Θε­ό­φι­λος στά 1869 με­τα­τί­θε­ται γι­ά τήν μη­τρό­πο­λη Σι­σα­νί­ου καί Σι­α­τί­στης (1869-1871) καί κα­τό­πιν στήν μη­τρό­πο­λη Σω­ζο­α­γα­θου­πό­λε­ως (1872-1881).

[90] Βέ­η Ν., «Τέσ­σα­ρες ἐκ­θέ­σεις», Θεσ­σα­λι­κά Χρο­νι­κά 7-8 (1959) 31.

[91] Ἡ νῦν αἴ­θου­σα «ἐ­γέ­νε­το ἐ­πὶ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Θε­ο­φί­λου καὶ κα­θη­γου­μέ­νου ἀρ­χι­μαν­δρί­του κ. Ἀν­θί­μου, σκευ­ο­φύ­λα­κος Ἱ­λα­ρί­ω­νος ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου τῷ 1866 Μα­ΐ­ου 25». Πα­πα­σω­τη­ρί­ου Ι­ω., Τά Με­τέ­ω­ρα, σ. 44.

[92] Κα­τά τό ἔ­τος 1868 ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Κλή­μης ἐ­ξε­λέ­γη τι­του­λά­ρι­ος ἐ­πί­σκο­πος Κλαυ­δι­ου­πό­λε­ως, κα­τό­πιν ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν (1873-80), ἀρ­γό­τε­ρα Δρυ­ϊ­νου­πό­λε­ως (1880-88) καί με­τέ­πει­τα μη­τρο­πο­λί­της Γρε­βε­νῶν (1888-96). Βλ. Κα­λου­σι­ου Δ., îΤρι­κα­λι­νά Σύμ­μει­κτα Ι­Α´­», ΘΗ 28 (1995) 233-235.

Μνεί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Κλή­μεν­τος γί­νε­ται σέ κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ἤ­τοι: 6, (σ. 491)˙ 38, (φ. 31r)˙ 17 (φ. Αβ). Ὁ Στα­γῶν Κλή­μης ὑ­πο­γρά­φει μο­νο­κον­δυ­λι­κῶς στόν κώδ. 53 τῆς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου. Μνεία τοῦ ὀνόματός του ὑπάρχει σέ ἐντοιχισμένη πέτρα στήν νότια πλευρά, πρός ἀνατολάς, τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας: «Αρχιερεαν / Κλημης. 1878».

[93] Πε­ρί τῆς Δω­ρο­θέ­ας Σχο­λῆς βλ. Νη­μα Θε­ο­δω­ρου, ἐκ­πα­ί­δευ­ση στή Δυ­τι­κή Θεσ­σα­λί­α κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Συμ­βο­λή στή με­λέ­τη τοῦ Θεσ­σα­λι­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, [Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρι­κά­λων, Σει­ρά: Κεί­με­να καί Με­λέ­τες, ἀρ. 9], ἐκδ. οἶ­κος Κυ­ρι­α­κί­δη, σ. 130-149.

[94] Παπασωτηριου Ιω., «Ἐπαρχία Καλαμπάκας», Τρικαλινά 7 (1987) 181. [Βλ. α΄ δη­μο­σί­ευ­ση: Ἔ­κτα­κτος ἔκ­δο­σις Θεσ­σα­λι­κῶν Χρο­νι­κῶν (1935-39) τῆς Ἱ­στο­ρι­κῆς καί Λα­ο­γρα­φι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας τῶν Θεσ­σα­λῶν, σ. 177-215].

[95] Θα­να­σου­λα Στε­φα­νου, Λα­ο­γρα­φι­κά Κα­λα­μπά­κας, ἔκ­δ. Δῆ­μος Κα­λα­μπά­κας 1992, σ. 47. Ἡ Κων­στάν­τι­ος Σχο­λή, καθώς σημειώνει στήν ὡς ἄνω μελέτη ὁ Ἰωάννης Παπασωτηρίου, «ἐγένετο, κατά τήν σχετικήν ἐπιγραφήν, δαπάναις Κωνσταντίου Γεωργίου, ἡγουμένου μονῆς ἁγίου Στεφάνου, ἐν ἔτει 1893».

[96] Ἡ φωτογραφία αὐτή δη­μο­σι­εύ­ε­ται στό λεύ­κω­μα «Κα­λαμ­πά­κα», Ταξίδι στό Παρελθόν, ἐκδ. ‘γένεσις΄, Καλαμπάκα 2002, σ. 44. Βλ. καί  Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Πέτρινο Δάσος, Ἱερά Ἀσκητήτια, τ. Α΄. σ. 371.

[97] Πε­ρί αὐ­τοῦ βλ. Κα­λου­σι­ου Δ., îΤρι­κα­λι­νά Σύμ­μει­κτα Ι­ΣΤ´­», ΘΗ 32 (1997) 225-227. Μνεί­α τοῦ ὀ­νό­μα­τός του ὑ­πάρ­χει στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 603 τοῦ Με­τε­ώ­ρου. Κα­τά τούς Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ἄν­θι­μος προ­έ­τρε­ψε τίς ἱ­ε­ρές μο­νές νά συν­δρά­μουν οἰ­κο­νο­μι­κά στίς οἰ­κο­γέ­νει­ες τῶν στρα­τι­ω­τῶν, ἐ­νῶ ὁ ἴ­δι­ος συ­νέ­βα­λε οἰ­κο­νο­μι­κά στόν σχε­τι­κό ἔ­ρα­νο (6.1.1913) καί πα­ρα­κο­λού­θη­σε «τόν ἀ­γω­νι­ζό­με­νον ἐ­θνι­κόν μας στρα­τόν, με­τέ­χων εἰς τάς ἐ­πι­χει­ρή­σεις». Βλ. Βο­βο­λι­νη Κων­σταν­τι­νου, ἐκ­κλη­σί­α εἰς τὸν ἀ­γῶ­να τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας (1453-1953), ἐκ­δό­της Παν. Κλει­σι­ού­νης, Ἀ­θῆ­ναι 1952, σ. 209.

[98] Βε­η Ν., Ἔκ­θε­σις, σ. 68.

[99] Δι­ο­νυ­σί­ου [Χα­ρα­λάμ­πους] (μη­τροπ.­), Τά Με­τέ­ω­ρα, σ. 97.

[100] «­φή­ρε­σαν πολ­λά, ἀρ­γυ­ρὲς καὶ μα­λα­μα­το­κα­πνι­σμέ­νες λει­ψα­νο­θῆ­κες, ­ση­μέ­νι­α στε­φά­νι­α ­γί­ων ­πὸ εἰ­κό­νες, πο­λύ­τι­μα ­φι­ε­ρώ­μα­τα, σταυ­ροὺς μὲ πο­λύ­τι­μα πε­τρά­δι­α, ἀρ­γυ­ρᾶ ­γι­α Πο­τή­ρι­α, καν­δῆ­λες ­ση­μέ­νι­ες καὶ θυ­μι­α­τά, χρυ­σο­κέν­τη­τες πο­δι­ές, μα­νου­ά­λι­α καὶ αὐ­τὴ ­κό­μη τὴν καμ­πά­να». Δι­ο­νυ­σί­ου [Χα­ρα­λάμ­πους] (μη­τροπ.­), Τά Με­τέ­ω­ρα, σ. 122.

[101] Πε­ρί τοῦ μη­τρο­πο­λί­του Δι­ο­νυ­σί­ου ἐκτενέστερα βλ. Πο­λυ­κάρ­που Τύμ­πα (πρω­το­πρ.­), Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ος. Μί­α λαμ­πρά ἑν­δε­κα­ε­τί­α (1959-1970), Ἀ­θῆ­ναι 1985· Μπα­λατ­σου­κα Σω­τη­ρι­ου, ­Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν Δι­ο­νύ­σι­ος (1907-1970), Τρί­κα­λα 2012.

[102] Στήν μονή Βαρλαάμ, μέ πρωτοβουλία τοῦ μητροπολίτου Διονυσίου, ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ἡ ΝΔ πτέρυγα τῶν κελλίων. Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Η ΝΔ πτε­ρυξ α­νη­γερ­θη εκ βα­θρων / το ε­τος 1961 ε­πι αρ­χι­ε­ρα­τει­ας Δι­ο­νυ­σι­ου / και η­γου­με­νει­ας αρ­χιμ. Καλ­λι­νι­κου. / Την πε­ρι­ο­δον 1995 ε­ως 2010 δι­ε­μορ­φω­θη / ε­σωτ. α­νε­και­νι­σθη και προ­ε­κτα­θη πε­ρι­με/τρι­κως με ε­ξω­στες, α­ψι­δες και πυρ­γους / ε­πι αρ­χι­ερ. μη­τρο­πο­λι­του Σε­ρα­φειμ / η­γου­με­νει­ας αρ­χιμ. Ισιδώρου / με τεχνιτας Αφους Γιωτα».

[103] Δι­ο­νυ­σί­ου [Χα­ρα­λαμ­πους] (μη­τροπ. ­Τρίκκης καί Σταγῶν), Τὰ Με­τέ­ω­ρα, Ἀ­θῆ­ναι 19694.

[104] Βλ. Πρα­κτι­κά Πα­νελ­λη­νί­ου Μο­να­στι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου (18-20 Ἀ­πρι­λί­ου 1990), ἔκ­δ. Ἱ­. Μονῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἐ­πι­μέ­λει­α Σπ. Κον­το­γι­άν­νη, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 1990.

[105] Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ἐν Με­τε­ώ­ροις δι­α­λαμ­ψάν­των ὁ­σί­ων καί θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, ποι­η­θεῖ­σα ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει τοῦ Ἄ­θω­νος, τῇ φι­λο­σί­ῳ προ­νοί­ᾳ τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ, ὑ­πό Α­θα­να­σι­ου Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου, τοῦ ἀ­πό Με­τε­ώ­ρων Σι­μω­νο­πε­τρί­του, Ὑ­μνο­γρά­φου τῆς Ἁ­γί­ας τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας. [Ἐ­πι­με­λεί­ᾳ πα­νοσ/του ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Π. Στέ­φα, πρω­το­συγ­κέλ­λου Ἱ. Μη­τροπ. Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων, δα­πά­νῃ τῆς Ἱ. Μ. Βαρ­λα­άμ, Κα­λαμ­πά­κα 20091], ἐ­πι­μέ­λει­α - ἔκδ. Ἱ. Μ. Βαρ­λα­άμ - Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 20102.

[106] Βλ. τόν σχε­τι­κό τό­μο μέ τί­τλο: ἀ­ναλ­λοί­ω­τος Ὀρ­θό­δο­ξος Μο­να­χι­σμός, ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας στήν Ἀ­να­το­λή τῆς 3ης Χι­λι­ε­τί­ας, Πρα­κτι­κά Πα­νελ­λη­νί­ου Μο­να­στι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου, (Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα, 12-14 Σε­πτ. 2000), Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, Ἀ­θή­να 2003.

[107] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ἡ Τρά­πε­ζα καί ὁ νάρ­θηξ τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου / Ἀ­να­παυ­σᾶ ἱ­στο­ρή­θη ἐ­πί ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας μη­τρο­πο­λί­του Στα­γῶν / καί Με­τε­ώ­ρων κ.κ. Σε­ρα­φείμ κα­θη­γου­μέ­νου ἀρχ. Πο­λυ­κάρ­που / δι­ά χει­ρός Εὐ­θυ­μί­ου Μπερ­δεμ­πέ ἔν ἔ­τει σω­τη­ρί­ῳ ͵ΒΕ΄ [=2005]­».

[108] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ἀ­νη­γέρ­θη τό να­ΐ­δρι­ον τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων Μι­χα­ήλ κ (αί) Γα­βρι­ήλ τό σω­τή­ρι­ον ἔ­τος ͵Ββ΄ [=2002] ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τος τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του / μη­τρο­πο­λί­του Στα­γῶν κ (αί) Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ ἡ­γου­με­νεύ­ον­τος τοῦ ἀρ­χι­μαν­δρί­του κ. Χρυ­σο­στό­μου Ἠ­πει­ρώ­του, τῇ Ἀ­ρω­γῇ τῆς / κυ­ρί­ας Κου­λας Ζά­χου Πα­πα­γε­ωρ­γι­ά­δη κ (αί) ἱ­στο­ρή­θη δι’ ἡ­μῶν τῶν ἐ­λα­χί­στων εἰ­κο­νο­γρά­φων Λ. Νι­ζά­μη κ (αί) Φ. Ρό­ζη τό ἔ­τος ͵Βδ΄ [=2004].

[109] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ἀ­νη­γέρ­θη μέν ἐκ βά­θρων τό ἱ­ε­ρόν τοῦ­το Με­τό­χι­ον τῆς Ἱ. Μο­νῆς Ἁγ. Τρι­ά­δος ἁγ. Με­τε­ώ­ρων τοῦ ἁγ. Νι­κο­λά­ου Μπάν­το­βα / ἐν ἔ­τει ͵α­ϡ­ϟθ΄ [=1999]. Ἱ­στο­ρή­θη δέ ὁ πάν­σε­πτος οὗ­τος ἱ. Να­ός ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­ον­τος τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του κ. Σε­ρα­φείμ κ(αί) ἡ­γου­με­νεύ­ον­τος τοῦ ἀρ­χιμ. Χρυ­σο­στό­μου / Τέτ­σι­ου Ἠ­πει­ρώ­του ἐν ἔ­τει ͵βα΄ [=2001] δι­ά χει­ρός Ἐμ­μα­νου­ήλ Ζα­χα­ρι­ου­δά­κη τοῦ Κρη­τός κ(αί) τῶν σύν αὐ­τῷ».

[110] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Ι­στο­ρη­θη ο παν­σε­πτος και ι­ε­ρος ου­τος / να­ος των ο­σι­ων και θε­ο­φο­ρων πα­τερ(ων) / η­μων Αν­τω­νι­ου του Με­γα­λου κ Αν­τω­νι­ου του / νε­ου εκ Βε­ροι­ας δι­α συν­δρο­μης φι­λο­θε­ων / εν Χρι­στῳ Α­δελ­φων Αρ­χι­ε­ρα­τευ­ον­τος / κ.κ. Σε­ρα­φείμ η­γου­με­νευ­ον­τος Αρ­χι­μαν/δρι­του Χρυ­σο­στο­μου Τετ­σι­ου Η­πει­ρω­του της / Ι­ε­ρας Μο­νης Α­γι­ας Τρι­α­δος Α­γι­ων Με/τε­ω­ρων δι­α χει­ρος Πε­χλι­βα­νι­δη Λα/ζα­ρου τῳ Σω­τη­ρι­ῳ ε­τει ͵βϛ΄ [=2006]­».

[111] Ἡ ἐ­πι­γρα­φή: «Οὗτος ὁ ἱερὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων / ἱστορήθη ἐπὶ ἀρχιερατείας μητροπολίτου / Σταγῶν καὶ μετεώρων κ. Σεραφείμ ἡγουμε/νεύοντος ἀρχιμ. Ἰσιδώρου / διὰ χειρὸς Εὐθυμίου Μπερδεμπέ, / ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵βε΄ [=2005]».