«Ἡ διαχρονική συμβολή τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν στήν Καλαμπάκα καί στήν Ἁγιο μετεωρίτικη πολιτεία, βάσει τῶν γραπτῶν πηγῶν»
Τό κείμενο εἶναι δημοσιευμένο στόν τόμο:
Χρυσοῦν Ἰωβηλαῖον, Τιμητικὸς τόμος τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει πεντηκονταετίας ἱερωσύνης (1965-2015) καὶ τεσσαρακονταπενταετίας ἀρχιερωσύνης (1970-2015), ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων 2017, σ. 37-68.
Θεοτέκνης Μοναχῆς Ἁγιοστεφανιτίσσης
Στόν χαριστήριο ἀφιερωτικό τόμο γιά τό ἱστορικό γεγονός τῆς μονιμοποιήσεως τῆς μέχρι τοῦδε προσωπαγοῦς Μητροπόλεως Σταγῶν καί Μετεώρων, μέ τήν εὐλογία τῆς σεβαστῆς καθηγουμένης μας Χριστονύμφης Μοναχῆς, καταγράφουμε ἀναλυτικά τήν διαχρονική προσφορά τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν τόσο στήν περιοχή τῆς Καλαμπάκας, ὅσο καί στό μοναστικό κέντρο τῶν Ἁγίων Μετεώρων. Τήν δραστηριότητα τῶν ἐπισκόπων ἀρυόμεθα ἀπό τίς διασωθεῖσες γραπτές πηγές, πατριαρχικά σιγίλλια καί μητροπολιτικά ἔγγραφα, τίς ἐνυπόγραφες ἐγχάρακτες ἀφιερωματικές προσφορές ἱερῶν σκευῶν ἤ τῶν προσωπικῶν τους βιβλιοθηκῶν, καθώς καί χρηματικῶν προσφορῶν γιά διηνεκές μνημόσυνό τους (λάσον).
Ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν δέν ἦταν μία ἄσημη ἐκκλησιαστική περιφέρεια. Ἀποτελεῖ, καθώς σημειώνει ὁ ἀλήστου μνήμης καθηγητής Δημήτριος Σοφιανός «μία μοναδική ἐνδεχομένως περίπτωση ἐπισκοπῆς γιά τήν ὁποία μᾶς ἔχουν διασωθεῖ τόσα καί τόσο παλαιά ἐπίσημα κείμενα[1] (αὐτοκρατορικά καί πατριαρχικά)»[2]. Τό γεγονός ἀποδεικνύει ἴσως τήν σπουδαιότητα τῆς ἐπισκοπῆς συνάμα ὅμως καί τόν δραστήριο ρόλο, τήν προσωπική θυσία καί τήν δραστηριότητα τῶν ἱεραρχῶν της.
Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν ἀπό τόν 10ο αἰώνα ἀναγράφεται σέ ὅλες τίς τάξεις πρωτοκαθεδρίας τῶν μητροπόλεων τοῦ οἰκουμενικοῦ θρόνου ὡς ὑποκείμενη, δέκατη, κατά τό πλεῖστον, στήν σειρά, στόν μητροπολίτη Λαρίσης. Στήν ὑστεροβυζαντινή ἐποχή οἱ αὐτοκράτορες παρεῖχαν προνόμια στήν ἐν λόγῳ ἐπισκοπή, καθώς ἐμφαίνεται σέ αὐτοκρατορικά καί πατριαρχικά ἔγγραφα.
Τό πρῶτο ἔγγραφο τοῦ ἔτους 1163 εἶναι ἕνα διεξοδικό πρακτικό ἀναγραφῆς[3] τῶν ὁρίων καί τῶν κτημάτων τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν, τό ὁποῖο συντάχτηκε καί ἐκδόθηκε ἀπό τούς ἀναγραφεῖς Ἰωάννη Ἀθανασόπουλο καί Θεόδωρο Π., κατόπιν αἰτήσεως τοῦ τότε ἐπισκόπου Σταγῶν καί κατ’ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνοῦ (1143-80). Στό σπουδαῖο αὐτό ἀπογραφικό Πρακτικό μνημονεύονται προγενέστερα ἐπίσημα ἔγγραφα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται στόν καθορισμό τῶν ὁρίων τῆς ἐν λόγῳ ἐπισκοπῆς.
Ἐπίσης στόν βορεινό τοῖχο τοῦ ἐσωνάρθηκα τοῦ παλαιοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας ἔχουν ἀντιγραφεῖ μέ κεφαλαῖα γράμματα δύο σπουδαιότατα καί ἐπίσημα ἔγγραφα, τά ὁποῖα προσδιορίζουν τά δικαιώματα, τά ὅρια καί τά προνόμια τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν.
Τό πρῶτο (ἀριστερά) ἀντιγράφει τό χρυσόβουλλο[4] τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-41), τό ὁποῖο ἐκδόθηκε τόν Μάρτιο τοῦ 1336. Τό πρωτότυπό του δέν σώζεται. Κατά παράκληση τοῦ τότε ἐπισκόπου Σταγῶν καί κατ’ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνοῦ (1143-1180), συντάχτηκε ἕνα Πρακτικό, τό ὁποῖο κατοχύρωνε τά ὅρια, τά κτήματα καί τά δικαιώματα τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Βάση ὑπῆρξαν προγενέστερα αὐτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ἤτοι: τοῦ Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081) καί τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118). Στό ἐν λόγῳ χρυσόβουλλο τοῦ Ἀνδρονίκου Γ΄ παρατίθεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ἐκτενής περίληψη τοῦ ‘Πρακτικοῦ τοῦ Μανασσῆ’, τό ὁποῖο εἶναι φορολογικό κατάστιχο τοῦ ὑπερτάτου πράκτορος Μανασσῆ καί συντάχτηκε, κατά τούς εἰδικούς, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1163-1180. Σύμφωνα μέ αὐτό στήν ἐπισκοπή ἀνῆκε τό Παλαιόκαστρον (τό κάστρο τῶν Σταγῶν), ὁ ναός τοῦ Τιμίου Προδρόμου στούς πρόποδές του καί τό ἐμπόριον. Ἐνῶ συγχρόνως δίδεται ἡ πληροφορία γιά τά τρία μονύδρια «εἰς μετόχια ὄντα τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν» [5]. Πρόκειται γιά τίς μονές τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Δούπιανης, τῆς Θεοτόκου στό Λιμπόχοβο καί τῆς Θεοτόκου στόν Ἀσπροπόταμο.
Τό δεύτερο ἔγγραφο, στό δεξιό τμῆμα τοῦ ἐσωνάρθηκα, καταγράφει τό ὑπέρ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν σιγίλλιο τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἀντωνίου Δ΄, τοῦ ἔτους 1393. Σύμφωνα μέ τό κείμενο τοῦ σιγιλλίου[6] ὁ τότε ἐπίσκοπος Σταγῶν ἐπισκέφθηκε τόν πατριάρχη Ἀντώνιο Δ΄ στήν Κωνσταντινούπολη καί τοῦ προσεκόμισε δύο γράμματα δωρεῶν τοῦ ἐπάρχου Μιχαήλ Μονομάχου πρός τήν ἐπισκοπή Σταγῶν, καθώς καί τόν ὁρισμό τοῦ Μανουήλ Α΄ Κομνηνοῦ (1143-1180) τοῦ «καὶ κτήτορος τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν». Στό πατριαρχικό ἔγγραφο γίνεται μνεία καί σέ ἄλλα «βασιλικά προστάγματα καί χρυσόβουλλα», τά ὁποῖα κατά καιρούς εἶχαν ἀπολυθεῖ ὑπέρ τῆς ἐπισκοπῆς. Ἀφοῦ ὁ πατριάρχης ἔλαβε γνώση ὅλων τῶν ἐπιδειχθένων σέ αὐτόν ἐπισήμων ἐγγράφων, μέ δικό του σιγίλλιο, ἀνανέωσε τά προνόμια τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν καί παράλληλα διασφάλισε τήν αὐτοτέλεια καί ἀνεξαρτησία της.
Ὁ ἔγκριτος ἱστοριοδίφης Δημήτριος Σοφιανός εὔστοχα σημειώνει ὅτι ἡ μητρόπολη σήμερα Σταγῶν καί Μετεώρων «ἔχει χρέος νά προβάλλει, νά μνημονεύει καί νά τιμᾶ τόν βυζαντινό αὐτοκράτορα Μανουήλ Α΄ τόν Κομνηνό, ὡς κραταιό πάτρωνα καί κτήτορά της» [7], ὅπως χαρακτηρίζεται στό ἀνωτέρω πατριαρχικό σιγίλλιο. Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός μᾶς ὁδηγεῖ στήν εἰκασία ὅτι ὁ ἐν λόγῳ αὐτοκράτορας ὑπῆρξε ἐνδεχομένως καί χορηγός στήν διαμόρφωση τοῦ περιφήμου ναοῦ τῆς Παναγίας, ἀφοῦ στό Διακονικό τῆς Παναγίας σώζονται τοιχογραφίες τοῦ 12ου αἰ.
Καί μιά καί κάνουμε μνεία γιά τόν δωρητή βυζαντινό αὐτοκράτορα Μανουήλ δέν μποροῦμε νά μήν ἀναφερθοῦμε στό ποίημα πού ἔγραψε γι’ αὐτόν ὁ Κ. Π. Καβάφης. Τίς πληροφορίες γιά τήν κοίμηση τοῦ Μανουήλ μᾶς δίνει ὁ Νικήτας Χωνιάτης στό Χρονικό του.[8]
Ὁ Βασιλεύς κύρ Μανουήλ ὁ Κομνηνός
μιά μέρα μελαγχολική τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τόν θάνατο κοντά. Οἱ ἀστρολόγοι
(οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
πού ἄλλα πολλά χρόνια θά ζήσει ἀκόμη.
Ἐνῶ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παληές συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ’ τά κελλιά τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικά νά φέρουν,
καί τά φορεῖ, κ’ εὐφραίνεται πού δείχνει
ὄψι σεμνήν ἱερέως ἤ καλογήρου.
Εὐτυχισμένοι ὅλοι πού πιστεύουν,
καί σάν τόν βασιλέα κύρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μές τήν πίστι των σεμνότατα.
Ἡ περιοχή τῶν Σταγῶν ἦταν ἀνέκαθεν συγκοινωνιακός κόμβος μεταξύ Θεσσαλίας, Ἠπείρου καί Μακεδονίας (μέσῳ Γρεβενῶν) καί ὡς ἐκ τούτου εἶχε ἀναπτυχθεῖ σέ ἀξιόλογο ἐμπορικό κέντρο. Κατά τά μέσα τοῦ 14ου αἰ. ἡ πόλη καταλήφθηκε ἀπό τόν Σέρβο Στέφανο Δ΄ Δουσάν († 20.12.1355) καί ἐν συνεχείᾳ τό ἔτος 1359 ἀνακαταλήφθηκε ἀπό τόν ἑτεροθαλή ἀδελφό του Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγο (1359-70), ἐνῶ γιά μιά διετία (1370-72/73) τήν διοίκηση ἄσκησε ὁ φιλειρηνικός υἱός του Ἰωάννης Οὔρεσης (ὅσιος Ἰωάσαφ, β΄ κτίτορας τοῦ Μετεώρου). Τήν περίοδο αὐτή τῆς Σερβοκρατίας ἡ πόλη ἔζησε εἰρηνικά χρόνια.Τήν ἑπόμενη εἰκοσαετία ἡ διοίκηση περιῆλθε στήν οἰκογένεια τῶν Φιλανθρωπηνῶν καί κατόπιν στά 1393/94 κατέκτησε τήν Θεσσαλία ὁ Βαγιαζίτ Α΄. Ἡ Ὀθωμανική αὐτή κατοχή ἔμελλε νά διαρκέσει πέντε δυσχερεῖς αἰῶνες, ἕως τό 1881. Ἡ τουρκική ἐπέλαση καί οἱ μετέπειτα ἀλβανικές ἐπιδρομές, ὅπως ἦταν φυσικό, μείωσαν τήν αἴγλη τῆς πολίχνης τῶν Σταγῶν, τά σπίτια τῆς ὁποίας εὑρίσκονταν στά ριζά τῶν βράχων.
Ἡ ὕπαρξη ὅμως τοῦ περιφήμου καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας στούς πρόποδες τοῦ κάστρου καί τό παρακείμενο Ἐπισκοπεῖο προσέδιδαν ἕνα μεγαλειώδη χαρακτήρα στήν κατά τά ἄλλα μικρή πόλη τῶν Σταγῶν. Ἡ τρίκλιτη βασιλική τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κτίσμα τοῦ 10ου ἤ 11ου αἰ., εἶναι ἀναμφίβολα ἀπό ἱστορικῆς καί ἀρχαιολογικῆς πλευρᾶς, τό σημαντικότερο μνημεῖο τῶν Σταγῶν, ἀλλά καί ὅλης τῆς Θεσσαλίας. Τά σπαράγματα παλαιοῦ ψηφιδωτοῦ δαπέδου ἀποδεικνύουν τήν προΰπαρξη παλαιοτέρου χριστιανικοῦ ναοῦ στόν ἴδιο χῶρο. Τμήματα τῆς παλαιοχριστιανικῆς βασιλικῆς εἶναι τό μαρμάρινο κιβώριο τῆς Ἁγίας Τραπέζης, καθώς καί τό πέτρινο ἱερό σύνθρονο, μέ τέσσερες μαρμάρινες σειρές ἑδωλίων, πού θυμίζει δοξασμένες ἡμέρες τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Στό κέντρο τοῦ μεσαίου ὑπερυψωμένου κλίτους ἐντυπωσιάζει ὁ μεγαλοπρεπής μαρμάρινος ἄμβωνας, ὁ μοναδικός στήν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος διασώζει τήν παλαιοχριστιανική διάταξη, ὅπως τοῦ ἁγίου Ἀπολλιναρίου Ραβέννας, τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης, τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Στηρίζεται σέ ἕξι μαρμάρινους κίονες, οἱ ὁποῖοι βαστάζουν τό κυκλοτερές δάπεδο τοῦ ἄμβωνα. Φέρει δύο κλίμακες ἀνατολικά καί δυτικά, πρός τήν κατεύθυνση τοῦ μεγάλου ἄξονα τοῦ ναοῦ. Στεγάζεται μέ κτιστό πυραμιδοειδές ζωγραφιστό κουβούκλιο, τό ὁποῖο στηρίζεται μέσῳ μικρῶν κιονοκράνων σέ ἕξι κιονίσκους, οἱ ὁποῖοι σχηματίζουν τά ἀντίστοιχα τόξα.
Πλησίον τοῦ ναοῦ ἔκειτο τό Ἐπισκοπεῖο γιά τό ὁποῖο ὁ Σουηδός περιηγητής J. Bjornstähl στά 1779 γράφει: «Ὕστερα ἀπό τρισήμισυ ὧρες καβάλα φτάνουμε στό ἑλληνικό χωριό Σταγοί, πού οἱ Τοῦρκοι τό λένε Καλαμπάκ, καί ὅπου ὑπάρχουν δέκα χριστιανικές ἐκκλησίες, ὅμως κανένα τζαμί». Φυσικά δέν ὑπῆρχε τότε ὁ ἀσφαλτόστρωτος δρόμος καί ἡ προσέγγιση τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν κοπιαστική. Συνεχίζει ὁ περιηγητής: «Ἐπίσκεψη στήν ἕδρα τοῦ Μητροπολίτη, ὅπου μέ μεγάλο κόπο μπορεῖ κανείς νά σκαρφαλώνει! Τέτοια δυσκολοπρόσιτα οἰκήματα πρέπει νά κτίζουν οἱ χριστιανοί τοῦ τόπου γιά νά ἔχουν τήν ἀσφάλειά τους. Ὁ μητροπολίτης ἀπουσίαζε. Ἐξ αἰτίας τῶν Ἀλβανῶν εἶχε ἀναγκαστεῖ νά καταφύγει σέ πιό ἀσφαλισμένο μέρος, στήν Μετεωρίτικη μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου» [9].
Ἐπίσκεψη στό Ἐπισκοπεῖο σημειώνει ἀργότερα, στά 1859, καί ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκυ, ὁ ὁποῖος φιλοξενήθηκε εὐμενῶς ἀπό τόν ἐπίσκοπο Θεόφιλο. Μάλιστα ἀναφέρει ὅτι τό ἐπισκοπικό οἴκημα ἦταν διώροφο, ὄχι ἰδιαίτερα μεγάλο, εὑρισκόμενο πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας καί ἀνακαινισμένο τό ἔτος «1791, ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου»[10]. Ὁ Οὐσπένσκυ ἐντυπωσιάζεται ἀπό τόν ναό τῆς Παναγίας, τόν ἄμβωνα, τίς ἁγιογραφίες, τά ἐπίτοιχα ἔγγραφα καί τά περιγράφει συστηματικά.
Ὁ μοναχισμός στά Ἅγια Μετέωρα, ἀρχικά σπηλαιώδης ἀπό τόν 12ο αἰ., ἐμφανίζεται κατά τόν 14ο αἰώνα μέ τάσεις ὀργανώσεως σέ μοναστικά καθιδρύματα. Ἡ πρώτη μοναστική κυψέλη στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Μετεώρων ἦταν ἡ ‘Σκήτη τῆς Δούπιανης’, ἡ ὁποία ὑπήγετο στήν ἐπισκοπή Σταγῶν. Ἡ Σκήτη ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τόν 14ο αἰ. ἕως τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα. Τά ἐξαρτηματικά κελλία ἦταν οὐσιαστικά αὐτοδιοίκητα ἀπό τήν ‘Σκήτη τῆς Δούπιανης’ καί μόνο σέ θέματα διευθετήσεως διαφορῶν ἤ ἐπικυρώσεως ἐγγράφων παρενέβαινε ὁ ‘πρῶτος τῆς Σκήτης’. Ἡ Σκήτη τῆς Δούπιανης εἶχε ἐξάρτηση ἀπό τήν ἐπισκοπή Σταγῶν, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι εἶχε πλήρη ὑποτέλεια, ἀλλά πνευματική ἐξάρτηση, καθώς μνημόνευε τόν ἑκάστοτε ἐπίσκοπο Σταγῶν καί κατέβαλλε συμβολικό ἐτήσιο τέλος, μία λίτρα κηροῦ.[11] Τά ὀνόματα ὅμως τῶν ἐπισκόπων Σταγῶν δέν μᾶς εἶναι γνωστά ἀπό τόν 9ο ἕως τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰώνα.[12]
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς Μετεωρίτικης μοναχοπολιτείας δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν φιλομόναχη διάθεση τῶν ἱεραρχῶν τῆς περιοχῆς. Ἡ πνευματική καλλιέργεια τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν καί τό φιλομόναχο πνεῦμα τους συνέβαλλε σέ μία ἁρμονική συνεργασία μέ τούς ὑποψηφίους ἀσκητές τῶν δυσπρόσιτων βράχων, στούς ὁποίους παρεῖχαν τήν εὐλογία ἀναβάσεως καί τῆς ἐκ βάθρων οἰκοδομῆς τῶν ἱερῶν σκηνωμάτων. Ἐποίουν τίς χειροτονίες τῶν ἱερέων καί ἐνέκριναν τίς πνευματικές διαθῆκες τῶν Ἁγίων Κτιτόρων, μεριμνώντας συγχρόνως γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἡσυχαστικοῦ καί γνησίου κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ. Παράλληλα ἐπισφράγιζαν μεταγενέστερα διαθηκῶα γράμματα τῶν ἱδρυτῶν τῶν ἱερῶν ἀσκητηρίων καί κατοχύρωναν μέ ἐνυπόγραφα ἔγγραφα τά μετόχια καί κτήματα τῶν μονῶν. Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι θεωροῦσαν ὑποχρέωση νά ἀφιερώσουν κάποιο ἱερό ἀντικείμενο, ἀρχιερατική στολή, χειρόγραφο κώδικα ἤ ὅλη τήν βιβλιοθήκη τους σέ κάποιο ἀπό τά Μετεωρίτικα μοναστήρια εἰς μνημόσυνον αἰώνιον.
Γύρω στά 1333/34 ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος μαζί μέ τόν γέροντά του ἱερομόναχο Γρηγόριο τόν Κωνσταντινοπολίτη, κυνηγηµένοι ἀπό τίς πειρατικές ἐπιδροµές τῶν Τούρκων στό Ἅγιο Ὄρος, ἀναζήτησαν καταφύγιο στήν ἐρημική τῶν Σταγῶν βραχώδη περιοχή, ἡ ὁποία, τότε, ὑπήγετο στόν μητροπολίτη Λαρίσης Ἀντώνιο[13] (1333-63), παλαιό συνασκητή τους ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί ὑπερασπιστή τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος. Οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι ἀνῆλθαν στόν Στύλο Σταγῶν (σημερινό βράχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ἐξ οὗ καί ἡ προσωνυμία τοῦ ὁσίου Γέροντα Γρηγορίου ὡς «Στυλίτη». Σύν τῷ χρόνῳ, ἡ συνοδία τους αὐξήθηκε, γι’ αὐτό καί ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Ξενοφών[14] προσέφερε, στά 1341, στόν ἱερομόναχο Γρηγόριο Στυλίτη καί τό σπήλαιο τοῦ ἁγίου Γεωργίου Μανδηλᾶ[15], στήν δυτική πλευρά τοῦ βράχου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡσαύτως προσέφερε καί τά δύο μονύδρια τῆς Παναγίας «παρά τό Πηγάδιον». Ἐδώρησε καί χωραφιαία γῆ ἔμπροσθεν τοῦ σπηλαίου, κάτωθεν τοῦ βράχου γιά νά ἐπαρκέσει γιά τόν ἀσκητικότατο βιοπορισμό τους, μέ τόν ὅρο νά μνημονεύουν τούς βασιλεῖς καί αὐθέντες, ὡς καί τούς ἐπισκόπους Σταγῶν.
Μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐπιχώριου ἐπισκόπου, ἐνδεχομένως τοῦ Ξενοφῶντος[16], ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος (1302/3-80) ἀνῆλθε στά 1343/4 στόν Πλατύλιθο ἤ «Μετέωρο», ὅπως λογιώτερα τόν μετωνόμασε. Ὁ ὅσιος συγκέντρωσε σύν τῷ χρόνῳ καί ἄλλους ἀδελφούς, γύρω στούς τριάντα. Συνέταξε τήν Τυπική του διάταξη ἰδιοχείρως καί ἔλαβε, σύμφωνα μέ τόν βιογράφο του, ἐνυπόγραφη ἐπικύρωση τοῦ ἀρχιερέως[17].
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὑπῆρξε μία ἀπό τίς κορυφαῖες ἀσκητικές μορφές. Ἄοκνος ἐργάτης τῆς νοερᾶς προσευχῆς, διακριτικός καί προορατικός, δημιούργησε ἔτσι τόν πρῶτο ἡσυχαστικό μελισσώνα, καθιερούμενος ὡς καθηγητής τοῦ Μετεωρίτικου μοναχισμοῦ. Μολονότι κορυφαῖος ἡσυχαστής ὁ ὅσιος Μετεωρίτης κτίτωρ Ἀθανάσιος, φρόντισε καί γιά τήν δημιουργία περιουσιακῶν στοιχείων τῆς μονῆς,[18] γι’ αὐτό προσκτᾶται καί καλλιεργεῖ τήν κάτωθεν χωραφιαία γῆ, ὥστε σύν τῷ χρόνῳ, μέ τήν αὔξηση τῆς συνοδίας του, νά μετατραπεῖ σέ ἀμπελῶνες καί ὀπωρῶνες. Κατά ἐθιμικό δίκαιο ἡ ἀπόκτηση κτημάτων γινόταν διά τῆς χρησικτησίας τῶν κατόχων καί ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν ἤ ὁ μητροπολίτης Λαρίσης ὁριοθετοῦσε καί κατοχύρωνε τά ὅρια τῶν γαιῶν γύρω ἀπό τά μοναστήρια.[19] Αὐτό μαρτυρεῖ σωζόμενο γράμμα τοῦ µητροπολίτη Λαρίσης Ἀντωνίου τοῦ ἔτους 1359. Μέ αἴτηση τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ὁ ἐν λόγῳ µητροπολίτης μέ γράμμα του κατοχύρωσε τήν ἄρτι ἀποκτηθεῖσα ἀκίνητη περιουσία τοῦ Μετεώρου «ὥστε τὸ στέργειν ἔχειν καὶ ἀµεταποίητον, παρὰ πάντων ἐκκλησιαστικῶν δηλαδὴ προσώπων καὶ τῶν κοσµικὰς ἀρχὰς διέπειν µελλόντων»[20].
Οἱ ἐπίσκοποι Σταγῶν Νεῖλος καί Ξενοφών, μέ ἰδιαίτερα γράμματα, στά μέσα τοῦ 14ου αἰ., κατοχύρωσαν ὡς μετόχια τοῦ Μετεώρου, τά κάτωθι μονύδρια, στήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Ἁγίων Μετεώρων, σύμφωνα μέ τίς ἀφιερωτικές διαθῆκες τῶν κτιτόρων τους, ἤτοι: Παναγίας Μήκανης, Ἁγίων Ἀποστόλων τοῦ Καλλίστου, Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τοῦ Μπουνήλα καί Ἁγίων Θεοδώρων, «οἷα ἔκπαλαι προσήλονται καὶ ἀφιέρονται ἐκ τῶν κτησθέντων (sic) αὐτοῖς ἁγίων κτητόρων, μετὰ καὶ ἰδικῶν γραμμάτων τὸ καθ’ ἕν»[21].
Στά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα περίφημη προσωπικότητα μέ ὁσιότητα καί ὀργανωτικό πνεῦμα ὑπῆρξε ὁ ἡγούμενος καί ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης ἱερομόναχος Νεῖλος ὁ θεοφιλής, ὁ ὁποῖος προτοῦ καταστεῖ ‘πρῶτος’ εἶχε διατελέσει ‘δικαῖος’ τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Ὡς δικαῖος λειτουργοῦσε μέ ἁρμοδιότητα τρόπον τινά πρωτοσυγκέλλου τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν. Μέ τίς δικαιοδοσίες αὐτές μπόρεσε νά προβεῖ σέ ἀξιομνημόνευτες δημιουργίες. Μάλιστα ἡ ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητάς του καί ἡ ἐπιρροή του στίς πολιτικές ἀρχές τοῦ τόπου ἦταν προφανεῖς, ἀφοῦ οἱ Σέρβοι βασιλεῖς Συμεών καί Ἰωάννης σέ προστάγματά τους τόν ἀποκαλοῦν ὡς «πατέρα τῆς βασιλείας τους»[22].
Ὁ ἐν λόγῳ ἱερομόναχος ἀνέπτυξε θαυμαστή οἰκοδομική δραστηριότητα καί ἀξιώθηκε νά γίνει κτίτορας τεσσάρων μονυδρίων (Παναγίας ‘παρά τό Πηγάδιον’, Ὑπαπαντῆς, Παντοκράτορος, Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου) κειμένων, πλήν τῆς Ὑπαπαντῆς, πλησίον τῆς Παναγίας τῆς Δούπιανης. Ὑπῆρξε ἐπίσης ἐπιστάτης τοῦ κελλίου τοῦ Κυρίλλου ἤ Παναγίας τῆς Μήκανης (Σπηλαιωτίσσης). Ὁ ὁσιόφρων Νεῖλος ὡς φιλόκαλος, φρόντισε, καί γιά τήν τοιχογράφηση τῶν προαναφερομένων μονυδρίων[23]. Σήμερα, σώζεται ἀκόμη ἡ ἱστόρηση καί ἡ κτιτορική ἐπιγραφή τῆς σπηλαιώδους μονῆς Ἀναλήψεως ἤ Ὑπαπαντῆς[24], σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ναός ἀνηγέρθη καί ἀνιστορήθη ὑπό τοῦ πρώτου Σταγῶν Νείλου τό ἔτος 1366/7, ἐπί σέρβου βασιλέως Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου καί ἐπισκόπου Σταγῶν Βησσαρίωνος Α΄ (1355-71) [διαφόρου τοῦ μεταγενεστέρου μητροπολίτη Λαρίσης ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄ (†1540)]. Ἡ ἐπιγραφή: «† Ἀνἡγέρθη ἐκ βάθρ(ων) κ(αὶ) ἀνἡστορίθει ὁ πάνσεπτος κ(αὶ) θείος ναὸς· τ(ῆ)ς Ἁναλείψεως του Κ(υρίο)υ κ(αὶ) Θ(εο)ῦ κ(αὶ) Σ(ωτῆ)ρ(ο)ς ἡμ(ῶν) Ἰ(ησο)ῦ Χ(ριστο)ῦ ... ἐπεισκοπέ/β(ο)ντος δὲ τοῦ πανἁγιοτάτου δεσπότου ἡμων Βησαρίου ἐτους ͵ϛωοε΄ [=1366/7]:~».
Στό δυσπρόσιτο καί μεγαλειῶδες σπήλαιο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου, στόν βράχο Πυξάρι, ἔνθα καί τό λειτουργοῦν νῦν ἀσκητήριο τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ἀνῆλθαν οἱ αὐτάδελφοι πατέρες Γρηγόριος καί Θεοδόσιος, μαθητές τοῦ ὁσίου Γρηγορίου καί τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου. Οἱ ὅσιοι αὐτοί ἀσκητές διαμόρφωσαν τό πολυσπήλαιο ἀσκητήριο καί φρόντισαν γιά τήν ἱστόρηση τοῦ σπηλαιώδους ναΐσκου τῆς Θεοτόκου κατά τό ἔτος 1374/5, μέ ἐξαίρετες τοιχογραφίες μακεδονικῆς τεχνοτροπίας, ἐπί ἀρχιερέως Σταγῶν Ματθαίου, σύμφωνα μέ τήν κτητορική ἐπιγραφή: «† Ἀνηγερθην ὀ θήος κ(αί) πάνσεπτος ναος ουτος της ἡπερεβλογημέν[ης] δεσπηνῆς ἠμόν Θεοτόκου· διά κ(αί) (ε)ξόδου Γρηγορηου ἀμαρτολο[υ] [κ]τήτορος· μετα τοῦ αὐταδέλφου Θεοδοσήου· ϊερομοναχου ἀρχϊερατέβοντος Ματ[θέου] τῆς ἀγηοτάτης ἐπησκοπης Σταγΐων [͵ϛωπ]γ΄ ἰν(δικτιῶνος) ιγ΄»[25].
Ἐπί πλέον ἀπό σωζόμενο ἡμιτελές γράμμα ἀδήλου ἐπισκόπου Σταγῶν τοῦ ἔτους 1387/8 διαφαίνεται ἡ κατοχή τοῦ παρακειμένου σπηλαιώδους κελλίου τοῦ ἐπονομαζομένου ‘Πέτρα’, στήν περιοχή τῆς Σκάλας, ἀπό τούς μοναχούς τοῦ ἁγίου Νικολάου Κοφινᾶ, οἱ ὁποῖοι «ἐξ οἰκείων πόνων καὶ ἱδρώτων καὶ ἐξόδων [τό] ἔκτισαν» [26].
Ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Ματθαίου[27], στά 1422/23, συντάχτηκε σιγνογραφικό γράμμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ἡ μονή τοῦ Μετεώρου ἀνταλλάσσει ἕνα κτῆμα της «εἰς τόν Λάκκον» μετά ἑπτά λαϊκῶν, συγγενῶν μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀπό κοινοῦ πατρικό χωράφι δίπλα ἀπό ἕνα μύλο τοῦ Μετεώρου. Ἔνθα σημειώνεται «ἔτι ζῶντος τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, τοῦ κῦρ Ἰωάσαφ, εἰς τὰς κδ΄ τοῦ Φευβρουαρίου μηνός, μετὰ δὲ τὴν κοίμησιν τοῦ ἁγίου τοῦ βασιλέως κῦρ Ἰωάσαφ, πάλιν, ὑπείραμεν καί γίδια ιβ΄»[28]. Ἐκ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἐξάγουμε καί τήν ἡμερομηνία κοιμήσεως τοῦ «ὑπερτίμου καί ὑπερσέμνου ἐν μοναχοῖς» Ἰωάσαφ, β΄ κτίτορος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἡ ὁποία πρέπει νά συνέβη γύρω στά 1422/23.
Κατά τόν 15ο αἰ., λόγῳ εἰσβολῆς τῶν Τούρκων, δέν μᾶς εἶναι γνωστά ὀνόματα ἐπισκόπων. Σέ ἐνθύμηση τοῦ κώδ. 555 τοῦ Μετεώρου, στό φ. 191β, εὑρήκαμε ἀναφορά γιά τόν ἐπίσκοπο Σταγῶν Διονύσιο, ὁ ὁποῖος στίς 2 Ἰανουαρίου 1476/77 ἐτέλεσε τήν κουρά τοῦ μοναχοῦ Ἀνθίμου.
Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰ. ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἐλεήμων, μητροπολίτης Λαρίσης (1489/90-1499, †1510) μαζί μέ τόν ἔξαρχο Σταγῶν ἱερομόναχο ἅγιο Νικάνορα (†ca.1521) ἀνήγειραν, μέ προσωπικές τους δαπάνες τήν περίπυστη μονή τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσᾶ. Ἡ ἐπιγραφή στήν τοιχογραφία τῆς Μελλούσης Κρίσεως διά χειρός Θεοφάνους: «Ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ὁ θείως κ(αὶ) πάνσεπτως Ναως τοῦ ἐν ἀγίης πατρὸς εἰμὼν / Νικολάου· παρα τοῦ πανιἐροτάτου Μιτροπωλίτου Λαρίσης· κὴρ Διὁνισίου· κ(αὶ) του ὠσειωτάτ(ου) / ἐν ιἐρομονάχεις κὴρ Νικάνωρος κ(αὶ) ἐξάρχου Σταγῶν· ...χεὶρ Θεοφάνη·/Μ(ονα)χ(οῦ): – τοῦ ἐν τη / Κρίτη Στρελη/τζας». Στόν νότιο τοῖχο τοῦ νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τοῦ ἁγίου Νικολάου εἶναι ἁγιογραφημένες οἱ σεμνοπρεπεῖς μορφές τῶν κτιτόρων, ὑπό τοῦ Κρητός ζωγράφου Θεοφάνους μοναχοῦ, πρυτάνεως τῆς Κρητικῆς Σχολῆς (1527).
Ὁ ὅσιος Νικάνωρ ἀφιέρωσε, ἐπίσης, προσωπικά του βιβλία στήν μονή τῆς μετανοίας του, ἐξ ὧν σώζεται μία Παρακλητική μέ ἰδιόχειρη ἀφιέρωση: «Τὸ παρὸν βιβλίον, ἀ{μ}φοσιώθη παρὰ τοῦ τιμιωτάτου / ἐν ἱερομονάχοις καὶ πνευματικοῖς κῦρ Νικάνορος, καὶ ἐξάρχου / Σταγῶν, εἰς τὴν σεβασμίαν μονὴν τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Νικολάου / ἐν τῷ θέματι τοῦ Μετεώρου, τοῦ ἐπωνομαζομένου, Ἀναπαυσᾶ»[29].
Στήν δεύτερη δεκαετία τοῦ 16ου αἰ. οἱ αὐτάδελφοι κτίτορες ὅσιοι Θεοφάνης καί Νεκτάριος, οἱ Ἀψαράδες, πραγματοποίησαν τήν ἀνάβασή τους στήν δυσπρόσιτη πέτρα τοῦ Βαρλαάμ (1517/18), ὅπου καί ἀνήγειραν ἰδίαις δαπάναις τήν περιάκουστη ὁμώνυμη μονή, «βουλῇ καὶ γνώμῃ τοῦ πανιερωτάτου μητροπολίτου Λαρίσης» Μάρκου τοῦ Ἡσυχαστῆ (1499/1500-1526/27), στόν ὁποῖο ὑπήγετο ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν. Στήν ἐπισκοπή, τότε, ἐπιτρόπευε ὡς ἔξαρχος ὁ ὅσιος Νικάνωρ, ὁ ὁποῖος προφανῶς καί τούς ἐγκατέστησε ἀρχικά στόν Τίμιο Πρόδρομο (1510/11), κάτω ἀπό τήν μονή του, καί ἐν συνεχείᾳ στόν βράχο τοῦ Βαρλαάμ.
Ἐπίσης στό Χρονικό τῶν Μετεώρων[30] ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἐν λόγῳ μητροπολίτης Διονύσιος προσέφερε στούς πατέρες τοῦ Μετεώρου τόν πύργο τῆς Δούπιανης, ἔκτισε μικρό ἀχούριο ἔξωθι τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου καί τράπεζα γιά τούς Μετεωρίτες καλογήρους, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονταν στά ἀπέναντι Μετεωρίτικα κτήματα, τούς μύλους καί τούς ἀμπελῶνες. Τούς χορήγησε δέ ἐπί πλέον καί μέρος γῆς «δι’ εὐρυχωρότητα».
Ὁ ὅσιος Νικάνωρ ἐκοιμήθη τό ἔτος 1521/22 καί τόν διαδέχτηκε ὡς ἔξαρχος καί τοποτηρητής στήν ἐπισκοπή Σταγῶν ὁ ἅγιος Βησσαρίων (1521-29), μετέπειτα μητροπολίτης Λαρίσης (1527-†1540), κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου τῆς Πύλης Τρικάλων, καί σήμερα πολιοῦχος τῆς Καλαμπάκας. Ὁ ἅγιος Βησσαρίων ὑπῆρξε ἕνας διαπρεπής καί ὁσιόφρων ἱεράρχης μέ πλούσια ἐκκλησιαστική καί κοινωνική δράση καί μέ σπάνια καί θαυμαστή κτητορική δημιουργία. Ἐκτός ἀπό τήν ἀνέγερση τῆς μονῆς Δουσίκου ὁ ἐν λόγῳ ἅγιος κατασκεύασε τρεῖς περίφημες γέφυρες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν τοξωτή γέφυρα Σαρακίνας Καλαμπάκας.
Ὁ ἅγιος Βησσαρίων[31] ὑπῆρξε μέλος μιᾶς λαμπρᾶς λευϊτικῆς-μοναστικῆς ἁγίας οἰκογένειας, ἡ ὁποία ὁμοιάζει μέ τίς οἰκογένειες τῶν μεγάλων ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας (Μ. Βασιλείου, ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ), τά περισσότερα μέλη τῶν ὁποίων ἐνεδύθησαν τήν ἀρχιερατική στολή ἤ τό μοναχικό τριβώνιο καί κατατάχτηκαν στίς χορεῖες τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Βησσαρίων εἶχε ἀδελφό τόν Ἰγνάτιο ἐπίσκοπο Φαναρίου, μέ τήν συνεργία τοῦ ὁποίου ἀνήγειραν ὁμοῦ τήν μονή Δουσίκου. Ὁ ἄλλος ἀδελφός του μαζί μέ τήν συζύγό του ἔλαβαν τό μοναχικό σχῆμα μέ τά ὀνόματα Σάββας μοναχός καί Μακρίνα μοναχή. Εἶχαν ἀποκτήσει δύο παιδιά τόν ἅγιο Νεοφύτο Β΄, μητροπολίτη Λαρίσης (1550-68/69), πρώην ἐπίσκοπο Σταγῶν (1537/38-50), καί τήν Χρυσάφη, ἡ ὁποία μετά τόν θάνατο τοῦ συζύγου της Θεοδώρου ἱερέως ἀπό τά Καλογριανά Καρδίτσης, ἐκάρη μοναχή μετονομασθεῖσα Χριστοδούλη. Ἡ πρεσβυτέρα Χριστοδούλη μοναχή ἐκ τοῦ συζύγου της Θεοδώρου ἱερέως ἔτεκε πέντε ἐξαίρετους ἐκκλησιαστικούς βλαστούς, ἤτοι τούς ἐπισκόπους, Σταγῶν Ἰωάσαφ (1560-75), Δημητριάδος Μᾶρκο, Ἐλασσόνος ἅγιο Ἀρσένιο[32] (1550-1626) καθώς καί δύο ἐκλεκτούς ἱερομονάχους, Ἀθανάσιο Δουσικιώτη καί Παχώμιο.
Ὁ ὡς ἄνω ἁγιώτατος ἐπίσκοπος Βησσαρίων ἀνδρώθηκε πνευματικά κοντά στόν ἅγιο μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκο, τόν ἐπονομαζόμενο Ἡσυχαστή, στά Τρίκαλα, ἔνθα εἶχε μεταφερθεῖ ἡ μητροπολιτική καθέδρα ἐπί πολλούς αἰῶνες.[33] Ὁ ἅγιος Βησσαρίων κατά τήν ἑξαετία 1521-1527 ἐποίμανε τήν περιοχή Σταγῶν ὡς ἔξαρχος καί ἀκολούθως προβιβάστηκε στόν μητροπολιτικό θρόνο τῆς Λάρισας (1527). Συγχρόνως, τό διάστημα ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1527 ἕως τόν Αὔγουστο 1529, ἐξακολουθοῦσε νά κατέχει ‘ἐπιτροπικῶς’[34] καί τήν χηρεύουσα ἐπισκοπή Σταγῶν. Τό διάστημα αὐτό ὁ ἅγιος ἱεράρχης ἐγκατέστησε τούς αὐταδέλφους κτίτορες ὅσιο Μάξιμο καί ὅσιο Ἰωάσαφ στόν βράχο τοῦ Ρουσάνου. Οἱ φιλόθεοι αὐτοί αὐτάδελφοι Ἠπειρῶτες ἀσκητές, ἔκτισαν γύρω στά 1528, ἐξ ἀρχῆς, τόν ἐρειπωμένο ναό τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ ὁποῖος εἶχε παντελῶς ἀφανιστεῖ, ἀνήγειραν κελλιά, τράπεζα, λοιπούς χώρους καί ἵδρυσαν ἕνα καλό καί εὐάριθμο κοινόβιο, ὀργανωμένο σύμφωνα μέ τίς ἀσκητικές διατάξεις. Ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος μεριμνῶν γιά τήν μοναστική εὐταξία, βοήθησε τούς Γιαννιῶτες κτίτορες (Βαρλαάμ καί Ρουσάνου) γιά τήν σύνταξη τῶν κτιτορικῶν τους διαθηκῶν προσφέροντας ὡς πρότυπο τήν διαθήκη, τήν ὁποία εἶχε καταρτίσει ὁ ἴδιος γιά τήν μονή Δουσίκου.
Στίς 21 Αὐγούστου 1529 χειροτονεῖται ἀπό τόν ἅγιο Βησσαρίωνα ἐπίσκοπος Σταγῶν ὁ Βησσαρίων Β΄(21 Αὐγ.1529-πρίν ἀπό 1537/8), ὑποτακτικός καί μαθητής τοῦ ἁγίου, τοῦ ὁποίου φέρει τό ὄνομα. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του συντάχτηκε τό λεγόμενο «Χρονικό τῶν Μετεώρων». [35]
Στά μέσα τοῦ 16ου αἰώνα διοικεῖ τήν ἐπισκοπή Σταγῶν ὁ ἀνεψιός τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, ὅσιος Νεόφυτος (1537/8-1550), κατόπιν μητροπολίτης Λαρίσης (1550-1568/9) καί δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου. Ὡς ἐπίσκοπος Σταγῶν ὁ Νεόφυτος ὑπογράφει[36] σέ ἀνέκδοτο γράμμα τοῦ Μετεώρου, ἔτους 1542/3, περί κτηματικῶν διαφορῶν μεταξύ μοναχῶν καί δημογερόντων τοῦ χωρίου Πύρρας Τρικάλων. Ὡς μητροπολίτης Λαρίσης ἀποστέλλει γράμμα πρός τόν ἐπίσκοπο Σταγῶν, στόν ὁποῖο χορηγεῖ τήν ἄδεια τελέσεως χειροτονιῶν στήν μονή τοῦ Μετεώρου, ὁσάκις τοῦ ζητηθεῖ ἀπό τόν ἡγούμενο.[37]
Κατά τό ἔτος 1544, ἐπί τῶν ἡμερῶν ἀρχιερατείας τοῦ Νεοφύτου στήν ἐπισκοπή Σταγῶν, περατώθηκε ὁ περικαλλής ναός τῶν Ἁγίων Πάντων στόν βράχο τοῦ Βαρλαάμ, ἐνῶ τέσσερα χρόνια ἀργότερα ἱστορήθηκε ἀπό τόν μεγαλόπνοο ἁγιογράφο Φράγκο Κατελάνο (1548). Ἐπίσης, στά 1545, ὁλοκληρώθηκε ὁ μεγαλόπρεπος ναός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὡς ἐπέκταση τοῦ ἀρχικοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἐπί ἡγουμένου τοῦ ὁσιωτάτου Συμεών, γ΄κτίτορα τοῦ Μετεώρου.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου παρουσιάζεται ἄνθηση καί στήν μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου μέ τήν ἔλευση τοῦ ὁσίου Φιλοθέου ἀπό τήν Σλάταινα (Ρίζωμα Τρικάλων). Πρῶτος κτίτορας προϋπῆρξε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος Καντακουζηνός. Ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὑπῆρξε ὁ δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς, ὁ ὁποῖος ἰδίαις δαπάναις ἀνέκτισε σχεδόν ἐκ βάθρων τό καθολικό τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ἵδρυσε κελλία καί ἐξόπλισε τό μοναστήρι μέ ἐκκλησιαστικά σκεύη. Κατά τό ἔτος 1545 ἐπέτυχε τήν ἔκδοση πατριαρχικοῦ σιγιλλίου ἀπό τόν φιλομόναχο οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία Α΄, τό ὁποῖο συνυπογράφει καί ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος Σταγῶν Νεόφυτος.[38] Τό σιγίλλιο αὐτό συνέβαλε στήν αὔξηση τοῦ κύρους τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Πρωτομάρτυρος καί διασφάλισε τά περιουσιακά του στοιχεῖα.
Ὅλες αὐτές οἱ ἀνυπολογίστου κόστους καί δαπανῶν κτιριακές δημιουργίες προϋπέθεταν ὄχι μόνο πλούσιες πατρικές περιουσίες, ἀλλά καί μία κατάθεση καθημερινῶν κόπων καί τήν εὐλογία τῶν ἑκάστοτε ἐπισκόπων.
Ὁσιόλεκτο μέλος τῆς ἁγίας οἰκογενείας τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, ὑπῆρξε ὁ μικρανεψιός του ἐπίσκοπος Σταγῶν Ἰωάσαφ[39], ὁ ὁποῖος ἐποίμανε θεοφιλῶς τήν περιοχή κατά τά ἔτη ca. 1560– ca. 1575. Σπουδαιότατη καί ἀνεκτίμητη δωρεά τοῦ ἐν λόγῳ ἐπισκόπου στήν πόλη τῆς Καλαμπάκας εἶναι ἡ ἁγιογράφηση ἐξ ἰδίων δαπανῶν, τοῦ ἱστορικοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τό ἔτος 1573. Ἁγιογράφοι ὑπῆρξαν οἱ Κρῆτες ἱκανοί χειριστές τοῦ χρωστήρα Νεόφυτος, υἱός τοῦ «ἀρίστου ἁγιογράφου» Θεοφάνους τοῦ Κρητός, τοῦ φέροντος καί τήν ἐπωνυμία Μπαθᾶς ἤ Στρελίτζας, καί ὁ ἱερέας Κυριαζῆς ἐκ Σταγῶν.[40] Ἡ ἐπιγραφή: «Ὁ πανcεβαcμιοc κ(αί) θεῖοc ναόc οὕτοc τηc Ὑπεραγι(αc) δεcπίνηc Ἡμ(ῶν) θ(εοτό)κου κ(αί) Ἀειπαρθένου μαρί(αc) ιστορίθη διά cυνδρομηc κ(αί) ἐξόδου παρά τοῦ θεοφιλεστάτου Ἐπιcκόπου τηc Ἁγιοτάτ(ηc) Ἐπιcκοπηc Σταγ(ων) κυροῦ Ἰωάcαφ... ιστορίθη δέ κ(αί) δια χειρόc καμου του αμαρτολοῦ. / Νεοφύτου μοναχου του κριτο(c)· Ὑπάρχ(ων) υόc κυρου Θεοφανουc μοναχου του Ἀρίστου Ἀγιωγράφου ὅcτιc τ(ήν) ἐπίκληcιν Μπαθ(ᾶc) /ἤχ(εν)· Ὁμου δέ κ(αί) μετα του Κυριαζῆ τω ιερι το όντι ἐκ τηc αὐτηc χωρ(αc)»· Ὁ φιλόκαλος καί φιλόσιος ἐπίσκοπος Ἰωάσαφ εἰκονίζεται καί ὁ ἴδιος στόν ἀνατολικό τοῖχο τοῦ ἐσωνάρθηκα τοῦ ναοῦ, μεταξύ τριβήλου καί νοτίου πλαγίου κλίτους, ὡς χορηγός τῆς πολυδάπανης ἱστορήσεως μέ τήν ἐπιγραφή: «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Ἰωάσαφ Ἀρχιερέως».
Κατά τό ἔτος 1576 ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄ ὁ Τρανός ἐκδίδει σιγίλλιο[41], τό ὁποῖο συνυπογράφουν δύο ἐπίσκοποι Σταγῶν ὀνόματι Σάββας[42] καί Διονύσιος[43]. Τό κείμενο τοῦ σιγιλλίου αὐτοῦ ἀναφέρεται στήν ἀγορά μετοχίου στήν Κάπρινα (ἤ Κόπρινα), τό σημερινό χωριό Αὔρα Καλαμπάκας. Τό μετόχι αὐτό ἀνῆκε πρίν δύο ἔτη (ἤτοι ὡς τό 1574) στήν μονή Παντοκράτορος Μετεώρων καί λόγῳ οἰκονομικῆς στενότητας εἶχε πωληθεῖ σέ τουρκικό βακούφι τῆς περιοχῆς τῶν Τρικάλων. Οἱ Μετεωρίτικες μονές, γιά νά μήν γειτονεύει ἕνα τούρκικο κτῆμα μέ τά Μετεωρίτικα μετόχια στήν Αὔρα, ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ νά ἀγορασθεῖ ἀπό τό μοναστήρι τοῦ Ρουσάνου. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καταγεγραμμένη πράξη συνάξεως τῶν Μετεωρίτικων μονῶν γιά σοβαρό μοναστηριακό θέμα.
Στά μέσα τοῦ 17ου αἰώνα ἐπίσκοπος Σταγῶν εἶναι ὁ Δανιήλ[44], ὁ ὁποῖος χορήγησε τήν δαπάνη γιά τήν ἱστόρηση τοῦ περιφήμου μαρμάρινου ἄμβωνα τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας, καθώς τό ὄνομά του ἀναφερόταν σέ μή σωζόμενη σήμερα ἐπιγραφή[45]. Τό ζωγραφιστό κουβούκλιο ἱστορήθηκε στά 1640/1, διά χειρός Ἰωαννικίου καί τοῦ υἱοῦ του Νικολάου. Ὁ ἁγιογράφος Νικόλαος, κατά τήν ἔφορο Ἀρχαιοτήτων Σταυρούλα Σδρόλια, εἶναι πιθανῶς ὁ ἱερέας Νικόλαος ἐκ χώρας Σταγῶν, ὁ ὁποῖος ἱστόρησε ἐνυπογράφως τήν β΄ φάση τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ καθολικοῦ τοῦ ἁγίου Στεφάνου Ἁγίων Μετεώρων.
Στίς 12 Ἀπριλίου 1687 ἐκλέγεται ἐπίσκοπος Σταγῶν ὁ Ἀρσένιος (1687-1723), σύμφωνα μέ τόν Κώδικα Λαρίσης (ΕΒΕ 1472). Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στήν κατασκευή (1689) καί τήν ἱστόρηση τοῦ θόλου τοῦ νάρθηκα τῆς Ἁγίας Τριάδος (1692). Ἡ ἐπιγραφή: «† Ἰστορίθη ὁ πάνσεπτος κ(αὶ) θεῖος οὗτoς ναος· ... της αγιας Τρἰαδoς· ἀρχιερατεύοντoς του θε(ο)φ(ι)λεστάτου ἡμ(ῶν) δε αὐθ(έν)τος κ(αὶ) δ(εσ)/πότου κυρι(ου)· κῦρ Ἀρσενίου...».
Οἱ τρεῖς μεγάλες μονές τῶν Ἁγίων Μετεώρων μέ τήν φροντίδα τοῦ φιλομόναχου πατριάρχη Ἱερεμία Α΄ ἀπέκτησαν διά σιγιλλίων εἰδική προστασία γιά τά κτήματά τους καί τήν πνευματική τους ἐλευθερία, μέ μνημόνευση ὅμως τοῦ ἐπισκοπικοῦ ὀνόματος κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες. Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν ἐποίει καί τίς χειροτονίες, ἐνῶ ἡ φροντίδα του γιά τίς μονές ἦταν πάντοτε πατρική καί φιλόστοργη. Ἔτσι δέν μᾶς προξενεῖ κατάπληξη ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος Ἀρσένιος[46] στά 1720 προσκαλεῖ στήν Καλαμπάκα ἀπό τήν Ἤπειρο τόν περιοδεύοντα πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σαμουήλ Καπασούλη (β:1714-23). Ἐπισκέπτονται ὁμοῦ τήν μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου καί τῇ ὑποδείξει τοῦ ἐπισκόπου ὁ ἐν λόγῳ πατριάρχης συντάσσει σιγίλλιο ὑπέρ τῆς μονῆς. Μολονότι ἄλλου πατριαρχικοῦ κλίματος ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας δηλοῖ τήν ἰσοκυρία τῶν τεσσάρων πατριαρχικῶν θρόνων, καί λόγῳ αὐτῆς, ἐπιβεβαιώνει τά χορηγηθέντα ὑπό τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἱερεμία Α΄ (1545) δίκαια αὐτονομίας καί προστασίας τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ ἁγίου Στεφάνου.[47]
Ὁ Σταγῶν Ἀρσένιος παραιτήθηκε πρίν ἀπό τήν 25η Μαΐου τοῦ ἔτους 1723. Ἄμεσος διάδοχος στήν ἐπισκοπή Σταγῶν ὑπῆρξε ὁ «λογιώτατος» Θεοφάνης (1723-49), ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ὁποίου, κατά τό ἔτος 1741, ὁλοκληρώθηκε ἡ ἱστόρηση τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐπί ἡγουμένου Παρθενίου, διά χειρός τῶν αὐταδέλφων ἁγιογράφων ἱερέως Ἀντωνίου καί Νικολάου. Ἡ ἐπιγραφή: «† Ιστορίθη ἡ θεία αύτη μονὴ κ(αὶ) σεβασμία εἰς / ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος ... ἀρχιερατεύωντ(ος) τοῦ θεοφιλεστάτου κ(αὶ) λο/γιοτάτ(ου) κ(υρί)ου κὺρ Θεοφάν(ους)».
Ὁρισμένες φορές ὁ ρόλος τοῦ ἐπισκόπου ἦταν διαιτητικός στίς ἀνακύπτουσες διαφορές. Μέ ἔγγραφό του, ὁ Θεοφάνης διευθέτησε τόν ἔξωθι τοῦ ἁγίου Νικολάου χῶρο μέ τίς ἰδιοκτησίες τοῦ Μετεώρου, κατά τό ἔτος 1742.[48] Στά 1745 ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος αἰτεῖται σιγίλλιο[49] ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Παΐσιο Β΄, ὑπέρ τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου, μέ τό ὁποῖο κηρύσσεται ἡ μονή ἡμιαυτόνομη μέ μνημόνευση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ὀνόματος.
Ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης[50] παραιτήθηκε πρίν ἀπό τήν 5η Σεπτεμβρίου 1749 καί τόν διαδέχτηκε γιά τήν ἑπόμενη διετία ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Φιλόθεος (1749-51). Αὐτό ἀποδεικνύει ἀνέκδοτο γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Μελετίου Β΄ (1750-68), τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν ἐκλογή τοῦ πρωτοσυγκέλλου τῆς μητροπόλεως Λαρίσης ἱερομονάχου Παρθενίου ὡς ἐπισκόπου Σταγῶν στά 1751, [ἀρχεῖο ἐγγράφων μονῆς ἁγίου Στεφάνου].
Ἕνας ἀπό τούς πιό ἀξιόλογους καί πολύδραστους ἱεράρχες ὑπῆρξε ὁ Σταγῶν Παρθένιος (Μάρτιος 1751-†26.3.1784), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Πορταριά Βόλου. Διετέλεσε μοναχός τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί κατόπιν ὑπηρέτησε στήν μητρόπολη Λαρίσης ὡς πρωτοσύγκελλος. Μέ προσωπικές μεγάλες δαπάνες τοῦ φιλόκαλου ἐπισκόπου, κατά τά ἔτη 1780-1782, πραγματοποιήθηκε ἀνακαίνιση τῆς τοιχογραφίας τοῦ ὅλου καθολικοῦ τῆς μονῆς Βαρλαάμ, ἡ ὁποία προφανῶς ἀπό τίς σεισμικές δονήσεις, τά κεριά, τήν αἰθάλη καί τήν ὑγρασία εἶχε ἐπισκιαστεῖ. Ἐπάνω ἀπό τήν ἱστόρηση τῆς Παναγίας τῆς Μεσίτριας, ἀριστερά, στόν ΒΑ πεσσό τοῦ νάρθηκα, ὑπάρχει ἡ μεγαλογράμματη διαφωτιστική ἐπιγραφή: «†... ἐν ἔτει δὲ ἀπὸ Χριστοῦ ͵αψπ΄ [=1780], κ(αὶ) ͵αψπβ΄ [=1782], ἀνεκ(αι)νίσθη ἅπασα / ἡ ἱστορία τοῦ τε ἁγί(ου) Βήματος, τοῦ καθολικοῦ, κ(αὶ) τ(οῦ) νάρθηκος τούτου, / διὰ σπουδῆς κ(αὶ) δαπάνης τοῦ ταπεινοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν / Παρθενίου εἰς μνημόσυνον κ(αὶ) ψυχικ(ὴν) αὐτ(οῦ) σωτηρίαν».
Ὁ Παρθένιος ὡς ἐπίσκοπος Σταγῶν[51] προσέφερε χρήματα στήν μονή τῆς μετανοίας του γιά νά κτισθεῖ ὁ πάλαι ἐξωνάρθηκας τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦνταν ἀπό καμάρες σέ διπλή σειρά. Τό ἔργο ἐξαίρει, στά 1789, ὁ Ἁγιαμονίτης ἡγούμενος καί στιχουργός ἱερομόναχος Γαβριήλ στό γνωστό του ποίημα[52]:
«Θωρεῖς ὅστις ἀναβῇς, τό πρῶτον ταῖς καμάραις, / ἔμπροσθεν τοῦ νάρθηκος, δίς κείμεναις ἀράδαις,
ἔγιναν εἰς μνημόσυνον τοῦ Σταγῶν Παρθενίου, / τοῦ πρώην, καί μέ ἔξοδα οἰκείου βαλαντίου,
αὐτοῦ εἶχε τήν μετάνοιαν καί τό προσκύνημά του, / διά νά τελεσθοῦν αὐτοῦ καί τά μνημόσυνά του».
Ὁ ἱεράρχης Παρθένιος κληροδότησε ἐπίσης στήν μονή Βαρλαάμ τό προσωπικό ἀρχεῖο καί τήν βιβλιοθήκη του. Ἀναφορά στήν δωρεά τῆς βιβλιοθήκης ποιεῖται ἐπίσης ὁ Ἁγιαμονίτης στιχουργός:
«Χαῖρε ἡ Βαρλαάμ Μονή, εἶσαι πεπλουτισμένη, / ἐκ θησαυρῶν καί πανταχοῦ εἶσαι πεφημισμένη.
Ἔτ’ ἔχεις ἀξιόλογα βιβλία Παρθενίου / τοῦ πρίν Σταγῶν χαριστικῆς δόσεως κ’ ἱερείου».
Ὁ φιλάγιος ἐπίσκοπος Παρθένιος χρηματοδότησε καί γιά τήν ἀντιγραφή βαρλααμίτικων κωδίκων, ὅπως αὐτό δεικνύει τό δωδεκασύλλαβο τετράστιχο σημείωμα τοῦ κώδ. 143 μονῆς Βαρλαάμ, τό ὁποῖο περιέχει ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ:
«† Θεῷ τό θῦμα, δαπάνη δ’ ἀρχιθύτου / Σταγῶν, ὅς Παρθένιος ἐκλήθη βιῶν,
νῦν δ’ οὐ πέλων ἐν ζῶσιν, αὐτοῦ δ’ / ἡ πάτρα ἡ χώρ’ ἐχρημάτισεν ἡ Πορταρία».
Κτητορικά σημειώματα[53] τοῦ Παρθενίου σώζονται σέ ἀρκετούς κώδικες τῆς μονῆς Βαρλαάμ. Ἐπίσης, κτητορικό σημείωμά του ἀπαντᾶται καί στόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 29 τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου: «Καί τόδε πέλει τοῦ Σταγῶν Παρθενίου» (φ. Αα). Ὁ κώδικας αὐτός περιέχει 171 ἐπιστολές τοῦ λογίου ἱερομονάχου Ἀναστασίου Γορδίου (1654-1729), σπουδαιοτάτου διδασκάλου τῆς περιοχῆς τῶν Ἀγράφων. Ἀξιοσημείωτες εἶναι καί δύο ἐπιστολές τοῦ ἁγίου τοῦ σκλαβωμένου γένους Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, πρός τόν ἐπίσκοπο Σταγῶν Παρθένιο.[54]
Ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος κατέθεσε γιά τήν μισθοδοσία τοῦ διδασκάλου τῶν Σταγῶν δύο χιλιάδες γρόσια γιά τίς τέσσερες μονές Μετεώρου, Βαρλαάμ, Ἁγίας Τριάδος, ἁγίου Στεφάνου, γιά νά διδάσκονται τά ἐγκύκλια γράμματα οἱ μοναχοί καί οἱ δόκιμοι.[55] Αὐτό δείχνει τόν πόθο τοῦ ἱεράρχου νά ἀφήσει στά Μετέωρα λογίους ἡγουμένους καί μοναχούς γιά νά μεταδίδουν στόν λαό ἀκραιφνή τήν πίστη καί τά ἐθνικά ἰδεώδη.
Τήν μεγάλη δράση τοῦ ἐπισκόπου Παρθενίου μαρτυροῦν πολλές ἐπιγραφές σέ μοναστήρια καί ναούς στήν εὐρύτερη περιοχή. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του, ἐντός τῆς πόλεως τῆς Καλαμπάκας, ἀνεγέρθηκε (1761) καί ἱστορήθηκε (1766) τό κατανυκτικό ναΰδριο τῶν Ἁγίων Πάντων,[56] εὑρισκόμενο πλησίον τῆς Παναγίας.
Τήν ἴδια περίοδο στήν εὐρύτερη περιοχή τῶν Μετεώρων πραγματοποιήθηκε καί ἡ τοιχογράφηση τοῦ σπηλαιώδους ναΐσκου τῆς Παναγίας Σπηλαιώτισσας τῆς Μήκανης (β΄ στρῶμα), μετοχίου νῦν τῆς ἱερᾶς μονῆς ἁγίου Στεφάνου.[57]
Τό πνεῦμα τοῦ ἐπισκόπου Παρθενίου τῆς εὐπρεπείας καί φιλοκαλίας προσέλαβαν καί οἱ δύο διάκονοί του Ἀρσένιος καί Ἀμβρόσιος, οἱ ὁποῖοι μετά τήν κοίμηση τοῦ ἱεράρχου (†26.3.1784) ἀνέλαβαν τό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Στεφάνου (κώδ. 90 ἁγίου Στεφάνου, φ. 197β) καί ἔγιναν οἱ κτίτορες τοῦ νεώτερου πετρόκτιστου καθολικοῦ, ἁγιορείτικου τύπου, τοῦ ἀφιερωμένου στόν δεύτερο προστάτη του, ἅγιο Χαράλαμπο (1798).
Ὅλη αὐτή ἡ εὐγενική προσφορά ἐκ μέρους τῶν μητροπολιτῶν καί ἡ φροντίδα ὑπέρ τῆς Μετεωρίτικης πολιτείας φυσικά δέν ἔμεινε χωρίς ἀνταπόδοση. Οἱ ἡγούμενοι ἦταν πνευματικοί ἀδελφοί τοῦ ἐπισκόπου ἀλλά καί σέ περιόδους δύσκολα ἐθνικές οἱ μοναχοί τούς πρόσφεραν ἐγκάρδια φιλοξενία. Μᾶς ἀναφέρει σχετικά ὁ Σουηδός περιηγητής J. Bjornstähl ὅτι, στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Στεφάνου, στίς 2 Ἀπριλίου 1779, τόν ὑποδέχτηκε μέ μεγάλη χαρά, ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Παρθένιος, ὁ ὁποῖος διέμενε στό μοναστήρι ἀπό τόν φόβο καί τίς ταραχές τῶν Τουρκαλβανῶν.[58]
Ὡσαύτως ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκυ[59] κατά τήν ἐπίσκεψή του στήν μονή ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ, τό ἔτος 1859, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι συνάντησε ἐπάνω στόν Στύλο τοῦ Ἀναπαυσᾶ τόν ἐπίσκοπο Σταγῶν Θεόφιλο, ὅπου ἔμενε μαζί μέ συγγενικά του πρόσωπα, προφανῶς λόγῳ δυσκόλων ἐθνικῶν συνθηκῶν. Ὁ ἐπίσκοπος συνόδευσε τόν Ρῶσο ἐπισκέπτη στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς κάτω ἀπό ψιλή βροχή, προσπερνώντας ἀπό τό ἐρειπωμένο μονύδριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου Μανδηλᾶ, μέ τά γνωστά πολύχρωμα μαντήλια νά κρέμονται στήν πρόσοψη. Ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης ἐπισκέφθηκε καί τόν ναό τῆς Παναγίας στό Καστράκι καί ἀναφέρει ὅτι εἶδε φορητές εἰκόνες μέ τήν χρονολογία 1642, οἱ ὁποῖες εἶχαν μεταφερθεῖ ἐκεῖ πρός διάσωση, ἀπό τό μοναστήρι τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου.[60]
Στά τέλη τοῦ 18ου καί ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. ἐποίμανε τήν περιοχή Σταγῶν ὁ λόγιος καί φιλόπονος ἱεράρχης Παΐσιος Β¢ (1784-1808),[61] ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τόν Κλεινοβό τῆς Καλαμπάκας. Ἰδιαίτερος ἦταν ὁ δεσμός του μέ τήν μονή Ἁγίας Τριάδος Ἁγίων Μετεώρων, στήν ὁποία καί ἀφιέρωσε τήν σπουδαία βιβλιοθήκη του. Σέ σιγιλλιῶδες γράμμα τοῦ ἔτους 1818 τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ (1813-18) ὑπέρ τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, γίνεται λόγος γιά τήν δωρεά τῆς πλούσιας βιβλιοθήκης τοῦ Σταγῶν Παϊσίου Β¢ (1784-1808) πρός τήν μονή τῆς Ζωαρχικῆς Τριάδος: «Πρὸς τούτοις ὅσα βιβλία[62] εὑρίσκονται πατερικά, ἱστορικά, λογογραφικὰ καὶ πᾶν βιβλίον διακείμενον ἐν τῇ μονῇ τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν Μετεώροις εἰσί κτῆμα τοῦ ἱερωτάτου μητροπολίτου Φιλίππου πόλεως ἐν Χριστῷ ἡμῶν ἀγαπητῷ ἀδελφῷ· καί περιποθήτῳ κυρίῳ Παϊσίῳ, τὰ ὁποῖα ἀφιερώνει ἐν τῇ αὐτῇ μονῇ τῆς Ἁγίας Τριάδος ... οἱ δὲ πατέρες ἔχουσι χρέος νὰ μνημονεύωσι ἀενάως ἐν ταῖς ἱεραῖς καὶ φρικταῖς μυσταγωγίαις Παϊσίου ἀρχιερέως καὶ τῶν γονέων καὶ τῶν συγγενῶν», διότι μέ τήν φροντίδα τῆς αὐτοῦ ἱερότητος ἔλαβε αὔξηση καί βελτίωση τό μοναστήρι [ἀρχεῖο ἐγγράφων Ἁγίας Τριάδος]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Παΐσιος ἐκτός ἀπό τήν βιβλιοθήκη εἶχε συμβάλει καί στήν κτιριακή αὔξηση καί πνευματική ἀνάπτυξη τῆς μονῆς. Δυστυχῶς ἡ πλούσια αὐτή βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία περιελάμβανε πολλά ἔντυπα βιβλία, διαρπάχτηκε κατά τήν διάρκεια τοῦ ἰταλογερμανικοῦ πολέμου.[63]
Ὁ φιλοπρόοδος αὐτός ἱεράρχης μερίμνησε γιά τήν λειτουργία Σχολῆς ἐγκυκλίων γραμμάτων στήν Καλαμπάκα, καθώς καί στήν γενέτειρά του στόν Κλεινοβό, ἐνῶ παράλληλα φρόντισε νά ἱδρυθεῖ Σχολή στά Μετέωρα πρός μόρφωση τῶν μοναχῶν.[64] «Μνημεῖα τῆς μορφώσεως καί τῆς παιδείας τοῦ ἐν λόγῳ ἱεράρχου», σημειώνει ὁ Νικόλαος Φορόπουλος, «ἀποτελοῦν οἱ διασωθέντες μέχρις ἡμῶν ἰαμβικοί καί πολιτικοί στίχοι ... καί ὁ κῶδιξ τῶν ἐπιστολῶν του περιέχων πολυτίμους εἰδήσεις περί τῆς καταστάσεως τῶν γραμμάτων κατά τόν 19ο αἰῶνα»[65].
Ὁ Σταγῶν Παΐσιος, ἰδίοις ἀναλώμασι, ἐξέδωκε τά «Συναξάρια τοῦ Τριωδίου καί τοῦ Πεντηκοσταρίου, συγγραφθέντα ὑπό Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου, οἷς προσετέθησαν καί λόγοι τρεῖς τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐν Βιέννῃ 1797». Ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος εἶχε ἀνεύρει τό ψυχωφελές αὐτό βιβλίο, ἐξίτηλο, στήν μονή Βαρλαάμ γι’ αὐτό καί ἐπιμελήθηκε τήν ἐπανεκτύπωσή του, πρός ὠφέλεια τῶν χριστιανῶν. Ἕνα ἀντίτυπο[66] μέ ἰδιόχειρη ἀφιέρωση τοῦ ἐπισκόπου Παϊσίου εὑρίσκεται καί στό ἀρχεῖο παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου: «Δεδώρηται τό παρόν τῷ κύρ Ἀμβροσίῳ σκευοφύλακι ὑπό τοῦ ταπεινοῦ / ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου. ͵αψϞη΄ Ἰανν: ς΄».
Ὁ ἐπίσκοπος Παΐσιος ἀναφέρεται ὡς δωρητής ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν καί εἰκόνων ἤ ὡς ἀνακαινιστής ναῶν σέ σχετικές ἐπιγραφές καί σέ ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς ἐπαρχίας Σταγῶν.[67] Στά 1784 ἱστορήθηκε ἡ λιτή τῆς μονῆς Ὑπαπαντῆς, ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου, διά χειρός Δημητρίου Ζούκη Καλαριτινοῦ καί τοῦ μαθητῆ του Γεωργίου, σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἀνοικοδομήθη ὁ θεῖος οὗτος νάρθηξ, ἀρχιερατεύ/οντος τοῦ θεοφιλεστάτου, κ(αὶ) λογιωτάτου ἁγίου Σταγῶν, κυρίου κυρίου / Παϊσί(ου)· κ(αὶ) ἠγουμενεύοντος τοῦ κυρίου Συμεών...». Μέ ἔγγραφο τῆς 25ης Μαρτίου τοῦ 1788 ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Παΐσιος καί οἱ Βαρλααμίτες πατέρες, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν ὡς μετόχι τήν ἐρειπωθεῖσα μονή τοῦ ἁγίου Δημητρίου, παραχώρησαν τόν χῶρο αὐτῆς, ἐκτάσεως περίπου δύο στρεμμάτων, στήν ἱερά μονή Ὑπαπαντῆς, τῆς ὁποίας οἱ πατέρες εἶχαν αὐξηθεῖ, ὥστε νά κτίσουν γι’ αὐτούς κελλία καί τά λοιπά χρειώδη κτίρια.[68]
Μέ τήν χορηγία τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊσίου κατά τό ἔτος 1791, τό πολύ καλῆς τέχνης τέμπλο τοῦ καθολικοῦ τοῦ Μετεώρου ἀνακαινίστηκε, συμπληρώθηκε καί ἐπιχρυσώθηκε, κατά τό μεγαλύτερο μέρος του. Τό τέμπλο τελείωσε τήν 1η Νοεμβρίου 1791, σύμφωνα μέ τήν ἔμμετρη κεφαλαιόγραμματη ἐπιγραφή, ἡ ὁποία ὑπάρχει σέ πλαίσιο στό δεξιό ἄκρο τοῦ ἐπιστυλίου, στά ἀποστολικά.[69] Ἐπίσης στό σκευοφυλάκιο τοῦ Μετεώρου φυλάσσεται μία ζώνη τοῦ ἐπισκόπου Παΐσίου μέ τήν ἐπιγραφή: «Ἡ ἁγία / πόλις / Ἱερου/σαλήμ / Σταγῶν / Παΐ/σιος 1794 †».[70] Βάσει, τοῦ σιγιλλίου τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄, ὁ Παΐσιος ἐδώρισε πλήρη ἀρχιερατική στολή στήν μονή τοῦ Μετεώρου, καθώς καί δύο ἐγκόλπια στήν μονή Βαρλαάμ «ἕνα χρυσοκεκοσμημένον μετά μαργάρων καί ἕτερον ἐν σχήματι σταυροῦ λιθοκόλλητον».
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Παϊσίου ἀνηγέρθη, στήν βορειοδυτική πλευρά τοῦ βράχου τοῦ Μετεώρου, τό ἔτος 1789, ὁ μονόχωρος ναΐσκος τῶν ἁγίων ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ἐπί ἡγουμένου Παρθενίου, ἐνῶ τό τέμπλο τοῦ ναοῦ κατασκευάστηκε δέκα χρόνια ἀργότερα (1799). Στίς δεσποτικές εἰκόνες εἶναι ἱστορημένη ἡ Παναγία ὡς «Κυρία τῶν Ἀγγέλων», ἐνῶ στήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναγράφεται: «Ἐπιστασία / τοῦ Σταγῶν / Παϊσίου κ(αί) δα/πάνης Χαρα/λάμπους / ἱερομονάχου / ἐν ἡγουμενίᾳ Παρθενίου / ψάλτου / ἔτους ἀπό Χριστοῦ ͵αψϞθ΄ [=1799]».
Σημαντικότατο ἔργο του ἦταν ἡ ἀνακαίνιση, ἐξ ἰδίων δαπανῶν, τοῦ Ἐπισκοπείου Σταγῶν, καθώς καί τῶν εὑρισκομένων οἰκίσκων φιλοξενίας στόν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐπισκοπῆς.[71] Κατά παράδοση τῶν Καλαμπακιωτῶν, σέ ἕναν ἀπό τούς προαναφερόμενους οἰκίσκους διέμενε καί ὁ ἅγιος Βησσαρίων, ἐνῶ «μετά μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Θεσσαλίας τό 1881, ἱδρύθηκε στήν Καλαμπάκα γιά πρώτη φορά Δημοτικό Σχολεῖο Ἀρρένων, τό ὁποῖο στεγάστηκε σέ ἕνα κελλί τῆς ‘μεγάλης ἐκκλησιᾶς’, στό ὕψωμα ἀριστερά τῆς θύρας πού ὁδηγεῖ στό σημερινό κοιμητήριο»[72]. Ὁ ἐπίσκοπος Παΐσιος ἀγόρασε, ἐπίσης, καί ἕνα λειβάδι, πλησίον τοῦ ἁγιοστεφανίτικου μύλου, γιά τά ὑποζύγια τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν.
Ἀλλά καί τό κτίσιμο τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ τοῦ ἁγίoυ Χαραλάμπους τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου ὁλοκληρώθηκε, ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου καί ἡγoυμένoυ τῆς μονῆς Ἀμβροσίου, καταγομένου ἀπό τούς Σταγούς, κατά τό ἔτος 1798.[73] Ἡ ἐπιγραφή: î† Ἀνεγέρθη ἀπο θε/μελίου ὁ θεῖοc οὗτοc / κ(αί) πάνcεπτοc ναόc / τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερο/μαρτυροc κ(αί) θαυματουργοῦ / Χαραλάμπουc ἐπι αρχι/ερέωc Cταγῶν κύρ Παϊ/cίου δι’ ἐπιcταcίαc τοῦ / ἡγουμένου κυρ Αμβροcίου / εκ χώραc Cταγῶν δι εξόδον / μοναcτηριακόν θεμελιο/θι Μαίου 12 εἰc ετοῦc ιψ`η [=1798] / ετελιόθιï.[74]
Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Παΐσιος ἀφιέρωσε τίς πρῶτες παλαιές Δεσποτικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίoυ Χαραλάμπους, κατά τό ἔτος 1799. Κατά τήν διάρκεια τοῦ τελευταίου πολέμου οἱ ἐν λόγῳ εἰκόνες κτυπήθηκαν στά πρόσωπα ἀπό ἄθεους στρατιῶτες, γι’ αὐτό καί ἀντικαταστάθηκαν μέ νεώτερες. Στό κάτωθι τμῆμα τῆς εἰκόνας τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους ἀναγράφεται: «Αἵματι ἄνω Χαραλάμπης ἀνήει / Σκέπουσα ἡμᾶς οὗγε κατήει Χάρις / Δι’ ἐπιμελείας καὶ δαπάνης τοῦ ταπεινοῦ / Ἐπισκόπου Σταγῶν Παϊ-δσίου 1799».
Ὁ Σταγῶν Παΐσιος ἐνδιαφέρεται γιά τήν διάσωση τῆς μοναστηριακῆς περιουσίας καί γιά τίς εἰρηνικές σχέσεις μονῶν καί χωρικῶν. Στά 1792 ἀποστέλλει γράμμα ὑπέρ τῆς μονῆς Βαρλαάμ γιά νά ἐπιλύσει τίς συνοριακές διαφορές τῶν κτημάτων τῆς μονῆς μέ τά γειτονικά χωριά [ἀρχεῖο ἐγγράφων ἁγίου Στεφάνου]. Στά 1794 ἀποστέλλει γράμμα[75] πρός τόν ἡγούμενο τοῦ Βαρλαάμ Ἀνατόλιο, σχετικό μέ τίς πηγές στήν θέση Κανελάκι πού διεκδικοῦσαν οἱ δύο μονές Μετεώρου καί Βαρλαάμ, ἐκτελώντας διαιτητικό ρόλο.
Ἄμεσος διάδοχος τοῦ δραστηρίου καί φιλομονάχου Παϊσίου στήν ἐπισκοπή Σταγῶν ὑπῆρξε ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ[76] (12.4.1808-†2.10.1815), καταγόμενος ἀπό τήν Ἀετορράχη Ἰωαννίνων. Μετά τό 1795 ὑπογράφει ὡς ἐπίσκοπος Δυρραχίου. Στίς 12.4.1808 ἐξελέγη ἐπίσκοπος Σταγῶν, ὅπου καί ἐποίμανε θεοφιλῶς τήν ἐπισκοπή ἕως τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας του († 2.10.1815). Ὁ προκάτοχός του ἐπίσκοπος Παΐσιος σέ ἐπιστολή του χαρακτηρίζει τόν Γαβριήλ ὡς ἱεράρχη: «θεοσεβῆ, προβεβηκότα μὲ φρόνησιν καὶ ὑπομονήν, καὶ πόνον διὰ τοὺς πτωχούς μας χριστιανούς»[77]. Ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ ὑπῆρξε ἕνας διαπρεπής ἱεράρχης, διακρίθηκε γιά τήν πολυσχιδή του δράση καθώς καί γιά τά κληροδοτήματά του πού κατέλιπε σέ ἐκκλησίες καί μονές. Ἐκτιμώντας τούς ὁσιωτάτους συμπατριῶτες του κτίτορες τῆς μονῆς Βαρλαάμ ὅσιο Νεκτάριο καί ὅσιο Θεοφάνη, τούς Ἀψαράδες, διέθεσε τήν δαπάνη καί τύπωσε γιά πρώτη φορά τήν Ἀκολουθία τῶν Ἀψαράδων στήν Βενετία, ἡ ὁποία εἶναι ποίημα τοῦ ἐπισκόπου Μυρέων Ματθαίου (†1624), ἐκ Πωγωνιανῆς τῆς Ἠπείρου.[78]
Ἐξαίρετη δωρεά τοῦ ἱεράρχου Γαβριήλ ἦταν ἡ κατασκευή τοῦ καταπληκτικῆς τέχνης ξυλόγλυπτου τέμπλου τοῦ καθολικοῦ τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους τῆς ἱερᾶς μονῆς ἁγίου Στεφάνου, ἔργο Μετσοβιτῶν ταλιαδόρων, τό ὁποῖο συντελέστηκε τό 1814. Ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος κατέβαλε χίλια γρόσια γιά τήν κατασκευή του, καθώς μᾶς πληροφορεῖ ἰδιόχειρη σημείωση στόν κώδικα ὑπ’ ἀριθ. 90 μονῆς ἁγίου Στεφάνου,: «1814: Ἰανουαρίου 11η: ἐσκαλίσθη τὸ τέμπλεον τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου ἱερομάρ/τυρος καὶ θαυματουργοῦ Χαραλάμπους, τῆς θείας καὶ σεβασμίας μονῆς τοῦ ἁγίου / Στεφάνου δι’ ἐξόδων τοῦ ἁγίου Σταγῶν κυρίου Γαβριήλ, ὅστις ἐμέτρησε τοῖς σκα/λισταῖς γρόσια χίλια, ἤτοι ἀσλλ(άνια): 1.000: διὰ μνημόσυνον αὐτοῦ· ἡγουμενεύοντος τοῦ / Θεοφάνους ἱερομονάχου: οἱ δὲ σκαλισταὶ ἐκ Μεσσόβου Κωνσταντῖνος καὶ / Δημήτριος: κατεστρώθη ἐν τῷ Κώδικι τοῦ εἶναι εἰς ἐνθύμησιν: / † ὁ Σταγῶν Γαβριήλ τά ἐμέτρησα / ἡγούμενος τοῦ ἁγίου Στεφάνου Θεοφάνης ἱερομόναχος μάρτυς» (φ. 194β). Ἡ ἐπιγραφή στό τέμπλο ἔχει ὡς ἑξῆς: î† ΕΓΙΝΕ το ΤΕΜΠΛΟΝ της ΕΚΚΛΗ/CΙΑC του ΑΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥC δι ΕΞΟ/δων του ΑΓΙΟΥ CΤΑΓΩΝ ΚΥΡΙΟΥ / ΓΑΒΡΙΗΛ ΗΓΟΥΜΕΝ[ε]ΥΟΝΤΟC του ΚΥΡΙΟΥ / ΘΕΟΦΑΝΟΥ[c] ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ εκ ΧΟΡΑC CΟΥΛΑΤΕΝ[α] / του ΤΡΙΚΚΗ[c] ΔΙΑ ΧΙΡΟC ΜΑΣΤΟΡΟ ΚΟCΤΑ κε ΔΙΜΙΤΡΙ ε/κ ΧΟΡΙΟΝ ΜΕCΟΒΟΝ ΕΠΙ ΕΤΙ 1814ï.
Ὁ ἐπίσκοπος Γαβριήλ ὡσαύτως ἀφήνει ἀρκετά χρηματικά ποσά ὡς «λάσον παντοτινόν» (μεγάλη δωρεά ἐκκλησιαστικοῦ προσώπου) γιά μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του καί τῶν οἰκείων του σέ διάφορες μονές καί ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς.[79] Ἐπίσης στήν μονή τοῦ Μετεώρου ἀφιερώνει ἕνα ἀσημένιο ἅγιο Ἀρτοφόριο.[80]
Στά 1808 οἱ μετεωρίτικες μονές ἐφοδίαζαν μέ τρόφιμα τούς ντόπιους ἐπαναστάτες μέ ἀρχηγό τόν παπα-Θύμιο Βλαχάβα, οἱ ὁποῖοι μάχονταν γιά νά ἀποτινάξουν τόν ζυγό τοῦ Ἀλῆ πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων. Ὁ ἄγγλος συνταγματάρχης W. Leake, ἔγινε δεκτός ἀσμένως ἀπό τόν ἐπίσκοπο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος καί τόν συνόδευσε κατά τήν περιήγησή του στίς μονές τῶν Μετεώρων. Ὁ ἐν λόγῳ συνταγματάρχης ἀφηγεῖται: «Ὁ Μουχτάρ πασᾶς, σταλμένος ἀπό τόν πατέρα του Ἀλῆ ἐναντίον τῶν ἀρματολῶν, βρῆκε τούς ἐπαναστάτες νά κατέχουν ὅλους τούς βράχους γύρω ἀπό τήν Καλαμπάκα. Αὐτοί εἶχαν ὑποχρεώσει τίς μονές νά τούς ἐφοδιάζουν μέ ψωμί καί μία μέρα δέν δίστασαν νά πυροβολήσουν ἐναντίον τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Γαβριήλ, πού διαφωνοῦσε στήν προμήθεια ψωμιοῦ, σέ ἕνα σημεῖο, τό ὁποῖο αὐτός μοῦ ὑπέδειξε ἀνάμεσα στό Καστράκι καί στά Μετέωρα»[81]. Ὁ δισταγμός τοῦ μητροπολίτη ὀφειλόταν ὄχι μόνο στήν σκέψη τῶν ὑπαρχόντων μεγάλων χρεῶν τῶν μονῶν, ἀλλά καί στήν εὐθύνη ἀπέναντι τῶν τουρκικῶν Ἀρχῶν. Ὁ φόβος τοῦ ἐπισκόπου ἐπαληθεύτηκε. Κατά τό ἔτος 1808, λόγῳ τῆς βοήθειας, τήν ὁποία προσέφεραν τά μοναστήρια τῶν Μετεώρων στό ἐπαναστατικό κίνημα τοῦ ἐντοπίου ἥρωα παπα-Θύμιου Βλαχάβα, τά στρατεύματα τοῦ Ἀλῆ πασᾶ σέ ἀντίποινα ἀνατίναξαν τήν μονή ἁγίου Δημητρίου Μετεώρων, ὅπου ἥδρευε ὁ ἐθνομάρτυς παπα-Θύμιος. Ὅλα τά ἄλλα μετεωρίτικα μοναστήρια γνώρισαν, τότε, τήν ἐκδικητική μανία τοῦ φοβεροῦ τυράννου τῶν Ἰωαννίνων. Κατ’ ἐντολήν του, τούς τότε ἡγουμένους τῶν μονῶν, τούς ἔκλεισαν φυλακή στά μπουντρούμια τοῦ Ἀλῆ στήν ἠπειρωτική πρωτεύουσα καί ζητοῦσαν πολλά λύτρα γιά τήν ἐξαγορά τους.
Στίς 8.11.1815 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Σταγῶν ὁ Ἄνθιμος (1815-20/1). Ὁ ἐν λόγῳ ἐπίσκοπος, στά 1820, παρέδωσε στήν μονή Βαρλαάμ 500 γρόσια «διά λάσον παντοτινόν» τοῦ προκατόχου του ἐπισκόπου Γαβριήλ.[82] Στούς ἴδιους χρόνους εἶχε χειροτονηθεῖ ὡς ἐπίσκοπος Σταγῶν καί ὁ Ἀμβρόσιος (1815-20, †12.2.1834) ἀλλά καταδιώχθηκε ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ τῆς Ἠπείρου, γι’ αὐτό ἀναγκάστηκε νά παραιτηθεῖ. Μετά τήν ἐκτέλεση τοῦ μητροπολίτη Πολυκάρπου Λαρίσης ἀπό τόν Μαχμούτ πασᾶ Δράμαλη, στίς 17.9.1821, ὁ Ἀμβρόσιος βρῆκε καταφύγιο στό Ἅγιον Ὄρος καί στήν συνέχεια σέ διάφορες περιοχές τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδος.[83]
Μετά τήν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως ποιμαίνει τήν ἐπισκοπή Σταγῶν ὁ Σαμουήλ, καθώς τό ὄνομά του μνημονεύεται στήν ἐπιγραφή τῆς ἱστορήσεως τοῦ καθολικοῦ στήν μονή ἁγίου Νικολάου Σιαμάδων, ὑπό Χιοναδιτῶν ἁγιογράφων (1821), ἐνῶ στά 1824 μετετέθη γιά τήν ἐπισκοπή Φαναριοφερσάλων.
Στά 1829, ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Διονύσιος[84] (1824-29) μνημονεύεται στήν ἐπιγραφή γιά τήν ἱστόρηση ὀκτώ φορητῶν εἰκόνων τοῦ Δωδεκαόρτου στό ἐπιστύλιο τοῦ τέμπλου τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους, ἐπί ἡγουμένου Ἱεροθέου. Ἡ ἐπιγραφή: «Κατά τό ͵αωκθ΄ ἐπί ἀρχιερέως Στα/γῶν κυρίου Διονυσίου, ἡγουμενεύοντος δέ τοῦ ἐν Ἱερομονάχοις κύρ Ἱε/ροθέου, ἱστορή(θη)σαν αὗται αἱ ὀκτώ ἅγιαι // εἰκόνες τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν, / δι’ ἐπιμελείας καί δαπάνης τοῦ κύρ Γρηγορί(ου) μοναχοῦ, εἴη διά / μνημόσυνον αἰώνιον».
Κατά τά ἔτη 1833-1854 ἐπίσκοπος Σταγῶν εἶναι ὁ Κύριλλος. Στά 1845 ὁ Σταγῶν Κύριλλος καί ὁ Τρίκκης Ἰωσήφ συνυπογράφουν γράμμα, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ τρεῖς ἡγούμενοι τῶν Μετεωρίτικων μονῶν (ἁγίου Στεφάνου, Μετεώρου, Βαρλαάμ) θά συνεισφέρουν ἕκαστος 500 γρόσια γιά τά κεντρικά σχολεῖα τῶν Τρικάλων, μέ τόν ὅρο νά φοιτοῦν σέ αὐτά ἄνευ διδάκτρων ὅσοι μοναχοί τό ἐπιθυμοῦν καί «ὁποιοσδήποτε μοναστηριακός ἄνθρωπος»[85].
Στήν μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1854, γίνεται καταγραφή τῶν κινητῶν καί ἀκινήτων πραγμάτων, χρυσοβούλλων, φιρμανίων, ἱερῶν ἀμφίων, κειμηλίων καί τζιφλικίων ὑπό τοῦ ἡγουμένου Κωνσταντίου, τά ὁποῖα ἐπιβεβαιώνονται μέ τό γνήσιο τῆς ὑπογραφῆς τῶν ἱεραρχῶν: Λαρίσης Ἀνανίου, Τρίκκης Ἰωσήφ καί Σταγῶν Κυρίλλου, καθώς καί τῶν ἐνασκουμένων πατέρων τῆς μονῆς.[86] Οἱ ἴδιοι ἱεράρχες ὑπογράφουν καί σέ καταγραφή τῶν περιουσιακῶν στοιχείων τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος, [κώδ. 2 Ἁγίας Τριάδος, φ. 129α-131β].
Ὁ ἐπίσκοπος Κύριλλος ὑποστήριξε τήν μάχη τῆς Καλαμπάκας κατά τῶν Τούρκων τό 1854 μέ ἐπί κεφαλῆς τόν γενναῖο ὑποστράτηγο Χριστόδουλο Χατζηπέτρο. Ἔνθους ὁ Σταγῶν Κύριλλος εὐλόγησε τήν ἐπιτυχή μάχη καί ἅμα τῇ νίκῃ ἐτέλεσε πανηγυρική Δοξολογία στόν μεγαλοπρεπή ναό τῆς Παναγίας Καλαμπάκας. Ὅμως ὁ βασιλεύς Ὄθων, κατόπιν πιέσεων τῶν Ἀγγλογάλλων, ἀποδοκίμασε τό ἀπελευθερωτικό κίνημα καί ἀνακάλεσε τόν στρατηγό Χατζηπέτρο στήν Ἀθήνα. Τότε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, λόγῳ δυσαρεσκείας τῶν Ὀθωμανῶν, καθήρεσε τόν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος μετέβη στήν Ρωσική μονή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, ἔνθα καί ἐκουρεύθη μεγαλόσχημος μέ τό ὄνομα Παντελεήμων (†1869).[87]
Ὁ ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκυ[88] ἀναφέρει ὅτι ὁ πατέρας τοῦ ἐντόπιου ἐπισκόπου Κυρίλλου, ὀνόματι Ἰωάννης Γκίκας ἀπό τήν Καστανιά, ἐπιχρύσωσε τό προσκυνητάρι γιά τίς ἑόρτιες εἰκόνες τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας, μέ τήν χρονολογία 1843.
Ὁ διάδοχος τοῦ Κυρίλλου ἐπίσκοπος Σταγῶν Θεόφιλος[89] (1854-69) ἔλαβε πρόνοια γιά τά παραμελημένα κτίρια τῆς Ἁγίας Μονῆς Μετεώρων. Στίς 11 Ἰανουαρίου 1866 ἀπέστειλε ἁπανταχοῦσα πρός τούς κληρικούς καί πάντας τούς Χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας του, γιά νά βοηθήσουν τόν ἡγούμενο Γερμανό τοῦ ἐν Μετεώροις μοναστηρίου τῆς Ἁγίας Μονῆς ὑπέρ τῆς ἀνακαινίσεώς του. Ἡ ὑψίδομη Ἁγία Μονή δυστυχῶς κατέρρευσε κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1943). Ὁ βυζαντινολόγος Ν. Βέης γράφει: «Ἡ Ἁγία Μονή, φαίνεται ὅτι ὑπέστη ζημίας ἐκ βομβαρδιμοῦ, ἀλλ’ αὗται δὲν δύνανται ἀσφαλῶς νὰ καθορισθῶσι, διότι ἡ μονὴ αὕτη εἶναι ἄβατος».[90] Αὐτό φαίνεται ἦταν ἡ χαριστική βολή γιά τό ἡμιερειπωμένο μοναστήρι, τό ὁποῖο προτίθεται νά ἀναστηλώσει ἡ μονή Βαρλαάμ.
Τό ἴδιο ἔτος (1866), στήν ἱερά μονή Ἁγίας Τριάδος, ἐπί ἀρχιερέως Θεοφίλου καί ἡγουμένου Ἀνθίμου, κατασκευάστηκε στήν ἀνατολική πρόσοψη τό ἀρχονταρίκι τῆς μονῆς μέ τρεῖς καμάρες, καθώς ἐξάγεται ἀπό μή σωζόμενη σήμερα ἐπιγραφή.[91]
Κατά τά ἔτη 1870-1873 ἐπίσκοπος Σταγῶν χρημάτισε ὁ Μελέτιος Α΄ ὁ ἀπό Λαοδικείας.
Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Κλήμης[92] (1873-80) ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τήν παιδεία, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν συνεργασία του μέ τόν πρώην Λαρίσης Δωρόθεο Σχολάριο, γιά τήν ἵδρυση τῆς Δωροθέας Σχολῆς[93] στά Τρίκαλα, στήν ὁποία τοποτηρητής καί πληρεξούσιος εἶχε ὁριστεῖ ὁ ἡγούμενος τοῦ ἁγίου Στεφάνου Κωνστάντιος.
Ἀνέκτισε ἐπίσης ἐκ βάθρων τό Ἐπισκοπικό οἴκημα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ ὁ συγγραφέας Ἰωάννης Παπασωτηρίου: «τό ἄλλοτε ἐπισκοπικό κτίριο Σταγῶν ὅπερ ‘ἀνεγερθέν ἐκ βάθρων ἐν ἔτει 1874, διά συνδρομῆς τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου Σταγῶν κου Κλήμεντος καί ἐξόδων τῆς ἐπαρχίας καί τῇ ἐπιστασίᾳ Κωνσταντίου ἡγουμένου τοῦ ἁγίου Στεφάνου’, τῇ συγκαταθέσει τοῦ φιλομούσου σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Πολυκάρπου μετεσκευάσθη εἰς Δημοτικόν σχολεῖον»[94]. Στό οἴκημα αὐτό τοῦ Ἐπισκοπείου, μᾶς πληροφορεῖ λεπτομερέστερα ὁ Καλαμπακιώτης λογοτέχνης Στέφανος Θανασούλας, ὅτι μετά τήν κατάργηση τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν, στεγάστηκε τό πρῶτο Δημοτικό Σχολεῖο Θηλέων Καλαμπάκας (Παρθεναγωγεῖο). Καί «μετά τήν καθιέρωση στά 1929 τῆς συνεκπαίδευσης τῶν δύο φύλων, σταγαζόταν δύο τάξεις, ἐνῶ οἱ ἄλλες τέσσερες στήν «Κωνστάντιο Σχολή»[95]. Ἀπό φωτογραφία τοῦ ἀρχείου Τσίμα-Παπαχατζηδάκη,[96], ἐμφαίνεται τό εὐπρεπέστατο κτίριο τῆς ἐπισκοπῆς, στήν ΝΑ πλευρά τῆς ἐκκλησίας τῆς Παναγίας, τό ὁποῖο ἐκάη κατά τήν πυρπόληση τῆς Καλαμπάκας τό 1943.
Ἐπίσης, ὁ φιλόλογος Ἰωάννης Παπασωτηρίου ἀναφέρει, ὅτι «ἡ Ἐκκλησία εἶχεν ὑπό τήν κατοχήν της καί τό κτίριον τῆς κεντρικῆς πλατείας, ὅπου τό καφενεῖον καί ξενοδοχεῖον ‘Μετέωρα’, τό ὁποῖον ἐκτίσθη δαπάναις τῆς Ἐκκλησίας τῷ 1892, ἀλλ’ ἀπό τοῦ 1914, περιῆλθε τοῦτο εἰς τήν κοινότητα Καλαμπάκας, ἧς τά γραφεῖα στεγάζονται εἰς τόν ἄνω ὄροφον».
Ὁ τελευταῖος ἐπίσκοπος Σταγῶν ὑπῆρξε ὁ ἀπό Πρεσπῶν καί Ἀχριδῶν ἐπίσκοπος Μελέτιος Β΄. Ἐποίμανε τήν περιοχή ἀπό τό ἔτος 1880 ἕως τό 1892, ἔτος κατά τό ὁποῖο ἀπεβίωσε ὡς συνοδικός στήν Ἀθήνα. Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του στίς 16 Ἰανουαρίου 1884, ἡ μονή Ρουσάνου προσαρτήθηκε ὡς μετόχιο στήν μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐπίσης κατά τό ἔτος 1886, στήν μονή Βαρλαάμ προσαρτήθηκαν ὡς μετόχια οἱ μονές ἁγίου Νικολάου Μπάντοβα (ΦΕΚ 184Α/11.7.1886), Ἁγίας Μονῆς καί Τιμίου Προδρόμου (Διάβας), κατόπιν ἀλληλογραφίας τοῦ Μελετίου μέ τήν Ἱερά Σύνοδο. Τό ἔτος 1887 μέ βασιλικό διάταγμα συγχωνεύτηκε τό μονύδριο τῶν Ἁγίων Θεοδώρων μέ τήν μονή ἁγίου Στεφάνου (ΦΕΚ 69/23.3.1887).
Ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν μετά τόν θάνατο τοῦ Μελετίου Β΄ τό 1892, ἔμεινε ἐν χηρείᾳ ἕως τό 1899. Ἡ τοποτηρητεία τῆς ἐπισκοπῆς εἶχε ἀνατεθεῖ στήν ἐπισκοπή Τρίκκης (1892-1899).
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἐκ Νάξου Προκοπίου Β΄ [Κουκουλάρη] (5.10.1894-†3.10.1904) ἡ ἐπισκοπή Σταγῶν συγχωνεύθηκε μέ τήν ἐπισκοπή Τρίκκης καί ἱδρύθηκε σύμφωνα μέ τό ΦΕΚ 16Α/22.1.1900 ἡ ἐπισκοπή «Τρίκκης καὶ Σταγῶν, περιλαμβάνουσα τόν νομόν Τρικάλων καί ἔχουσα ἕδραν τά Τρίκαλα». Ἔφερε ἔκτοτε τήν διπλή ὀνομασία «Τρίκκης καὶ Σταγῶν» ἕως τό 1991. Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Προκοπίου στίς 5 Ἰουνίου 1900 ἡ μονή ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ προσαρτήθηκε ὡς μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος Μετεώρων. Ὁ ἐπίσκοπος Προκόπιος Β΄, ἐπί μία διετία χρημάτισε συνοδικός στήν Ἀθήνα (1903-1904), ὅπου τόν ὑπηρετοῦσε ὡς ἱεροδιάκονος ὁ Ἰάκωβος Σταμάτης, ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί ἐνθεώτατος ἀσκητής τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐν συνεχείᾳ διετέλεσε ἐπίσκοπος Τρίκκης καί Σταγῶν ὁ ἐκ Μεσσηνίας Ἄνθιμος Γ΄ [Παντελάκης] (1907-†6.8.1914).[97] Λόγιος, καθώς ἦταν, ὑποδέχθηκε φιλοφρόνως τόν βυζαντινολόγο Νίκο Βέη (1883-1958) καί τόν διευκόλυνε γιά τίς ἔρευνές στά Μετέωρα, συμβάλλοντας ἔτσι σημαντικά στήν καταγραφή τῶν συστηματικῶν καταλόγων τῶν χειρογράφων Μετεωρίτικων κωδίκων. Ὁ ἐν λόγῳ ἐρευνητής, στό τέλος τῆς Ἐκθέσεως τῶν παλαιογραφικῶν καί τεχνικῶν ἐρευνῶν του, πού διενήργησε στά Μετέωρα κατά τά ἔτη 1908 καί 1909 καί κατέθεσε στήν Βυζαντιολογική Ἑταιρεία, γράφει χαρακτηριστικά γιά τόν Ἄνθιμο: «Ἀλλ’ ἐξαίρετος καί ἀΐδιος εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς τε Βυζαντιολογικῆς Ἑταιρείας καὶ ἐμοῦ πρὸς τὸν σεβασμιώτατον ἐπίσκοπον Τρίκκης, Σταγῶν καί Γαρδικίου κον Ἄνθιμον Παντελάκην. Ἄνευ τοῦ ἀμεσωτάτου ἐνδιαφέροντος τούτου διὰ τὰς ἐν Μετεώροις ἐρεύνας μου καί ἄνευ τῆς ἐπιβολῆς τοῦ διαπρεποῦς τούτου ἱεράρχου οὐδὲν ἀπολύτως θὰ κατωρθοῦτο ἐκεῖ»[98]. Μέ τίς ἔρευνές του ὁ Ν. Βέης συνέβαλε στήν ἀνίχνευση τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς τοῦ μετεωρίτικου μοναχισμοῦ, στήν ἀξιόλογηση καί στήν τεκμηρίωση τῆς πολιτιστικῆς καί γραμματειακῆς του κληρονομιᾶς.
Ὁ ἑπόμενος μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν ὑπῆρξε ὁ ἐκ Πρεμετῆς τῆς Βορείου Ἠπείρου λόγιος ἱεράρχης Πολύκαρπος [Θωμᾶς] (1914-†29.7.1945), γλωσσομαθής, συγγραφέας καί ἐξαιρετικά φιλόξενος. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του, τό ἔτος 1921, ἡ ἐπισκοπή Τρίκκης καί Σταγῶν ὑψώθηκε σέ μητρόπολη. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἐπέδειξε γιά τίς Μετεωρίτικες μονές. Μέ ἐνέργειές του λαξεύτηκαν οἱ πρῶτες σκάλες ἀνόδου γιά τά ἑξῆς Μετεωρίτικα μοναστήρια: Βαρλαάμ (1921), Μετεώρου (1922), Ἁγίας Τριάδας (1925), Ρουσάνου (1930), Ὑπαπαντῆς (1930) καί Ἀναπαυσᾶ (1934). Μέ δική του προτροπή, ἐπίσης, δημιουργήθηκαν τά πρῶτα σκευοφυλάκια τῶν μονῶν [ἁγίου Στεφάνου (1926), Βαρλαάμ (1926), Ἁγίας Τριάδος], μέ σκοπό νά φιλοξενήσουν τά ἐκκλησιαστικά κειμήλια καί νά τοποθετηθοῦν τά ἱερά σκεύη καί τά ἅγια λείψανα σέ προθῆκες. Τό 1930 μέ πρόνοια τοῦ μητροπολίτη Πολυκάρπου ἀνακτίστηκε ἐκ βάθρων ὁ ξενώνας τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος εἶχε καταστραφεῖ ἀπό πυρκαϊά. Τό ἴδιο ἔτος, στό Μετέωρο, μέ ἀξίωση τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, δημιουργήθηκε νέος ξενώνας. Ὁ μητροπολίτης ὡσαύτως ἀφιέρωσε στό Μετέωρο ὀκτώ ἀσημένιες κανδῆλες.[99]
Κατά τήν ἑπταετία 1945-1952 ἐποίμανε τήν μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν ὁ ἀπό Παροναξίας (1935-45) μητροπολίτης Χερουβείμ [Ἄννινος] (1945-8.3.1952), καταγόμενος ἐκ Ληξουρίου Κεφαλληνίας, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε μεγάλη κοινωνική δράση στήν περιοχή. Κατά τήν διάρκεια τοῦ Γερμανο-Ἰταλικοῦ πολέμου εἶχαν κλαπεῖ ἀπό τίς ἱερές μονές τῶν Μετεώρων ἱερά λείψανα καί κειμήλια[100] καί ἐπωλοῦντο στά Τρίκαλα. Ὁ ἐν λόγῳ ἱεράρχης φρόντισε γιά τήν ἐπαναγορά μερικῶν ἐκ τῶν κλαπέντων ἀντικειμένων. Συγχρόνως μερίμνησε καί γιά τήν καταγραφή τῶν χειρογράφων κωδίκων καί ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου, γι’ αὐτό καί ἀνέθεσε στόν ἀρχιερατικό ἐπίτροπο Καλαμπάκας πρωτοπρεσβύτερο Χρῆστο Μπέντα (12.12.1884-†6.6.1974) νά διενεργήσει τόν πρῶτο μεταπολεμικό ἔλεγχο. Ἡ μονή μας ὀφείλει ἐξαίρετη εὐγνωμοσύνη στόν ὡς ἄνω ἀλήστου μνήμης πολιό λευΐτη, διότι στόν καιρό τοῦ ἐν λόγῳ πολέμου μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του ἀνέβηκε στό μοναστήρι καί διεσφάλισε σέ μυστικό τόπο ὅλα τά χειρόγραφα καί τά κειμήλια τῆς μονῆς μας, καθώς καί τά χειρόγραφα τῶν μονῶν Ἁγίας Τριάδος, Ρουσάνου καί ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ.
Τήν ἑπόμενη ἑπταετία ἀρχιερατεύει στήν μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν ὁ ἀπό Παραμυθίας (1943-52) μητροπολίτης Δωρόθεος [Νάσκαρης] (23.8.1952-24.1.1959). Καταγόταν ἀπό τό Θεσπρωτικό Πρεβέζης καί ἀνέπτυξε ἐθνική καί κοινωνική δράση στήν περιοχή. Μάλιστα στόν καιρό τῆς πρώτης ἀρχιερατείας του στήν Παραμυθιά ἀγωνίσθηκε ἡρωϊκῶς ἐναντίον τῶν Τσάμηδων. Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του στά Τρίκαλα ἐπέδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τά κειμήλια τῶν Μετεωρίτικων μονῶν. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1953 πραγματοποιήθηκε ἡ πρώτη ἀναταξινόμηση καί ἐπανέλεγχος τῶν χειρογράφων κωδίκων καί κειμηλίων, μετά τήν πρώτη συστηματική καταγραφή ὑπό τοῦ Ν. Βέη, κατά τά ἔτη 1908-1909.
Σπουδαιότατος μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν καί ἀνοδιοργανωτής τοῦ συγχρόνου μοναχισμοῦ τῶν Ἁγίων Μετεώρων ὑπῆρξε ὁ ἀπό Λήμνου (1951-59) μαρτυρικός ἱεράρχης Διονύσιος [Χαραλάμπους][101] (3.2.1959-†4.1.1970). Ὁ φιλομόναχος καί φιλομετεωρίτης αὐτός ἀρχιερεύς ὡς παλαιός Λαυριώτης καί ἡγούμενος τῆς μονῆς Λειμῶνος, μερίμνησε μέ πόθο καί πόνο ψυχῆς γιά τήν στελέχωση τῶν Μετεωρίτικων ἱερῶν μονῶν μέ δραστήριους πατέρες καί μοναχές, ὥστε νά ἀρχίσουν τό ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν κτιρίων[102] καί τῆς πνευματικῆς ἀνασυγκροτήσεως τῶν κοινοβίων.
Ἀποσκοπώντας στήν διάσωση καί ἀνασύσταση τῶν ἐκ τοῦ πολέμου ἐρειπωμένων μονῶν, μέ ἐσωτερική διόραση, μετέτρεψε τήν ἱερά μονή ἁγίου Στεφάνου σέ γυναικεία. Ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τόν ναό τοῦ ἁγίου Χαραλάμπους. Οἱ δύο εἰκόνες τοῦ τέμπλου (Τιμίου Προδρόμου καί ἁγίου Χαραλάμπους), ἱστορημένες διά χειρός Ἰωάννου Καρούσου, στά 1965, ἀποτελοῦν ἀφιέρωμα τοῦ ἀειμνήστου ἱεράρχου Διονυσίου, μαζί μέ τό ἀρχιερατικό του ἐγκόλπιο, σέ ἐκδήλωση εὐγνωμοσύνης πρός τόν θαυματουργό ἅγιο Χαράλαμπο, ὁ ὁποῖος τόν ἔσωσε ἀπό κίρρωση τοῦ ἥπατος ἀφοῦ προσκύνησε τήν ἁγία Του κάρα.
Ὁ μητροπολίτης Διονύσιος ὑπῆρξε πολυγραφότατος. Λίαν ἀξιόλογος γιά τήν ἐποχή εἶναι ὁ τόμος μέ τίτλο: «Ἀνατολικός ὀρθόδοξος μοναχισμός», πρωτότυπη πατερική ἐργασία, ἡ ὁποία ἀπετέλεσε πνευματικό ἑδραίωμα ὅλων τῶν νεωτέρων κοινοβίων. Στό βιβλίο του «Μάρτυρες» ἀφηγεῖται τά βασανιστήρια στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως στήν Γερμανία. Ὁ ἐν λόγῳ μητροπολίτης Διονύσιος συνέγραψε ἐπίσης σύντομο ἱστορικό πόνημα γιά τά Μετεωρίτικα μοναστήρια μέ τόν τίτλο: «Μετέωρα»[103]. Σημαντικές εἶναι οἱ καταγραφές τῶν ἱερῶν κειμηλίων, οἱ ὁποῖες περιλαμβάνονται στό βιβλίο.
Ἐπί τῆς ἀρχιερατείας του, τό ἔτος 1967, τό Κέντρο Μεσαιωνικοῦ καί Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν προέβη στήν σύνταξη τοῦ Καταλόγου τῶν χειρογράφων κωδίκων τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως-Μετεώρου, βάσει τῶν καταλοίπων τοῦ Ν. Βέη. [Τό ἔτος 1998 ὁ καθηγητής καί ἐρευνητής Δ. Σοφιανός (1935-†2008) τόν ἐπανέκδωσε σέ ἀρτιότερη μορφή].
Ἐν συνεχείᾳ ποιμαίνει τήν μητρόπολη Τρίκκης καί Σταγῶν ὁ ἐκ Φαναρίου σεβασμιώτατος μητροπολίτης Σεραφείμ [Στεφάνου] (31.5.1970-13.7.1974), κατόπιν δέ Σταγῶν καί Μετεώρων. Ὁ Σεβασμιώτατος σύν τοῖς ἄλλοις ἐξασφάλισε ἕνα σημαντικότατο ποσό ἀπό τόν κρατικό προϋπολογισμό καί ἀναστηλώθηκαν τά Μετεωρίτικα μοναστήρια καθώς καί ἡ μονή Ἁγίων Θεοδώρων. Μερίμνησε γιά τήν λειτουργία στήν μονή τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Ὀρφανοτροφείου Θηλέων μετά Δημοτικοῦ Σχολείου «ὁ Ἅγιος Στέφανος», στό ὁποῖο καί προήδρευε, ἐπί ἡγουμένης Ἀγαθοκλήτης Οἰκονόμου. Ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης κατέβαλε ἰδιαίτερη μέριμνα καί στοργή γιά τό ἵδρυμα. Τό ἴδιο γιά τήν χειροτεχνική Σχολή Παναγίας Βυτουμᾶ. Ἰδαίτερη φροντίδα ἐπέδειξε καί γιά τά μαθητικά οἰκοτροφεῖα Ἀρρένων καί Θηλέων στά Τρίκαλα, καθώς καί γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ οἴκου εὐγηρίας.
Κατά τό ἔτος 1972 συντελέσθηκαν οἱ πρῶτες ἀναστηλωτικές ἐργασίες στήν παλαιά Τράπεζα τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου καί μέ τήν προτροπή τοῦ σεβαμιωτάτου μητροπολίτη κ. Σεραφείμ, δημιουργήθηκε τό πρῶτο ἐπισκέψιμο σκευοφυλάκιο τοῦ μοναστηριοῦ, μέσα στό ὁποῖο τοποθετήθηκαν τά ἱερά κειμήλια, ἀφοῦ συντηρήθηκαν δεόντως.
Κατά τήν πενταετία 1974-1979 μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν χρημάτισε ὁ ἀπό Ταλαντίου Στέφανος [Ἀφεντουλίδης], ὁ ὁποῖος καί παραιτήθηκε, διαμαρτυρόμενος γιά τόν νόμο τοῦ αὐτόματου διαζυγίου. Κατά τήν διετία πού μεσολαβεῖ ποιμαίνει τήν μητρόπολη ὡς τοποτηρητής ὁ μητροπολίτης Ἐλασσῶνος κυρός Σεβαστιανός [Ἀσπιώτης] (†1999).
Στίς 21.10.1981 ἐξελέγη μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν ὁ ἀπό Διαυλείας Ἀλέξιος [Μιχαλόπουλος] (21.10.1981-91), ὁ ὁποῖος βοήθησε ποικιλότροπα τόν μετεωρίτικο μοναχισμό. Κατά τό ἔτος 1990 ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης Ἀλέξιος ἦταν συνδιοργανωτής μαζί μέ τόν ἡγούμενο ἀρχιμ. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου γιά τόν ἑορτασμό τῶν 600 χρόνων ἀδιακόπου μοναστικῆς παρουσίας καί δράσεως τοῦ Μετεώρου, μέ πληθύν ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων. Σύν τοῖς ἄλλοις διοργάνωσαν τό πρῶτο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στήν Καλαμπάκα (Πάσχα 1990).[104] Στίς 24 Μαΐου 1984 ὁ σεβ. μητροπολίτης Ἀλέξιος ἐγκαινίασε τόν μεγαλοπρεπή ναό τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος Καλαμπάκας, ἐνῶ τό 1986 θεμελίωσε τόν ἱερό ναό τῶν Ἁγίων Μετεωριτῶν Πατέρων.
Κατά τά ἔτη 1983-84 ἐπί μητροπολίτου Ἀλεξίου πραγματοποιήθηκε ὁ καθαρισμός τῶν τοιχογραφιῶν τοῦ περιφήμου καθολικοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ὑπό τῆς 7ης ΕΒΑ ἐπί ἡγουμένου Χαρίτωνος Σαρρῆ (1916-†1984), καθώς καί τῆς μονῆς Ρουσάνου. Σημαντικότατη ἐνέργεια τοῦ μητροπολίτου Ἀλεξίου ἦταν ἡ ἐγκατάσταση συνοδίας μοναζουσῶν ἐκ τῆς μονῆς Σταγιάδων μέ ἡγουμένη τήν ὁσιωτάτη μοναχή Φιλοθέη Κοσβύρα, στήν μή στελεχωμένη τότε μονή Ρουσάνου, ἡ ὁποία συμπληρώνει ἔκτοτε ἐπαξίως τήν παρουσία τοῦ γυναικείου μοναχισμοῦ στά Μετέωρα.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐν λόγῳ μητροπολίτη Ἀλεξίου ὁ μακαριστός ἤδη καθηγητής Δ. Σοφιανός, ὡς διευθυντής τοῦ Κέντρου ἐρεύνης Μεσαιωνικοῦ καί νέου Ἑλληνισμοῦ, μέ ἐφόδιο τίς ἀναλυτικές περιγραφές τοῦ Ν. Βέη προχώρησε στήν ἔκδοση τοῦ Καταλόγου τῶν χειρογράφων κωδίκων τῆς μονῆς Βαρλαάμ (1984) καί ἁγίου Στεφάνου (1986). Ἐνῶ, ἐπί μητροπολίτου Σταγῶν κ. Σεραφείμ, συνέταξε τόν Κατάλογο τῆς Ἁγίας Τριάδος (1993) καί τόν Κατάλογο τῶν εἰκονογραφημένων Μετεωρίτικων κωδίκων, σέ συνεργασία μέ τόν Γ. Γαλάβαρη (2007) καθώς καί Κατάλογο τῶν χειρογράφων Κωδίκων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ρουσάνου.
Ἱερά Μητρόπολις Σταγῶν καί Μετεώρων
Στά 1991 δημιουργήθηκε ἡ προσωρινή προσωποπαγής μητρόπολις Σταγῶν καί Μετεώρων στήν ὁποία τοποθετήθηκε πρῶτος μητροπολίτης ὁ ἀπό Τρίκκης καί Σταγῶν κ. Σεραφείμ Στεφάνου, ἄνδρας εὐσεβής, φιλόπατρις, ἀφιλάργυρος καί ἀκάματος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου. Χάρις στά συνεχῆ διαβήματα τοῦ Σεβασμιωτάτου καί τοῦ λαοῦ τῆς Καλαμπάκας, εὐδοκίᾳ Θεοῦ στίς 9 Ὀκτωβρίου 2015, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπί ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Β΄, τήν ἀνέδειξε σέ Μόνιμη Μητρόπολη Σταγῶν καί Μετεώρων, στήν ὁποία ὑπάγονται καί τά ἁγιομετεωρίτικα μοναστήρια. Ἡ μονιμοποίηση τῆς μητροπόλεως ἐγκρίθηκε τό ἔτος 2016 μέ Προεδρικό Διάταγμα [ΦΕΚ 83/11.5.2016, κεφ. Δ΄, σ. 2094, ἄρθρο 55].
Τόν Μάρτιο τοῦ ἔτους 1993 ὁ σεβασμιώτατος μητροπολίτης Σεραφείμ ἐτέλεσε τά θυρανοίξια τοῦ νεόδμητου μεγαλοπρεποῦς ἱεροῦ ναοῦ τῶν Μετεωριτῶν Ἁγίων Πατέρων στήν Καλαμπάκα καί τά ἐγκαίνια ἐτέλεσε στίς 27 Μαΐου 2001. Μέ πρόνοια τοῦ σεβασμιωτάτου ἐξεδόθη καί ἡ Ἀκολουθία τῆς Συνάξεως τῶν Ὁσίων Μετεωριτῶν Πατέρων[105], δαπάναις τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί ἐπιμελείᾳ τοῦ τέως πρωτοσυγκέλλου ἀρχιμ. Γεωργίου Στέφα, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε τό δεξί χέρι τοῦ ποιμενάρχη μας σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές δράσεις.
Τό 2000 πραγματοποιήθηκε τό δεύτερο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στήν Καλαμπάκα. Ἐπικεφαλῆς ἦταν ὁ λαοφίλητος καί ἀλησμόνητος ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος (†2008), ὁ Βαρλααμίτης, ἡ δέ παμμοναστική θεία λειτουργία ἐτελέσθη στόν περικαλλή ναό τοῦ Μετεώρου μέ ἐξαίρετη μεγαλοπρέπεια καί μυσταγωγική ἀτμόσφαιρα.[106]
Μέ τίς φθορές τοῦ πανδαμάτορος χρόνου καί τούς βομβαρδισμούς τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλά μονύδρια τῶν Μετεώρων κατέστησαν ἀκατοίκητα καί ἡμιερειπωμένα. Μία ἰδιαίτερα φωτισμένη ἐνέργεια τοῦ Ποιμενάρχη μας, μέ σωστικές συνέπειες γιά τήν ἁγιομετεωρίτικη πολιτεία, ὑπῆρξε ἡ κατανομή τῶν ἐρειπωμένων μονυδρίων στίς κυρίαρχες μονές ὡς μετοχίων, μέ τήν προοπτική μιᾶς μελλοντικῆς ἀναστήλωσης (μέ τίς ὑπ’ ἀριθ. 18/22.12.1994 καί 19/5.2.1995 πράξεις). Στήν μονή Βαρλαάμ περιῆλθαν τά μετόχια: Τιμίου Προδρόμου καί Ἁγίας Μονῆς. Στήν μονή Μετεώρου: Ὑψηλοτέρας, Παντοκράτορος, Παναγίας Δούπιανης, Ὑπαπαντῆς καί ἁγίου Δημητρίου. Στήν μονή Ἁγίας Τριάδος: ἁγίου Νικολάου Μπάντοβα, ἁγίου Ἀντωνίου, Ἁγίου Πνεύματος καί Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Στήν μονή ἁγίου Στεφάνου: Παναγίας Μήκανης, ἁγίου Μοδέστου καί τῆς Ἁλύσεως τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Στήν μονή Ρουσάνου: Ἁγίων Ἀποστόλων καί Παναγίας τῶν Φυλακῶν.
Ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἀρχιερατείας τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου κ. Σεραφείμ συντελέσθηκαν σοβαρότατες ἀναστηλωτικές ἐργασίες σέ ὅλα τά μοναστικά καθιδρύματα τῶν Μετεώρων, ἀλλά καί τῆς ὅλης ἐπαρχίας Καλαμπάκας.
Στήν μονή ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ, ἐπί ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Βενέτη, ἀναδιαμορφώθηκε καί ἁγιογραφήθηκε (2000) τό παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Συντηρήθηκε ἡ παλαιά Τράπεζα[107] καί διακοσμήθηκε μέ ἐπίτοιχες τοιχογραφίες τό ἔτος 2005. Σύν τοῖς ἄλλοις, ὁ ἡγούμενος δημιούργησε σπηλαιώδη ναΐσκο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου στούς πρόποδες τοῦ βράχου. Τά θυρανοίξια τελέστηκαν ὑπό τοῦ σεβασμιωτάτου στίς 24 Σεπτεμβρίου 2010.
Στήν μονή Ἁγίας Τριάδος, ἐπί ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τέτσιου, ἀνηγέρθη, στό βορεινό τμῆμα τῆς αὐλῆς, ὁ κοιμητηριακός ναΐσκος τῶν Ἁγίων Ταξιαρχῶν[108] (2002). Ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἰδίου ἀρχιερέως καί ὑπό τοῦ ἰδίου ἡγουμένου, στήν περιοχή τῶν Κοφινίων, ἀναστηλώθηκαν οἱ σπηλαιώδεις μονές ἁγίου Νικολάου Μπάντοβα[109], ἁγίου Ἀντωνίου[110] καί ἀνακαινίστηκε τό ναΰδριο τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου.
Στήν μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἐπί ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου Ἀναστασίου, ἀναστηλώθηκε ὁ παλαιός-ἱστορικός Πύργος τῆς μονῆς καί ἡ παλαιά Τράπεζα, ἐνῶ στόν κάτωθι αὐτῆς χῶρο δημιουργήθηκε σημαντικότατο ἱστορικό-λαογραφικό μουσεῖο. Ἀναστηλώθηκε θαυμαστῶς τό διώροφο παλαιό γηροκομεῖο-νοσοκομεῖο τοῦ μοναστηριοῦ καί λειτουργεῖ σήμερα ὡς μουσεῖο βυζαντινῶν καί μεταβυζαντινῶν κειμηλίων καί ἱερῶν σκευῶν μέ περίφημα ἐκθέματατα (1999). Πραγματοποιήθηκε, ὡσαύτως, στερέωση καί ἐξωραϊσμός τῆς Παναγίας Μετεωρίτισσας Πέτρας, τοῦ πρώτου σπηλαίου τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Σημαντικότατες ἐργασίες ἀναστηλώσεως ἐπιτελέστηκαν καί στά μονύδρια Ὑπαπαντῆς καί Παναγίας Δούπιανης.
Ἐπί ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Νήφωνος Καψάλη, νῦν καί πρωτοσυγκέλλου, ἐκτελέστηκαν σημαντικές ἐπισκευές καί ἀνακαινίσεις στό καθολικό τῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου, διαμορφώθηκε νέος χῶρος τοῦ ἐκθετηρίου ἀναμνηστικῶν εἰδῶν καί εὐλαβείας καί δημιουργήθηκε ἀξιόλογο ἡγουμενεῖο. Ἀξιοσημείωτη δημιουργία εἶναι τό πανέμορφο ἐσωτερικό παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου Νήφωνος καθώς καί τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ ἐξ Ἰχθύος.
Στήν μονή Βαρλαάμ ἐπί ἡγουμένου ἀρχιμανδρίτου Ἰσιδώρου Τσιατᾶ ἀνακαινίστηκε τό ὅλο κτιριακό συγκρότημα. Ἐπίσης ἀναστηλώθηκε τό παλαιό γηροκομεῖο μέ τό πρός βορρᾶν προσαρτημένο νοσοκομειακό ναΰδριο, τῶν ἁγίων Ἀναργύρων[111]. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ ἀναπαλαίωση τῆς παλαιᾶς εὐρύχωρης καμαροσκέπαστης Τράπεζας τῆς μονῆς, ἐνῶ ἡ ἱστόρηση ὁλοκληρώθηκε πρωτοτύπως τό ἔτος 2010 μέ τοιχογραφίες ὑπό τοῦ ἁγιογράφου Λαζάρου Πεχλιβανίδη. Ἡ ἐπιγραφή: «Ἀνεκαινίσθη ἡ Τράπεζα αὕτη καί ἱστορήθη πρός / δόξαν τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀρχιερατεύοντος / Μητροπολίτου Σταγῶν καί Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ. / Ἡγουμενεύοντος ἀρχιμ. Ἰσιδώρου ἐν ἔτει Σωτηρίῳ / ͵ΒΙ΄ διά χειρός Λαζάρου Πεχλιβανίδη». Μετά τήν ἀναστήλωση τοῦ Πύργου τῆς μονῆς Βαρλαάμ διαμορφώθηκε καί τό παρεκκλήσιο τῶν Ταξιαρχῶν. Τό 2016 διαμορφώθηκε εὐρύχωρο κειμηλιαρχεῖο μέ σπουδαιότατα ἐκθέματα.
Στήν μονή ἁγίου Στεφάνου, στίς 24 Ὀκτωβρίου 2004, ἐπί ἡγουμένης Ἀγάθης Ἀντωνίου (1940-†2011) τελέσθηκαν ὑπό τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ τά θυρανοίξια τοῦ κατανυκτικοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας Σκέπης. Κατά τά ἔτη 2007-2009, ἀνηγέρθη στό ἀνατολικό τμῆμα τοῦ βράχου περικαλλής κοιμητηριακός ναός τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν. Ἡ σχετική ἐπιγραφή τῆς θεμελιώσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: «Εθεμελιωθη ο πανσεπτος καί θειος ουτος / ναος των παμμεγιστων ταξιαρχων μετα / του οστεοφυλακιου εν ετει σωτηριω ͵βζ΄ / επι καθηγουμενης Αγαθης μοναχης / αρχιερατευοντος μητροπολιτου Σταγων / καί Μετεωρων Σεραφειμ».
Στήν μονή Ρουσάνου ὑψώθηκε πολυόροφη πτέρυγα τῶν κελλίων, καθώς μᾶς πληροφορεῖ ἡ ἐπιγραφή: «Η παρουσα πτέρυγα εθεμελιώθη τήν 22αν Οκτωβρίου 1996 υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σταγων καί Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ ηγουμενεούσης Φιλοθέης Μοναχης». Δημιουργήθηκαν, ἐπίσης, τά παρεκκλήσια τῆς ἁγίας Βαρβάρας καί τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, τοῦ ὁποίου τήν ἱστόρηση ἔχει ἀναλάβει ὁ ἁγιογράφος Βλάσιος Τσοτσώνης. Τό ὅλο ἀρχικό ὑψίδομο κτίριο ἀναστηλώθηκε τό ἔτος 2014 μέ ἐπιτυχῆ τρόπο καί δημιουργήθηκε χῶρος ἐκθέσεως κειμηλίων καί νέα ἀρχονταρίκια.
Ὁ Σεβασμιώτατος μητροπολίτης κ. Σεραφείμ προσέφερε στήν ἱερά μονή Ρουσάνου 2046 προσωπικά του βιβλία πρός συγκρότηση τῆς βιβλιοθήκης αὐτῆς. Τά βιβλία αὐτά συμπεριλαμβάνονται ἐπωνύμως στήν ἠλεκτρονική καταγραφή τῆς Βιβλιοθήκης τῆς ὡς ἄνω μονῆς, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται κατά τό ἔτος 2016.
Ἡ τιμή τῆς ριζικῆς ἀναστηλώσεως καί στελεχώσεως τοῦ μοναστηρίου τῶν Ἁγίων Θεοδώρων ὀφείλεται κυρίως στόν δραστήριο Σεβασμιώτατο κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἐξεῦρε καί τίς δαπάνες γιά τήν ἀναστήλωσή του καί τά πρόσωπα γιά τήν στελέχωσή του. Λίαν ἀξιόλογος εἶναι ὡσαύτως προσφορά τῆς πολύδραστης ἡγουμένης Ταβιθᾶς καί τῆς συνοδίας της. Στίς 6 Μαρτίου 2009 τελέσθηκαν στόν ἑσπερινό, ὑπό τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη, τά θυρανοίξια τοῦ νέου καθολικοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων. Μέ προσωπική του δωρεά κατασκευάστηκε τό ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ νέου ναοῦ (2010). Ἡ ἀφιερωτική ἐπιγραφή ἔχει ὡς ἑξῆς: «Δωρεα Σεβ. Μητροπολιτου Σταγων κ(αι) Μετεωρων κ.κ. Σεραφειμ». Ἐνῶ ὁ ἐπισκοπικός θρόνος φιλοτεχνήθηκε μέ δωρεά τοῦ πρώην πρωτοσυγκέλλου ἀρχιμ. Γεωργίου Στέφα. Τό ἡγουμενοσυμβούλιο τῆς ἱερᾶς μονῆς ἁγίου Στεφάνου Ἁγίων Μετεώρων, μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 20/5.8.2002 πράξη αὐτοῦ, ἀποφάσισε τήν ἀποσύνδεση τοῦ ἱεροῦ μετοχίου της τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί τήν ἀνύψωση αὐτοῦ σέ κυρίαρχη καί αὐτόνομη μονή, προκειμένου ἡ ἤδη ἐγκατασταθεῖσα ἐκεῖ γυναικεία μοναστική ἀδελφότητα νά ἀσκήσει ἀκωλύτως τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας θέσμια.
Χάρις στό ἀφιλάργυρο, φιλόπτωχο καί συγχρόνως δημιουργικό πνεῦμα τοῦ Σεβασμιωτάτου οἱ προσωπικές του οἰκονομίες καί οἱ προσφορές ὑπέρ τῆς Μητροπόλεως ὑπό δωρητῶν μετατρέπονται σέ ἔργα ἀνεγέρσεως καί συντηρήσεων, ναῶν, μονῶν καί ἱδρυμάτων. Ὅπως ἡ ἀνέγερση τοῦ μεγαλοπρεποῦς ναοῦ Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί ἄλλων παρεκκλησίων (Ἁγίας Τριάδος, Ἀναλήψεως κλπ). Σύν τοῖς ἄλλοις, ἀνηγέρθη πλῆρες κτίριο Βρεφονηπιακοῦ Σταθμοῦ, τό ὁποῖο προσέφερε στόν Δῆμο Καλαμπάκας, καί ὁλοκληρώθηκε καί δεύτερο ὡραιότατο κτίριο γιά Γηροκομεῖο.
Ὡς ἀπεδείχθη ἐκ τῆς ἀνωτέρω ἐκτενοῦς ἐρεύνης, γιά τούς Σταγούς καί τά Μετέωρα ὑπῆρξε ἱστορική ἐπιταγή ἡ ἀνακήρυξη τῆς προσωρινῆς Μητροπόλεως Σταγῶν καί Μετεώρων σέ μόνιμη Μητρόπολη. Ὅπως ἱστορική ἐπιταγή ἀποτελεῖ καί ἡ ἀνάδειξη ὁσίων καί φιλομονάχων καί φιλανθρώπων μητροπολιτῶν στήν συνέχεια, καθώς καί ὁσιοφρόνων μοναχῶν, ὥστε ἐκ τῆς θεοφρουρήτου μητροπόλεως Σταγῶν καί τοῦ παγκοσμίου προσκυνήματος τῶν Ἁγίων Μετεώρων νά ἐξακτινώνεται ἡ χάρις τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τῶν κληρικῶν, ἱερομονάχων, μοναχῶν καί μοναζουσῶν τοῦ Πέτρινου δάσους, ἀλλά καί διά τῆς συμβολῆς τῶν ἀρχόντων καί τῶν πολιτῶν τῆς εὐλογημένης ἐπαρχίας τῆς Καλαμπάκας.
Ἡ συνέχεια τῆς Μητροπόλεως Σταγῶν καί Μετεώρων
ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Θεοκλήτου
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Σταγῶν καί Μετεώρων Σεραφείμ Α΄ Στεφάνου ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στίς 18-3-2017 καί ἐτάφη στήν Ἱερά Μονή Ἁγίων Θεοδώρων.
Διάδοχος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σεραφείμ, ἐξελέγη Μητροπολίτης (ΦΕΚ 1103/τ.Γ/7-11-2017) ὁ ἐκ Μεσσηνίας Θεόκλητος Λαμπρινᾶκος, πρωτοσύγκελλος τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ποιμαίνει μετ’ ἰδιαιτέρου ζήλου καί ἐν Κυρίῳ ἀγάπης τίς ἱερές Μονές καί τόν θεοφιλῆ λαό τῆς ἐπαρχίας του. Εὐφυής, δραστήριος καί εὔστροφος Ποιμήν, ὀραματίζεται τήν ὅλη ἀνάπτυξη τῆς ἐπαρχίας του, ἡ ὁποία στηρίζεται μετ’ ἐμπιστοσύνης στήν ποιμαντική του δραστηριότητα.
[1] Σοφιανου Ζ. Δημητριου, îActa Stagorum. Τά ὑπέρ τῆς θεσσαλικῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν παλαιά βυζαντινά ἔγγραφα (τῶν ἐτῶν 1163, 1336 καί 1393). Συμβολή στήν ἱστορία τῆς ἐπισκοπῆς», Τρικαλινά 16 (1993) 7-67.
[2] Κατά τό ἔτος 2004, ἡ μητρόπολη Σταγῶν καί Μετεώρων τύπωσε τό πόνημα τοῦ καθηγητῆ Δημητρίου Σοφιανοῦ μέ τόν τίτλο: Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, Σύντομο ἱστορικό διάγραμμα, Καλαμπάκα 2004. Στό βιβλίο αὐτό ὁ καθηγητής, μέ τήν διπλωματική παρουσίαση τῶν βυζαντινῶν ἐγγράφων καί τίς λοιπές ἱστορικές πληροφορίες, ἀνέδειξε τήν πόλη τῶν Σταγῶν ὡς μία ἀπό τίς ἱστορικότερες καί σπουδαιότερες ἐπισκοπές τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικράτειας.
[3] Τμῆμα τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ σώζεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τοῦ Παρισίου, ἐνῶ τό μεγαλύτερο μέρος του φυλάσσεται πολύ ἐφθαρμένο στήν μονή Βαρλαάμ. Διπλωματική παρουσίαση τοῦ ἐγγράφου βλ. Σοφιανου Δ., «Acta Stagorum», σ. 12-27· τοῦ Ιδιου, Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, σ. 26-28, 79-92.
[4] Διπλωματική ἔκδοση τοῦ ἐν λόγῳ χρυσοβούλλου μέ ἐκτενή σχόλια, κριτικό ὑπόμνημα τοῦ κειμένου καί ἀναφορά σέ ὅλες τίς προγενέστερες ἐκδόσεις, βλ. Σοφιανου Δ., «Acta Stagorum», σ. 27-54· τοῦ Ιδιου, Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, σ. 28-33, 93-100.
[5] Σοφιανου Δ., Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, σ. 94.
[6] Τό σιγίλλιο αὐτό σώζεται καί στό πρωτότυπό του, πολύ ἐφθαρμένο, στήν μονή Βαρλαάμ. Διπλωματική παρουσίαση τοῦ κειμένου τοῦ σιγιλλίου βλ. Σοφιανου Δ., «Acta Stagorum», σ. 54-66· τοῦ Ιδιου, Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, σ. 33-36, 101-111.
[7] Σοφιανου Δ., Ἡ Ἐπισκοπή Σταγῶν, σ. 35-36.
[8] «Χρονικὴ διήγησις τοῦ Χωνιάτου κὺρ Νικήτα ἀρχομένη ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ λήγουσα μέχρι τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Τόμος ἕβδομος τῆς βασιλείας Μανουήλ τοῦ Κομνηνοῦ. Historia [= Χρονικὴ διήγησις], ed. J. van Dieten, Nicetae Choniatae historia, pars prior [Corpus fontium historiae Byzantinae 11.1. Series Berolinensis. Berlin: De Gruyter, 1975].
[9] Björnstähl Jacob, Τό ὁδοιπορικό τῆς Θεσσαλίας 1779, μετάφραση-προλεγόμενα-σημειώσεις: Μεσεβρινός (Ἀντώνης Μυστακίδης), Τά τετράδια τοῦ Ρήγα 1979, σ. 71.
[10] Ουσπένσκυ Π., Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 229-233.
[11] Βέη Νικου, «Σερβικὰ καὶ βυζαντιακὰ γράμματα Μετεώρου», Βυζαντίς 2 (1910/11) 90, ἀρ. 22.
[12] Στήν μελέτη τοῦ Γρηγορίου Βέλκου γιά τήν ἐπισκοπή Δομενίκου καί Ἐλασσῶνος (σ. 136-137) δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι στά μέσα τοῦ 13ου αἰ., ἐπί βασιλέως Ἰωάννη Βατάτζη, ὁ ἐπίσκοπος Δομενίκου Δημήτριος [Ξηρός] ματατέθηκε στήν ἐπισκοπή Σταγῶν.
[13] Περί τοῦ Ἀντωνίου Λαρίσης βλ. Γουλουλη Σταυρου, Ἀντωνίου Λαρίσης - Ἐγκώμιον εἰς τόν Ἅγιο Κυπριανό Λαρίσης, Προλεγόμενα – Κείμενο – Μετάφραση, Λάρισα 1991, σ. 39-56.
[14] Βέη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 96-97, ἀρ. 22.
[15] Θεοτεκνης Μοναχης, Πέτρινο Δάσος, Ἱερά Ἀσκητήρια, Ἅγια Μετέωρα 2010, τ. Α΄, σ. 127-135.
[16] Rigo Aντονιο, La «Cronaca delle Meteore». La storia dei monasteri della Tessaglia tra XIII e XVI secolo [Orientalia Venetiana VIII], Firenze 1999, σ. 130, [στό ἑξῆς: Χρονικὸν τῶν Μετεώρων].
[17] Δέν διευκρινίζεται σέ ποιά ἐκκλησιαστική ἀρχή ἀναφέρεται, στόν ἐπίσκοπο Σταγῶν, ὁ ὁποῖος ἐνδεχομένως εἶχε ἀπομακρυνθεῖ, λόγῳ Σερβοκρατίας, ἤ στόν μητροπολίτη Λαρίσης Ἀντώνιο.
[18] Βλ. «ἀχρονολόγητο γράμμα (ca. 1360-1372) τῶν ἱερομονάχων Ἱλαρίωνος καί Ἰακώβου καί τοῦ μοναχοῦ Γερβασίου πρός τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη γιά τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῆς ‘Πέτρας’ τοῦ Μετεώρου πρός ἀνοικοδόμηση κελλίων, κώδ. ΕΒΕ 1460/1461», Σοφιανου Δ.,Τρικαλινά 28 (2008) 7-15.
[19] Βεη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 89-96, ἀρ. 22. Βλ. καί Ταταγια Μαριασ, «Εἰδήσεις γιά τήν ἰδιοκτησία τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων στά νομικά ἔγγραφα καί στίς πηγές ἀπό τόν 14ο ἕως τόν 17ο αἰ.», Τρικαλινά 30 (2010) 171-183.
[20] Βεη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 19, ἀρ. 4.
[21] Ζακυθηνου Διονυσιου, «Ἀνέκδοτα πατριαρχικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα περὶ τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων», Ἑλληνικὰ 10 (1937/8) 288-292.
[22] Βεη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 89-96, ἀρ. 22, ἔνθα πρόσταγμα τοῦ Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου, ἔτους 1362. Βλ. καί Σοφιανου Δ., «Δύο προστάγματα εὐεργετικά τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγου ... πρὸς τὸν ἱερομόναχο Νεῖλο, πρῶτο τῆς Σκήτης τῶν Σταγῶν...», Τρικαλινά 27 (2007) 7-34.
[23] Τό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ διασώζει ἕναν τύπο ἐπιγραφῆς τῆς ἀνεγέρσεως καί ἱστορήσεως τῶν τεσσάρων ναϋδρίων. Βλ. Rigo Α., Χρονικὸν τῶν Μετεώρων, σ. 124.
[24] Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 198-228.
[25] Βλ. Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 188.
[26] Βέη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 27-29, ἀρ. 7. Βλ. καί Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 190-193.
[27] Ἐπί τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου Ματθαίου, στά 1422, προσφέρεται ἕνα ἀμπέλι σέ ὀρφανό τέκνο, ἤτοι στόν ἱερέα παπα-Ἰωάννη, συγγενή δωρητή τῆς μονῆς. Βέη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 49-52, ἀρ 14.
[28] Βέη Ν., «Σερβικά», Βυζαντίς 2 (1910/11) 52-55, ἀρ. 15.
[29] Κώδ. 61 μονῆς Ἁγίας Τριάδος, φ. 302α.
[30] Rigo Α., Χρονικὸν τῶν Μετεώρων, σ. 130.
[31] Περί τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος βλ. Σοφιανου Δ., «Ἱστορικά σχόλια σέ ἐπιγραφές, ἐπιγράμματα, χαράγματα καί ἐνθυμήσεις τῆς μονῆς Δουσίκου-Συμβολή στήν ἱστορία τῆς μονῆς», Μεσαιωνικά καί Νέα Ἑλληνικά 1 (1981) 10-66· τοῦ Ιδιου, îὉ ἅγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-40) καί κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου. Ἀνέκδοτα ἁγιολογικά καί ἄλλα κείμεναï, ΜΝΕ 4 (1992) 181-231.
[32] Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος Ἐλασσόνος κοιμήθηκε στίς 13 Ἀπριλίου 1626 καί ἐτάφη μέ τιμές στόν καθεδρικό ναό τοῦ Σουσδαλίου Ρωσίας, ὅπου ἐπίσης εἶχε ὑπηρετήσει θεοφιλῶς, ἐνῶ ἡ λαϊκή φήμη τόν περιέβαλε μέ τήν αἴγλη τῆς ἁγιότητας. Τό ἅγιο λείψανό του ἄρχισε νά θαυματουργεῖ καί ἡ ρωσική ἐκκλησία τό ἔτος 1982 τόν κατέταξε στήν χορεία τῶν Ἁγίων. Βλ. Δημητρακοπουλου Φωτιου, Ἀρσένιος Ἐλασσόνος (1550-1626). Βίος-ἔργο-ἀπομνημονεύματα. Συμβολή στή μελέτη τῶν μεταβυζαντινῶν λογίων τῆς Ἀνατολῆς, [Ἑλληνικά κείμενα καί μελέτες – 2], ἐκδ. ὀργανισμός Π. Κυριακίδη, Ἀθήνα 2007.
[33] Λόγῳ τῶν δυσμενῶν πολιτικῶν συνθηκῶν, πού διαμορφώθηκαν στήν Θεσσαλία, ὁ ἅγιος μητροπολίτης Λαρίσης Κυπριανός, προκάτοχος τοῦ Ἀντωνίου, στά 1318, ἐγκατέλειψε τήν Λάρισα καί κατέφυγε στά Τρίκαλα. Τό ἴδιο ἔτος μέ ἔκδοση σιγιλλίου ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τά Τρίκαλα κατέστησαν ἕδρα τῶν μητροπολιτῶν Λαρίσης. Στά 1739 ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Ἰάκωβος Β΄ ἐπανέφερε καί πάλι τήν ἕδρα του στήν Λάρισα.
[34] Σοφιανου Δ., «Χατζῆ-Γερασίμου ἱερομονάχου Δουσικιώτη», Τρικαλινά 7 (1987) 27-29.
[35] Βλ. Rigo Α., Χρονικὸν τῶν Μετεώρων, σ. 132, 134.
[36] Στήν μονή Δουσίκου σώζεται γράμμα τοῦ πατριάρχη Διονυσίου Β΄, ἔτους 1550, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν μετάθεση τοῦ Νεοφύτου ἀπό τήν ἐπισκοπή Σταγῶν στήν μητρόπολη Λαρίσης. Ὑπογραφή τοῦ Σταγῶν Νεοφύτου ὑπῆρχε καί στόν κώδ. 41 μονῆς Ἁγίας Τριάδος, μή σωζόμενο σήμερα.
[37] Σοφιανου Δ., îΟἱ Νεόφυτοι Λαρίσης τοῦ 16ου αἰ.», Ἐπετηρίς Μεσαιωνικοῦ Ἀρχείου 15/16 (1965/66) 90,101-102.
[38] Θεοτεκνης Μοναχης, Τρία Πατριαρχικά Σιγίλλια. Ἀνέκδοτα, Ἅγια Μετέωρα 1995, σ. 35.
[39] Στόν κώδ. 421, βιβλίο Προθέσεως τοῦ Μετεώρου, στό φ. 4α, πρίν ἀπό τόν Σταγῶν Ἰωάσαφ μνημονεύεται ὁ ἐπίσκοπος Σέργιος. Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Σέργιος συνυπογράφει, ἐπίσης, σέ συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νεοφύτου Β΄, ἔτους 1558, ὑπέρ τοῦ ἐλαιοτριβείου τῆς μονῆς Δουσίκου στήν περιοχή τῆς Ὀσδίνας. Τό γράμμα αὐτό, δέν σώζεται στό πρωτότυπό του, ἀλλά εὑρίσκεται ἀντιγραμμἐνο στόν κώδ. 59 τῆς μονῆς Δουσίκου (σ. 72, 504). Βλ. Καλουσιου Δ., «Δύο ἀξιόλογα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα τοῦ ἔτους 1558», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 68 (2015) 233-240.
[40] Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 356-384.
[41] Ζακυθηνου Δ., «Ἀνέκδοτα πατριαρχικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα», Ἑλληνικὰ 10 (1937/8) 296-298.
[42] Στόν κώδ. 109 τοῦ Μετεώρου στό φ. 2α, ὑπάρχει ὁ τύπος ἐκφωνήσεως στήν ἐκκλησιαστική ἀκολουθία: «Σάββα τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Σταγῶν», ἐνῶ προηγεῖται ἡ ἐκφώνηση τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Ἱερεμία τοῦ Τρανοῦ, τοῦ μετέπειτα οἰκ. πατριάρχη.
[43] Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Διονύσιος ἀναφέρεται στήν Νομική Συναγωγή τοῦ Δοσιθέου (φ.215α-β), ἔνθα καταχωρίζεται πράξη ἀποκαταστάσεώς του στόν ἐπισκοπικό θρόνο. Σύμφωνα μέ τήν πράξη αὐτή, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἐκ Κλεινοβοῦ Καλαμπάκας πατριάρχη Ματθαίου Β΄ (1595, 1598-1602), ἐπίσκοπος Σταγῶν ἦταν ὁ Ἱερεμίας, ὁ ὁποῖος δέν ἀπέδωσε τά ὀφειλόμενα δοσίματα στό πατριαρχεῖο, ἀλλά καί γιά ἄλλα «τινα ἐγκλήματα» καθαιρέθηκε. Στήν θέση τοῦ ἔκπτωτου Ἱερεμία ἐκλέχθηκε ὁ Τιμόθεος (1599-1601). Μετά τόν θάνατο τοῦ Τιμοθέου ἐπίσκοπος Σταγῶν κατέστη ὁ Διονύσιος, ὁ ὁποῖος ἀποπλήρωσε τό ὀφειλόμενο χρέος πρός τήν Μεγάλη Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ πατριάρχης Ματθαῖος «τῷ Ἱερεμίᾳ χαριζόμενος», ἀποστέρησε ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη τόν Διονύσιο. Οἱ κάτοικοι τῶν Σταγῶν δυσαρεστήθηκαν μέ τήν ἐπάνοδο τοῦ Ἱερεμία, καί γιά τόν λόγο αὐτό, μετά τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ματθαίου ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο, ζήτησαν τήν ἐπαναφορά τοῦ Διονυσίου ἀπό τόν πατριάρχη Νεόφυτο Β΄ (1602-1603,1607-1612) πρός ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ἔτσι ὁ Διονύσιος τόν Μάρτιο τοῦ 1602 ἐπισκέφθηκε τό οἰκουμενικό πατριαρχεῖο καί αἰτήθηκε «μετά δακρύων» τήν ἐπίλυση τοῦ αἰτήματός του. Ὁ πατριάρχης Νεόφυτος τόν ἀποκατέστησε στήν ἐπισκοπή καί ἐξέδωσε τήν ἐν λόγῳ πράξη. [Βλ. καί Σπανου Κ., «Ἡ καθαίρεση ἕξι ἐπισκόπων τῆς Θεσσαλίας στή Νομική Συναγωγή τοῦ Δοσιθέου (1601-1605)», ΘΗ 50 (2006) 222-225].
Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Διονύσιος ἀναφέρεται καί στήν ἐπιγραφή τῆς ἱστορήσεως τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου Νέας Ζωῆς Καλαμπάκας, ἐντός τοῦ μοναστηριακοῦ δάσους τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου, τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ μετόχι. Ἡ ἐπιγραφή: «Ὁ πάνσεπτος κ(αί) θεῖος ναός τοῦ ἁγίου κ(αί) ἐνδόξου μεγαλομάρτιρος Δημητρίου τοῦ Μιροβλήτου / ἠγέρθι ἐκ βάθρον κ(αί) ἡστορίστη δέ ....ἀρχηερατεύοντος δέ τοῦ θεωφιλεστάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιοτάτης επισκοπῆς Σταγῶν / κύριὁν Διονισίὠν κ(αί) ετελειόθη ἐν μηνί Αὔγουστος εἰς τάς / ἔτους ζρκ΄ [=1612] ηνδικτιῶνος Ι». Στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους κατά τά ἔτη 1605-1608/9 τοποθετεῖται ὡς ἐπίσκοπος Σταγῶν ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παραιτεῖται. Μέ τήν β΄ πατριαρχεία τοῦ Νεοφύτου Β΄ (1607-12), ἐνδεχομένως, ἐπανέρχεται καί ὁ Διονύσιος στήν ἐπισκοπή Σταγῶν. Στήν ἐν λόγῳ ἐπιγραφή τοῦ ἁγίου Δημητρίου μνημονεύεται ὁ Διονύσιος κατά τό ἔτος 1612 καί συμπίπτει καί ἡ Ἰνδικτιώνα Ι΄ (10η). [Ὁ ἐν λόγῳ ναός ἀναστηλώθηκε ὑποδειγματικά τό ἔτος 1997, ὑπό τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου].
Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 43 μονῆς ἁγίου Στεφάνου, ὑπάρχει ἕνα ἀχρονολόγητο ἀφιερωτικό σημείωμα τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Διονυσίου: «† το παρών νόμιμων ταφηἐρο/σέν ὁ Διονἤσιως ἀρχἱερεύς εις / των ἁγιων προτωμαρτυρά καί ἀρχηδίακόνου Στεφάνου˙... πλησϊω του Μ(ε)τεόρων κ(αί)Βαρλαάμ κ(αί) Σταγούς / † Δϊωνἥσιος ἀρχηἰερευς / Σταγων της μεγαλης Θομις [=μεγάλης Ἰθώμης]».
[44] Ἡ ἐνθύμηση στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 43 τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπῆρχαν δύο ἐπίσκοποι μέ τό ὄνομα Δανιήλ: α) «1643 ἀπόθανεν ὁ πρόην Σταγῶν κῦρ Δανειἥλ Δεκεμβρίου -11 / καὶ ἔγινεν ἀνταυτού ὁ νύν Σταγῶν κῦρ Δανειήλ Ιἀνουαρίου 5» (φ. 2β). Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Δανιήλ Α΄ (1640/1-1643) δέν ἀναφέρεται στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους.
β) Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Δανιήλ Β΄ ἀρχιεράτευσε κατά τά ἔτη 5.1.1644 ἕως 12.4.1687, μέ ἐνδιάμεση καθαίρεση τό 1680 καί ἀποκατάστασή του τό ἴδιο ἔτος. Τό 1687 παραιτήθηκε, σύμφωνα μέ ἐνθύμηση στόν προειρημένο κώδικα 43: «1687 ἔκαμε πἀρέτησι ό πρόειν ςτἀγῶ(ν) / κ(ύ)ρ Δἀνείηλ κ(αί) ἔγινεν ὁ ἄγιος ςταγῶ(ν) κ(ύ)ρ Ἀρσένιος / Ἀπρηλλείου – 12» (φ. 1β). Ἐκτενέστερα βλ. καί Καλουσιου Δημητριου Γ., Ὁ κώδικας τῆς μητροπόλεως Λαρίσης (κώδ. ΕΒΕ 1472: 1647-1868), Λάρισα 2009, σ.17-23,30-32.
Ἔγγραφο τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Δανιήλ, τό ὁποῖο φέρει τήν χρονολογία ͵αχο΄(;) [=1670] περιέχεται στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 281 τῆς μονῆς Βαρλαάμ (φ. 66β-67α).
[45] Τήν ἐπιγραφή αὐτή διέσωσε ὁ Γ. Σωτηρίου στά 1929 καί ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ παρών ἄμβωνας τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου / καί Ἀειπαρθένου Μαρίας ἱστορήθη διά συνδρομῆς καί / ἐξόδου τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης / ἐπισκοπῆς Σταγῶν κύρ Δανιήλ .../ Ἱστορήθη δέ καί διά χειρός καμοῦ κύρ Ἰωαννικίου ὁμοῦ / μετά τῶν τέκνων (sic) αὐτοῦ Νικολάου ἐν τῷ ΖΡΜΘ [=1640/41]». Βλ. Σωτηριου Γ. Α., «Ἡ Βασιλική τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐν Καλαμπάκᾳ», ΕΕΒΣ 6 (1929) 304. Ὁ Π. Οὐσπένσκυ ἀναφέρει ὡς ἔτος ἱστορήσεως τοῦ ἄμβωνα τό 1633, [Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 232].
[46] Στό τέλος τοῦ κώδ. 27 τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου ὑπογράφει ἰδιοχείρως: «† ὁ ςταγῶν Ἀρσένιος» καθώς καί στόν κώδ. 43 (φ. 162α). Ὡς πρώην Σταγῶν ὑπογράφει τήν 27η Ὀκτωβρίου 1724 σέ ὁμολογία τῆς ἰδίας μονῆς. Ὁ Ρῶσος ἀρχιμ. Πορφύριος Οὐσπένσκυ δίδει τήν πληροφορία, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή τήν ὁποία ἀνέγνωσε στόν ἄμβωνα, ὅτι ἡ διακοσμημένη μέ φατνώματα ὀροφή τοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας πραγματοποιήθηκε μέ δαπάνες τοῦ Σταγῶν Ἀρσενίου τό ἔτος 1723. [Βλ. Ουσπένσκυ Π., Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 231,366].
[47] Θεοτεκνης Μοναχης, Τρία Πατριαρχικά Σιγίλλια, σ. 28-37.
Στήν βιβλιοθήκη παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου σώζεται βιβλίο (ὑπ’ ἀριθ. 77) μέ τίτλο: «Τῆς Καινῆς Διαθήκης Ἅπαντα, ἐκδ. Λειψίας 1564», στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ κτητορική ἀφιέρωση: «Κ(αί) τόδε σύν τοῖς ἄλλοις Ἀρσενί(ου) ἐπισκόπ(ου) / Σταγῶν:∙».
[48] Βέη Ν., «Συμβολή», Βυζαντὶς 1 (1909) 236ξδ, 310-312, ἀρ. 19.
[49] Βλ. Θεοτεκνης Μοναχης, «Ἴσον ἀπαράλλακτον σιγιλλιώδους γράμματος τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Παϊσίου Β΄, πρός τήν ἱερά μονή ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων, ἔτους 1743», Τρικαλινά 20 (2000) 63-82.
[50] Ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὑπογράφει ἀχρονολόγητα καί μονοκονδυλικῶς στόν κώδ. 354 τοῦ Μετεώρου.
[51] Σοφιανου Δ., Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Παρθένιος, ἀδελφός τῆς Ἱ. Μ. Βαρλαάμ τῶν Μετεώρων, δωρητής καί κτήτορας κωδίκων», [Β΄ Ἱστορικό Συνέδριο Καλαμπάκας, ἐκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2005], σ. 287-301.
[52] Σοφιανου Δ., «Ἱερομονάχου Γαβριήλ Ἁγιαμονίτου, ἀνέκδοτο προσκυνητάριο τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων», Τρικαλινά 6 (1986) 7-26, ἔνθα τό στιχούργημα τοῦ Γαβριήλ.
[53] Κτητορικά σημειώματά του ὑπάρχουν στούς ἑξῆς κώδικες τῆς μονῆς Βαρλαάμ, ἤτοι: 119, 142, 143, 148, 166, 175, 206 καί 223-261, 268-273 τοῦ 18ου αἰ. Ὅπως δείχνει ἡ γραφή τῶν περισσοτέρων κωδίκων, ὁ Παρθένιος συνεργαζόταν μέ τόν γνωστό Γιαννιώτη βαρλααμίτη κωδικογράφο Ἀναστάσιο Σουγδουρῆ. Μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Παρθενίου ὑπάρχει στόν κώδ. 2 Ἁγίας Τριάδος˙ κώδ. 133 Βαρλαάμ καί κώδ. 603 Μετεώρου.
[54] Βλ. Βέη Μαιρησ, «Δύο ἐπιστολαὶ πρὸς Παρθένιον Σταγῶν ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ μία ἐπιστολὴ τοῦ μαθητοῦ του Κυπριανοῦ μοναχοῦ», Θεσσαλικὰ Χρονικὰ 15 (1984) 175-188.
[55] Βλ. «Ἶσον ἀπαράλλακτον» τοῦ πρωτοτύπου τοῦ σιγιλλίου τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ (1813-18) ὑπέρ τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔτους 1818, ἔνθα γίνεται μνεία γιά τήν ἐν λόγῳ διαθήκη. [Ἀρχεῖο ἐγγράφων Ἁγίας Τριάδος].
[56] Ἡ ἐπιγραφή: «†Ἀνηγέρθη μέν / ἐκ βάθρων ὁ θεῖος οὗτος / κ(αὶ) πάνσεπτος ναὸς ἐπ’ ὀνό/ματι τῶν Ἁγίων Πάντων ἐν ἔτει σ(ωτη)ρίῳ / ͵αψξα΄ ἱστορήθη δὲ κ(αὶ) εἴληφε τέλος / ἐν τῷ κάλλει τούτῳ ὡς ὁρᾶται ἐν ἔτει ͵αψξϛ΄ / ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου κ(αὶ) λο/γιωτάτου ἐπισκόπου τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκο/πῆς ταύτης Σταγῶν κυρί(ου) Παρθενί(ου)... / διά χειρῶν Στερεοῦ [=Στεργίου] καί Ἰωάνν(ου) τῶν / αὐταδέλφων καί ἁγιογράφων / ἀπό χώρας Καλαρί [τες]».
[57] Ἡ ἐπιγραφή στήν δυτική πλευρά τῆς ἱστορήσεως τοῦ ναοῦ σήμερα εἶναι ἐφθαρμένη καί ἐξίτηλη. Τμῆμα αὐτῆς διέσωσε ὁ συγγραφέας Ἰωάννης Παπασωτηρίου, ὁ ὁποῖος στίς 15.9.1933 τήν ἀνέγνωσε ὡς ἑξῆς: «Ἱστορήθη ὁ πάνσεπτος καὶ θεῖος ναὸς τῆς σεβασμίας μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ... ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου κυρίου κυρίου Παρθενίου καὶ συνδρ...». Παπασωτηρίου Ιωαννου, Τά Μετέωρα, Τρίκαλα 1934, σ. 123. Βλ. καί Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 241-244.
[58] Bjornstähl J., Τό ὁδοιπορικό, σ. 71-72, 79.
[59] Ουσπένσκυ Πορφυριου (Ἀρχιμ.), Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 224.
[60] Ουσπένσκυ Π., Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 234.
[61] Ἀρχικά χρημάτισε διάκονος τοῦ Λαρίσης Μελετίου Γ΄, τοῦ Καλλιάρχη ἀπό τήν Χίο (1769-92). Στήν συνέχεια χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Σταγῶν (1784-1808), ἀργότερα Σηλυβρίας (1816) καί κατόπιν Φιλιππουπόλεως (1818-†1821/22).
[62] Σέ ἀρκετούς κώδικες τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος σώζονται κτητορικά σημειώματα τοῦ Παϊσίου, [ἤτοι: 6, 10,17,23,26,28Α,30,33,38,40]. Μνεία τοῦ ὀνόματός του ὑπάρχει στόν κώδ. 2 Ἁγίας Τριάδος˙ κώδ. 176 μονῆς Βαρλαάμ˙ 21 ἁγίου Στεφάνου καί 603 Μετεώρου. Ἐπίσης ὑπογράφει μονοκονδυλικῶς στό φ. 260β τοῦ κώδ. 64 τοῦ Μετεώρου.
[63] Ὁ Ν. Βέης μᾶς πληροφορεῖ στήν Ἔκθεσή του τό 1945: «Τό ἀρχεῖο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐν ᾧ καί πολλά γράμματα ...τοῦ ἐπισκόπου Παϊσίου...κατεστράφη σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς». Βέη Ν., «Τέσσαρες ἐκθέσεις περὶ τῶν εἰς τά Μετέωρα καὶ τὴν λοιπὴν Θεσσαλίαν ἀποστολῶν μου», Θεσσαλικά Χρονικά 7-8 (1959) 35.
[64] Γεδεων Μανουηλ, «Χρονικά τῆς Πατριαρχικῆς Ἀκαδημίας», Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια [Κωνσταντινουπόλεως] 1882-83, ἔτος 3ον, σ. 476-477˙ τοῦ Ιδιου, «Ὁ κῶδιξ τοῦ Παϊσίου», Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια 1888-89, ἔτος 9ον, σ. 6. Στά 1798 μέ συνοδική πατριαρχική ἀπόφαση ὁ Παΐσιος μετέβη στό Ἅγιον Ὄρος καί ἵδρυσε σχολεῖο στίς Καρυές, πρός μόρφωση τῶν μοναχῶν. Στά 1809 διορίσθηκε ἐπιστάτης τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς, χοροστατῶν στίς ἱερουργίες καί ἄλλες πνευματικές ἐκδηλώσεις τῆς Σχολῆς.
[65] Φοροπουλου Νικ., «Παΐσιος», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 9, σ. 1064-1065.
[66] Τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἐπίσκοπο Παΐσιο, ὑπό τοῦ Δημ. Βαρδάκα ἐκ Μεσσόβου, καί τό προλογίζει ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος. Μετά τόν πρόλογό του εἶναι γραμμένοι πολιτικοί καί ἰαμβικοί στίχοι τοῦ ἰδίου. Τήν ἀντιγραφή τοῦ κειμένου, προκειμένου νά δοθεῖ γιά ἐκτύπωση, ἐποίησε ὁ ἐκ Κλεινοβοῦ Ἀθανάσιος (σ. 84). Ὁ Σταγῶν Παΐσιος ἐδώρησε, ἐπίσης, τό ἴδιο βιβλίο στόν ἡγούμενο τοῦ Μετεώρου Παρθένιο (βλ. κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 600). Ἐπίσης, στήν μονή ἁγίου Στεφάνου σώζεται Λεξικό τοῦ Βαρίνου Φαβωρίνου, ἔτους 1538, (ὑπ’ ἀριθ. 9), στό ὁποῖο ὑπάρχει ἡ κτητορική ἀφιέρωση: «Ἐκ τῶν τοῦ Παϊσίου Ἱεροδιακόνου ἡ βίβλος αὕτη / τοῦ καί ἐπισκόπου Σταγῶν εἶτα χρηματίσαντος».
[67] Στό ὑπέρθυρο τῆς δυτικῆς εἰσόδου τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Παναγίας εἶναι ἱστορημένη ἡ Θεοτόκος σεβιζομένη ἀπό ἀγγέλους μέ τήν ἐπιγραφή: «Διά χειρός ταπεινοῦ Δημητρίου / Καλαρίτου 1782 Ἰανουαρίου 25». Κάτω ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ ἀναγράφονταν οἱ στίχοι: «Δεκτή Λιτή σοι, ἥν Παΐσιος φέρει τῆς σῆς πρόσω / Δέσποινα ἐνδόξου τιμῆς γένοιτο˙ καί δή οὐ παρεῖδες / εὐτελές γραφῇ, ὅπερ νόμιμον οὖσ’ ἐν εἰκόνι. / Ἐπί ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ», ἐνῶ στήν νότια πρόσοψη τοῦ νάρθηκα ἦταν ἱστορημένοι τρεῖς ὁλόσωμοι ἅγιοι «διά χειρός μαθητοῦ Δημητρίου Καλαρρύτου... ἐπί ἀρχιερέως Σταγῶν κυρίου Παϊσίου, ἐκ κώμης Κλινοβοῦ 1792». Βλ. Σωτηριου Γ. Α., «Ἡ Βασιλική τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἐν Καλαμπάκᾳ», ΕΕΒΣ 6 (1929) 312. Σύμφωνα μέ τόν Πορφύριο Οὐσπένσκυ ὁ Παΐσιος εἶχε δωρίσει ἐπίσης στόν ναό τῆς Παναγίας ἕνα εἰδικό ἀναλόγιο γιά τόν Κανονάρχη τό ἔτος 1794. [Ουσπένσκυ Π., Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 232]. Ἐπίσης ὁ ἡγουμενικός θρόνος τῆς μονῆς Βαρλαάμ καί τά δύο ἀναλόγια τοῦ καθολικοῦ πεποικιλμένα μέ φίλντισι κατασκευάστηκαν «ἀρχιερατεύοντος τοῦ θεοφιλεστάτου ἁγίου Σταγῶν κυρίου Παϊσίου καί ἡγουμενεύοντος κυρίου Ἀνατολίου», [Παπασωτηρίου Ιω., Τά Μετέωρα, σ. 55].
[68] Ἀπό τό γράμμα αὐτό (ἔτ. 1788), προκύπτει ὅτι ἀρχικά οἱ κτίτορές τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἶχαν θέσει τό μονύδριο στήν κηδεμονία τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν. «Ἐξ αὐτῆς ἀρχῆς ἦν προσηλωμένον ἀπὸ τῶν ἀοιδίμων αὐτοῦ κτητόρων τῷ κατὰ καιροὺς θεοφιλεστάτῳ ἐπισκόπῳ Σταγῶν ὣς ἔχειν τὴν ἐπ’ αὐτὸ πρόνοιαν καὶ κηδεμονίαν». Βλ. Βεη, «Συμβολή», σ. 330, ἀρ. 27. Βλ. καί Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, σ. 228-234.
[69] «Ὄμμασι ρή τέθηπε, Χρύσεον πόνον / χειρῶν ἐπόπτα, ἔργα τέμπλον ἐννύλο(ι)ς / κέαρoς ἀλλ ὄματα τεῖνον ἐς πρόσω / εἴδει ἐν ἄρτου Χριστόν ἀληθῶς σέβου· / τρώγο(ν)τα, Σῶτερ, κἀμέ τόν δ’ ἀρχιθύτην / νυμφῶνι ἔνθες τλείμονα οὐρανίῳ: / Παϊσίου ἀρχερέως Σταγῶν τοῦ Κλεινοβίου, / τοῦ καί ἀρηγείσαντος ἐπί τῷ τεμένει / ͵αψϞαω΄ [=1791] Νοεμβρίου Αη».
[70] Μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Παϊσίου ὑπάρχει σέ ἔντυπο Εὐαγγέλιο τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου, τό ὁποῖο φέρει τήν ἐπιγραφή: «Το πα//ρον ηε/ρον ευα//γγελιον / υπαρχοι // τις μονις / του προτομαρτιρος Στεφανου επι / Αρχιερεος Σταγον κυρ Παυσιου / ηγουμενεβον(τος) παπα κυρ Αμβροσιου / 1787».
[71] «Ἐξ ἰδίων πόνων καί δαπάνης ἰδίας, οὐ μόνο τό ἐπισκοπεῖον ἀνεκαίνησεν ὡς ἤδη καθορᾶται, ἀλλά καί τούς ἐν τῇ αὐλῇ τῆς ἐπισκοπῆς οἰκίσκους πρός ὑποδοχήν τῶν εἰσερχομένων ἐπαρχιωτῶν [κληρικῶν] καί ξένων ἀνῳκοδομήσατο καί λειβάδιον προσεκτήσατο πλησίον τοῦ μύλου, τοῦ ἱεροῦ μοναστηρίου [ἁγίου] Στεφάνου ἵνα ἔχωσι ἀνεξόδως ἄνωθεν οἱ κατά καιρόν ἐν εὐτῇ τῇ ἐπισκοπῇ ἀρχιερατεύοντες τήν νομήν τῶν ἰδίων ὑποζυγίων». [«Ἶσον ἀπαράλλακτον» τοῦ πρωτοτύπου τοῦ σιγιλλίου τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄ (1813-18) ὑπέρ τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔτους 1818, Ἀρχεῖο ἐγγράφων Ἁγίας Τριάδος]. Βλ. καί Κοτοπουλη Φωτη, Τά Μετέωρα, ἐκδ. Δίφρος, Ἀθῆναι 1973, σ. 159-162. Ὁ ἀρχιμ. Π. Οὐσπένσκυ ἀναφέρει ὅτι τό οἴκημα ἦταν ἀνακαινισμένο τό «1791, ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου», σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, τήν ὁποία ἀνέγνωσε. [Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 230].
[72] Θανασουλα Στεφανου, Λαογραφικά Καλαμπάκας, ἔκδ. Δῆμος Καλαμπάκας 1992, σ. 46.
[73] Τό ἴδιος ἔτος 1798, ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ Παϊσίου, κτίστηκε ὁ ναός τῆς ἁγίας Βαρβάρας Καλαμπάκας καί ἀνακτίστηκε σχεδόν ἐκ βάθρων ὁ ναός τοῦ ἁγίου Γεωργίου Καλαμπάκας (στήν συνοικία Σοποτοῦ), σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή: «†το προτον θεμ/εληιν του αγιου Γεω[ρ]γιου ΖΠ / † ι μετακ(αι)νηστι εις των / αρχηερεα κ(αι) θεοφηλεστατ/ου αυθεντως κ(αι) δισπότου κυ/ριου κηρ Παισιου Σταγῶν...». Ἐπίσης στόν δίκογχο ναΐσκο ἁγίου Βασιλείου καί ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, στήν εἰκόνα τῶν ἁγίων Ἰωακείμ καί Ἄννης ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: «† Ἐπὶ ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου, τοῦ ἐκ Κλινοβοῦ διὰ χειρὸς Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, 1790 Ἰουλίου 26». Στόν ναΐσκο τῶν Ἁγίων Πάντων ὑπῆρχε εἰκόνα μέ τήν ἐπιγραφή: «† Ἡ παροῦσα τῶν ἁγίων ἱστορία / Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί Δημητρίου ἐγράφη διά χειρός Γεωργίου μαθητοῦ Ζούκη Καλαριό/του ...ἐπί ἀρχιερέως Σταγῶν Παϊσίου τοῦ ἐκ κώμης Κλινοβοῦ / 1790 Μαρτίου α΄».
[74] Ὑπάρχουν, ἀκόμη, δύο ἔμμετρες κτητορικές ἐπιγραφές: Α) îΘεῖοc θεαται ὅνπερ Ἀθρεος [=Ἀθρόος] / δόμοc επεύcαντοc [ὀρθό: ἱππεύσαντος] ἤρθη ἀπ/πλέτοις ἡγουμένου μόχθ[ο]ιc / ε[ἰ]c ὕψοc Ἀμβροcίου· ἐκ βάθρων / μονῆc δέ ἁβρᾷ θεcπεcίηc / δαπάνη[ς] οὗ ταῖς ὑμῶν μέ/μνηcθε εὐχαῖc πατέρεc / ἐπί προέδρου τ{ό}ν [=τῶν] Σταγῶν πα/ροικίαc κύρ Παϊcίου· ὧγε / Κλ[ε]ινοβόc πάτρη τοῦ {ἀ}λο/γίμου [=ἐλλογίμου]· ε[ὐ]γενοῦc κ(αί) ζαθέου / παρ’ οἰκονόμου Κλ[ε]ινοβοῦ / Γεωργίου εἰ[c] μνείαν ὧδε ἐγρά/φη τά τ[ο]ιάδε». Β) î† Δῶκε ποθείεcι Νῶε κιβω/τόc cώμαcι λύτρα εξῆγε ζῶν/ταc κατακλύcιοc όλωc / ναόc δ’ ιερόc ὅc μεροπαι[ς] [=Μέροπας] πιcτούc π/εριcωζι ψυχάc τ’ αγρευει, διαβολου / παγιδων τελωc αρχι ιαμβοικη / ἄγουcι θεῖον cηκόν εἰc υμνωδίαν θε/cκευταί [=Θρησκευταί] οἱ μένοντε[ς] ωδε Πανταναξ / ὅπωc ενωούωcι cῶμα κυριου / εἰc λύτρα κόcμου Χαραλάμπουc πρε/cβείαις cτήριξον αὐτον ἄχρι του τέ/λουc Λόγε μέμνηcο καμοῦ / υμέρα φρικτωδίκηc τον Σταγῶν / Παϊcίου ετοc ͵αψϞη [=1798]».
[75] Βεη, Ἔκθεσις, σ. 59, ἀρ. 92.
[76] Ἡ μονή τῆς μετανοίας του ἦταν τό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Τσούκας Ἰωαννίνων, πλησίον τοῦ χωρίου Λοτζέτσι [σημ. Ἑλληνικό]. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς ὡς ἄνω μονῆς. Περί αὐτοῦ βλ. Μανοπουλου Γρηγοριου, «Ὁ ἀπό Δυρραχίου ἐπίσκοπος Σταγῶν Γαβριήλ (1808-15) καί πρώην ἡγούμενος τῆς μονῆς Τσούκας Ἰωαννίνων», Ἠπειρωτικά Χρονικά 37 (2003) 239-298· Καλουσιου Δ., îΤρικαλινά Σύμμεικτα ΚΔ´», Θεσσαλικό Ἡμερολόγιο 43 (2003) 306-314.
[77] Βρανουση Λ., «Κῶδιξ ἐπιστολῶν τῶν ἐτῶν 1759-1824, καταρτισθεὶς ὑπὸ Ἰωάννου Οἰκονόμου τοῦ Λαρισσαίου», ΕΜΑ 14 (1964) 136-137.
[78] Ἡ ἀκολουθία ἐκδόθηκε μέ τόν τίτλο: «Ἀκολουθία τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν καὶ αὐταδέλφων Νεκταρίου καὶ Θεοφάνους, τῶν κτιτόρων τῆς σεβασμίας καὶ βασιλικῆς μονῆς τοῦ Βαρλαὰμ τῇ ἐν τῷ Μετεώρῳ, τῶν ἐξ Ἰωαννίνων τὸ γένος Ἀψαράτες. Νῦν πρῶτον τύποις ἐκδοθεῖσα καὶ μετ’ ἐπιμελείας διορθωθεῖσα φιλοτίμῳ δαπάνῃ τοῦ θεοφιλεστάτου ἐπισκόπου ἁγίου Σταγῶν κυρίου Γαβριὴλ τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ἐκ χωρίου Λοζέτζι [=Ἑλληνικό]. Ἐν Βενετίᾳ, παρὰ Νικολάῳ Γλυκεῖ τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1815».
[79] Βλ. κώδ. 90 ἁγίου Στεφάνου, φ. 199α, 198β, 195α, 196α, 194α. Βλ. καί κώδ. 105 ἁγίου Στεφάνου, φ. Αα. Στήν βιβλιοθήκη παλαιτύπων τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου σώζεται Κυριακοδρόμιο, ἔτους 1796, (ὑπ’ ἀριθ. 124), στό ὁποῖο διαβάζουμε τήν κτητορική ἀφιέρωση: «Καί τόδε ἐκ τῶν τοῦ ταπεινοῦ ἀρχιερέως ἐπισκόπ(ου) Σταγ(ῶν) Γαβριήλ:».
[80] Διονυσίου [Χαραλάμπους] (μητροπ. Τρίκκης καί Σταγῶν), Τά Μετέωρα, Ἀθῆναι 19764, σ. 97.
[81] Leake Martin William, «Ταξίδι στή Θεσσαλία τοῦ 1809/10», ΘΗ 38 (2000) 169.
[82] Τό σημείωμα αὐτό ὑπογράφουν ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Ἄνθιμος, ὁ Βαρλααμίτης ἡγούμενος Χριστοφόρος καί ὁ παπα-Εὐθύμιος. Εὑρίσκεται στά ἀντιγραμμένα φύλλα μέ τό «Ἶσον ἀπαράλλακτον» τοῦ πρωτοτύπου τοῦ σιγιλλίου τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου Στ΄, [ἀρχεῖο ἐγγράφων Ἁγίας Τριάδος].
[83] Ἐκτενέστερα βλ. Καλουσιου Δ., «Ὁ ἐπίσκοπος τῶν Σταγῶν Ἀμβρόσιος, ἀπό τό Φανάρι Καρδίτσας (1815-21)», ΘΗ 65 (2013) 289-314. Μνεία τοῦ ὀνόματός του ὑπάρχει στόν κώδ. 603 τοῦ Μετεώρου.
[84] Μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου Διονυσίου εὑρίσκουμε στόν κώδ. 59 ἁγίου Στεφάνου (φ. 353β, 366α) μέ τήν χρονολογία 1827, ἐνῶ στόν κώδ. 2 Ἁγίας Τριάδος (φ. 125α) ὑπογράφει ἰδιοχείρως.
[85] Βλ. κώδ. 287 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 71α. Τό ἴδιο συνυποσχετικό γράμμα ἔχει καταχωρισθεῖ καί στόν κώδικα 142 ἁγίου Στεφάνου, σ. 49.
[86] Οἱ σχετικοί κατάλογοι περιέχονται στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 142 τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου.
[87] Καλουσιου Δ., «Τρικαλινά Σύμμεικτα ΚΓ´» ΘΗ 42 (2000) 217-218.
[88] Ουσπένσκυ Π., Χριστιανικὴ Ἀνατολή, σ. 232.
[89] Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Θεόφιλος στά 1869 μετατίθεται γιά τήν μητρόπολη Σισανίου καί Σιατίστης (1869-1871) καί κατόπιν στήν μητρόπολη Σωζοαγαθουπόλεως (1872-1881).
[90] Βέη Ν., «Τέσσαρες ἐκθέσεις», Θεσσαλικά Χρονικά 7-8 (1959) 31.
[91] Ἡ νῦν αἴθουσα «ἐγένετο ἐπὶ ἐπισκόπου Σταγῶν Θεοφίλου καὶ καθηγουμένου ἀρχιμανδρίτου κ. Ἀνθίμου, σκευοφύλακος Ἱλαρίωνος ἱερομονάχου τῷ 1866 Μαΐου 25». Παπασωτηρίου Ιω., Τά Μετέωρα, σ. 44.
[92] Κατά τό ἔτος 1868 ὁ ἱερομόναχος Κλήμης ἐξελέγη τιτουλάριος ἐπίσκοπος Κλαυδιουπόλεως, κατόπιν ἐπίσκοπος Σταγῶν (1873-80), ἀργότερα Δρυϊνουπόλεως (1880-88) καί μετέπειτα μητροπολίτης Γρεβενῶν (1888-96). Βλ. Καλουσιου Δ., îΤρικαλινά Σύμμεικτα ΙΑ´», ΘΗ 28 (1995) 233-235.
Μνεία τοῦ ἐπισκόπου Σταγῶν Κλήμεντος γίνεται σέ κώδικες τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἤτοι: 6, (σ. 491)˙ 38, (φ. 31r)˙ 17 (φ. Αβ). Ὁ Σταγῶν Κλήμης ὑπογράφει μονοκονδυλικῶς στόν κώδ. 53 τῆς μονῆς ἁγίου Στεφάνου. Μνεία τοῦ ὀνόματός του ὑπάρχει σέ ἐντοιχισμένη πέτρα στήν νότια πλευρά, πρός ἀνατολάς, τοῦ κυρίως ναοῦ τῆς Παναγίας Καλαμπάκας: «Αρχιερεαν / Κλημης. 1878».
[93] Περί τῆς Δωροθέας Σχολῆς βλ. Νημα Θεοδωρου, Ἡ ἐκπαίδευση στή Δυτική Θεσσαλία κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας. Συμβολή στή μελέτη τοῦ Θεσσαλικοῦ Διαφωτισμοῦ, [Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Σειρά: Κείμενα καί Μελέτες, ἀρ. 9], ἐκδ. οἶκος Κυριακίδη, σ. 130-149.
[94] Παπασωτηριου Ιω., «Ἐπαρχία Καλαμπάκας», Τρικαλινά 7 (1987) 181. [Βλ. α΄ δημοσίευση: Ἔκτακτος ἔκδοσις Θεσσαλικῶν Χρονικῶν (1935-39) τῆς Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας τῶν Θεσσαλῶν, σ. 177-215].
[95] Θανασουλα Στεφανου, Λαογραφικά Καλαμπάκας, ἔκδ. Δῆμος Καλαμπάκας 1992, σ. 47. Ἡ Κωνστάντιος Σχολή, καθώς σημειώνει στήν ὡς ἄνω μελέτη ὁ Ἰωάννης Παπασωτηρίου, «ἐγένετο, κατά τήν σχετικήν ἐπιγραφήν, δαπάναις Κωνσταντίου Γεωργίου, ἡγουμένου μονῆς ἁγίου Στεφάνου, ἐν ἔτει 1893».
[96] Ἡ φωτογραφία αὐτή δημοσιεύεται στό λεύκωμα «Καλαμπάκα», Ταξίδι στό Παρελθόν, ἐκδ. ‘γένεσις΄, Καλαμπάκα 2002, σ. 44. Βλ. καί Θεοτεκνης Μοναχης, Πέτρινο Δάσος, Ἱερά Ἀσκητήτια, τ. Α΄. σ. 371.
[97] Περί αὐτοῦ βλ. Καλουσιου Δ., îΤρικαλινά Σύμμεικτα ΙΣΤ´», ΘΗ 32 (1997) 225-227. Μνεία τοῦ ὀνόματός του ὑπάρχει στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 603 τοῦ Μετεώρου. Κατά τούς Βαλκανικούς πολέμους ὁ ἐπίσκοπος Ἄνθιμος προέτρεψε τίς ἱερές μονές νά συνδράμουν οἰκονομικά στίς οἰκογένειες τῶν στρατιωτῶν, ἐνῶ ὁ ἴδιος συνέβαλε οἰκονομικά στόν σχετικό ἔρανο (6.1.1913) καί παρακολούθησε «τόν ἀγωνιζόμενον ἐθνικόν μας στρατόν, μετέχων εἰς τάς ἐπιχειρήσεις». Βλ. Βοβολινη Κωνσταντινου, Ἡ ἐκκλησία εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἐλευθερίας (1453-1953), ἐκδότης Παν. Κλεισιούνης, Ἀθῆναι 1952, σ. 209.
[98] Βεη Ν., Ἔκθεσις, σ. 68.
[99] Διονυσίου [Χαραλάμπους] (μητροπ.), Τά Μετέωρα, σ. 97.
[100] «Ἀφήρεσαν πολλά, ἀργυρὲς καὶ μαλαματοκαπνισμένες λειψανοθῆκες, ἀσημένια στεφάνια ἁγίων ἀπὸ εἰκόνες, πολύτιμα ἀφιερώματα, σταυροὺς μὲ πολύτιμα πετράδια, ἀργυρᾶ ἅγια Ποτήρια, κανδῆλες ἀσημένιες καὶ θυμιατά, χρυσοκέντητες ποδιές, μανουάλια καὶ αὐτὴ ἀκόμη τὴν καμπάνα». Διονυσίου [Χαραλάμπους] (μητροπ.), Τά Μετέωρα, σ. 122.
[101] Περί τοῦ μητροπολίτου Διονυσίου ἐκτενέστερα βλ. Πολυκάρπου Τύμπα (πρωτοπρ.), Ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιος. Μία λαμπρά ἑνδεκαετία (1959-1970), Ἀθῆναι 1985· Μπαλατσουκα Σωτηριου, Ὁ Μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιος (1907-1970), Τρίκαλα 2012.
[102] Στήν μονή Βαρλαάμ, μέ πρωτοβουλία τοῦ μητροπολίτου Διονυσίου, ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων ἡ ΝΔ πτέρυγα τῶν κελλίων. Ἡ ἐπιγραφή: «Η ΝΔ πτερυξ ανηγερθη εκ βαθρων / το ετος 1961 επι αρχιερατειας Διονυσιου / και ηγουμενειας αρχιμ. Καλλινικου. / Την περιοδον 1995 εως 2010 διεμορφωθη / εσωτ. ανεκαινισθη και προεκταθη περιμε/τρικως με εξωστες, αψιδες και πυργους / επι αρχιερ. μητροπολιτου Σεραφειμ / ηγουμενειας αρχιμ. Ισιδώρου / με τεχνιτας Αφους Γιωτα».
[103] Διονυσίου [Χαραλαμπους] (μητροπ. Τρίκκης καί Σταγῶν), Τὰ Μετέωρα, Ἀθῆναι 19694.
[104] Βλ. Πρακτικά Πανελληνίου Μοναστικοῦ Συνεδρίου (18-20 Ἀπριλίου 1990), ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως Μεγάλου Μετεώρου, ἐπιμέλεια Σπ. Κοντογιάννη, Ἅγια Μετέωρα 1990.
[105] Ἀκολουθία τῶν ἐν Μετεώροις διαλαμψάντων ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων, ποιηθεῖσα ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθωνος, τῇ φιλοσίῳ προνοίᾳ τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Σταγῶν καί Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ, ὑπό Αθανασιου Ἱερομονάχου, τοῦ ἀπό Μετεώρων Σιμωνοπετρίτου, Ὑμνογράφου τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας. [Ἐπιμελείᾳ πανοσ/του ἀρχιμ. Γεωργίου Π. Στέφα, πρωτοσυγκέλλου Ἱ. Μητροπ. Σταγῶν καί Μετεώρων, δαπάνῃ τῆς Ἱ. Μ. Βαρλαάμ, Καλαμπάκα 20091], ἐπιμέλεια - ἔκδ. Ἱ. Μ. Βαρλαάμ - Ἅγια Μετέωρα 20102.
[106] Βλ. τόν σχετικό τόμο μέ τίτλο: Ὁ ἀναλλοίωτος Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, ἐλπίδα σωτηρίας στήν Ἀνατολή τῆς 3ης Χιλιετίας, Πρακτικά Πανελληνίου Μοναστικοῦ Συνεδρίου, (Ἅγια Μετέωρα, 12-14 Σεπτ. 2000), Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2003.
[107] Ἡ ἐπιγραφή: «Ἡ Τράπεζα καί ὁ νάρθηξ τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου / Ἀναπαυσᾶ ἱστορήθη ἐπί ἀρχιερατείας μητροπολίτου Σταγῶν / καί Μετεώρων κ.κ. Σεραφείμ καθηγουμένου ἀρχ. Πολυκάρπου / διά χειρός Εὐθυμίου Μπερδεμπέ ἔν ἔτει σωτηρίῳ ͵ΒΕ΄ [=2005]».
[108] Ἡ ἐπιγραφή: «Ἀνηγέρθη τό ναΐδριον τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ κ (αί) Γαβριήλ τό σωτήριον ἔτος ͵Ββ΄ [=2002] ἀρχιερατεύοντος τοῦ σεβασμιωτάτου / μητροπολίτου Σταγῶν κ (αί) Μετεώρων κ. Σεραφείμ ἡγουμενεύοντος τοῦ ἀρχιμανδρίτου κ. Χρυσοστόμου Ἠπειρώτου, τῇ Ἀρωγῇ τῆς / κυρίας Κουλας Ζάχου Παπαγεωργιάδη κ (αί) ἱστορήθη δι’ ἡμῶν τῶν ἐλαχίστων εἰκονογράφων Λ. Νιζάμη κ (αί) Φ. Ρόζη τό ἔτος ͵Βδ΄ [=2004].
[109] Ἡ ἐπιγραφή: «Ἀνηγέρθη μέν ἐκ βάθρων τό ἱερόν τοῦτο Μετόχιον τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Τριάδος ἁγ. Μετεώρων τοῦ ἁγ. Νικολάου Μπάντοβα / ἐν ἔτει ͵αϡϟθ΄ [=1999]. Ἱστορήθη δέ ὁ πάνσεπτος οὗτος ἱ. Ναός ἀρχιερατεύοντος τοῦ σεβασμιωτάτου κ. Σεραφείμ κ(αί) ἡγουμενεύοντος τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου / Τέτσιου Ἠπειρώτου ἐν ἔτει ͵βα΄ [=2001] διά χειρός Ἐμμανουήλ Ζαχαριουδάκη τοῦ Κρητός κ(αί) τῶν σύν αὐτῷ».
[110] Ἡ ἐπιγραφή: «Ιστορηθη ο πανσεπτος και ιερος ουτος / ναος των οσιων και θεοφορων πατερ(ων) / ημων Αντωνιου του Μεγαλου κ Αντωνιου του / νεου εκ Βεροιας δια συνδρομης φιλοθεων / εν Χριστῳ Αδελφων Αρχιερατευοντος / κ.κ. Σεραφείμ ηγουμενευοντος Αρχιμαν/δριτου Χρυσοστομου Τετσιου Ηπειρωτου της / Ιερας Μονης Αγιας Τριαδος Αγιων Με/τεωρων δια χειρος Πεχλιβανιδη Λα/ζαρου τῳ Σωτηριῳ ετει ͵βϛ΄ [=2006]».
[111] Ἡ ἐπιγραφή: «Οὗτος ὁ ἱερὸς ναὸς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων / ἱστορήθη ἐπὶ ἀρχιερατείας μητροπολίτου / Σταγῶν καὶ μετεώρων κ. Σεραφείμ ἡγουμε/νεύοντος ἀρχιμ. Ἰσιδώρου / διὰ χειρὸς Εὐθυμίου Μπερδεμπέ, / ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵βε΄ [=2005]».