ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΒΑΡΛΑΑΜ

Ἡ κα­θ’ αὐ­τό ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς Βαρλαάμ ἀρ­χί­ζει μέ τήν ἐγ­κα­τά­στα­ση στήν πα­νύ­ψη­λη αὐ­τή πέ­τρα τῶν αὐ­τα­δέλ­φων κτι­τό­ρων καί ὀρ­γα­νω­τῶν τῆς μο­νῆς ὁ­σί­ων Θε­ο­φά­νους († 1544) καί Νε­κτα­ρί­ου († 1550).

Οἱ ἐ­ξαί­σι­οι αὐ­τοί ἅ­γι­οι γεν­νή­θη­καν κα­τά τό δεύ­τε­ρο ἥ­μι­συ τοῦ 15ου αἰ­ώ­να στά Ἰ­ω­άν­νι­να, ἡ δέ οἰ­κο­γέ­νει­ά τους, γνω­στή μέ τήν ἐ­πω­νυ­μί­α Ἀ­ψα­ρά­δες, ὑ­πῆρ­ξε μί­α ἀ­πό τίς πι­ό ἐ­πι­φα­νεῖς καί ἀρ­χον­τι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες, πού δι­ε­δρα­μά­τι­σαν σπου­δαῖ­ο ρό­λο στήν ζω­ή τῆς Ἠ­πει­ρω­τι­κῆς πρω­τεύ­ου­σας.

Ἡ οἰ­κο­γε­νει­α­κή εὐ­πο­ρί­α καί ἡ δε­ξι­ά τους φύ­ση συ­νε­τέ­λε­σαν, ὥ­στε ὁ Θε­ο­φά­νης καί ὁ Νε­κτά­ρι­ος, νά λά­βουν μί­α πλού­σι­α μόρ­φω­ση. Πλήν ὡς «σκύ­βα­λα» θε­ω­ροῦν­τες ὅ­λα τά τοῦ κό­σμου τού­του ἔ­λα­βαν τόν σταυ­ρό τους καί ἀ­κο­λού­θη­σαν τά ἴ­χνη τοῦ Χρι­στοῦ στήν ὁ­δό τῆς ἀ­σκή­σε­ως.

ktitores varlaam 1566Ἐγ­κα­τα­λεί­ψαν­τες τόν κό­σμο πε­ρί τό ἔ­τος 1495 οἱ δυ­ό συ­νε­τοί αὐ­τοί νέ­οι δέν πο­ρεύ­θη­καν αὐ­τό­βου­λα καί ἰ­δι­όρ­ρυθ­μα, ἀλ­λά ἐ­πι­θυ­μών­τας νά δου­λεύ­σουν στόν Χρι­στό καί ὄ­χι στόν ἑ­αυ­τό τους, ἀ­νε­ζή­τη­σαν ἐ­νά­ρε­το γέ­ρον­τα γι­ά νά μα­θη­τεύ­σουν στήν μο­να­χι­κή ζω­ή. Ὁ Θε­ός ἐκ­πλή­ρω­σε τόν πό­θο τους, καί τούς ὁδήγησε στόν Γέροντα Σάββα «γη­ραι­ὸν συ­νέ­σει καὶ ἡ­λι­κί­ᾳ καὶ πά­σῃ κε­κο­σμη­μέ­νον ἀ­ρε­τῇ». Στό σχέ­δι­ο ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν νά ἀ­να­παυ­θεῖ στήν ἄ­λη­κτη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ χα­ρά ὁ πνευ­μα­τι­κός τους πα­τέ­ρας ὅ­σι­ος Σάβ­βας[1] († 9 Ἀ­πρ. 1505), πού ἀ­πε­δεί­χθη ὅ­τι ἦ­ταν πράγ­μα­τι ἁ­γι­α­σμέ­νος μο­να­χός, ἀ­φοῦ με­τά τήν κοί­μη­σή του, τά ἱ­ε­ρά του λεί­ψα­να εὐ­ω­δί­α­σαν. Σώ­ζε­ται ἀ­κό­μη στό Νη­σί τό ἱ­ε­ρό του σπή­λαι­ο, πλησίον τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, ἐν­τός τοῦ ὁ­ποί­ου καί σή­με­ρα ἐκ­πέμ­πε­ται εὐ­ω­δί­α.

Κατόπιν, μετά τήν τελευτή τοῦ πνευματικοῦ τους καθοδηγοῦ, οἱ ὅσιοι Ἀψαράδες μετέβησαν στό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος φώ­τι­σε τόν πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Νή­φω­να Β΄ (1435-† 12. Αὐγ. 1508), πού μό­να­ζε ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό στήν μο­νή Δι­ο­νυ­σί­ου, νά τούς δε­χθεῖ μέ πολ­λή χα­ρά, ὡς παι­δι­ά του ἀ­γα­πη­μέ­να.

Οἱ ὅ­σι­οι ἀ­φοῦ ἔ­λα­βαν «ὅ­ρον καὶ κα­νό­να μο­να­χι­κῆς κα­τα­στά­σε­ως» καί πρό­τυ­πο ἰ­σάγ­γε­λης βι­ο­τῆς, ὑ­πα­κού­ον­τας στήν συμ­βου­λή τοῦ δι­α­κρι­τι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη, ἐ­πέ­στρε­ψαν πά­λι στό ἀ­σκη­τή­ρι­ό τους, στό γρα­φι­κό καί ὄ­μορ­φο τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Νη­σί.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως αὐ­τό τό βρῆ­καν κα­τει­λημ­μέ­νο, ἀ­πο­σύρ­θη­καν στήν ἄ­κρη τοῦ Νη­σι­οῦ, σέ τό­πο κα­λό καί ἡ­συ­χα­στι­κό καί μέ τήν ἄ­δει­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που ἀ­νή­γει­ραν ἐ­κεῖ μέ δι­κά τους ἔ­ξο­δα μο­να­στή­ρι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στόν ἀν­τι­λή­πτο­ρα τῶν μο­να­στῶν Τί­μι­ο Πρό­δρο­μο, στήν θέ­ση «Γού­βα» (1506/7) καί ἐγ­γύς τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος. Ταυ­το­χρό­νως ἀ­νε­καί­νι­σαν τήν πα­τρι­κή τους ἀ­γροι­κί­α στό Λε­πε­νό (κον­τά στό ση­με­ρι­νό Πέ­ρα­μα Ἰ­ω­αν­νί­νων), τήν ὁ­ποί­α με­τέ­τρε­ψαν σέ μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Ἐ­κεῖ μό­να­σαν οἱ τρεῖς ἀ­δελ­φές τους οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ τό ἀγ­γε­λι­κό σχῆ­μα ἔ­λα­βαν τά ὀ­νό­μα­τα Εὐ­γε­νί­α (†1513/4), Ἀ­θα­να­σί­α (†11 Νοεμβ. 1512) καί Μα­γδα­λη­νή [κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 215, σ. 106], καί οἱ εὐ­λα­βέ­στα­τοι γο­νεῖς τους ἐ­πι­κε­κλη­θέν­τες Ἰ­ώβ (†1523/24) καί Κα­τα­φυ­γή († 7 Νοεμβ. 1506).

Εἶ­ναι ὅ­μως σπά­νι­ο στήν ζω­ή τῶν ὁ­σί­ων νά λεί­ψει ὁ ἄ­δι­κος κα­τα­τρεγ­μός. Τῇ συ­νερ­γί­ᾳ τοῦ δι­α­βό­λου ξε­ση­κώ­θη­καν πο­λι­τι­κοί καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ἄρ­χον­τες ἐ­ναν­τί­ον τους, καί οἱ ὅ­σι­οί μας πο­θοῦν­τες τήν ἡ­συ­χί­α ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν ὅ­σα μέ κό­πους καί ἔ­ξο­δα πολ­λά εἶ­χαν ἀ­νε­γεί­ρει στό Νη­σί καί ἦλ­θαν νά ἀ­σκη­τεύ­σουν στά ἔ­ρη­μα βρά­χι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων.

Οἱ Ὅσιοι Ἀψαράδες ἔ­φθα­σαν στά Με­τέ­ω­ρα τό 1510/11 καί ἀφοῦ ἐ­ρεύ­νη­σαν τήν πε­ρι­ο­χή, ἔ­κρι­ναν κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο νά ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν σ’ ἕ­να μι­κρό καί ἀ­πό­κρη­μνο βρά­χο, τόν λε­γό­με­νο ‘Στύ­λο τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου’, ἀ­κρι­βῶς κά­τω ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Νι­κό­λα­ο τόν Ἀ­να­παυ­σᾶ. «Ἐ­ξεύ­γη­μεν ἀ­πὸ τὸ Νη­σὶ τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων –γρά­φουν σέ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κά τους ση­μει­ώ­μα­τα– καί ἤλ­θα­μεν εἰς τὴν σκῆ­τιν τοῦ ἱ­ε­ροῦ Με­τε­ώ­ρου· καὶ ἐ­κα­θή­σα­μεν εἰς τὸν στύ­λον τῆς μο­νῆς τοῦ Προ­δρό­μου ἔ­τους ͵ζιθ΄ [=1510/11]».

Ὁ ἰ­δι­αί­τε­ρος προ­στά­της τους καί φρου­ρός τῶν μο­να­χῶν Τί­μι­ος Πρό­δρο­μος τούς χά­ρι­σε ἑ­πτά χρό­νι­α ἔν­το­νης ἀ­σκή­σε­ως καί βα­θει­ᾶς γα­λή­νης ἐ­πά­νω στόν στύ­λο του, πού σῴ­ζει ἀ­κό­μη πε­νι­χρά ἐ­ρεί­πι­α ἀ­π’ τά πα­λι­ά του κτί­σμα­τα.

Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ βρά­χος αὐ­τός ἦ­ταν πο­λύ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νος καί οἱ ἄ­νε­μοι, πού τόν ἔ­δερ­ναν ἀ­νε­λέ­η­τοι: «βου­λῇ καὶ γνώ­μῃ τοῦ πα­νι­ε­ρω­τά­του Λα­ρί­σης, καὶ τοῦ τό­τε ὁ­σι­ω­τά­του κα­θη­γου­μέ­νου τῆς σε­βα­σμί­ας καί βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου, τὸν τοῦ Βαρ­λα­ὰμ λί­θον ἐ­λά­βο­μεν». Στά 1517/18 μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης ἦ­ταν ὁ Μάρ­κος ὁ Ἡ­συ­χα­στής (1499-1526/27), στόν ὁ­ποῖ­ο ὑ­πή­γε­το ἡ ἐ­πι­σκο­πή Στα­γῶν, καί μέ προ­τρο­πή τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τοῦ Με­τε­ώ­ρου ἐ­πε­χεί­ρη­σαν καί πραγ­μα­το­ποί­η­σαν κα­τά τό ἔτος 1517/18 τήν νέ­α ἀ­νά­βα­σή τους στήν δυ­σπρό­σι­τη πέ­τρα τοῦ Βαρ­λα­άμ, ὅ­που οἱ ἀ­θλη­τές τοῦ Χρι­στοῦ ἔ­στη­σαν τήν ἀ­σκη­τι­κή τους πα­λαί­στρα.

Οἱ δύ­ο αὐ­τά­δελ­φοι ὅ­σι­οι στόν «ἄ­οι­κον καὶ ἔ­ρη­μον ὡς οἰ­κό­πε­δον» ἀ­πό τήν πο­λυ­ε­τί­α βρά­χο, μέ πολ­λούς κό­πους, μα­ζί μέ τούς ὁ­σι­ώ­τα­τους καί φί­λερ­γους ὑ­πο­τα­κτι­κούς τους Βε­νέ­δι­κτο καί Πα­χώ­μι­ο, ἀ­νοι­κο­δό­μη­σαν στά ἐ­ρεί­πι­α τοῦ πα­λαι­οῦ να­οῦ τῶν ἁ­γί­ων Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, στήν μνή­μη τῶν ὁ­ποί­ων εἶχε ἀ­φιωρώσει τό ἀσκητήριό του ὁ πα­λαι­ός ἐ­ρη­μί­της Βαρ­λα­άμ, και­νού­ρι­ο ὁ­μώ­νυ­μο, μι­κρό μέν, ἀλ­λά πο­λύ ὡ­ραῖ­ο να­ό, κα­θώς καί τά ἄλ­λα ἀ­πα­ραί­τη­τα γι­ά τήν οἴ­κη­ση κτί­σμα­τα.

Ἀκολούθως, στά 1541/42, ἄρχισαν τήν ἀνέγερση ἑνός με­γα­λο­πρε­ποῦς να­οῦ τῶν Ἁ­γί­ων Πά­ντων, γι­ά νά δέ­χε­ται τήν τριακονταμελή ἤδη ἀ­δελ­φό­τη­τα. Ὁ να­ός αὐ­τός, πε­ρι­καλ­λής καί εὐ­ρύ­χω­ρος πε­ρα­τώ­θη­κε τόν Μάιο τοῦ ἔτους 1544.

Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α τῶν ἁγίων κτι­τό­ρων, «ἔκτισται δὲ καὶ τετέλεσται, κατὰ τὸ ͵ζοννον΄ ἔτος [= 1541/2]· διὰ ἡμερῶν εἴκοσι ὅσον τάχος ἐκ βάθρων», ὅ­τι δηλαδή μέ­σα σέ εἴ­κο­σι ἡ­μέ­ρες ἀνηγέρθη ὁ να­ός, θά μᾶς φαι­νό­ταν ὑ­περ­βο­λι­κή, ἄν δέν εἴ­χα­με ὑ­π’ ὄ­ψιν, ὅτι τά οἰκοδομικά ὑλικά (δόμοι, ξυλοδοκοί, κέραμοι κλπ.) εἶχαν ἀπό ἐτῶν συναχθεῖ καί τεχνουργηθεῖ ἐπάνω στόν βράχο καί ἔ­πει­τα ἄρ­χι­ζε ἡ ἀ­νέ­γερ­ση τῶν κτι­ρί­ων. Ἐπί πλέον, ὁ λόγος τῆς ὑπερβολικῆς ταχύτητας ἦταν νά μή γίνει ἀντιληπτό τό νέο κτίσμα ἀπό τούς Ἀγαρηνούς, οἱ ὁποῖοι ἀπαγόρευαν τό κτίσιμο νέων ναῶν.

ktitores varlaam 1566Πρα­κτι­κοί καί δρα­στή­ρι­οι οἱ ὅ­σι­οι κτί­το­ρες ἀ­νή­γει­ραν σύν τῷ χρό­νῳ πύρ­γο (1535/6) γι­ά τό ἀ­νέ­βα­σμα τοῦ δι­κτύ­ου, πτέ­ρυ­γες κελ­λί­ων καί φι­λο­ξε­νου­μέ­νων, νο­σο­κο­μεῖ­ο (γη­ρο­κο­μεῖ­ο) γι­ά τούς ἀ­σθε­νεῖς ἀ­δελ­φούς καί τούς γέ­ρον­τες, καί φρόν­τι­σαν γι­ά ἀ­γρούς, ἀμ­πέ­λι­α, με­τό­χι­α καί λοι­πά ἀ­ναγ­καῖ­α γι­ά τήν συν­τή­ρη­ση τῆς πο­λυ­με­λοῦς ἀ­δελ­φό­τη­τας. Καλ­λώ­πι­σαν καί πλού­τι­σαν τήν μο­νή μέ λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α, ἄμ­φι­α καί ἱ­ε­ρά σκεύ­η. Ἡ νηστεία τους ἦταν ὑπεράνθρωπη, οἱ ἀγρυπνίες καθημερινές, ἡ εὐχή ἀσταμάτητη.

Οἱ ἅγιοι ἱδρυτές τῆς μονῆς ὀργάνωσαν τήν μοναστική ἀδελφότητα σέ αὐστηρό κοι­νό­βι­ο, τίς ἀ­σκη­τι­κές δι­α­τά­ξεις τοῦ ὁποίου κατέγραψαν στήν διαθήκη τους, γιά νά ἀποτελεῖ πα­ρα­κα­τα­θή­κη γιά τίς ἑ­πό­με­νες γε­νι­ές τῶν μο­να­στῶν. Ἡ διαθήκη τους εἶχε ὡς πρό­τυ­πο καί ὑ­πό­δει­γμα τήν δι­α­θή­κη τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος Β΄, μητροπολίτη Λαρίσης (1527-†1540) καί κτί­το­ρα τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Δου­σί­κου. Στά 1545, ὁ συμπατριώτης τῶν ὁσίων κτιτόρων φιλομόναχος πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ θά ἐπικυρώσει καί ἐπισημοποιήσει τό ἐν λόγῳ «διαθηκῶο γράμμα» τους.

Γι’ ὅ­λα αὐ­τά ὅ­μως με­ρι­μνών­τας, δέν πα­ρη­μέ­λη­σαν κα­θό­λου ­κεῖ­νο, δι ­ξῆλ­θον, τὸ ἕν, οὗ ­στι χρεί­α, πού ἦ­ταν ὁ ἐ­ξα­γι­α­σμός τῆς ψυ­χῆς τους καί ἡ ἐ­πα­γρύ­πνη­ση γι­ά τίς ψυ­χές, τίς ὁποῖες ὁ Κύ­ρι­ος τούς ἐ­νε­πι­στεύ­θη νά κα­τευ­θύ­νουν ὡς λό­γον ­πο­δώ­σον­τες.

Οἱ μα­κά­ρι­οι καί ἁ­γι­α­σμέ­νοι αὐ­τοί ὁ­δη­γοί, ἀ­κλι­νεῖς καί χω­ρίς συγ­κα­τα­βά­σεις στήν ἀ­σκη­τι­κή τους γραμ­μή ὀρ­γά­νω­σαν μέ γε­ρά πνευ­μα­τι­κά θε­μέ­λι­α τό κοι­νό­βι­ό τους καί ἔ­γι­ναν ἀ­δι­ά­λει­πτο φῶς στούς ἄλ­λους μο­να­χούς μέ τούς τρό­πους τῆς ζω­ῆς τους.

Συ­νέ­τα­ξαν ἀ­κό­μη σύν­το­μη αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α, στήν ὁποία ὁ­μο­λο­γοῦν πρός ὠ­φέ­λει­α τῶν μελ­λον­τι­κῶν συ­νε­χι­στῶν τοῦ ἔρ­γου τους, αὐ­τή τήν στα­θε­ρή καί συ­νε­πή μέ­χρις ἐ­σχά­της τους ἀ­να­πνο­ῆς ἄ­σκη­ση: «­τον δὲ τά­ξις καὶ πο­λι­τεί­α μας τοι­αύ­τη ­πὸ τῆς ἀρ­χῆς, ­ταν ­πή­ρα­με τὸ θε­ϊ­κὸν ἔν­δυ­μα τοῦ ­ε­ροῦ καὶ μο­να­χι­κοῦ Σχή­μα­τος. Εἰς ­λαις γοῦν ταῖς Κυ­ρι­α­καῖς τοῦ χρό­νου καὶ εἰς ταῖς δε­σπο­τι­καῖς ­ορ­ταῖς καὶ εἰς ­γί­ους δο­ξα­ζο­μέ­νους ­κο­λου­θί­α τῶν θεί­ων ­μνων καὶ προ­σευ­χῶν ­λο­νύ­κτι­ος ­γρυ­πνί­α εἶ­ναι, καὶ κα­νεὶς δὲν ­τόλ­μα νὰ ταῖς πα­ρα­σα­λεύ­σῃ, εἰς δὲ τὰς ἄλ­λας ­μέ­ρας τῆς ­βδο­μά­δος μι­σὴ νύ­κτα ­ταν δι­ω­ρι­σμέ­νη εἰς ­μνον καὶ προ­σευ­χήν, καὶ λοι­πὴ εἰς ­νά­παυ­σιν σώ­μα­τος καὶ ­κο­λου­θί­α δὲν ­ταν, ἀλ­λὰ μό­νον ­κεί­νη, ­που ἑρ­μη­νεύ­ου­σι τὰ τυ­πι­κὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καὶ λέ­γε­ται εἰς κά­θε τό­πον, ἀλ­λὰ ­κό­μη οἱ λε­γό­με­νοι θεῖ­οι ­μνοι τοῦ Θη­κα­ρᾶ, κα­θὼς ἑρ­μη­νεύ­ουν, ­κα­τα­παύ­στως ­νε­γι­νώ­σκον­το».

« δὲ τρο­φή μας ­τον νὰ τρώ­γω­μεν μί­αν φο­ρὰν τὴν ­μέ­ραν εἰς τὴν ­νά­την [= δη­λα­δή 3 μ.μ.­], ­χι νὰ κά­μω­μεν τρά­πε­ζαν πο­λυ­τε­λῆ μὲ πολ­λῶν λο­γι­ῶν φα­γη­τά, ἀλ­λὰ νὰ ἀρ­κού­με­θα καὶ νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν μὲ ἄρ­τον μό­νον καὶ ­σπρι­α καὶ ­δωρ, ­κό­μη δὲ καὶ εἰς τὰς ­γί­ας τέσ­σα­ρας τοῦ χρό­νου Τεσ­σα­ρα­κο­στάς, οὐ­δὲ ἄρ­τον δὲν ­τρώ­γα­μεν, ἀλ­λὰ μό­νον μὲ ­πω­ρι­κὰ ­πα­ρη­γο­ροῦ­μεν τήν ­σθέ­νει­αν τῆς φύ­σε­ώς μας. Κά­ποι­οι δὲ ­πὸ τοὺς ­δελ­φούς μας μὴ δυ­νά­με­νοι εἰς ταύ­την τὴν νη­στεί­αν, ­τρω­γαν ἄρ­τον μί­αν φο­ρὰν τὴν ­βδο­μά­δα, ἄλ­λοι εἰς τρί­την ­μέ­ραν, καὶ δι­ νὰ εἴ­πω μὲ συν­το­μί­αν ­λη μας σπου­δὴ καὶ ­γὼν πο­λὺς ­τον νὰ σω­θοῦ­μεν καὶ νὰ σώ­σω­μεν καὶ ἄλ­λους τι­νας, βάλ­λον­τες τὸν ­αυ­τόν μας πα­ρά­δειγ­μα καὶ τὰς πρά­ξεις μας».

Ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φά­νους ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Κασ­σι­α­νός, ὁ ἐ­πι­κε­κλη­μέ­νος Ἄ­ραψ, ἀ­να­φέ­ρει ἐ­πι­προ­σθέ­τως γι­ά τήν ἄ­σκη­σή του τά ἑ­ξῆς: «Λέ­γε­ται δὲ ­τι καὶ ­λυ­σον τῇ σαρ­κὶ αὐ­τοῦ δε­σμού­με­νον βα­στά­σας γεν­ναί­ως χρό­νοις πολ­λοῖς κὺρ Θε­ο­φά­νης, καὶ πολ­λά­κις τῇ πρώ­τῃ ­βδο­μά­δι τῆς Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς μό­νον τὸ Σάβ­βα­τον ­σθι­εν, τὸν δ­λον και­ρὸν αὐ­τοῦ ­μέ­ραν πα­ρ­μέ­ραν· με­θ­λας δὲ τὰς ­ρε­τὰς τοῦ­το μεῖ­ζον ­κέ­κτη­το, τὸ δι­δα­κτι­κὸν φη­μὶ καὶ νου­θε­τι­κὸν σὺν τῷ εὐ­δι­α­κρί­τῳ τῇ γλυ­κύ­τη­τι τῆς γλώσ­σης ψελ­λί­ζων πα­ρὰ μι­κρόν, καὶ πᾶ­σάν τε πα­λαι­ὰν καὶ νέ­αν Γρα­φὴν εὐ­φυ­ῶς μι­μνη­σκό­με­νος τῷ τά­χει τῆς δι­α­νοί­ας καὶ ­ναγ­γέλ­λων ­εί».

Ἀ­πό δύ­ο ση­μει­ώ­μα­τα στόν κώ­δι­κα 275 τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ χρο­νο­λο­γί­α τῆς ἀ­πο­δη­μί­ας τους πρός τόν Κύ­ρι­ον:

«† Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ὅ­σι­ος πα­τὴρ ἡ­μῶν ὁ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις κῦρ Θε­ο­φά­νης, ἐν τῷ ͵ζνβ΄­[=1544] ἐν μη­νὶ / Μα­ΐ­ῳ ιζ΄, ξη­με­ρώ­νον­τας Κυ­ρι­α­κῇ, ἑ­ορ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ».

«† Ἐ­κοι­μή­θη ὁ ὅ­σι­ος πα­τὴρ ἡ­μῶν κῦρ Νε­κτά­ρι­ος, ἱ­ε­ρο­μό­να­χος καὶ κτή­τωρ, ἐν τῷ / ͵ζνη­΄ [=1550], μη­νὶ Ἀ­πρι­λί­ῳ ζ΄, ἡ­μέ­ρα βα τῆς δι­α­και­νη­σί­μου / † αὐ­τοὶ εἶ­ναι οἱ κτή­το­ρες τοῦ Βαρ­λα­άμ» (Ἀποκατάσταση  Ὀρθογραφίας).

Πλα­τει­ά ἄ­νοι­ξε ἡ ἀγ­κα­λι­ά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ γι­ά νά δε­χθεῖ­ τόν με­γά­λο Ὅ­σι­ο Θεοφάνη. Ἡ ἁ­γί­α μας ἐκ­κλη­σί­α τι­μών­τας τήν ὁ­σί­α μνή­μη τῶν δύ­ο Κτι­τό­ρων τούς ἑ­ορ­τά­ζει ἀ­πό κοι­νοῦ στίς 17 Μα­ΐ­ου, ἡ­μέ­ρα τῆς ἀ­πο­δη­μί­ας τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φά­νους, τήν ὁ­ποί­α μέ συγ­κι­νη­τι­κά λό­γι­α μᾶς τήν πε­ρι­έ­γρα­ψε ὁ μα­θη­τής του ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Κασ­σι­α­νός:

ktitores varlaam 1566 1Ὁ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­πό δε­κά­μη­νο ἀ­σθέ­νει­α ὅ­σι­ος Θε­ο­φά­νης, ἀ­φοῦ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τόν πε­ρα­τω­θέν­τα να­ό τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των ἐ­δό­ξα­σε τόν Θε­ό, εὐ­χα­ρί­στη­σε τούς ἁ­γί­ους Πάν­τες καί εὐ­λό­γη­σε ὅ­λους, πού ἐ­κο­πί­α­σαν γι­ά τήν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση καί δι­α­κό­σμη­σή του. «Ἀ­πὸ δὲ τοῦ πό­θου, οὗ περ εἶ­χε πρὸς τὸν να­όν, ἐ­γερ­θεὶς προ­θύ­μως καὶ πε­ρι­χα­ρής, οἷ­α καὶ ἦν ἀ­σθε­νής, στη­ρι­ζό­με­νος ὑ­πὸ τῆς ῥά­βδου αὐ­τοῦ, ἔν­δον εἰ­σελ­θὼν καὶ ἰ­δὼν τὴν τε­λεί­ω­σιν τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ, καὶ ὑ­ψώ­σας τὰς χεῖ­ρας εἰς τὸν Οὐ­ρα­νόν, καὶ τὸ ‘δό­ξα σοι ὁ Θε­ὸ­ς’ ἐ­πει­πών, τοὺς ἁ­γί­ους Πάν­τας εὐ­χα­ρί­στη­σεν ἐκ πό­θου. Οὕ­τω γὰρ τῷ να­ῷ τῷ και­νῷ οὗ­τος προ­ση­γο­ρεύ­σα­το. Ὁ­μοί­ως οὖν εὐ­χό­με­νος καὶ εὐ­λο­γῶν, καὶ πάν­τας τοὺς ἀ­δελ­φοὺς λα­τό­μους καὶ οἰ­κο­δό­μους, κτί­στας τε καὶ λε­πτουρ­γοὺς ἐ­πί­σης ἐ­δε­ξι­ώ­σα­το καὶ ὑ­πε­ρηυ­χή­σα­το ἡ ἡ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή. Εἶ­τα πά­λιν ἐ­στρά­φη τοῖς ἰ­δί­οις πο­σὶ πο­ρευ­ό­με­νος ἐν τῷ κελ­λί­ῳ αὐ­τοῦ, καὶ σχη­μα­τι­σά­με­νος ἑ­αυ­τὸν τῷ τύ­πῳ τοῦ Ζω­ο­ποι­οῦ Σταυ­ροῦ, κα­τέ­θε­το τὸ ἱ­ε­ρὸν Σκῆ­νος ἐ­πὶ τὴν στρω­μνὴν αὐ­τοῦ, ὁ­ρῶν πρὸς ἀ­να­το­λάς, καὶ τοὺς τι­μί­ους αὐ­τοῦ πό­δας ἐ­κτεί­να{ντο}ς, ἤρ­ξα­το ψυ­χοῤ­ῥα­γεῖν· ὥ­ρα δ’ ἦν ὡ­σεὶ δε­κά­τη, γλυ­κεῖ τῷ ὄμ­μα­τι καὶ ἱ­λα­ρῷ βλέ­πων ἡ­μᾶς καὶ εὐ­με­νῶς· οἱ δὲ συμ­πα­ρε­στῶ­τες ἀ­δελ­φοὶ καὶ πα­τέ­ρες ἅ­παν­τες θρή­νοις καὶ ὀ­δυρ­μοῖς συ­νε­κό­πτον­το, ἐκ σπλάγ­χνων κλαί­ων ὁ ἀ­δελ­φὸς τὸν ἀ­δελ­φόν, καὶ οἱ φοι­τη­ταὶ τὸν δι­δά­σκα­λον, καὶ οἱ μο­νά­ζον­τες τὸν μυ­στα­γω­γόν, καὶ ψάλ­λον­τες ἐ­πά­νω αὐ­τοῦ τὸν κα­τα­νυ­κτι­κὸν Κα­νό­να. Καί, ὦ τοῦ θαύ­μα­τος! ἐν τῷ ψάλ­λειν ἀ­στὴρ δι­αυ­γέ­στα­τος καὶ λαμ­πρὸς ἐ­πά­νω τοῦ οἰ­κή­μα­τος κα­τέ­λαμ­πε, παμ­φα­ῶς γὰρ κα­τέ­λαμ­πε. Καὶ με­τὰ τὴν τοῦ ἡ­λί­ου δύ­σιν, ἅ­μα καὶ οὗ­τος ὁ Ἥ­λι­ος ἐ­ξε­δή­μει τῆς μο­να­δι­κῆς πο­λι­τεί­ας καὶ κα­τα­στά­σε­ως καὶ εἰ­σῆλ­θεν ἡ ἁ­γί­α αὐ­τοῦ ψυ­χὴ ἐν ἀ­να­κτό­ροις οὐ­ρα­νί­οις καὶ ὑ­ψη­λοῖς, ἔν­θα ὁ τῶν ἑ­ορ­τα­ζόν­των ὁ­σί­ων ἦ­χος ὁ ἀ­κα­τά­λη­κτος· τό­τε δὲ καὶ ὁ ἀ­στὴρ ἀ­πέ­σβη ἐν τῷ ἅ­μα. Τίς δὲ τῶν πα­ρε­στώ­των ἀ­δελ­φῶν εὐ­ω­δί­αν τι­νά καὶ γλυ­κεῖ­αν καὶ θαυ­μα­στὴν ἱ­στά­με­νος ᾐ­σθά­νε­το, ὡς ἡ­μᾶς ὕ­στε­ρον ὅ­ρα­σις δι­ε­βε­βαι­ώ­σα­το. Ὑ­πῆρ­χεν οὖν καὶ ἡ ὅ­ρα­σις τοῦ προ­σώ­που αὐ­τοῦ λευ­κο­τά­τη ὡ­σεὶ χι­ών. Τῇ δὲ ἐ­παύ­ρι­ον τῆς Κυ­ρι­α­κῆς λαμ­ψά­σης, πα­ρε­γέ­νε­το ὁ ὁ­σι­ώ­τα­τος κα­θη­γού­με­νος τῆς σε­βα­σμί­ας μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου σὺν τῇ γε­ρου­σί­ᾳ αὐ­τοῦ πά­σῃ, καὶ με­τὰ πάν­των τῶν λο­γά­δων τῆς Σκή­τε­ως ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων καὶ μο­να­χῶν καὶ πνευ­μα­τι­κῶν πα­τέ­ρων καὶ ἀ­δελ­φῶν· καὶ θέ­σαν­τες τὸ ἱ­ε­ρὸν λεί­ψα­νον μέ­σον τοῦ και­νοῦ να­οῦ, εὐ­λα­βῶς καὶ τι­μί­ως με­τὰ σε­μνό­τη­τος καὶ αἰ­δοῦς με­γά­λης· εἶ­τα με­τὰ τὴν πλή­ρω­σιν τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἀ­πο­κα­τέ­στη πά­λιν τό σῶ­μα τοῦ Μά­κα­ρος ἐν τῷ πα­λαι­ῷ να­ῷ, εἰς ὅν­περ εἶ­χον ἀ­νέ­κα­θεν τοὺς ἑ­αυ­τῶν τά­φους λε­λα­το­μη­μέ­νους κα­λῶς, τοῦ μὲν ὄν­τος ἐκ δε­ξι­ῶν, τοῦ δὲ ἐξ εὐ­ω­νύ­μων» (Κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 29r, 29v, 30r).

Στίς 17 Μα­ΐ­ου 1544 ἀ­νά­λα­φρη καί χα­ρού­με­νη φτε­ρού­γι­σε ἡ ψυ­χή τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους στίς χο­ρεῖ­ες τῶν ἁ­γί­ων. Γλυ­κει­ά εὐ­ω­δί­α ἄρ­χι­σε νά ξε­χύ­νε­ται ἀ­πό τό ὅ­σι­ο σκή­νω­μά του καί ἡ ὄ­ψη του γα­λή­νι­α ἔ­φεγ­γε «ὡ­σεὶ χι­ών». «Καὶ ἦν ἰ­δεῖν -συ­νε­χί­ζει ὁ βι­ο­γρά­φος τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φά­νους Κασ­σι­α­νός- θαυ­μά­σι­όν τι ἐ­κεῖ­σε καὶ με­στὸν οὐ λύ­πης, ἀλ­λὰ χα­ρᾶς. Τὸ γὰρ αἰ­δε­σι­μώ­τα­τον αὐ­τοῦ πρό­σω­πον κα­τά­λευ­κον ἔ­φαι­νε καὶ ρο­δό­χρουν, οἷ­ά τις λει­μὼν εὐ­ώ­δης καὶ πα­ρά­δει­σος ἔν­δρο­σος τῇ τοῖς κρί­νοις καὶ ἄν­θε­σι ποι­κι­λί­ᾳ κάλ­λους ὡ­ρα­ϊ­ζό­με­νον, καὶ οὐχ ὡς νε­κρὸς ἐ­νο­μί­ζε­το, ζῇ ὁ Θε­ός, ἀλ­λ’ ὡς ἀ­πὸ τρυ­φῆς ὑ­πνώτ­των καὶ κοι­μώ­με­νος ἱ­λα­ρῶς, οὕ­τως ηὔ­γα­ζεν ἡ πρό­σω­ψις ἡ Ἁ­γί­α τοῦ ὁ­σι­ω­τά­του Ἀν­δρός», (Κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 30r, 30v).

Με­τά ἀ­πό ὀ­λί­γα χρό­νι­α († 7 Ἀ­πρ. 1550), ἡ ἁ­γί­α ἐ­πί­σης ψυ­χή τοῦ ὁ­σί­ου Νε­κτα­ρί­ου ἀ­πέ­πτη γι­ά νά συν­δο­ξά­ζει μέ τόν πρε­σβύ­τε­ρο ἀ­δελ­φό του καί ὅ­λους τούς ἁ­γί­ους τόν Κύ­ρι­ο τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ.

Τό κενοτάφιο στό καθολικό καί τά ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἅ­γι­α λεί­ψα­νά τους ἀ­πο­τε­λοῦν πη­γή δυ­νά­με­ως γι­ά τούς πατέρες τῆς μο­νῆς καί τούς εὐ­λα­βεῖς προ­σκυ­νη­τές. Σώζονται τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων χειρῶν τῶν ὁ­σί­ων κτι­τό­ρων Θε­ο­φά­νους καί Νε­κτα­ρί­ου καί τό ἄ­φθαρ­το πό­δι τοῦ ὁ­σί­ου Βε­νε­δί­κτου, ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ καί συνεργοῦ τῶν κτι­τό­ρων

Πε­ραί­νον­τας τό συ­να­ξά­ρι τῶν κτι­τό­ρων τοῦ Βαρ­λα­άμ ἁ­γί­ων Θε­ο­φά­νους καί Νε­κτα­ρί­ου, ἀ­να­φέ­ρου­με ἕ­να ἀ­κό­μη πα­ραι­νε­τι­κό ἀ­πό­σπα­σμα, εἰ­λημ­μέ­νο ἀ­πό τόν κολοφώνα τῆς αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­ας τῶν ὁ­σί­ων, τό ὁ­ποῖ­ο δεί­χνει τήν θαυ­μα­στή χρι­στο­κεν­τρι­κό­τη­τά τους.

«Μη­δεὶς οὖν ἀ­με­λεί­τω, μη­δεὶς κα­τα­φρο­νεί­τω,

μη­δεὶς πε­ρὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ νω­θρός.

Χρι­στὸν ζη­τεῖ­τε, Χρι­στὸν με­λε­τᾶ­τε,

τὰ τοῦ Χρι­στοῦ τη­ρεῖ­τε ἐν φό­βῳ.

Οὐ­δεὶς ἡ­μῶν κλῆ­ρος, εἰ μὴ Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς

καὶ αὐ­τός ἐ­στι τὸ μό­νι­μον καὶ αἰ­ώ­νι­ον ἀ­γα­θόν».

Πηγή: Θε­ο­τε­κνησ Μο­να­χησ, Πέ­τρι­νο Δά­σος, ­ε­ρά Μοναστήρι­α, τ. Γ΄, (Ἱερά Μονή Μετεώρου καί Ἱερά μονή Βαρλαάμ), Ὑπό ἔκδοση.

*  *  *

Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ὡς ἄ­νω ἠπειρωτῶν ἁ­γί­ων ἐ­ποί­η­σε ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ματ­θαῖ­ος Μυ­ρέ­ων ὁ ἐκ Πω­γω­νι­α­νῆς τῆς Ἠπείρου (†1624), καί πε­ρι­έ­χε­ται στούς βαρλααμιτικούς κώ­δι­κες: 134, φ. 5r-26r, [ἔ­τ. 1606, αὐτόγραφος τοῦ Ματθαίου] καί 135, φ. 3r-8r, [ἔ­τ. 1759]. Ἡ ἀ­κο­λου­θί­α ἐκ­δό­θη­κε μέ τόν τί­τλο: «Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ἁ­γί­ων καὶ θε­ο­φό­ρων πα­τέ­ρων ἡ­μῶν καὶ αὐ­τα­δελ­φῶν Νε­κτα­ρί­ου καὶ Θε­ο­φά­νους, τῶν κτι­τό­ρων τῆς σε­βα­σμί­ας καὶ βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Βαρ­λα­ὰμ τῇ ἐν τῷ Με­τε­ώ­ρῳ, τῶν ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων τὸ γέ­νος Ἀ­ψα­ρά­τες. Νῦν πρῶ­τον τύ­ποις ἐκ­δο­θεῖ­σα καὶ με­τ’ ἐ­πι­με­λεί­ας δι­ορ­θω­θεῖ­σα φι­λο­τί­μῳ δα­πά­νῃ τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του ἐ­πι­σκό­που ἁ­γί­ου Στα­γῶν κυ­ρί­ου Γα­βρι­ὴλ τοῦ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, ἐκ χω­ρί­ου Λο­ζέτ­ζι. Ἐν Βε­νε­τί­ᾳ, πα­ρὰ Νι­κο­λά­ῳ Γλυ­κεῖ τῷ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1815».

*  *  *

Κύ­ρι­ες πη­γές τοῦ Βί­ου τῶν Ὁ­σί­ων Κτι­τό­ρων Θε­ο­φά­νους καί Νε­κτα­ρί­ου τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ εἶ­ναι ἡ αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­α τῶν ὁ­σί­ων, τό δι­α­θη­κῷ­ο γράμ­μα τους, ἕ­νας ἐγ­κω­μι­α­στι­κός λό­γος πρός τι­μήν τῶν ὁ­σί­ων (ὑ­πό Δη­μη­τρί­ου τά­λα­νος) καί ἕ­να ὑ­πό­μνη­μα τοῦ μα­θη­τῆ τους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Κασ­σι­α­νοῦ, κα­θώς καί ἰδιόχειρα ση­μει­ώ­μα­τα, ἀ­να­φε­ρό­με­να στόν χρό­νο θα­νά­του τῶν κτι­τό­ρων.  Τά κέιμενα αὐτά περιέχονται στόν κώ­δ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 172 μο­νῆς Παν­τε­λε­ή­μο­νος Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, φ­. 1r-27v, [ἔτ.1546] καί στόν κώ­δι­κα ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ­. 3r-31v (17ου αἰ.­).

Τήν παρά­φρα­ση σέ δη­μώ­δη γλώσ­σα τῶν σχε­τι­ζο­μέ­νων κει­μέ­νων μέ τούς Ἀ­ψα­ρά­δες ἐ­ποί­η­σε, λί­γο με­τά τό 1657, ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρώ­ην Ρέ­ον­τος Παρ­θέ­νι­ος καί πε­ρι­έ­χον­ται στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 281 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 7r-67.

Λίαν σημαντική καί ἀξιέπαινη μελέτη τῶν αὐθεντικῶν κειμένων γιά τούς κτίτορες τῆς μονῆς Βαρλαάμ συνέταξε ὁ ἱστορικός Δημήτριος Ἀγορίτσας καί ἐξέδωκε ἡ μονή Βαρλαάμ κατά τό ἔτος 2018. Τό σύγγραμμα διαθέτει κριτικό ὑπόμνημα, πλούσια βιβλιογραφία, σχόλια καί γλωσσάριο. Ἐκ τοῦ δέντρου τοῦ μακαριστοῦ Δημητρίου Σοφιανοῦ ἀνεφύη ἕνας ἐξαίρετος βλαστός! Ὁ τίτλος τοῦ ἔργου: Βίος καί πολιτεία τῶν ὁσίων Νεκταρίου καί Θεοφάνους τῶν Ἀψαράδων κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ. Βίος – Διαθηκῶον γράμμα – Ἐγκωμιαστικά κείμενα, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, Ἅγια Μετέωρα 2018.

Ἀ­φη­γη­μα­τι­κή Βι­ο­γρα­φί­α τῶν ὁ­σί­ων Ἀ­ψα­ρά­δων συνέγραψε ἡ Μοναχή Θεοτέκνη μέ τίτλο: Στό βρά­χο τῆς ἰ­σάγ­γε­λης Πο­λι­τε­ί­ας. Οἱ Ἅ­γι­οι Κτί­το­ρες τοῦ Βαρ­λα­άμ, ἔκ­δ. Ἱ. Μ. Ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 2007· ἔν­θα πολ­λές ἱ­στο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες στίς πα­ρα­πομ­πές.

Παρακλητικό Κανόνα καί Χαι­ρε­τι­στη­ρί­ους Οἴ­κους εἰς τούς ὡς ἄ­νω ἁ­γί­ους Κτί­το­ρας ἐ­ποί­η­σεν ἡ ἁ­γι­ο­στε­φα­νί­τισ­σα Μο­να­χή Θε­ο­τέ­κνη. Βλ.  «Πα­ρα­κλη­τι­κὸς κανὼν εἰς τοὺς ­σί­ους καὶ θε­ο­φό­ρους πα­τέ­ρας ­μῶν Νε­κτά­ρι­ον καὶ Θε­ο­φά­νην, δο­μή­το­ρας, κτή­το­ρας καὶ προ­στά­τας τῆς ἐν ­γί­οις Με­τε­ώ­ροις ­ε­ρᾶς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ», ­μνο­γρα­φι­κά Α΄,  Πα­ρα­κλη­τι­κοὶ Κα­νό­νες - Χαι­ρε­τι­σμοί, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 1997, σ. 97-110.

Ὡ­σαύ­τως, «Εἰ­κο­σι­τέσ­σα­ρες Χαι­ρε­τι­στή­ρι­οι Οἶ­κοι εἰς τοὺς ­σί­ους καὶ θε­ο­φό­ρους πα­τέ­ρας ­μῶν Νε­κτά­ρι­ον καὶ Θε­ο­φά­νην, δο­μή­το­ρας, κτή­το­ρας καὶ προ­στά­τας τῆς ἐν ­γί­οις Με­τε­ώ­ροις ­ε­ρᾶς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ», πε­ρι­οδικό Με­τέ­ω­ρα 59-60 (2007) 72-8.

*  *  *

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον τῶν ἁγίων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ.

Ἦ­χος πλ. α΄. Τὸν συ­νά­ναρ­χον Λό­γον.

[Θεοτέκνης Μοναχῆς Ἁγιοστεφανιτίσσης]

Τὴν λαμ­πρὰν τῶν Κτι­τό­ρων χο­ρεί­αν μέλ­ψω­μεν, σὺν Θε­ο­φά­νει τῷ πά­νυ καὶ Νε­κτα­ρί­ῳ κλει­νῷ, τὸν Βε­νέ­δι­κτον ὁ­μοῦ καὶ τὸν Πα­χώ­μι­ον· οὗ­τοι γὰρ Νή­φω­νος εὐ­χαῖς, ἐ­να­σκή­σαν­τες στεῤ­ῥῶς, καὶ στέ­φη λα­βόν­τες θεῖ­α, πη­γαὶ ποι­κί­λων χα­ρί­των, ἐν Βαρ­λα­ὰμ τῇ Πέ­τρᾳ πέ­λου­σιν.

 

[1] Ὁ ἅ­γι­ος Σάβ­βας ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ὁ ἀ­σκη­τής τῆς Νή­σου τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, κα­τά τό ἔ­τος 2006, ἀ­νε­γνω­ρί­σθη ἅ­γι­ος ὑ­πό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί ἡ μνή­μη του τι­μᾶ­ται τήν 3η Φε­βρου­α­ρί­ου. Ἡ ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ ὁσίου ἐκ­δό­θη­κε μέ τόν τί­τλο: «­κο­λου­θί­α καὶ παρακλητικὸς κανὼν εἰς τὸν ὅσιον καὶ Θεοφόρον πατέρα ­μῶν Σάβ­βαν τὸν Πνευματικόν, τὸν ἐν τῇ Νή­σῳ τῶν ­ω­αν­νί­νων ­σκή­σαν­τα», ὑπό Χαραλαμπους Μπουσια, Μ. Ὑ­μνο­γρά­φου τῆς τῶν Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ων Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔκδ. Ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ, Ἅγια Μετέωρα 2016.