ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΡΟΥΣΑΝΟΥ

Οἱ κυ­ρί­ως κτί­το­ρες τῆς ἱερᾶς μονῆς  Ρουσάνου εἶναι ο αὐ­τά­δελ­φοι Ἰ­ω­ά­σαφ καί Μά­ξι­μος, οἱ ὁποῖοι εἶ­χαν γε­νέ­τει­ρα τά πε­ρι­ά­κου­στα καί ὄ­μορ­φα Ἰ­ω­άν­νι­να. Κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν στό δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα τους, μέ τήν γνώ­μη τοῦ πα­νι­ε­ρω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Λα­ρί­σης καί ἐ­ξάρ­χου Στα­γῶν ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος Β΄ (1527-†1540) καί τήν γρα­πτή συγ­κα­τά­θε­ση τοῦ ἡγου­μέ­νου τῆς σε­βα­σμί­ας καί βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου, πα­ρέ­λα­βαν τόν λί­θο τοῦ Ρου­σά­νου, ὅ­που σώ­ζον­ταν ἴ­χνη μό­νο ἀ­πό πα­λαι­ό να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, καί ἀ­νή­γει­ραν ἐκ θε­με­λί­ων μέ ἀνείκαστους κόπους καί καθημερινή ἐπικινδυνότητα νέ­ο ὁ­μώ­νυ­μο κα­θο­λι­κό.

ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΡΟΥΣΑΝΟΥ Κα­τά τό πα­ρά­δειγ­μα τῶν συμ­πα­τρι­ω­τῶν τους Ἀ­ψα­ρά­δων, πού τήν ἴ­δι­α ἐ­πο­χή ὀρ­γά­νω­ναν τό μο­να­στή­ρι τοῦ Βαρ­λα­άμ, οἱ ὅ­σι­οι τοῦ Ρου­σά­νου κτί­το­ρες κα­τα­βάλ­λον­τας κό­πους πολ­λούς, ἀ­νή­γει­ραν ἐ­κτός ἀ­πό τόν να­ό καί ὅ­λους τούς λοι­πούς ἀπαραίτητους γι­ά μί­α μο­να­στι­κή ἀ­δελ­φό­τη­τα χώ­ρους. Κα­θώς οἱ ἴ­δι­οι ἀ­να­φέ­ρουν στήν δι­α­θή­κη τους μέ τήν βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ, πού τά πάν­τα τε­λει­οῖ, δη­μι­ούρ­γη­σαν γύ­ρω­θεν σέ αὐ­τόν τόν βρά­χο φω­τει­νά καί πολ­λά κελ­λί­α πρός ἀ­νά­παυ­ση τῶν ἐ­να­σκου­μέ­νων μο­να­χῶν καί τῶν τυ­χόν φι­λο­ξε­νου­μέ­νων· καί λοι­πές οἰ­κο­δο­μές καί ἀ­να­στη­λώ­σεις ἐ­ποί­η­σαν σ’ αὐ­τή τήν μο­νή καί ηὔ­ξη­σαν τό κτι­ρι­α­κό συγ­κρό­τη­μα. Ἀ­κό­μη δέ καί δι­ά­φο­ρα σκεύ­η καί βι­βλί­α ἀ­γό­ρα­σαν καί παν­τός εἴ­δους ἱ­ε­ρά (λει­τουρ­γι­κά) σκεύ­η, καί μέ στο­λές ἱ­ε­ρέ­ων καί δι­α­κό­νων κα­τε­πλού­τη­σαν τήν μο­νή εἰς αἶ­νον καί δό­ξαν Θε­οῦ. Ἐ­πι­πλέ­ον ἀ­φι­έ­ρω­σαν σέ αὐ­τήν ἐξ ἰ­δί­ων δα­πα­νῶν καί δι­ά­φο­ρα κτή­μα­τα, ἤ­τοι, ἀμ­πε­λῶ­νες καί ἀ­γρούς, κή­πους καί πε­ρι­βό­λι­α, με­τό­χι­α καί μύ­λους· κα­θώς καί ζεύ­γη βο­ῶν, ἵπ­πους καί ἡ­μι­ό­νους καί δι­ά­φο­ρα ἄλ­λα ἀ­πα­ραί­τη­τα σκεύ­η. «Σύν τῷ χρό­νῳ –γρά­φουν– καί μο­να­χοὺς ἱ­κα­νοὺς συ­νη­θροί­σα­μεν, καὶ ἱ­ε­ρεῖς καὶ δι­α­κό­νους ἐν αὐ­τῇ κα­τε­στή­σα­μεν, ὅ­πως ὑ­μνῶ­σί τε καὶ εὐ­λο­γῶ­σι μὲν τὸν Θε­όν, μνη­μο­νεύ­ω­σι δὲ καὶ ἡ­μᾶς τοὺς κα­τὰ δύ­να­μιν κο­πι­ά­σαν­τας».

Οἱ ἅ­γι­οι κτί­το­ρες μέ βα­θει­ά ἐ­πί­γνω­ση τῶν ἀ­σκη­τι­κῶν τους ἐ­πι­τα­γῶν ἔ­θε­σαν τούς κα­νο­νι­σμούς τῆς γνή­σι­ας κοι­νο­βι­α­κῆς πο­λι­τεί­ας.

Δέν εἶ­ναι γνω­στό πό­τε ἀ­κρι­βῶς ἀ­πε­βί­ω­σε ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τούς αὐ­τα­δέλ­φους κτί­το­ρες. Πάν­τως με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1545 (ἔ­τος συν­τά­ξε­ως τῆς δι­α­θή­κης) καί 1560 (ἔ­τος ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ κα­θο­λι­κοῦ).

Ἡ εἰ­κο­νο­γρα­φί­α τῶν κτι­τό­ρων ὑ­πάρ­χει σέ φο­ρη­τή εἰ­κό­να λα­ϊ­κῆς τε­χνο­τρο­πί­ας τοῦ 17ου αἰ­., μι­κρῆς καλ­λι­τε­χνι­κῆς ἀ­ξί­ας, ἀλ­λά ἱ­στο­ρι­κῆς ση­μα­σί­ας καί φυ­λάσ­σε­ται σή­με­ρα στό μο­να­στή­ρι. Οἱ ἅ­γι­οι κτί­το­ρες Ἰ­ω­ά­σαφ καί Μά­ξι­μος κρα­τοῦν στά χέ­ρι­α τους σέ ὀγ­κῶ­δες μέ­γε­θος τό κα­θο­λι­κό τους.

Τό δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα.  Οἱ δι­α­θῆ­κες τῶν ἁ­γί­ων κτι­τό­ρων τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου καί τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ εἶ­χαν ὡς πρό­τυ­πο καί ὑ­πό­δειγ­μα τήν δι­α­θή­κη τοῦ ἁ­γί­ου Βησ­σα­ρί­ω­νος Β΄, κτί­το­ρος τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Δου­σί­κου, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­γρά­φη στά 1534-35.

Τό δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα τῶν κτι­τό­ρων εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σέ περ­γα­μη­νό εἰ­λη­τό, δι­α­στά­σε­ων 0,47Χ0,40μ. καί φυ­λάσ­σε­ται στήν Ἐ­θνι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Ἑλ­λά­δος (εἰ­λη­τό ὑ­π’ ἀ­ριθ. 1465), δι­ό­τι τό ἔ­τος 1882 ἀ­φαι­ρέ­θη­κε ἀ­πό τό μο­να­στή­ρι μα­ζί μέ ἄλ­λα με­τε­ω­ρι­κά χει­ρό­γρα­φα καί με­τα­φέρ­θη­κε στήν Ἀ­θή­να, μέ ἐν­το­λή τῆς τό­τε Κυ­βερ­νή­σε­ως.

Ἀπωλεσθέντα κτιτορικά ἔγγραφα. Τέ­λος, ἀ­ξί­ζει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι τό δι­α­θη­κῶ­ο αὐ­τό γράμ­μα τῶν κτι­τό­ρων τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «βε­βαι­ω­τι­κόν τε καὶ δι­α­τα­κτι­κὸν γράμ­μα καὶ δι­α­θή­κης ἀ­να­πλη­ρω­τι­κόν», πράγ­μα πού δη­λώ­νει τήν ὕ­παρ­ξη καί ἄλ­λης τυ­χόν προ­γε­νέ­στε­ρης δι­α­θή­κης ἤ δι­α­τα­κτι­κοῦ γράμ­μα­τος.

Πε­ρί­λη­ψη τέ­τοι­ου γράμ­μα­τος, μή σω­ζο­μέ­νου σή­με­ρα, δη­μο­σι­εύ­ει ὁ ἀρ­χιμ. Πορ­φύ­ρι­ος Οὐ­σπέν­σκυ. Τό γράμ­μα αὐ­τό χρο­νο­λο­γεῖ­ται με­τα­ξύ τῶν ἐ­τῶν 1543/44, καί ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς «Δι­α­θή­κη τῶν στυ­λι­τῶν τοῦ κελ­λί­ου τοῦ Ρου­σά­νου» (Χρι­στι­α­νι­κὴ Ἀ­να­το­λή, σ. 470).

Τήν ὕ­παρ­ξη σι­γιλ­λί­ου τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη ­ε­ρε­μί­α Α΄ μᾶς γνω­στο­ποι­εῖ ὁ Ρῶ­σος ἀρ­χι­μαν­δρί­της Ἀν­τω­νί­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τήν μο­νή Ρου­σά­νου κατά τό ἔ­τος 1865. Ὁ Ἀν­τω­νί­νος ζή­τη­σε ἀ­πό τόν ἡ­γού­με­νο τῆς μονῆς Ρουσάνου Ἀ­γα­θάγ­γε­λο νά δεῖ πα­λαι­ούς κώ­δι­κες τῆς μο­νῆς. Τό­τε ὁ ἡ­γού­με­νος τοῦ πρό­σφε­ρε ἕ­να δι­πλω­μέ­νο σι­γίλ­λι­ο τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη ­ε­ρε­μί­α Α΄, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πευ­θυ­νό­ταν πρός τούς Ρου­σα­νι­ῶ­τες ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους Ἰ­ω­ά­σαφ καί Μά­ξι­μο, μέ χρο­νο­λο­γί­α 7049 ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου, ἤ­τοι 1540/41 μ.Χ., (­πο­δη­μί­α εἰς Ρού­με­λην, σ. 347).

Κτη­το­ρι­κά ση­μει­ώ­μα­τα τῶν Ρουσανιτῶν κτιτόρων. Στό πα­ρά­φυλ­λο Αr τοῦ χει­ρο­γρά­φου κώ­δι­κα ὑ­π’ ἀ­ριθ. 3 τῆς μο­νῆς Ρουσάνου ὑ­πάρ­χουν ἰ­δι­ό­χει­ρα ση­μει­ώ­μα­τα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Μα­ξί­μου.

Τήν ἐν λόγῳ σε­λί­δα μέ τά ση­μει­ώ­μα­τα ὑ­πέ­γρα­ψε ὁ βυζαντινολόγος Ν. Βέ­ης χω­ρίς κα­μμί­α ἀ­να­φο­ρά, ὁ δέ καθηγητής Δ. Σο­φι­α­νός κα­τέ­γρα­ψε τά ση­μει­ώ­μα­τα στόν Κα­τά­λο­γο  χω­ρίς νά κά­νει προ­σπά­θει­α χρο­νι­κοῦ προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ καί ταυ­τί­σε­ως προ­σώ­πων. Ταῦ­τα ἔ­χουν ὡς ἑ­ξῆς: «† Το σοι­να­ξά­ρι­ον ­πάρ­χει του Ρου­σά­νου καί ...  μα­ξι­μως ­γού­με­νος καί ...» [προ­στά­της τοῦ Ρου­σά­νου]. (Τά συμ­πλη­ρώ­μα­τα δι­κά μας). Εὐ­θύς κα­τω­τέ­ρω ἡ ἐν­θύ­μη­ση: «Ἐ­κι­μί­θι ο δου­λος τοῦ Θ(ε­ο)ῦ οι­[ω]α [σαφ] [=Ἰωάσαφ]... / καί προ­το­στά­της τῆς αυ­τῆς μο­νῆς / καί ε­ὀ­νύ­α αυ­τοῦ η μνή­μι / ἐ­πί ἔτ(ους) ...».

ΑΓΙΟΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΡΟΥΣΑΝΟΥΜέ ἱ­ε­ρή συγ­κί­νη­ση ἡ Μοναχή Θεοτέκνη ταύτισε τόν ὑ­πο­γρά­φον­τα ἡ­γού­με­νο Μά­ξι­μο μέ τόν ὁ­μώ­νυ­μο Ἅ­γι­ο κτί­το­ρα τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου, κα­θ’ ὅ­τι ἀ­να­φέ­ρε­ται στό δεύ­τε­ρο ση­μεί­ω­μα στήν κοί­μη­ση τοῦ αὐ­τα­δέλ­φου του Ἰ­ω­ά­σαφ, τόν ὁ­ποῖ­ο καί ἀ­πο­κα­λεῖ ὄ­χι ἁ­πλῶς προ­στά­τη, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦν­ται οἱ ἡ­γού­με­νοι στήν συ­νέ­χει­α τοῦ ἐν λό­γῳ πα­ρα­φύλ­λου, ἀλ­λά «Πρω­το­στά­τη», πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ά τόν πρε­σβύ­τε­ρο συγ­κτί­το­ρα καί ἀ­δελ­φό του Ἰ­ω­ά­σαφ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πο­γρά­φει πρῶ­τος στό δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς. Τό τμῆ­μα γρα­φῆς τοῦ ἔ­τους κοι­μή­σε­ώς του εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς ἀ­πο­κομ­μέ­νο.

Ἐ­φ’ ὅ­σον στό προ­η­γη­θέν κτι­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μα τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου (κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 3) ὁ Μά­ξι­μος ὑ­πο­γρά­φει ὡς «ἡ­γού­με­νος καί...» προ­φα­νῶς στό ἀ­πο­κομ­μέ­νο τμῆ­μα ὑ­πέ­γρα­φε «καί προ­στά­της τοῦ Ρου­σά­νου». Ἐ­πει­δή καί στό δεύ­τε­ρο ση­μεί­ω­μα πού ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς «πρω­το­στά­της τῆς αὐ­τῆς μο­νῆς», ἄ­ρα μπο­ροῦ­με νά θε­ω­ρή­σου­με ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ά τούς αὐ­τα­δέλ­φους κτί­το­ρες τοῦ Ρου­σά­νου.

Πρός τι­μήν τῶν ὁ­σί­ων κτι­τό­ρων, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νε­ορ­τά­ζον­ται τήν 7η Αὐ­γού­στου ὑ­πό τοῦ ἱ­ε­ροῦ κοι­νο­βί­ου, συ­νε­τέ­θη τό ἔ­τος 1997 θαυ­μά­σι­α ­ε­ρά ­κο­λου­θί­α ἀ­πό τόν Σι­μω­νο­πε­τρί­τη Ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἀ­θα­νά­σι­ο, Ὑ­μνο­γρά­φο τῆς Με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας, καί ἐ­νε­κρί­θη ὑ­πό τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος γι­ά το­πι­κή χρή­ση, μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 4224/24-1-2002 ἀ­πό­φα­ση Αὐ­τῆς.

Ὁ πλή­ρης τί­τλος τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «­ε­ρὰ ­κο­λου­θί­α τῶν ­σί­ων πα­τέ­ρων καὶ αὐ­τα­δέλ­φων Μα­ξί­μου καὶ ­ω­ά­σαφ κτι­τό­ρων τῆς ἐν Με­τε­ώ­ροις ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ρου­σά­νου. Ποι­η­θεῖ­σα ἐν ­γί­ ­ρει τοῦ ­θω­νος ­πό ­θα­να­σί­ου ­ε­ρο­μο­νά­χου Σι­μω­νο­πε­τρί­του, ­μνο­γρά­φου τῆς ­γί­ας τοῦ Χρι­στοῦ Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας, Προ­νοί­ τῆς ­σι­ο­λο­γι­ω­τά­της Γε­ρον­τίσ­σης Φι­λο­θέ­ης, Κα­θη­γου­μέ­νης τῆς ­ε­ρᾶς μο­νῆς Ρου­σά­νου Με­τε­ώ­ρων».

Χαι­ρε­τι­στη­ρί­ους Οἴ­κους εἰς τούς ὡς ἄ­νω ἁ­γί­ους Κτί­το­ρας Ἰ­ω­ά­σαφ καί Μά­ξι­μο ἐ­ποί­η­σεν ἡ ἁ­γι­ο­στε­φα­νί­τισ­σα Μο­να­χή Θε­ο­τέ­κνη κα­τά τό ἔ­τος 2011.

Τό 2020 ἐδωρήθη στήν Ἱερά Μονή Ρουσάνου ἀργυροκόσμητη Εἰκόνα τῆς Παναγίας Παραμυθίας, ἱστορηθεῖσα ὑπό Βατοπαιδινῶν Πατέρων. Ἡ εἰκόνα εἶναι δωρεά Ρώσων πιστῶν καί ἐδωρήθη τῇ μεσιτείᾳ τοῦ καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου Πανοσιολογιωτάτου Γέροντος Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος καί παρευρέθη στήν ἐνθρόνιση τῆς Παναγίας.

 

Πηγή: Θε­ο­τε­κνησ Μο­να­χησ, Πέ­τρι­νο Δά­σος, ­ε­ρά Μοναστήρι­α, τ. Β΄, (Ἁγίου Στεφάνου, Ἁγίας Τριάδος, Ρουσάνου, Ἁγίου Νικολάου), Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 2018, σ. 441-450.

*  *  *

Κύρια πηγή τοῦ βίου τῶν κτιτόρων εἶναι τό κείμενο τῆς Δι­α­θή­κης τους. Κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου μέ ἱ­στο­ρι­κά σχό­λι­α γι­ά τήν μο­νή Ρου­σά­νου: Δ. Σο­φι­α­νου, «Ἡ Δι­α­θή­κη (ἔ­τους 1545) τῶν κτι­τό­ρων τῆς Μο­νῆς Ρου­σά­νου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων Ἰ­ω­ά­σαφ καί Μα­ξί­μου. Συμ­βο­λή στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς», Τρι­κα­λι­νά 12 (1992) 7-38.

*  *  *

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον. Ἦ­χος γ΄. Μέ­γαν εὕ­ρα­το.

[Ἀθανασίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου]

Στύ­λoυς εὕρατο, Ῥουσάνου στῦλος, θεῖον Μάξιμον, καὶ Ἰωάσαφ, ξυνωρίδα αὐταδέλφων καὶ κτίτορας, φωτὸς ἀκτίστου ἐν Θαβὼρ τοῦ ἐκλάμψαντος, ἐκζητητὰς μανικοὺς καὶ θεάμονας· οὗτοι αἴτησιν, προσάγουσιν ἀκατάπαυστον, Χριστῷ ὑπὲρ ἡμῶν ὡς φιλότεκνοι. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦ­χος δ´.

[Θεοτέκνης Μοναχῆς Ἁγιοστεφανιτίσσης]

Παρθένε Πανάμωμε, Παραμυθία σεπτή, ὁμοῦ σὺν Βαρβάρᾳ τε, θαυματουργῷ τῇ κλυτῇ, Νικόλαε ἔνδοξε, δέησιν τῷ Κυρίῳ, ὑπὲρ πάντων δονεῖτε, χάριτος Θαβωρίου, ἐμπλησθῆναι σοὺς δούλους, τοὺς πόθῳ προσκυνοῦντας, Ῥουσάνου σεβάσματα.