Ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ, ὁ βασιλεύς (1349/50-1422/3), δεύτερος κτίτορας τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετώρου

Ὑποτακτικός καί συγκτίτορας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης Πα­λαι­ο­λό­γος, δι­ά τοῦ θεί­ου καί ἀγ­γε­λι­κοῦ σχή­μα­τος ­πι­κλη­θείς ­ω­ά­σαφ μο­να­χός (1349/50-1422/3). Εἶ­ναι ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­ξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­λά­μπρυ­νε μέ τό με­γα­λεῖ­ο τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ώς της καί τίς κτι­το­ρι­κές δη­μι­ουρ­γί­ες τήν ἱ­ε­ρά τοῦ Με­τε­ώ­ρου μο­νή.

ag ioasaf iero katholikou meteorouὉ Ἰωάννης γεν­νή­θη­κε κα­τά τό 1349/50 μ.Χ. καί ὑ­πῆρ­ξε υἱ­ός τοῦ Σέρ­βου βα­σι­λέ­ως[1] τῆς Ἠ­πεί­ρου-Θεσσα­λί­ας Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου (1359-70) καί τῆς Ἑλληνίδας Θω­μα­ΐ­δας Ὀρ­σί­νη. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (1370) ἀνέλαβε τήν δι­οί­κη­ση τοῦ βα­σι­λεί­ου στά Τρί­κα­λα καί σέ ἡ­λι­κί­α μόλις εἴ­κο­σι ἐ­τῶν ἐ­στέ­φθη βα­σι­λεύς καί ἔ­χαι­ρε πολ­λῆς ἀ­γά­πης ἀ­πό τόν λα­ό. Ὁ φι­λει­ρη­νι­κός Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης (Uros) ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος φαί­νε­ται ὅ­τι τά κα­θή­κο­ντα τοῦ βα­σι­λέ­ως τά ἤ­σκη­σε ἐ­πι­σή­μως ἐ­πί μί­α δι­ε­τί­α (1370-1372/3).

Ἀκολούθως, ὁ φι­λό­χρι­στος βα­σι­λέ­ας ἀ­νέ­θε­σε τήν δι­οί­κη­ση τῆς Ἠ­πεί­ρου-Θεσσα­λί­ας στόν συγ­γε­νή του Ἀ­λέ­ξι­ο Ἄγ­γε­λο Φι­λαν­θρω­πη­νό καί ἐμπνεόμενος ἀπό τήν φω­τι­σμέ­νη μορ­φή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἀποσύρθηκε στό μο­να­στή­ρι τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου καί ἐν­δύ­θη­κε τό μο­να­χι­κό Σχῆ­μα, παίρ­νο­ντας τό ὄ­νο­μα Ἰ­ω­ά­σαφ. Με­τά τήν τε­λευ­τή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ ἀ­νέ­λα­βε τήν διοίκηση τῆς μονῆς.

Χά­ρις στίς πλού­σι­ες δω­ρε­ές τῆς ἀ­δελ­φῆς του Μα­ρί­ας-Ἀγ­γε­λί­νας (†1394), [Δέσποινας τῶν Ἰωαννίνων καί σύζυγος τοῦ δεσπότου Θω­μᾶ Preliubović (†1384)], ἀ­νε­καί­νι­σε τόν να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, πού εἶ­χαν συ­γκτί­σει μα­ζί μέ τόν ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο, ἀ­νή­γει­ρε κελ­λι­ά καί στέρ­να καί γι’ αὐ­τό θε­ω­ρεῖ­ται δεύ­τε­ρος κτί­τωρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

Ἡ ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση τῆς ἀ­να­και­νί­σε­ως καί ἐ­πε­κτά­σε­ως τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συ­ντε­λέ­σθη­κε τό ἔ­τος 1387/88, καθώς διαβάζουμε τήν ἐπιγραφή ἐ­ξω­τε­ρι­κά στόν μαρ­μά­ρι­νο κι­ο­νί­σκο τοῦ  διλόβου παραθύρου τῆς ἀνατολικῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ Βή­μα­τος. Τήν ἴδια ἐποχή στά 1389/90 ὁ ἅγιος Ἰωάσαφ χρηματοδότησε καί γιά τήν ἀνέγερση, τῆς ἐρειπωμένης σήμερα μονῆς Ὑψηλοτέρας, βορειοανατολικά τοῦ Μετεώρου.

Ἡ κοί­μη­ση τοῦ «­περ­τί­μου καί ­περ­σέ­μνου ν μο­να­χοῖς» Ἰ­ω­ά­σαφ συ­νέ­βη γύ­ρω στά 1422/23.

 

Ἐκτενέστερο Κείμενο:

 Ὁ «­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης Πα­λαι­ο­λό­γος, δι­ά τοῦ θεί­ου καί ἀγ­γε­λι­κοῦ σχή­μα­τος ­πι­κλη­θείς ­ω­ά­σαφ μο­να­χός»  εἶ­ναι ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­ξέ­χου­σα φυ­σι­ο­γνω­μί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­λάμ­πρυ­νε μέ τό με­γα­λεῖ­ο τῆς αὐ­τα­παρ­νή­σε­ώς της καί τίς κτι­το­ρι­κές του δη­μι­ουρ­γί­ες τήν ἱ­ε­ρά τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου μο­νή.

Ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ ὑ­πῆρ­ξε υἱ­ός τοῦ εὐ­λα­βοῦς Σέρ­βου βα­σι­λέ­ως τῆς Ἠ­πεί­ρου-Θεσ­σα­λί­ας Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου (1359-70) καί τῆς Θω­μα­ΐ­δας Ὀρ­σί­νη. Ὁ Συ­με­ών με­τα­τό­πι­σε τήν ἕ­δρα του ἀ­πό τήν Κα­στο­ρι­ά στά Τρί­κα­λα.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης-Ἰ­ω­ά­σαφ γεν­νή­θη­κε κα­τά τό 1349/50. Εἶ­χε μί­α ἀ­δελ­φή, τήν Μα­ρί­α Ἀγ­γε­λί­να Κο­μνη­νή Δού­και­να Πα­λαι­ο­λο­γί­να, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ὑ­παν­δρευ­θεῖ τόν δε­σπό­τη τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Θω­μᾶ Πρε­λι­ούμπ ἤ P­r­e­l­i­u­b­o­v­ić (†1384), καί ἕ­να νε­ό­τε­ρο ἑ­τε­ρο­θα­λή ἀ­δελ­φό, τόν Στέ­φα­νο.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἤ­δη ἀ­πό τό 1359/60, σέ ἡ­λι­κί­α μό­λις δέ­κα ἐ­τῶν, εἶ­χε ἀ­να­γο­ρευ­θεῖ συμ­βα­σι­λεύς τοῦ πα­τέ­ρα του στήν Κα­στο­ρι­ά. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης εἶ­χε ἀ­να­τρα­φεῖ σέ ἀ­μι­γῶς ἑλ­λη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, δι­ό­τι, ἐ­κτός ἀ­πό λι­γο­στούς Σέρ­βους ἀ­ξι­ω­μα­τού­χους στά Τρί­κα­λα, ἡ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἀρ­χόν­των τῆς αὐ­λῆς προ­ερ­χό­ταν ἀ­πό πα­λαι­ές το­πι­κές βυ­ζαν­τι­νές οἰ­κο­γέ­νει­ες. Τά σω­ζό­με­να ἔγ­γρα­φα τῶν Συ­με­ών καί Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση, κα­θώς καί τῆς ἀ­δελ­φῆς του Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας, εἶ­ναι γραμ­μέ­να στήν ἑλ­λη­νι­κή.

Ὅ­ταν τό 1370 μ.Χ. ἀ­πέ­θα­νε στά Τρί­κα­λα ὁ πα­τέ­ρας του Συ­με­ών Οὔ­ρε­σης, ἡ μη­τέ­ρα του Θω­μα­ΐ­δα, κά­λε­σε τόν νό­μι­μο καί μό­νο δι­ά­δο­χο τοῦ θρό­νου Ἰ­ω­άν­νη Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γο, γι­ά νά ἀ­να­λά­βει τήν δι­οί­κη­ση τοῦ βα­σι­λεί­ου. Ἔτ­σι σέ ἡ­λι­κί­α εἴ­κο­σι ἐ­τῶν ἐ­στέ­φθη βα­σι­λεύς (ἀ­πέ­κτη­σε τόν τί­τλο τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα) καί ἔ­χαι­ρε πολ­λῆς ἀ­γά­πης ἀ­πό τόν λα­ό.

Ὁ φι­λει­ρη­νι­κός Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης (U­r­os) ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος φαί­νε­ται ὅ­τι τά κα­θή­κον­τα τοῦ βα­σι­λέ­ως τά ἤ­σκη­σε ἐ­πι­σή­μως ἐ­πί μί­α δι­ε­τί­α (1370-72/3), κα­θ’ ὅ­σον σώ­ζον­ται καί ἐ­κτί­θεν­ται στό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο τοῦ Με­τε­ώ­ρου τά δύ­ο τε­λευ­ταῖ­α, ἐν­δε­χο­μέ­νως καί τά μό­να «προ­στάγ­μα­τα», τά ὁ­ποῖ­α ἐ­ξέ­δω­σε τόν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ ἔ­τους 1372, ὑ­πέρ τοῦ Πρώ­του τῆς Σκή­τε­ως τῆς Δού­πι­α­νης ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Νεί­λου.

Στό σύν­το­μο δι­ά­στη­μα αὐ­τό τῆς βα­σι­λεί­ας του στά Τρί­κα­λα ὁ φι­λό­χρι­στος βα­σι­λέ­ας ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τό μο­να­στή­ρι τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Ἡ φω­τι­σμέ­νη μορ­φή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τόν προσήλωσαν στήν μοναχική ζωή.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης Πα­λαι­ο­λό­γος, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος τῆς ἔν­δο­ξης σερ­βι­κῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Νε­μα­νι­δῶν, ἀ­νέ­θε­σε τήν δι­οί­κη­ση τῆς Ἠ­πεί­ρου-Θεσ­σα­λί­ας στόν συγ­γε­νή του Ἀ­λέ­ξι­ο Ἄγ­γε­λο Φι­λαν­θρω­πη­νό, στόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­δω­σε τόν τί­τλο τοῦ Καί­σα­ρα, καί ἐν­δύ­θη­κε τό μο­να­χι­κό Σχῆ­μα ἐ­πά­νω στόν βρά­χο τοῦ Με­τε­ώ­ρου, γι­νό­με­νος ὑ­πή­κο­ος τοῦ αὐ­στη­ρό­τα­του ἀ­σκη­τῆ ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, παίρ­νον­τας τό ὄ­νο­μα Ἰ­ω­ά­σαφ.

Πλή­θη πι­στῶν Ἑλ­λή­νων καί Σέρ­βων συγ­κι­νή­θη­καν καί ἐμ­πνεύ­σθη­καν ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ καί ὅ­ταν αὐ­τός ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­γι­νε προ­ε­στώς, ἄ­φη­σαν τά ἐγ­κό­σμι­α καί ἦλ­θαν ὡς συ­να­σκη­τές τοῦ ἐν­δό­ξου μο­να­χοῦ στό Με­τέ­ω­ρο.

Καί μέ τήν βο­ή­θει­α τοῦ Θε­οῦ ἔ­μει­νε μέ­χρις ἐ­σχά­της του ἀ­να­πνο­ῆς μο­να­χός. Ἀ­πό τό 1372/3, πού φό­ρε­σε τό μο­να­χι­κό σχῆ­μα μέ­χρι τό 1422, πού ὑ­πο­λο­γί­ζουν ὡς τό ἔ­τος τῆς πρός Κύ­ρι­ον ἐκ­δη­μί­ας του, συμ­πλη­ρώ­νον­ται πε­νήν­τα χρό­νι­α κα­λο­γε­ρι­κῆς ζω­ῆς!

Ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος, λί­γο πρό τοῦ θα­νά­του του, ἐ­κτι­μών­τας τίς ἀ­ρε­τές του, μέ τήν σύμ­φω­νη γνώ­μη τῶν πα­τέ­ρων τόν κα­τέ­στη­σε «πρῶ­τον το κελ­λί­ου», δη­λα­δή προ­ε­στῶ­τα τοῦ ἱ­ε­ροῦ κοι­νο­βί­ου.

Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος († 20 Ἀ­πρ. 1380), ὁ Ἰ­ω­άν­νης-Ἰ­ω­ά­σαφ ἀ­που­σί­α­ζε γι­ά ἄ­γνω­στους λό­γους στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Στήν προ­φο­ρι­κή του δι­α­θή­κη ὁ ὅ­σι­ος ἱ­δρυ­τής, στά τε­λευ­ταῖ­α του λό­γι­α ὅ­ρι­σε τόν μο­να­χό Μα­κά­ρι­ο ὡς προ­ε­στῶ­τα τοῦ κελ­λί­ου τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ἀλ­λά ἄ­φη­σε ἐν­το­λή, σέ πε­ρί­πτω­ση πού ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ, νά κα­τα­στεῖ «πα­τήρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου».

Πράγ­μα­τι, πο­λύ σύν­το­μα με­τά τήν τε­λευ­τή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου καί μέ τίς πρε­σβεῖ­ες του ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ ἐ­πα­νῆλ­θε στήν σκλη­ρή ἄ­σκη­ση τοῦ ἀ­πό­κρη­μνου βρά­χου καί ἀ­νέ­λα­βε τά ποι­μαν­τι­κά του κα­θή­κον­τα. Τε­κμή­ρι­ο ἔ­χου­με τό συ­νο­δι­κό γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1381 τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Νεί­λου ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τῆς Θε­ο­τό­κου τῶν Με­γά­λων Πυ­λῶν. Στό γράμ­μα αὐ­τό ὑ­πο­γρά­φει ὁ «Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης Πα­λαι­ο­λό­γος δι­ὰ το θεί­ου καὶ ἀγ­γε­λι­κοῦ σχή­μα­τος με­το­νο­μα­σθεὶς Ἰ­ω­ά­σαφ μο­να­χός», πρῶ­τος στήν σει­ρά με­τά τόν μη­τρο­πο­λί­τη. Ἐ­πί­σης προ­η­γεῖ­ται ὡς βα­σι­λεύς ἔ­ναν­τι τοῦ πρώ­του τῆς σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης Νε­ο­φύ­του. Ἡ ὑ­πο­γρα­φή τοῦ ἐγ­γρά­φου φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ δι­α­τη­ροῦ­σε καί ὡς μο­να­χός τόν τί­τλο τῆς βα­σι­λεί­ας.

Δυ­στυ­χῶς δέν εὑ­ρέ­θη­κε βι­ο­γρα­φί­α τοῦ ὁ­σί­ου βα­σι­λέ­ως Ἰ­ω­ά­σαφ τοῦ Με­τε­ω­ρί­του γραμ­μέ­νη ἀ­πό τούς μα­θη­τές του. Ὅ­λες τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες, πού ἔ­χου­με γι’ αὐ­τόν, τίς ἀν­τλοῦ­με κα­τά βά­σιν ἀ­πό τήν βι­ο­γρα­φί­α τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, ἀ­πό τό Χρο­νι­κό τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων καί ἀ­πό με­ρι­κά ἄλ­λα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά ἔγ­γρα­φα.

Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ, πα­ρ’ ὅ­λη τήν ἀ­σκη­τι­κή ἀ­πο­μό­νω­ση στόν βρά­χο τοῦ Με­τε­ώ­ρου, δι­έ­θε­τε ἡ­γε­τι­κή ὀ­ξυ­δέρ­κει­α καί δι­πλω­μα­τι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα ὄ­χι τυ­χαί­α. Ἔτ­σι με­τά τήν δο­λο­φο­νί­α τοῦ ἐ­π’ ἀ­δελ­φῇ γαμ­βροῦ του τυ­ραν­νι­κοῦ δε­σπό­τη τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων Θω­μᾶ P­r­e­l­i­u­b­o­v­ić († 23 Δεκ. 1384) , συ­ζύ­γου τῆς ἀ­δελ­φῆς του Μα­ρί­ας-Ἀγ­γε­λί­νας († 28 Δεκ. 1394), ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ με­τα­βαί­νει στά Ἰ­ω­άν­νι­να καί πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ γι­ά κά­ποι­ο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­βά­λει τήν τά­ξη στό Δε­σπο­τά­το τῆς Ἠ­πεί­ρου.

Με­τά τήν εἰ­ρή­νευ­ση καί τήν εὐ­νο­μί­α τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων, ὁ βα­σι­λεύς μο­να­χός Ἰ­ω­ά­σαφ ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πε­ρί­σπα­στος στήν μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ἀ­φοῦ κα­τόρ­θω­σε σύν Θε­ῷ νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σει τήν τά­ξη στό Δε­σπο­τά­το τῆς Ἠ­πεί­ρου, καί νά δι­α­σώ­σει συγ­χρό­νως καί τήν Θεσ­σα­λί­α ἀ­πό τήν κά­θο­δο τῶν Ἀλ­βα­νῶν.

ag iosaf meteorou toixΧά­ρις στίς πλού­σι­ες δω­ρε­ές τῆς ἀ­δελ­φῆς του Μα­ρί­ας-Ἀγ­γε­λί­νας ἀ­νε­καί­νι­σε τόν να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, πού εἶ­χαν συγ­κτί­σει μα­ζί μέ τόν ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο, ἀ­νή­γει­ρε κελ­λι­ά καί στέρ­να καί γι’ αὐ­τό θε­ω­ρεῖ­ται δεύ­τε­ρος κτί­τωρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου.

Σύμ­φω­να μέ τά δε­δο­μέ­να τῶν ἐ­πι­γρα­φι­κῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν ἡ ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση τῆς ἀ­να­και­νί­σε­ως καί ἐ­πε­κτά­σε­ως τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συν­τε­λέ­σθη­κε τό ἔ­τος 1387/88, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται ἀ­πό δύ­ο ἐ­πι­γρα­φές. [Ἡ μί­α βρί­σκε­ται στό πα­ρά­θυ­ρο τῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος ἐ­ξω­τε­ρι­κά πά­νω στόν μαρ­μά­ρι­νο κι­ο­νί­σκο πού χω­ρί­ζει στά δύ­ο τό ἐν λό­γῳ πα­ρά­θυ­ρο καί εἶ­ναι λα­ξευ­μέ­νη μέ βα­θει­ά καί ἐ­πι­με­λη­μέ­να γράμ­μα­τα: «Α­ΝΟΙ­ΚΟ­ΔΟ­ΜΗ­ΘΗ Ο ΠΑΝ­ΣΕ­ΠΤΟΣ ΟΥ­ΤΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ ΔΙ­Α ΣΥΝ­ΔΡΟ­ΜΗΣ ΤΟΥ ΤΙ­ΜΙ­Ω­ΤΑ­ΤΟΥ ΕΝ ΜΟ­ΝΑ­ΧΟΙΣ Ι­Ω­Α­ΣΑΦ». «ΕΤ(ΟΥΣ) ͵ςω­Ϟς΄ [=1387/88]­».  Ἡ ἄλ­λη ἐ­πι­γρα­φή βρί­σκε­ται ἐ­σω­τε­ρι­κά στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τοῦ βο­ρεί­ου τοί­χου τῆς πα­λαι­ᾶς ἀρ­χι­κῆς εἰ­σό­δου τοῦ να­ό­σχη­μου ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος: «Α­ΝΗ­ΓΕΡ­ΘΗ ΕΚ ΒΑ­ΘΡΩΝ ΘΕ­ΜΕ­ΛΙ­ΩΝ ΚΑΙ Α­ΝΟΙ­ΚΟ­ΔΟ­ΜΗ­ΘΗ Ο ΘΕΙ­ΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝ­ΣΕ­ΠΤΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΟΥ­ΤΟΣ· ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ Η­ΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ ΔΙ­Α επισΚΟ­ΠΟΥ ΚΑΙ Ε­ΞΟ­ΔΟΥ ΤΩΝ Ο­ΣΙ­ΩΝ ΠΑ­ΤΕ­ΡΩΝ Η­ΜΩΝ Α­ΘΑ­ΝΑ­ΣΙ­ΟΥ ΚΑΙ Ι­Ω­Α­ΣΑΦ· ΕΝ Ε­ΤΕΙ ͵ςω͵­Ϟς [6896=1387/88]· ΟΙ ΚΑΙ ΚΤΙ­ΤΟ­ΡΕΣ· Α­ΝΙ­ΣΤΟ­ΡΗ­ΘΗ· ΔΙ­Α ΣΥ­ΔΡΟ­ΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟ­ΠΟΥ ΤΩΝ Ε­ΛΑ­ΧΙ­ΣΤΩΝ Α­ΔΕΛ­ΦΩΝ· Ε­ΤΟΥΣ, ͵ςϠϞΒ΄ [=1483] ΙΝ­ΔΙ­ΚΤΙ­Ω­ΝΟΣ Β΄. ΜΗ­ΝΙ ΝΟ­ΕΜ­ΒΡΙ­Ω ΚΑ΄­», (Ἀποκατάσταση  Ὀρθογραφίας)].

Τό ἔ­τος 1389/90 ὁ πο­λύ­δρα­στος καί σο­φός πα­τήρ τοῦ Με­τε­ώ­ρου Ἰ­ω­ά­σαφ δι­α­θέ­τει ὅ­λη τήν δα­πά­νη γι­ά νά κτι­στεῖ, στόν ἀ­πέ­ναν­τι βο­ρει­ο­α­να­το­λι­κά κεί­με­νο βρά­χο, ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας[2], τήν ἀ­νέ­γερ­ση τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­να­θέ­τει στόν σπη­λαι­ώ­τη μο­να­χό Δω­ρό­θε­ο, ἄν­δρα τολ­μη­ρό καί ἀ­ει­κί­νη­το. Ἀ­φι­ε­ρώ­νει τήν ἱ­ε­ρά μο­νή στήν Πα­να­γί­α τήν Ὑ­ψη­λο­τέ­ρα τῶν Οὐ­ρα­νῶν καί ὁρίζει νά πα­νη­γυ­ρί­ζει στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου.

Στό σκευ­ο­φυ­λά­κι­ο τῆς μο­νῆς σώ­ζε­ται ἀρ­γυ­ρό­δε­το με­γά­λο κο­χύ­λι, πού θε­ω­ρεῖ­ται προ­σω­πι­κό πο­τή­ρι τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ. Στά χει­ρό­γρα­φα τῆς Ἐ­θνι­κῆς Βι­βλι­ο­θή­κης τῆς Ἑλ­λά­δος, ὑ­πάρ­χει προ­σω­πι­κό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ μι­κροῦ σχή­μα­τος (ἀ­ριθ. 58), τό ὁ­ποῖ­ο με­τα­φέρ­θη­κε μα­ζί μέ ἄλ­λα με­τε­ω­ρι­κά χει­ρό­γρα­φα κατά τό ἔτος 1882 στήν Ἀθήνα. Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο καλ­­λι­γρα­φι­κά ἐ­πά­νω σέ ἀ­ρί­στης ποι­ό­τη­τας περ­γα­μη­νή, φέρει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ καί ἔ­χει ἀρ­γυ­ρό­δε­τη στά­χω­ση.

Δω­ρε­ές τῆς «χρυ­σῆς βα­σί­λισ­σας» Μα­ρί­ας-Ἀγ­γε­λί­νας, «δε­σποί­νης τῶν Ἰ­ω­αν­νί­νων» στόν πε­φι­λη­μέ­νο ἀ­δελ­φό της Ἰ­ω­ά­σαφ, εἶ­ναι μί­α πο­δέ­α προ­σκυ­νη­τα­ρί­ου, ὅ­που ἐ­πά­νω σέ βυσ­σι­νί ὁ­λο­ση­ρι­κό ὕ­φα­σμα ἔ­χει τε­θεῖ χρυ­σό­πλε­κτη δαν­τέ­λα δι­α­κο­σμη­μέ­νη μέ ἔν­θε­τες σει­ρές μαρ­γα­ρι­τα­ρι­ῶν. Ὁμοίως καί ἀ­ξι­ό­λο­γες φο­ρη­τές εἰ­κό­νες.

Τό ἔ­τος 1385/86 ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ χρη­μα­το­δό­τη­σε τήν ἀν­τι­γρα­φή τοῦ κώ­δι­κα 555 τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου (Πρα­ξα­πό­στο­λου). Γρα­φέ­ας ἦ­ταν ὁ χαρ­το­φύ­λα­κας τῆς ἐ­πι­σκο­πῆς Τρίκ­κης Θω­μᾶς Ξη­ρός. Ἀ­ξι­ο­πα­ρα­τή­ρη­τη εἶ­ναι ἡ ση­μεί­ω­ση: «† ἐ­γρά­φη ἡ πα­ροῦ­σα βί­βλος τοῦ Με­τε­ώ­ρου. Δι­ὰ συν­δρο­μῆς καὶ ἐ­ξό­δου βα­σι­λέ­ως, τοῦ ὡς ἀ­λη­θῶς ἐν μο­να­χοῖς ὁ­σι­ω­τά­του κυ­ροῦ Ἰ­ω­ά­σαφ. Δι­ὰ χει­ρὸς χαρ­το­φύ­λα­κος τῆς ἁ­γι­ω­τά­της ἐ­πι­σκο­πῆς Τρικ­κά­λων ἐ­πὶ ἔ­τους ͵ϛ­ω­ϟδ΄ [6894=1385/86], ὁ­πό­ταν τῇ τοῦ Θε­οῦ πα­ρα­χω­ρή­σει καὶ οἱ Ἀ­γα­ρη­νοὶ οὐ μό­νον τῆς πό­λε­ως Βε­ροί­ας ἀλ­λὰ καὶ πα­ρα­μι­κρὸν τῆς ὑ­φη­λί­ου γε­γό­να­σι κύ­ρι­οι» (Ἀποκατάσταση  Ὀρθογραφίας).

Ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἡ εἰ­σβο­λή τῶν Τούρ­κων στήν Θεσ­σα­λί­α καί ἡ κα­τά­λη­ψή της ἐ­πί Σουλ­τά­νου Βα­γι­α­ζίτ Α­΄ ὑ­πό τόν Ἑ­βρε­νός μπέ­η (1393/94-1394/95) καί κα­τά συ­νέ­πει­α καί τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Με­τε­ώ­ρων ἀ­πό τούς ἴ­δι­ους, ὁ μο­να­χός Ἰ­ω­ά­σαφ προ­φα­νῶς εὑ­ρί­σκε­το σέ μέ­γα κίν­δυ­νο, κα­θ’ ὅ­τι ἐκ­προ­σω­ποῦ­σε τόν τε­λευ­ταῖ­ο ἀ­πό­γο­νο τῆς σερ­βι­κῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Νε­μα­νι­δῶν. Γι­ά λό­γους ἀ­σφα­λεί­ας ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά κα­τα­φύ­γει μέ τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Σε­ρα­πί­ω­να καί τούς μο­να­χούς Φι­λό­θε­ο καί Γε­ρά­σι­μο (τόν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νο Πα­χύ) στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος ἐ­πί μί­α δι­ε­τί­α (1394-96). Ἐ­κεῖ κα­τοι­κοῦν στό κελ­λί τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου πού ἀ­νῆ­κε στήν μο­νή Βα­το­πε­δί­ου κα­θώς καί σέ κελ­λί-με­τό­χι τῆς μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου, (A­c­t­es de D­i­o­n­y­s­i­ou, σ. 72-73, ἀ­ρ. 7).[3]

Ὁ Ἰ­ω­ά­σαφ τό ἔ­τος 1396 ἐ­πα­νέρ­χε­ται ὁ­ρι­στι­κά νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­σει στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, –τά τουρ­κι­κά στρα­τεύ­μα­τα εἶ­χαν ἤ­δη ἀ­να­χω­ρή­σει γι­ά τήν Νι­κό­πο­λη– καί τόν ἀ­κο­λου­θοῦν ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σε­ρα­πί­ων καί ὁ μο­να­χός Φι­λό­θε­ος, ἐ­νῶ ὁ μο­να­χός Γε­ρά­σι­μος ὁ Πα­χύς εἶ­χε ἤ­δη ἐκ­δη­μή­σει πρός Κύ­ρι­ον.

Ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­ά­σαφ εἶ­χε συγ­κρο­τή­σει μέ τήν κα­λω­σύ­νη του καί τά πολ­λά του δι­οι­κη­τι­κά χα­ρί­σμα­τα ἕ­να πο­λυ­πλη­θές κοι­νό­βι­ο. Ἔτ­σι σέ ἐ­πι­στο­λι­μαῖ­ο ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἔγ­γρα­φο, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε συν­τά­ξει ὁ μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης Ἰ­ω­ά­σαφ γι­ά ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ Με­τε­ώ­ρου, ἐ­ξαί­ρει τίς ἀ­ρε­τές τοῦ κτί­το­ρα βα­σι­λέ­ως-μο­να­χοῦ τοῦ Με­τε­ώ­ρου καί τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἔ­χον­τα «βί­ον καὶ πρᾶ­ξιν καὶ πο­λι­τεί­αν ἄ­μεμ­πτον».

Ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Ματθαίου, στά 1422/23, συντάχτηκε σιγνογραφικό  γράμμα  σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ἡ μονή τοῦ Μετεώρου ἀνταλλάσσει ἕνα κτῆμα της «εἰς τόν Λάκκον» μετά ἑπτά λαϊκῶν, συγγενῶν μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀπό κοινοῦ πατρικό χωράφι δίπλα σέ ἕνα μύλο τοῦ Μετεώρου. Ἔνθα σημειώνεται: «ἔτι ζῶντος τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, τοῦ κῦρ Ἰωάσαφ, εἰς τὰς κδ΄ τοῦ Φευβρουαρίου μηνός, μετὰ δὲ τὴν κοίμησιν τοῦ ἁγίου τοῦ βασιλέως κῦρ Ἰωάσαφ, πάλιν, ὑπείραμεν καί γίδια ιβ΄».

Ἐκ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἐξάγουμε τό συμπέρασμα ὅτι ἡ κοί­μη­ση τοῦ «ὑ­περ­τί­μου καί ὑ­περ­σέ­μνου ἐν μο­να­χοῖς» Ἰ­ω­ά­σαφ πρέ­πει νά συ­νέ­βη γύ­ρω στά 1422/23.

Ἡ ἐκ­κλη­σί­α μας τόν κα­τέ­τα­ξε στούς ἁ­γί­ους της καί τόν ἑ­ορ­τά­ζει μα­ζί μέ τόν δι­δά­σκα­λο καί ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­νά­δο­χό του ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο στίς 20 Ἀ­πρι­λί­ου.

 

Στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Με­τε­ώ­ρου φυ­λάσ­σον­ται, ὡς θη­σαυ­ρός ἀ­νε­κτί­μη­τος, καί προ­σφέ­ρον­ται σέ προ­σκύ­νη­ση μέ­σα σέ εἰ­δι­κή λάρ­να­κα οἱ ἱ­ε­ρές κά­ρες τῶν δύ­ο κτι­τό­ρων της ὁ­σί­ων Ἀ­θα­να­σί­ου καί Ἰ­ω­ά­σαφ, κα­θώς καί ἡ ἁ­γί­α σι­α­γών τοῦ ὁ­σί­ου βα­σι­λέ­ως Ἰ­ω­ά­σαφ καί τμή­μα­τα λει­ψά­νων ἐκ τῶν ὀ­στῶν του. Ἄ­νω­θεν τῶν ἱ­ε­ρῶν αὐ­τῶν λει­ψά­νων εἶναι ἀναμμένες τρεῖς καν­δῆ­λες.

Παρακλητικό κανόνα στόν ἅγιο Ἰωάσαφ ἐποίησε ἡ Μοναχή Θεοτέκνη, καθώς καί Χαι­ρε­τι­στηρίους Οἴκους ὁμοῦ μετά τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου. [Βλ. ­μνο­γρα­φι­κά Α΄,  Πα­ρα­κλη­τι­κοὶ Κα­νό­νες - Χαι­ρε­τι­σμοί, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 1997, σ. 49-63, 65-80].

 

*  *  *

 

Πηγή: Θε­ο­τε­κνησ Μο­να­χησ, Πέ­τρι­νο Δά­σος, ­ε­ρά Μοναστήρι­α, τ. Γ΄, (Ἱερά Μονή Μετεώρου καί Ἱερά μονή Βαρλαάμ). Ὑπό ἔκδοση.

Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα βι­ο­γρα­φι­κά στοι­χεῖ­α τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ τά ἀν­τλοῦ­με ἀ­πό τόν Βί­ο τοῦ ­σί­ου ­θα­να­σί­ου καί ἀπό τό Χρονικό τῶν Ἰωαννίνων.

*  *  *

Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ. ῏Η­χος Δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

[Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου]

Τρωθεὶς θείῳ ἔρωτι, τῷ Ζωδότῃ Χριστῷ, θερμῶς ἠκολούθησας, καταλιπὼν νουνεχῶς, τὰ ῥέοντα ἅπαντα· ὅθεν ἐν Μετεώροις, ὥσπερ ἄγγελος ζήσας, Ὅσιε Ἰωάσαφ, τοῖς ἀγγέλοις συνήφθης, μεθ’ ὧν ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

[1] Τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰώνα ἡ δυτική θεσσαλία εἶχε κα­τα­ληφθεῖ ἀπό τήν σερβική δυναστεία τῶν Νεμανιδῶν. Ἀρχικά στά 1348 ἀ­πό τόν Σέρ­βο Στέ­φα­νο Δου­σάν καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ τό ἔ­τος 1359 ἀ­νέ­λα­βε τήν ἐ­ξου­σί­α ὁ ἑ­τε­ρο­θα­λής ἀ­δελ­φός του Συ­με­ών Οὔ­ρε­σης Πα­λαι­ο­λό­γος (πα­τέ­ρας τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ), ὁ ὁποῖος κατέστησε ἕδρα τοῦ βασιλείου του τά Τρίκαλα.

[2] Γι­ά τόν κτί­στη τῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας μο­να­χό Δω­ρό­θε­ο βλ. Θε­ο­τε­κνης Μο­να­χης, Ἱ­ε­ρά Ἀ­σκη­τή­ρι­α, τ. Α΄, σ. 310-319.

[3] Τίς πλη­ρο­φο­ρί­ες αὐ­τές συ­νά­γου­με ἀ­πό δύ­ο ἔγ­γρα­φα. Τό ἕ­να ἔγ­γρα­φο φυ­λάσ­σε­ται στό Ἀρ­χεῖ­ο τς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου, τό ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­γρά­φει ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς Βα­το­πε­δί­ου Θε­ο­δώ­ρη­τος (17 Ὀ­κτ. 1394). Τό  δεύ­τε­ρο ἔγ­γρα­φο φυ­λάσ­σε­ται στό Ἀρ­χεῖ­ο τς μο­νῆς Δι­ο­νυ­σί­ου ­γί­ου ­ρους, ὑ­πο­γρά­φε­ται ἀ­πό τόν «Πρῶ­το» τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ­ε­ρε­μί­α καί τό συμ­βο­ύ­λι­ο τῶν Κα­ρυ­ῶν (Νο­έμβ. 1394). Αὐ­τό ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν πα­ρα­χώ­ρη­ση τῶν κελ­λί­ων καί ἑ­νός ἀμ­πε­λῶ­νος στήν συνοδία τοῦ ὁσίου Ἰ­ω­ά­σαφ. Βλ. O­i­k­o­n­o­m­i­d­ès, A­c­t­es de D­i­o­n­y­s­i­ou, σ. 72-73, ἀ­ρ. 7.