Ὑποτακτικός καί συγκτίτορας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ὑπῆρξε ὁ ὅσιος Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς Ἰωάσαφ μοναχός (1349/50-1422/3). Εἶναι ἡ δεύτερη ἐξέχουσα φυσιογνωμία, ἡ ὁποία ἐλάμπρυνε μέ τό μεγαλεῖο τῆς αὐταπαρνήσεώς της καί τίς κτιτορικές δημιουργίες τήν ἱερά τοῦ Μετεώρου μονή.
Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε κατά τό 1349/50 μ.Χ. καί ὑπῆρξε υἱός τοῦ Σέρβου βασιλέως[1] τῆς Ἠπείρου-Θεσσαλίας Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-70) καί τῆς Ἑλληνίδας Θωμαΐδας Ὀρσίνη. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του (1370) ἀνέλαβε τήν διοίκηση τοῦ βασιλείου στά Τρίκαλα καί σέ ἡλικία μόλις εἴκοσι ἐτῶν ἐστέφθη βασιλεύς καί ἔχαιρε πολλῆς ἀγάπης ἀπό τόν λαό. Ὁ φιλειρηνικός Ἰωάννης Οὔρεσης (Uros) ὁ Παλαιολόγος φαίνεται ὅτι τά καθήκοντα τοῦ βασιλέως τά ἤσκησε ἐπισήμως ἐπί μία διετία (1370-1372/3).
Ἀκολούθως, ὁ φιλόχριστος βασιλέας ἀνέθεσε τήν διοίκηση τῆς Ἠπείρου-Θεσσαλίας στόν συγγενή του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό καί ἐμπνεόμενος ἀπό τήν φωτισμένη μορφή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ἀποσύρθηκε στό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου καί ἐνδύθηκε τό μοναχικό Σχῆμα, παίρνοντας τό ὄνομα Ἰωάσαφ. Μετά τήν τελευτή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ ἀνέλαβε τήν διοίκηση τῆς μονῆς.
Χάρις στίς πλούσιες δωρεές τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας-Ἀγγελίνας (†1394), [Δέσποινας τῶν Ἰωαννίνων καί σύζυγος τοῦ δεσπότου Θωμᾶ Preliubović (†1384)], ἀνεκαίνισε τόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶχαν συγκτίσει μαζί μέ τόν ὅσιο Ἀθανάσιο, ἀνήγειρε κελλιά καί στέρνα καί γι’ αὐτό θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τοῦ Μετεώρου.
Ἡ ἀποπεράτωση τῆς ἀνακαινίσεως καί ἐπεκτάσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως συντελέσθηκε τό ἔτος 1387/88, καθώς διαβάζουμε τήν ἐπιγραφή ἐξωτερικά στόν μαρμάρινο κιονίσκο τοῦ διλόβου παραθύρου τῆς ἀνατολικῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Τήν ἴδια ἐποχή στά 1389/90 ὁ ἅγιος Ἰωάσαφ χρηματοδότησε καί γιά τήν ἀνέγερση, τῆς ἐρειπωμένης σήμερα μονῆς Ὑψηλοτέρας, βορειοανατολικά τοῦ Μετεώρου.
Ἡ κοίμηση τοῦ «ὑπερτίμου καί ὑπερσέμνου ἐν μοναχοῖς» Ἰωάσαφ συνέβη γύρω στά 1422/23.
Ἐκτενέστερο Κείμενο:
Ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος ἐπικληθείς Ἰωάσαφ μοναχός» εἶναι ἡ δεύτερη ἐξέχουσα φυσιογνωμία, ἡ ὁποία ἐλάμπρυνε μέ τό μεγαλεῖο τῆς αὐταπαρνήσεώς της καί τίς κτιτορικές του δημιουργίες τήν ἱερά τοῦ Μεγάλου Μετεώρου μονή.
Ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ ὑπῆρξε υἱός τοῦ εὐλαβοῦς Σέρβου βασιλέως τῆς Ἠπείρου-Θεσσαλίας Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-70) καί τῆς Θωμαΐδας Ὀρσίνη. Ὁ Συμεών μετατόπισε τήν ἕδρα του ἀπό τήν Καστοριά στά Τρίκαλα.
Ὁ Ἰωάννης-Ἰωάσαφ γεννήθηκε κατά τό 1349/50. Εἶχε μία ἀδελφή, τήν Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα Παλαιολογίνα, ἡ ὁποία εἶχε ὑπανδρευθεῖ τόν δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Πρελιούμπ ἤ Preliubović (†1384), καί ἕνα νεότερο ἑτεροθαλή ἀδελφό, τόν Στέφανο.
Ὁ Ἰωάννης ἤδη ἀπό τό 1359/60, σέ ἡλικία μόλις δέκα ἐτῶν, εἶχε ἀναγορευθεῖ συμβασιλεύς τοῦ πατέρα του στήν Καστοριά. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀνατραφεῖ σέ ἀμιγῶς ἑλληνικό περιβάλλον, διότι, ἐκτός ἀπό λιγοστούς Σέρβους ἀξιωματούχους στά Τρίκαλα, ἡ πλειοψηφία τῶν ἀρχόντων τῆς αὐλῆς προερχόταν ἀπό παλαιές τοπικές βυζαντινές οἰκογένειες. Τά σωζόμενα ἔγγραφα τῶν Συμεών καί Ἰωάννη Οὔρεση, καθώς καί τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας Ἀγγελίνας, εἶναι γραμμένα στήν ἑλληνική.
Ὅταν τό 1370 μ.Χ. ἀπέθανε στά Τρίκαλα ὁ πατέρας του Συμεών Οὔρεσης, ἡ μητέρα του Θωμαΐδα, κάλεσε τόν νόμιμο καί μόνο διάδοχο τοῦ θρόνου Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγο, γιά νά ἀναλάβει τήν διοίκηση τοῦ βασιλείου. Ἔτσι σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐστέφθη βασιλεύς (ἀπέκτησε τόν τίτλο τοῦ αὐτοκράτορα) καί ἔχαιρε πολλῆς ἀγάπης ἀπό τόν λαό.
Ὁ φιλειρηνικός Ἰωάννης Οὔρεσης (Uros) ὁ Παλαιολόγος φαίνεται ὅτι τά καθήκοντα τοῦ βασιλέως τά ἤσκησε ἐπισήμως ἐπί μία διετία (1370-72/3), καθ’ ὅσον σώζονται καί ἐκτίθενται στό σκευοφυλάκιο τοῦ Μετεώρου τά δύο τελευταῖα, ἐνδεχομένως καί τά μόνα «προστάγματα», τά ὁποῖα ἐξέδωσε τόν Νοέμβριο τοῦ ἔτους 1372, ὑπέρ τοῦ Πρώτου τῆς Σκήτεως τῆς Δούπιανης ἱερομονάχου Νείλου.
Στό σύντομο διάστημα αὐτό τῆς βασιλείας του στά Τρίκαλα ὁ φιλόχριστος βασιλέας ἐπισκέφθηκε τό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἡ φωτισμένη μορφή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τόν προσήλωσαν στήν μοναχική ζωή.
Ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος, ὁ τελευταῖος τῆς ἔνδοξης σερβικῆς δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν, ἀνέθεσε τήν διοίκηση τῆς Ἠπείρου-Θεσσαλίας στόν συγγενή του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό, στόν ὁποῖο ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ Καίσαρα, καί ἐνδύθηκε τό μοναχικό Σχῆμα ἐπάνω στόν βράχο τοῦ Μετεώρου, γινόμενος ὑπήκοος τοῦ αὐστηρότατου ἀσκητῆ ἁγίου Ἀθανασίου, παίρνοντας τό ὄνομα Ἰωάσαφ.
Πλήθη πιστῶν Ἑλλήνων καί Σέρβων συγκινήθηκαν καί ἐμπνεύσθηκαν ἀπό τό παράδειγμα τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ καί ὅταν αὐτός ἀργότερα ἔγινε προεστώς, ἄφησαν τά ἐγκόσμια καί ἦλθαν ὡς συνασκητές τοῦ ἐνδόξου μοναχοῦ στό Μετέωρο.
Καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔμεινε μέχρις ἐσχάτης του ἀναπνοῆς μοναχός. Ἀπό τό 1372/3, πού φόρεσε τό μοναχικό σχῆμα μέχρι τό 1422, πού ὑπολογίζουν ὡς τό ἔτος τῆς πρός Κύριον ἐκδημίας του, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια καλογερικῆς ζωῆς!
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, λίγο πρό τοῦ θανάτου του, ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του, μέ τήν σύμφωνη γνώμη τῶν πατέρων τόν κατέστησε «πρῶτον τοῦ κελλίου», δηλαδή προεστῶτα τοῦ ἱεροῦ κοινοβίου.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος († 20 Ἀπρ. 1380), ὁ Ἰωάννης-Ἰωάσαφ ἀπουσίαζε γιά ἄγνωστους λόγους στήν Θεσσαλονίκη. Στήν προφορική του διαθήκη ὁ ὅσιος ἱδρυτής, στά τελευταῖα του λόγια ὅρισε τόν μοναχό Μακάριο ὡς προεστῶτα τοῦ κελλίου τοῦ Μετεώρου, ἀλλά ἄφησε ἐντολή, σέ περίπτωση πού ἐπιστρέψει ὁ Ἰωάσαφ, νά καταστεῖ «πατήρ τοῦ Μετεώρου».
Πράγματι, πολύ σύντομα μετά τήν τελευτή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί μέ τίς πρεσβεῖες του ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ ἐπανῆλθε στήν σκληρή ἄσκηση τοῦ ἀπόκρημνου βράχου καί ἀνέλαβε τά ποιμαντικά του καθήκοντα. Τεκμήριο ἔχουμε τό συνοδικό γράμμα τοῦ ἔτους 1381 τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου ὑπέρ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν. Στό γράμμα αὐτό ὑπογράφει ὁ «Ἰωάννης Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθεὶς Ἰωάσαφ μοναχός», πρῶτος στήν σειρά μετά τόν μητροπολίτη. Ἐπίσης προηγεῖται ὡς βασιλεύς ἔναντι τοῦ πρώτου τῆς σκήτης τῆς Δούπιανης Νεοφύτου. Ἡ ὑπογραφή τοῦ ἐγγράφου φανερώνει ὅτι ὁ Ἰωάσαφ διατηροῦσε καί ὡς μοναχός τόν τίτλο τῆς βασιλείας.
Δυστυχῶς δέν εὑρέθηκε βιογραφία τοῦ ὁσίου βασιλέως Ἰωάσαφ τοῦ Μετεωρίτου γραμμένη ἀπό τούς μαθητές του. Ὅλες τίς πληροφορίες, πού ἔχουμε γι’ αὐτόν, τίς ἀντλοῦμε κατά βάσιν ἀπό τήν βιογραφία τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, ἀπό τό Χρονικό τῶν Ἰωαννίνων καί ἀπό μερικά ἄλλα ἐκκλησιαστικά ἔγγραφα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάσαφ, παρ’ ὅλη τήν ἀσκητική ἀπομόνωση στόν βράχο τοῦ Μετεώρου, διέθετε ἡγετική ὀξυδέρκεια καί διπλωματική ἱκανότητα ὄχι τυχαία. Ἔτσι μετά τήν δολοφονία τοῦ ἐπ’ ἀδελφῇ γαμβροῦ του τυραννικοῦ δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Preliubović († 23 Δεκ. 1384) , συζύγου τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας-Ἀγγελίνας († 28 Δεκ. 1394), ὁ ἅγιος Ἰωάσαφ μεταβαίνει στά Ἰωάννινα καί παραμένει ἐκεῖ γιά κάποιο χρονικό διάστημα προκειμένου νά ἐπιβάλει τήν τάξη στό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου.
Μετά τήν εἰρήνευση καί τήν εὐνομία τῶν Ἰωαννίνων, ὁ βασιλεύς μοναχός Ἰωάσαφ ἐπέστρεψε ἀπερίσπαστος στήν μονή τοῦ Μετεώρου, ἀφοῦ κατόρθωσε σύν Θεῷ νά ἀποκαταστήσει τήν τάξη στό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου, καί νά διασώσει συγχρόνως καί τήν Θεσσαλία ἀπό τήν κάθοδο τῶν Ἀλβανῶν.
Χάρις στίς πλούσιες δωρεές τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας-Ἀγγελίνας ἀνεκαίνισε τόν ναό τῆς Μεταμορφώσεως, πού εἶχαν συγκτίσει μαζί μέ τόν ὅσιο Ἀθανάσιο, ἀνήγειρε κελλιά καί στέρνα καί γι’ αὐτό θεωρεῖται δεύτερος κτίτωρ τοῦ Μετεώρου.
Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῶν ἐπιγραφικῶν μαρτυριῶν ἡ ἀποπεράτωση τῆς ἀνακαινίσεως καί ἐπεκτάσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως συντελέσθηκε τό ἔτος 1387/88, καθώς ἐμφαίνεται ἀπό δύο ἐπιγραφές. [Ἡ μία βρίσκεται στό παράθυρο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ βήματος ἐξωτερικά πάνω στόν μαρμάρινο κιονίσκο πού χωρίζει στά δύο τό ἐν λόγῳ παράθυρο καί εἶναι λαξευμένη μέ βαθειά καί ἐπιμελημένα γράμματα: «ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤΑΤΟΥ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΙΩΑΣΑΦ». «ΕΤ(ΟΥΣ) ͵ςωϞς΄ [=1387/88]». Ἡ ἄλλη ἐπιγραφή βρίσκεται ἐσωτερικά στό ὑπέρθυρο τοῦ βορείου τοίχου τῆς παλαιᾶς ἀρχικῆς εἰσόδου τοῦ ναόσχημου ἱεροῦ βήματος: «ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ· ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΙΑ επισΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑΣΑΦ· ΕΝ ΕΤΕΙ ͵ςω͵Ϟς [6896=1387/88]· ΟΙ ΚΑΙ ΚΤΙΤΟΡΕΣ· ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ· ΔΙΑ ΣΥΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ· ΕΤΟΥΣ, ͵ςϠϞΒ΄ [=1483] ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΟΣ Β΄. ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ ΚΑ΄», (Ἀποκατάσταση Ὀρθογραφίας)].
Τό ἔτος 1389/90 ὁ πολύδραστος καί σοφός πατήρ τοῦ Μετεώρου Ἰωάσαφ διαθέτει ὅλη τήν δαπάνη γιά νά κτιστεῖ, στόν ἀπέναντι βορειοανατολικά κείμενο βράχο, ἡ ἱερά μονή τῆς Ὑψηλοτέρας[2], τήν ἀνέγερση τῆς ὁποίας ἀναθέτει στόν σπηλαιώτη μοναχό Δωρόθεο, ἄνδρα τολμηρό καί ἀεικίνητο. Ἀφιερώνει τήν ἱερά μονή στήν Παναγία τήν Ὑψηλοτέρα τῶν Οὐρανῶν καί ὁρίζει νά πανηγυρίζει στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.
Στό σκευοφυλάκιο τῆς μονῆς σώζεται ἀργυρόδετο μεγάλο κοχύλι, πού θεωρεῖται προσωπικό ποτήρι τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ. Στά χειρόγραφα τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἑλλάδος, ὑπάρχει προσωπικό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ μικροῦ σχήματος (ἀριθ. 58), τό ὁποῖο μεταφέρθηκε μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά χειρόγραφα κατά τό ἔτος 1882 στήν Ἀθήνα. Εἶναι γραμμένο καλλιγραφικά ἐπάνω σέ ἀρίστης ποιότητας περγαμηνή, φέρει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή τοῦ ἁγίου Ἰωάσαφ καί ἔχει ἀργυρόδετη στάχωση.
Δωρεές τῆς «χρυσῆς βασίλισσας» Μαρίας-Ἀγγελίνας, «δεσποίνης τῶν Ἰωαννίνων» στόν πεφιλημένο ἀδελφό της Ἰωάσαφ, εἶναι μία ποδέα προσκυνηταρίου, ὅπου ἐπάνω σέ βυσσινί ὁλοσηρικό ὕφασμα ἔχει τεθεῖ χρυσόπλεκτη δαντέλα διακοσμημένη μέ ἔνθετες σειρές μαργαριταριῶν. Ὁμοίως καί ἀξιόλογες φορητές εἰκόνες.
Τό ἔτος 1385/86 ὁ Ἰωάσαφ χρηματοδότησε τήν ἀντιγραφή τοῦ κώδικα 555 τοῦ Μεγάλου Μετεώρου (Πραξαπόστολου). Γραφέας ἦταν ὁ χαρτοφύλακας τῆς ἐπισκοπῆς Τρίκκης Θωμᾶς Ξηρός. Ἀξιοπαρατήρητη εἶναι ἡ σημείωση: «† ἐγράφη ἡ παροῦσα βίβλος τοῦ Μετεώρου. Διὰ συνδρομῆς καὶ ἐξόδου βασιλέως, τοῦ ὡς ἀληθῶς ἐν μοναχοῖς ὁσιωτάτου κυροῦ Ἰωάσαφ. Διὰ χειρὸς χαρτοφύλακος τῆς ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς Τρικκάλων ἐπὶ ἔτους ͵ϛωϟδ΄ [6894=1385/86], ὁπόταν τῇ τοῦ Θεοῦ παραχωρήσει καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ οὐ μόνον τῆς πόλεως Βεροίας ἀλλὰ καὶ παραμικρὸν τῆς ὑφηλίου γεγόνασι κύριοι» (Ἀποκατάσταση Ὀρθογραφίας).
Ὅταν ἔγινε ἡ εἰσβολή τῶν Τούρκων στήν Θεσσαλία καί ἡ κατάληψή της ἐπί Σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄ ὑπό τόν Ἑβρενός μπέη (1393/94-1394/95) καί κατά συνέπεια καί τῆς περιοχῆς τῶν Μετεώρων ἀπό τούς ἴδιους, ὁ μοναχός Ἰωάσαφ προφανῶς εὑρίσκετο σέ μέγα κίνδυνο, καθ’ ὅτι ἐκπροσωποῦσε τόν τελευταῖο ἀπόγονο τῆς σερβικῆς δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν. Γιά λόγους ἀσφαλείας ἀναγκάζεται νά καταφύγει μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο (τόν ἐπονομαζόμενο Παχύ) στό Ἅγιον Ὄρος ἐπί μία διετία (1394-96). Ἐκεῖ κατοικοῦν στό κελλί τοῦ Τιμίου Προδρόμου πού ἀνῆκε στήν μονή Βατοπεδίου καθώς καί σέ κελλί-μετόχι τῆς μονῆς Διονυσίου, (Actes de Dionysiou, σ. 72-73, ἀρ. 7).[3]
Ὁ Ἰωάσαφ τό ἔτος 1396 ἐπανέρχεται ὁριστικά νά ἐγκαταβιώσει στό Μεγάλο Μετέωρο, –τά τουρκικά στρατεύματα εἶχαν ἤδη ἀναχωρήσει γιά τήν Νικόπολη– καί τόν ἀκολουθοῦν ὁ ἱερομόναχος Σεραπίων καί ὁ μοναχός Φιλόθεος, ἐνῶ ὁ μοναχός Γεράσιμος ὁ Παχύς εἶχε ἤδη ἐκδημήσει πρός Κύριον.
Ὁ ὅσιος Ἰωάσαφ εἶχε συγκροτήσει μέ τήν καλωσύνη του καί τά πολλά του διοικητικά χαρίσματα ἕνα πολυπληθές κοινόβιο. Ἔτσι σέ ἐπιστολιμαῖο ἐκκλησιαστικό ἔγγραφο, τό ὁποῖο εἶχε συντάξει ὁ μητροπολίτης Λαρίσης Ἰωάσαφ γιά ὑποθέσεις τοῦ Μετεώρου, ἐξαίρει τίς ἀρετές τοῦ κτίτορα βασιλέως-μοναχοῦ τοῦ Μετεώρου καί τόν χαρακτηρίζει ὡς ἔχοντα «βίον καὶ πρᾶξιν καὶ πολιτείαν ἄμεμπτον».
Ἐπί ἐπισκόπου Σταγῶν Ματθαίου, στά 1422/23, συντάχτηκε σιγνογραφικό γράμμα σύμφωνα μέ τό ὁποῖο, ἡ μονή τοῦ Μετεώρου ἀνταλλάσσει ἕνα κτῆμα της «εἰς τόν Λάκκον» μετά ἑπτά λαϊκῶν, συγγενῶν μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι διέθεταν ἀπό κοινοῦ πατρικό χωράφι δίπλα σέ ἕνα μύλο τοῦ Μετεώρου. Ἔνθα σημειώνεται: «ἔτι ζῶντος τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν αὐθέντου καὶ βασιλέως, τοῦ κῦρ Ἰωάσαφ, εἰς τὰς κδ΄ τοῦ Φευβρουαρίου μηνός, μετὰ δὲ τὴν κοίμησιν τοῦ ἁγίου τοῦ βασιλέως κῦρ Ἰωάσαφ, πάλιν, ὑπείραμεν καί γίδια ιβ΄».
Ἐκ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἐξάγουμε τό συμπέρασμα ὅτι ἡ κοίμηση τοῦ «ὑπερτίμου καί ὑπερσέμνου ἐν μοναχοῖς» Ἰωάσαφ πρέπει νά συνέβη γύρω στά 1422/23.
Ἡ ἐκκλησία μας τόν κατέταξε στούς ἁγίους της καί τόν ἑορτάζει μαζί μέ τόν διδάσκαλο καί ἐν Κυρίῳ ἀνάδοχό του ὅσιο Ἀθανάσιο στίς 20 Ἀπριλίου.
Στήν ἱερά μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου φυλάσσονται, ὡς θησαυρός ἀνεκτίμητος, καί προσφέρονται σέ προσκύνηση μέσα σέ εἰδική λάρνακα οἱ ἱερές κάρες τῶν δύο κτιτόρων της ὁσίων Ἀθανασίου καί Ἰωάσαφ, καθώς καί ἡ ἁγία σιαγών τοῦ ὁσίου βασιλέως Ἰωάσαφ καί τμήματα λειψάνων ἐκ τῶν ὀστῶν του. Ἄνωθεν τῶν ἱερῶν αὐτῶν λειψάνων εἶναι ἀναμμένες τρεῖς κανδῆλες.
Παρακλητικό κανόνα στόν ἅγιο Ἰωάσαφ ἐποίησε ἡ Μοναχή Θεοτέκνη, καθώς καί Χαιρετιστηρίους Οἴκους ὁμοῦ μετά τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου. [Βλ. Ὑμνογραφικά Α΄, Παρακλητικοὶ Κανόνες - Χαιρετισμοί, Ἅγια Μετέωρα 1997, σ. 49-63, 65-80].
* * *
Πηγή: Θεοτεκνησ Μοναχησ, Πέτρινο Δάσος, Ἱερά Μοναστήρια, τ. Γ΄, (Ἱερά Μονή Μετεώρου καί Ἱερά μονή Βαρλαάμ). Ὑπό ἔκδοση.
Τά περισσότερα βιογραφικά στοιχεῖα τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ τά ἀντλοῦμε ἀπό τόν Βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί ἀπό τό Χρονικό τῶν Ἰωαννίνων.
* * *
Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ. ῏Ηχος Δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
[Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου]
Τρωθεὶς θείῳ ἔρωτι, τῷ Ζωδότῃ Χριστῷ, θερμῶς ἠκολούθησας, καταλιπὼν νουνεχῶς, τὰ ῥέοντα ἅπαντα· ὅθεν ἐν Μετεώροις, ὥσπερ ἄγγελος ζήσας, Ὅσιε Ἰωάσαφ, τοῖς ἀγγέλοις συνήφθης, μεθ’ ὧν ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
[1] Τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰώνα ἡ δυτική θεσσαλία εἶχε καταληφθεῖ ἀπό τήν σερβική δυναστεία τῶν Νεμανιδῶν. Ἀρχικά στά 1348 ἀπό τόν Σέρβο Στέφανο Δουσάν καί ἐν συνεχείᾳ τό ἔτος 1359 ἀνέλαβε τήν ἐξουσία ὁ ἑτεροθαλής ἀδελφός του Συμεών Οὔρεσης Παλαιολόγος (πατέρας τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ), ὁ ὁποῖος κατέστησε ἕδρα τοῦ βασιλείου του τά Τρίκαλα.
[2] Γιά τόν κτίστη τῆς Ὑψηλοτέρας μοναχό Δωρόθεο βλ. Θεοτεκνης Μοναχης, Ἱερά Ἀσκητήρια, τ. Α΄, σ. 310-319.
[3] Τίς πληροφορίες αὐτές συνάγουμε ἀπό δύο ἔγγραφα. Τό ἕνα ἔγγραφο φυλάσσεται στό Ἀρχεῖο τῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου, τό ὁποῖο ὑπογράφει ὁ ἡγούμενος τῆς Βατοπεδίου Θεοδώρητος (17 Ὀκτ. 1394). Τό δεύτερο ἔγγραφο φυλάσσεται στό Ἀρχεῖο τῆς μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους, ὑπογράφεται ἀπό τόν «Πρῶτο» τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἱερεμία καί τό συμβούλιο τῶν Καρυῶν (Νοέμβ. 1394). Αὐτό ἀναφέρεται στήν παραχώρηση τῶν κελλίων καί ἑνός ἀμπελῶνος στήν συνοδία τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ. Βλ. Oikonomidès, Actes de Dionysiou, σ. 72-73, ἀρ. 7.