Τό κάτωθι ἄρθρο δημοσιεύτηκε στό περιοδ. Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ. 283 (2016) 32-34 μέ τίτλο: «Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Σπηλαιώτης ἀσκητὴς καὶ θεόπνευστος κοινοβιάρχης».
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, ὁ πρῶτος οἰκιστής καί κτίτωρ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Μετεώρου, εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀσκητικούς καί νηπτικούς πατέρες τοῦ 14ου αἰώνα. Εἶναι ὁ καθηγητής τοῦ Μετεωρίτικου μοναχισμοῦ. Ἀνήκει στίς μεγάλες μοναστικές φυσιογνωμίες, μέ ὁσιότητα βίου καί ὀργανωτική κοινοβιακή ἱκανότητα θαυμαστή.
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε τό 1302/3 στήν Νέα Πάτρα [σημερινή Ὑπάτη] τῆς Φθιώτιδας, ἀπό γονεῖς πλούσιους καί ἐπιφανεῖς. Μένοντας ὀρφανός ἀπό γονεῖς καί, ἀργότερα, χωρίς κηδεμόνα, προσελήφθη ὡς ὑπάλληλος στό σπίτι ἑνός πλουσίου νοταρίου, δηλαδή γραφέα τῶν βασιλικῶν ὁρισμῶν, στήν Θεσσαλονίκη, ὅπου καί παρακολούθησε μαθήματα τῆς ἐγκυκλίου παιδείας. Σέ νεαρή ἡλικία ἐπισκέφθηκε τήν Κωνσταντινούπολη γιά νά προσκυνήσει τούς ἱερούς ναούς καί τά ἅγια Λείψανα. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μέ κορυφαίους διδασκάλους τοῦ ἡσυχασμοῦ: τόν ὅσιο Γρηγόριο τόν Σιναΐτη (1255/56-1337), τόν ὅσιο Δανιήλ τόν ἡσυχαστή, τόν γέροντα Μωϋσῆ, τόν ὅσιο Ἰσίδωρο [Βουχειρᾶ], κατόπιν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (1347-50), καί τόν ἱερομόναχο Κάλλιστο τῆς σκήτης Μαγουλᾶ, κατόπιν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (1350-53,1355-63/64). Ἀπό αὐτούς πολύ ὠφελήθηκε πνευματικά, διότι διδάχθηκε τίς προϋποθέσεις καί τίς μεθόδους τῆς νοερᾶς προσευχῆς· τῆς χαρισματικῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία δέν δίδεται στούς κενόδοξους ἀλλά στούς συντετριμμένους καί ταπεινούς τῇ καρδίᾳ, καθώς γράφει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης.
Ἡ Παναγία ὁδήγησε ἀρχικά τά βήματά του στό Ἅγιον Ὄρος, στό δυσπρόσιτο καί ὀρεινό κελλίο τῆς Μηλαίας, ὅπου κατοικοῦσε ὁ ὁσιώτατος Κωνσταντινοπολίτης ἱερομόναχος Γρηγόριος «ὁ πάνυ», μέ δύο συνασκητές, πλησίον τῆς σκήτης τοῦ Μαγουλᾶ. Στήν μοναχική του κουρά ἔλαβε τό ὄνομα Ἀθανάσιος, πρός τμήν τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ὡς ὑποτακτικός ἐπέδειξε τελεία ὑποταγή καί αὐτοθυσία.
Μιά ληστρική τουρκική ἐπιδρομή, πού ἔγινε γύρω στά 1333 στήν καλύβη τους, ἀνάγκασε τούς Πατέρες νά ἐγκαταλείψουν τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς τους καί νά ἔλθουν στά Μετέωρα. Οἱ ὅσιοι ἀσκητές ἀνῆλθαν (1333/4) στόν λεγόμενο Στύλο Σταγῶν, στόν πανύψηλο σημερινό βράχο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μετεώρων, καί ἔζησαν τά πρῶτα μετεωρίτικα βιώματα, λατρεύοντας τόν Θεό στόν λαξευτό ναό τῶν Ταξιαρχῶν, πού προϋπῆρχε, καί μένοντας στά γύρω σπήλαια. Οἱ κάτοικοι ἀπό τήν γειτονική κωμόπολη καί ἄλλοι ξένοι ἄρχισαν νά ἀνεβαίνουν στόν Στύλο, γιά νά πάρουν τήν εὐλογία τοῦ σεπτοῦ γέροντα Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ἦταν «πράξει καὶ θεωρίᾳ χάριτι μεστὸς» καί ἔφερναν συγχρόνως τά χρειώδη γιά τούς νεόφερτους στυλίτες. Ἐν τῷ μεταξύ ἦλθαν καί ἄλλοι ἀδελφοί ὡς συμμοναστές, ἀλλά ὁ διακριτικός Γέροντας, πού ἐγνώριζε ποιά ἡσυχαστική φλόγα ἔκαιγε στήν καρδιά τοῦ ἀφοσιωμένου του ὑποτακτικοῦ, ἔδωσε ἐντολή στόν ἀσκητή Ἀθανάσιο τίς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας νά ἡσυχάζει στό κούφωμα ἑνός βράχου, «ἔν τινι τρώγλῃ τῆς πέτρας» καί τό Σαββατοκύριακο νά διάγει μαζί τους. Οἱ δαίμονες λύσσαξαν γιά τήν ἄφιξη τοῦ δυναμικοῦ τους ἀντιπάλου. Ὁ διορατικός προεστώς τούς εἶδε μία νύκτα νά κυκλώνουν τήν σπηλιά τοῦ Ἀθανασίου καί νά προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στό «ἀπύθμενον χάος».
Ὁ ὅσιος Γρηγόριος, τότε, τόν προστάζει νά ἀλλάξει τόπο ἀσκήσεως καί ἔτσι ἐγκαθίσταται σέ σπήλαιο στήν νοτιοανατολική πλευρά τοῦ Στύλου, τό γνωστό σήμερα ὡς Παλαιομονάστηρο. Δέν μποροῦσε νά ὑπομείνει ὅμως τούς θορύβους ἐκ τοῦ κόσμου, ἐπειδή τό χωριό, οἰκισμός ποιμένων, εὑρισκόταν πολύ κοντά. Παρακαλεῖ ἔτσι τόν γέροντα Γρηγόριο καί κατέρχεται τοῦ Στύλου καί ἐγκαθίσταται, κοντά στήν Δρακοσπηλιά, ὅπου ἔφθαναν τά κτήματα τοῦ Στύλου. Ἐνοίκησε, τότε, μέσα σέ δυσπρόσιτο σπήλαιο, δίπλα ἀπό τήν Ἁγία Μονή, ἡ ὁποία λεγόταν τότε κελλί τοῦ Βαρλαάμ, διότι ἐκεῖ πρωτοκατοίκησε ὁ ἐν λόγῳ ἐρημίτης. Στό ἐν λόγῳ σπήλαιο ἀσκήτευε καί τίς ἕξι ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας, ἐνῶ τήν Κυριακή ἀνέβαινε στόν Στύλο νά συμψάλλει μέ τούς ἀδελφούς καί νά κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Δέν ἔμεινε ὅμως καί ἐκεῖ ἄνευ πειρασμῶν. Γιατί κάποια νύκτα δέχτηκε ἐπίθεση λῃστῶν, οἱ ὁποῖοι δέν βρῆκαν τίποτε ἄλλο στό κελλί του, παρά μόνον μία λήκυθο μέ λάδι καί λίγους ξερούς ἄρτους. Ἡ νέα ταλαιπωρία ὁδηγεῖ τόν ὅσιο σέ ἀναζήτηση ὑψηλότερου βράχου, πέραν τῶν ὁρίων τοῦ Στύλου. Ἔμεινε γιά λίγο διάστημα σέ ἕνα μικρό βράχο μεταξύ Βαρλαάμ καί Μετεώρου.
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος γύρω στά 1343/44 ἀνέβηκε μαζί μέ τούς ἀδελφούς Παχώμιο καί Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἱερέας, στόν πολύ ψηλό καί πλατύ ἀπομακρυσμένο βράχο τοῦ Μετεώρου καί διαπίστωσε ὅτι ἦταν κατάλληλος γιά ἀσκητική του παλαίστρα. Ὁ ὅσιος κατοίκησε γιά λίγο διάστημα, στήν μέση περίπου τῆς σημερινῆς κλίμακας, σέ εὐρύχωρο σπήλαιο, τό ὁποῖο εὑρισκόταν «ἐχόμενα [=συνεχόμενα] τῆς βάσεως τῆς κλίμακος». Ἐκεῖ δημιούργησε δύο κελλία γιά κατοικία, τό ἕνα τοῦ προεστοῦ καί τό ἄλλο τῶν δύο πατέρων. Σήμερα ἔχει στηθεῖ στό εὐρύχωρο ἄνοιγμα τό προσκυνητάρι τῆς Μεταμορφώσεως.
Ὁ ὅσιος ἀνακαλύπτει ἀργότερα ἕνα στενόμακρο σπήλαιο ψηλότερα, τό ὁποῖο καί διαμορφώνει σέ ἐκκλησάκι ἀφιερωμένο στήν Παναγία τήν Μετεωρίτισσα Πέτρα, καί τμῆμα αὐτοῦ γιά κελλί. Ἐπάνω στόν Πλατύλιθο ἤ Μετέωρο, ὅπως λογιώτερα τόν μετωνόμασε, ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος συγκέντρωσε σύν τῷ χρόνῳ καί ἄλλους ἀδελφούς, στήν ἀρχή μέ σχετική ἐξάρτηση ὡς παρακελλιῶτες, ἀργότερα ὡς κοινοβιάτες μέ αὐστηρό κανονισμό, κατά τό πρότυπο τῶν κοινοβίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού εἶχε γνωρίσει. Μετά τόν ἀρχικό μικρό ναό τῆς Θεοτόκου, ὅταν πλήθυναν οἱ ἀδελφοί, μέ ἔξοδα ἑνός Σέρβου ἄρχοντα, ὁ ὅσιος ποιμένας ἀνήγειρε ναό ἀφιερωμένο στήν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ἀφοῦ σάν σέ ἄλλο Θαβώρ, ἐκλεκτός καί αὐτός τοῦ Κυρίου μαθητής, εἶχε θεῖες ἀναβάσεις καί ἀποκαλύψεις οὐράνιες. Ἄλλωστε εἶναι ἡ ἐποχή πού ἐκφράστηκαν οἱ περί ἀκτίστου φωτός θεολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὡς ἡσυχαστής
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος εἶχε συλλάβει τό ἰδανικό τοῦ αὐθεντικοῦ μοναχοῦ καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ τό παρουσίαζε σαρκωμένο στήν προσωπική του ζωή. Μέ ὅλη τήν πολυχρόνια καί κοπιαστική ἄσκηση, μέ ὅλο τό περασμένο τῆς ἡλικίας, ἀκλόνητος στίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες ἔψαλλε μέ πάθος στόν Κύριο: «Οὐ γὰρ –ἀναφέρει ὁ βιογράφος του– οἶδε αὐτόν τις ποτε νυστάξαντα, οὔτε ἐν ψαλμωδίᾳ, οὔτε ἐν ἀναγνώσει, ἀλλ’ ὡς ἀνδριάς τις ἦν καὶ στύλος ἐν ταῖς παννυχίσι τῶν ἑορτῶν». Καί πῶς νά κολλήσει ὕπνος στόν ἅγιο, πού εἶχε πρό ὀφθαλμῶν συνεχῶς τόν θάνατο καί μόνιμο στήν καρδιά του τό κατά Θεόν πένθος; «Ἀπόδειξις ὁ τάφος, ὃν ἐχόμενα ὤρυξε τῆς κέλλης αὐτοῦ οἰκειοχείρως, οὗ ἀπέναντι καθήμενος καθ’ ἑκάστην ἐπένθει».
Σύννους καί ὀλιγόλογος, ἀσκῶν ἐν γνώσει σιωπήν, «ἱερῶς ἡσυχάζων» κατά τήν παλαμική ἔκφραση, ἀπέφευγε περιττές συζητήσεις, σωζόμενος ἔτσι ἀπό τόν δαίμονα τῆς καταλαλιᾶς καί τοῦ ψεύδους. Μέ τό πλῆθος τῶν μετανοιῶν στό κελλί του καί τίς πολύτιμες μελέτες τῆς Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων ἐξεδίωκε τόν δαίμονα τῆς ἀκηδίας, τόν τυραννικό ἐπισκέπτη τῶν ἡσυχαστῶν.
Καθ’ ὅλη του τήν μοναχική βιοτή ἐβάσταξε «τὸ ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐσθίειν» καί αὐτό λίαν ἐγκρατῶς. Ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ βιογράφος του, ἡ ζωή του κύλισε μέ «βραχύτατη μονοφαγία». Ἐκ δέ τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης ἐκαθάρθη ὁ νοῦς του καί ἔφθασε σέ ὕψη θεωρίας. Ὁ βιογράφος του Νεῖλος Σταυρᾶς ἀναφέρει ὅτι μόνο δύο σύγχρονοί του ἁγιορεῖτες ἦταν ἰσοστάσιοι στήν νηπτική ἐργασία.
Ἀλλά κυρίως ὁ ὅσιος προσπαθοῦσε νά κατακτήσει τήν πιό μεγάλη ἀρετή, τήν ταπεινοφροσύνη, κρύβοντας ἐπιμελῶς τίς πνευματικές του ἀσκήσεις καί τό ὕψος τῆς ἀρετῆς του. «Ἔσπευδε γὰρ διὰ θυρεοῦ ταπεινώσεως ἄσυλον τηρῆσαι τὸν θησαυρόν». Καί ὅταν τόν ἐρωτοῦσαν γιά ὑψηλές θεωρίες καί οὐράνια βιώματα, ἔλεγε μέ ταπείνωση, ὅτι αὐτός εἶναι ἀρχάριος, ἰδιώτης καί ἀγροῖκος καί ὅτι δέν ἤξερε ἀπ’ αὐτά. Καί ἐνῶ ἦταν ἄξιος γιά ἀρχιερωσύνη, δέν δέχτηκε οὔτε τόν βαθμό τῆς ἱερωσύνης, γιά νά μείνει μέχρι τέλος ταπεινός ἡσυχαστής μοναχός.
Ἐμπνευσμένος ἀπό τήν ἁγία του μορφή ὁ ἑλληνοσέρβος βασιλεύς Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος ἀνῆλθε στό Μετέωρο καί ἔγινε ὑποτακτικός του καί μετά θάνατον προεστώς καί συγκτίτωρ. Ἀκόμη καί πνευματικοί γέροντες ἁγιορεῖτες, παλαιοί του γνώριμοι ἐκ τοῦ Ἄθω, ὅπως ὁ Ἰγνάτιος καί ὁ Ἀγάθων παρέλαβαν τούς ὑποτακτικούς τους καί ἦλθαν στήν ὑποταγή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου δείχνοντας ἀπεριόριστη εὐλάβεια καί ἀγάπη στόν φωτισμένο προεστῶτα τους.
Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὡς καθοδηγητής τοῦ κοινοβίου
Ἡ πολυχρόνια ὑπακοή στόν γέροντά του καί ἡ ἐκείνου παιδαγωγία καί πείρα τόν κατέστησαν διακριτικότατο ποιμένα. Ὁ ὅσιος συνέταξε τόν κανονικό τύπο [=κανονισμό τοῦ ἀσκητηρίου του] ἐπάνω σέ χαρτί, ἰδίαις χερσί, καί τόν κατοχύρωσε μέ τήν ἀρχιερατική ἔγκριση.
Ἄν κανείς ἀμελοῦσε τόν καθ’ ἡμέραν κανόνα του, δηλαδή τίς τακτές μετάνοιες καί προσευχές, τήν ἑπομένη ἡμέρα τό πρωΐ τό ἀνέφερε στόν Ὅσιο καί ἐκεῖνος ἔθετε κανόνα ὑδροποσίας μόνο, ἤ ἀσιτίας καί διπλό κανόνα προσευχῆς. Γιά τούς ἀδιάφορους συγγενεῖς του πού κατέφθαναν στό Μετέωρο, ἀσκῶν ξενιτεία καί ἀποταγή, δέν ἔδειχνε καμία φροντίδα. «Συγγενεῖς μου εἰσι οὗτοι· οἱ συναγωνιζόμενοι μετ’ ἐμοῦ» ἔλεγε καί στήριζε τούς ὑποτακτικούς του. Ἀντίθετα ἐν πάσῃ ἀφοσιώσει τιμοῦσε τόν ἐν Κυρίῳ γεννήσαντα αὐτόν ἅγιο γέροντα Γρηγόριο. Συμπονώντας στούς κόπους τῶν Πατέρων γιά τό ἀνέβασμα μέ ὑλικά στόν πανύψηλο βράχο ζητεῖ τήν οἰκονομική χορηγία κάποιου Σέρβου ἄρχοντα καί συντέμνει τήν κλίμακα καί δημιουργεῖ τήν ὑπάρχουσα λαξευτή στόν βράχο στοά.
Διακριτικός κοινοβιάρχης ὁ Ὅσιος «τοῖς μὲν γηραιοῖς ἐργόχειρα προσέταξε μετέρχεσθαι, ὅσα θορύβου καὶ κτύπων καὶ συγχύσεως κοσμικῆς εἰσιν ἄμοιρα. Τοῖς δὲ σφριγῶσι νέοις σκαπάναις ἐπέταξε φέρειν καὶ τὴν γῆν ἐργάζεσθαι, ἵνα αὐτοὶ μὲν ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν τρέφωνται καὶ τοῖς ἐνδεέσι χορηγῶσι».
Ἀσκητής, ἡσυχαστής, ἄγρυπνος ποιμένας ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ἔλαβε ἀπό τόν Θεό μεγάλα χαρίσματα. Χάρισμα νά προλέγει τά μέλλοντα καί χάρισμα νά θαυματουργεῖ. Τήν ἡμέρα δέ κατά τήν ὁποία στήν Κωνσταντινούπολη ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ πνευματικός του πατέρας Γρηγόριος, ὁ διορατικός Ἀθανάσιος, ἀφοῦ προσκάλεσε τούς ἀδελφούς, τούς εἶπε: «Δεῦτε, ἀδελφοί, ποιήσωμεν σύναξιν ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ πατρός. Οἶμαι γάρ [= διότι νομίζω] ἄρτι πρὸς Κύριον ὑπάγειν, ὅπως δεηθῇ καὶ ὑπὲρ ἡμῶν».
Ἡ ἐκδημία τοῦ Ὁσίου
Γιά νά λάβει καί τόν στέφανο τῆς ἀσθενείας ὁ Θεός παρεχώρησε στόν γενναῖο ἀσκητή ὅσιο Ἀθανάσιο νά προσβληθεῖ ἀπό κίρρωση τοῦ ἥπατος. Σέ σαράντα μέρες ὁ Κύριος τόν ἐκάλεσε κοντά Του. Λίγο πρίν σύναξε τούς ἀδελφούς, τούς ἔδωσε τίς τελευταῖες παραγγελίες καί τήν εὐχή του. Τό κύκνειο ἆσμα του πρός τούς συνασκητές πατέρες εἶναι συγκινητικό: «Καί πρῶτα πρῶτα σᾶς ἐμπιστεύομαι στήν Σκέπη τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καθώς καί τό μοναστήρι μας βρίσκεται ὑπό τήν προστασία της, στήν ὁποία ἐγώ, ἔχοντας τίς ἐλπίδες καί τήν πίστη μου ἕως σήμερα, δέν στερήθηκα τίποτε ἀπό τά ἀναγκαῖα. Καί πάλι ἐλπίζω ὅτι μέ τήν μεσιτεία καί τήν χάρη της θά σωθῶ, ἄν καί τίποτε καλό δέν ἔπραξα σ’ ὅλη μου τήν ζωή... Καί ἀναμεταξύ σας νά ἔχετε ἀγάπη καί ὁμόνοια καί νά ζεῖτε σύμφωνα μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων πατέρων ... Λοιπόν, ἀδελφοί μου, εὔχομαι νά πετύχετε ὅλοι τήν σωτηρία σας καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης νά εἶναι μέ ὅλους σας». Στίς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1380 ὁ πολιός ἀσκητής Ἀθανάσιος ἄφινε τούς Μετέωρους βράχους γιά νά σκηνώσει στίς αἰώνιες μονές τοῦ Οὐρανοῦ. Ἐλείανε τόν βράχο μέ τίς γονυκλισίες του καί τόν ἄοικο Πλατύλιθο μετέβαλε σέ ἱερό φροντιστήριο ὁσίων πατέρων.ά θαύματα, πού ἀκολούθησαν τήν κοίμησή του καί ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων του, ἦταν μία ἀκόμη ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη, τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας κατέταξε στούς ἁγίους της καί οἱ μοναχοί στούς κορυφαίους τους καθηγητές. Ἑορτάζεται συνήθως τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Ἡ ἁγία Κάρα του τίθεται πρός προσκύνηση στό καθολικό τοῦ Ἁγίου Μετεώρου, ὁμοῦ μέ τήν τιμία Κάρα τοῦ β΄ κτίτορα ἁγίου Ἰωάσαφ.
Τό ἔτος 2006 ὁ πολύδραστος ἡγούμενος τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Ἀθανάσιος Ἀναστασίου ἀνήγειρε περικαλλή μετοχιακό ναό στήν Ὑπάτη, στόν χῶρο τῆς πατρικῆς οἰκίας τοῦ ὁσίου. Ὁ ἐν λόγῳ ναός τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη ἐγκαινιάστηκε στίς 27 Αὐγούστου 2006 ὑπό τοῦ μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου.
Σέ ἕνα τροπάριο τῆς ἐνάτης ὠδῆς ὁ ὑμνογράφος θεόπνευστα προτρέπει νά γεραίρουμε τόν ἀετό τῶν βράχων: «Ὁ πύργος ἐκκλησίας ὁ ἀῤῥαγής / μοναστῶν Ταξιάρχης ὁ κράτιστος, ὁ ἀπλανής, / πᾶσι τῆς ἀσκήσεως ὁδηγός, / τοῦ Μετεώρου καύχημα, τούτου τοῦ γηλόφου τοῦ ἱεροῦ, / δομήτωρ καὶ προστάτης, / ἐπίσκοπος καὶ φύλαξ, ὕμνοις τιμάσθω Ἀθανάσιος».
Πηγή: Θεοτεκνησ Μοναχησ, «Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Σπηλαιώτης ἀσκητὴς καὶ θεόπνευστος κοινοβιάρχης», περιοδικό Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ. 283 (2016) 32-34.
* * *
Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου περιέχεται στόν κώδικα ὑπ᾿ ἀριθ. 257 Ε.Β.Ε., στά φ. 247r-257v, (τέλη 14ου αἰ.), συντάκτης καί κωδικογράφος εἶναι ὁ μοναχός τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας Νεῖλος Σταυρᾶς. Ὁ βίος περιέχεται ἐπίσης στόν κώδ. ὑπ᾿ ἀριθ. 404, μονῆς Μετεώρου, φ. 323r-340v, (ἔτους 1570). Ὁλοκληρωμένη ἐπιστημονική ἔκδοση γιά τόν ὅσιο Ἀθανάσιο συνέγραψε ὁ καθηγητής Δημήτριος Σοφιανός μέ τίτλο: Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Βίος - Ἀκολουθία - Συναξάρια, Προλεγόμενα, Μετάφραση τοῦ βίου, Κριτική ἔκδοση τῶν κειμένων, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως), Ἅγια Μετέωρα 1990.
* * *
Ἀπολυτίκιον τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου.
Ἦχος γ΄. Μέγαν εὕρατο.
Στῦλoς ἄσειστος καὶ στεῤῥρὸν τεῖχος, καὶ προπύργιον, γενοῦ καὶ σκέπη, τοῦ σοῦ ποιμνίου, σοφὲ Ἀθανάσιε, τῶν πρεσβειῶν σου σκεπάζων ταῖς πτέρυξι, τοὺς ἐν αὐτῷ ἀσκουμένους ἑκάστοτε· πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν δοξάζοντας, καὶ ἀνυμνοῦντας ἐκ πόθου τὴν μνήμην σου.