Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης (1302/3-1380), σπηλαιώτης ἀσκητής καί θεόπνευστος κοινοβιάρχης

Τό κάτωθι ἄρθρο δημοσιεύτηκε στό περιοδ. Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ. 283 (2016) 32-34 μέ τίτλο: «Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Σπηλαιώτης ἀσκητὴς καὶ θεόπνευστος κοινοβιάρχης».

Ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Με­τε­ω­ρί­της, ὁ πρῶ­τος οἰ­κι­στής καί κτί­τωρ τῆς μο­νῆς τοῦ ἁ­γί­ου Με­τε­ώ­ρου, εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­σκη­τι­κούς καί νη­πτι­κούς πα­τέ­ρες τοῦ 14ου αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ὁ κα­θη­γη­τής τοῦ Με­τε­ω­ρί­τι­κου μο­να­χι­σμοῦ. Ἀ­νή­κει στίς με­γά­λες μο­να­στι­κές φυ­σι­ο­γνω­μί­ες, μέ ὁ­σι­ό­τη­τα βί­ου καί ὀρ­γα­νω­τι­κή κοι­νο­βι­α­κή ἱ­κα­νό­τη­τα θαυ­μα­στή.

Ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος γεν­νή­θη­κε τό 1302/3 στήν Νέ­α Πά­τρα [ση­με­ρι­νή Ὑ­πά­τη] τῆς Φθι­ώ­τι­δας, ἀ­πό γο­νεῖς πλού­σι­ους καί ἐ­πι­φα­νεῖς. Μέ­νον­τας ὀρ­φα­νός ἀ­πό γο­νεῖς καί, ἀργότερα, χω­ρίς κη­δε­μό­να, προ­σε­λή­φθη ὡς ὑ­πάλ­λη­λος στό σπί­τι ἑ­νός πλου­σί­ου νο­τα­ρί­ου, δη­λα­δή γρα­φέ­α τῶν βα­σι­λι­κῶν ὁ­ρι­σμῶν, στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅπου καί παρακολούθησε μαθήματα τῆς ἐγκυκλίου παιδείας. Σέ νεαρή ἡλικία ἐ­πι­σκέ­φθη­κε τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη γι­ά νά προ­σκυ­νή­σει τούς ἱ­ε­ρούς να­ούς καί τά ἅ­γι­α Λεί­ψα­να. Ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε μέ κο­ρυ­φαί­ους δι­δα­σκά­λους τοῦ ἡ­συ­χα­σμοῦ: τόν ὅ­σι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Σι­να­ΐ­τη (1255/56-1337), τόν ὅ­σι­ο Δα­νι­ήλ τόν ἡ­συ­χα­στή, τόν γέ­ρον­τα Μω­ϋ­σῆ, τόν ὅ­σι­ο Ἰ­σί­δω­ρο [Βου­χει­ρᾶ], κα­τό­πιν πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (1347-50), καί τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Κάλ­λι­στο τῆς σκή­της Μα­γου­λᾶ, κα­τό­πιν πα­τρι­άρ­χη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως (1350-53,1355-63/64). Ἀπό αὐτούς πο­λύ ὠ­φε­λή­θη­κε πνευ­μα­τι­κά, δι­ό­τι δι­δά­χθη­κε τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί τίς με­θό­δους τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς· τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, ἡ ὁ­ποί­α δέν δί­δε­ται στούς κε­νό­δο­ξους ἀλ­λά στούς συν­τε­τριμ­μέ­νους καί τα­πει­νούς τῇ καρ­δί­ᾳ, κα­θώς γρά­φει ὁ ὅσιος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Σι­να­ΐ­της.

Ἡ Πα­να­γί­α ὁ­δή­γη­σε ἀρ­χι­κά τά βή­μα­τά του στό Ἅγιον Ὄρος, στό δυ­σπρό­σι­το καί ὀ­ρει­νό κελ­λί­ο τῆς Μη­λαί­ας, ὅ­που κα­τοι­κοῦ­σε ὁ ὁσιώτατος Κων­σταν­τι­νο­πο­λί­της ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Γρη­γό­ρι­ος «ὁ πά­νυ», μέ δύ­ο συνασκητές, πλησίον τῆς σκή­της τοῦ Μα­γου­λᾶ. Στήν μο­να­χι­κή του κου­ρά ἔ­λα­βε τό ὄ­νο­μα Ἀθανάσιος, πρός τμήν τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Ὡς ὑποτακτικός ἐπέδειξε τελεία ὑποταγή καί αὐτοθυσία.

osios athanasios 2Μι­ά λη­στρι­κή τουρκική ἐ­πι­δρο­μή, πού ἔ­γι­νε γύ­ρω στά 1333 στήν κα­λύ­βη τους, ἀ­νάγ­κα­σε τούς Πα­τέ­ρες νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τόν τό­πο τῆς ἀ­σκή­σε­ώς τους καί νά ἔλθουν στά Μετέωρα. Οἱ ὅσιοι ἀσκητές ἀνῆλθαν (1333/4) στόν λε­γό­με­νο Στύ­λο Στα­γῶν, στόν πανύψηλο ση­με­ρι­νό βρά­χο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος Μετεώρων, καί ἔ­ζη­σαν τά πρῶ­τα με­τε­ω­ρί­τι­κα βι­ώ­μα­τα, λα­τρεύ­ον­τας τόν Θε­ό στόν λα­ξευ­τό να­ό τῶν Τα­ξι­αρ­χῶν, πού προ­ϋ­πῆρ­χε, καί μένοντας στά γύ­ρω σπή­λαι­α. Οἱ κά­τοι­κοι ἀ­πό τήν γει­το­νι­κή κω­μό­πο­λη καί ἄλ­λοι ξέ­νοι ἄρ­χι­σαν νά ἀνεβαίνουν στόν Στύ­λο, γι­ά νά πά­ρουν τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ σεπτοῦ γέ­ρον­τα Γρη­γο­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν «πρά­ξει καὶ θε­ω­ρί­ᾳ χά­ρι­τι με­στὸς» καί ἔ­φερ­ναν συγ­χρό­νως τά χρει­ώ­δη γι­ά τούς νε­ό­φερ­τους στυ­λί­τες. Ἐν τῷ με­τα­ξύ ἦλ­θαν καί ἄλ­λοι ἀ­δελ­φοί ὡς συμ­μο­να­στές, ἀλλά ὁ δι­α­κρι­τι­κός Γέ­ρον­τας, πού ἐ­γνώ­ρι­ζε ποι­ά ἡ­συ­χα­στι­κή φλό­γα ἔ­και­γε στήν καρ­δι­ά τοῦ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νου του ὑ­πο­τα­κτι­κοῦ, ἔ­δω­σε ἐν­το­λή στόν ἀσκητή Ἀ­θα­νά­σι­ο τίς πέν­τε ἡ­μέ­ρες τῆς ἑ­βδο­μά­δας νά ἡ­συ­χά­ζει στό κού­φω­μα ἑ­νός βρά­χου, «ἔν τι­νι τρώ­γλῃ τῆς πέ­τρας» καί τό Σαβ­βα­το­κύ­ρι­α­κο νά δι­ά­γει μα­ζί τους. Οἱ δαί­μο­νες λύσ­σα­ξαν γι­ά τήν ἄ­φι­ξη τοῦ δυ­να­μι­κοῦ τους ἀν­τι­πά­λου. Ὁ δι­ο­ρα­τι­κός προεστώς τούς εἶ­δε μί­α νύ­κτα νά κυ­κλώ­νουν τήν σπη­λι­ά τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου καί νά προ­σπα­θοῦν νά τόν γκρε­μί­σουν στό «ἀ­πύθ­με­νον χά­ος».

Ὁ ὅσιος Γρηγόριος, τό­τε, τόν προ­στά­ζει νά ἀλ­λά­ξει τό­πο ἀ­σκή­σε­ως καί ἔτ­σι ἐγ­κα­θί­στα­ται σέ σπή­λαι­ο στήν νοτιοα­να­το­λι­κή πλευ­ρά τοῦ Στύ­λου, τό γνω­στό σή­με­ρα ὡς Πα­λαι­ο­μο­νά­στη­ρο. Δέν μπο­ροῦ­σε νά ὑ­πο­μεί­νει ὅ­μως τούς θο­ρύ­βους ἐκ τοῦ κό­σμου, ἐ­πει­δή τό χω­ρι­ό, οἰ­κι­σμός ποι­μέ­νων, εὑ­ρι­σκό­ταν πο­λύ κον­τά. Πα­ρα­κα­λεῖ ἔτ­σι τόν γέ­ρον­τα Γρη­γό­ρι­ο καί κα­τέρ­χε­ται τοῦ Στύ­λου καί ἐγ­κα­θί­στα­ται, κον­τά στήν Δρα­κο­σπη­λι­ά, ὅ­που ἔ­φθα­ναν τά κτή­μα­τα τοῦ Στύ­λου. Ἐνοίκησε, τότε, μέσα σέ δυ­σπρό­σι­το σπή­λαι­ο, δί­πλα ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Μο­νή, ἡ ὁ­ποία λε­γό­ταν τό­τε κελ­λί τοῦ Βαρ­λα­άμ, διότι ἐκεῖ πρωτοκατοίκησε ὁ ἐν λόγῳ ἐρημίτης. Στό ἐν λόγῳ σπήλαιο ἀ­σκή­τευ­ε καί τίς ἕ­ξι ἡ­μέ­ρες τῆς ἑ­βδο­μά­δας, ἐ­νῶ τήν Κυ­ρι­α­κή ἀ­νέ­βαι­νε στόν Στύ­λο νά συμ­ψάλ­λει μέ τούς ἀ­δελ­φούς καί νά κοι­νω­νεῖ τῶν Ἀ­χράν­των Μυ­στη­ρί­ων. Δέν ἔ­μει­νε ὅ­μως καί ἐ­κεῖ ἄ­νευ πει­ρα­σμῶν. Γι­α­τί κά­ποι­α νύ­κτα δέχ­τη­κε ἐ­πί­θε­ση λῃ­στῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν βρῆ­καν τί­πο­τε ἄλ­λο στό κελ­λί του, πα­ρά μό­νον μί­α λή­κυ­θο μέ λάδι καί λί­γους ξε­ρούς ἄρ­τους. Ἡ νέ­α τα­λαι­πω­ρί­α ὁ­δη­γεῖ τόν ὅ­σι­ο σέ ἀ­να­ζή­τη­ση ὑ­ψη­λό­τε­ρου βρά­χου, πέ­ραν τῶν ὁ­ρί­ων τοῦ Στύ­λου. Ἔμεινε γιά λίγο διάστημα σέ ἕνα μικρό βράχο μεταξύ Βαρλαάμ καί Μετεώρου.

Ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος γύρω στά 1343/44 ἀ­νέ­βη­κε μαζί μέ τούς ἀδελφούς Παχώμιο καί Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἱερέας, στόν πο­λύ ψη­λό καί πλα­τύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο βρά­χο τοῦ Μετεώρου καί δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λος γι­ά ἀ­σκη­τι­κή του πα­λαί­στρα. Ὁ ὅσιος κα­τοί­κη­σε γι­ά λί­γο δι­ά­στη­μα, στήν μέ­ση πε­ρί­που τῆς ση­με­ρι­νῆς κλί­μα­κας, σέ εὐ­ρύ­χω­ρο σπή­λαι­ο, τό ὁποῖο εὑρι­σκό­ταν «ἐ­χό­με­να [=συ­νε­χό­με­να] τῆς βά­σε­ως τῆς κλί­μα­κος». Ἐκεῖ δημιούργησε δύο κελλία γιά κατοικία, τό ἕνα τοῦ προεστοῦ καί τό ἄλλο τῶν δύο πατέρων. Σήμερα ἔ­χει στη­θεῖ στό εὐρύχωρο ἄνοιγμα τό προ­σκυ­νη­τά­ρι τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως.

Ὁ ὅ­σι­ος ἀ­να­κα­λύ­πτει ἀρ­γό­τε­ρα ἕνα στενόμακρο σπήλαιο ψηλότερα, τό ὁποῖο καί διαμορφώνει σέ ἐκ­κλη­σά­κι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στήν Πα­να­γί­α τήν Με­τε­ω­ρί­τισ­σα Πέ­τρα, καί τμῆμα αὐτοῦ γιά κελλί. Ἐ­πά­νω στόν Πλα­τύ­λι­θο ἤ Με­τέ­ω­ρο, ὅ­πως λο­γι­ώ­τε­ρα τόν με­τω­νό­μα­σε, ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος συγ­κέν­τρω­σε σύν τῷ χρό­νῳ καί ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς, στήν ἀρ­χή μέ σχε­τι­κή ἐ­ξάρ­τη­ση ὡς πα­ρα­κελ­λι­ῶ­τες, ἀρ­γό­τε­ρα ὡς κοι­νο­βι­ά­τες μέ αὐ­στη­ρό κα­νο­νι­σμό, κα­τά τό πρό­τυ­πο τῶν κοι­νο­βί­ων τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, πού εἶ­χε γνω­ρί­σει. Με­τά τόν ἀρ­χι­κό μι­κρό να­ό τῆς Θε­ο­τό­κου, ὅ­ταν πλή­θυ­ναν οἱ ἀ­δελ­φοί, μέ ἔ­ξο­δα ἑ­νός Σέρ­βου ἄρ­χον­τα, ὁ ὅ­σι­ος ποιμένας ἀ­νή­γει­ρε να­ό ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στήν Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος, ἀ­φοῦ σάν σέ ἄλ­λο Θα­βώρ, ἐ­κλε­κτός καί αὐ­τός τοῦ Κυ­ρί­ου μα­θη­τής, εἶ­χε θεῖ­ες ἀ­να­βά­σεις καί ἀ­πο­κα­λύ­ψεις οὐ­ρά­νι­ες. Ἄλ­λω­στε εἶ­ναι ἡ ἐ­πο­χή πού ἐκ­φρά­στη­καν οἱ πε­ρί ἀ­κτί­στου φω­τός θε­ο­λο­γι­κές θέ­σεις τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ.

Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὡς ἡσυχαστής

osios athanasiosὉ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος εἶ­χε συλ­λά­βει τό ἰ­δα­νι­κό τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ μο­να­χοῦ καί μέ τήν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τό πα­ρου­σί­α­ζε σαρ­κω­μέ­νο στήν προ­σω­πι­κή του ζω­ή. Μέ ὅ­λη τήν πο­λυ­χρό­νι­α καί κο­πι­α­στι­κή ἄ­σκη­ση, μέ ὅ­λο τό πε­ρα­σμέ­νο τῆς ἡ­λι­κί­ας, ἀ­κλό­νη­τος στίς ὁ­λο­νύ­κτι­ες ἀ­γρυ­πνί­ες ἔ­ψαλ­λε μέ πά­θος στόν Κύ­ρι­ο: «Οὐ γὰρ –ἀ­να­φέ­ρει ὁ βι­ο­γρά­φος του– οἶ­δε αὐ­τόν τις πο­τε νυ­στά­ξαν­τα, οὔ­τε ν ψαλ­μω­δί­ᾳ, οὔ­τε ν ἀ­να­γνώ­σει, ἀλ­λ’ ὡς ἀν­δρι­άς τις ἦν καὶ στύ­λος ν ταῖς παν­νυ­χί­σι τν ἑ­ορ­τῶν». Καί πῶς νά κολ­λή­σει ὕ­πνος στόν ἅ­γι­ο, πού εἶ­χε πρό ὀ­φθαλ­μῶν συ­νε­χῶς τόν θά­να­το καί μό­νι­μο στήν καρ­δι­ά του τό κα­τά Θε­όν πέν­θος; «Ἀ­πό­δει­ξις τά­φος, ν ἐ­χό­με­να ὤ­ρυ­ξε τς κέλ­λης αὐ­τοῦ οἰ­κει­ο­χεί­ρως, οὗ ἀ­πέ­ναν­τι κα­θή­με­νος κα­θ’ ἑ­κά­στην ἐ­πέν­θει».

Σύν­νους καί ὀ­λι­γό­λο­γος, ἀ­σκῶν ἐν γνώ­σει σι­ω­πήν, «ἱ­ε­ρῶς ἡ­συ­χά­ζων» κα­τά τήν πα­λα­μι­κή ἔκ­φρα­ση, ἀ­πέ­φευ­γε πε­ριτ­τές συ­ζη­τή­σεις, σω­ζό­με­νος ἔτ­σι ἀ­πό τόν δαί­μο­να τῆς κα­τα­λα­λι­ᾶς καί τοῦ ψεύ­δους. Μέ τό πλῆ­θος τῶν με­τα­νοι­ῶν στό κελ­λί του καί τίς πο­λύ­τι­μες με­λέ­τες τῆς Γρα­φῆς καί τῶν πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων ἐ­ξε­δί­ω­κε τόν δαί­μο­να τῆς ἀ­κη­δί­ας, τόν τυ­ραν­νι­κό ἐ­πι­σκέ­πτη τῶν ἡ­συ­χα­στῶν.

Κα­θ’ ὅ­λη του τήν μο­να­χι­κή βι­ο­τή ἐ­βά­στα­ξε «τὸ ἅ­παξ τῆς ἡ­μέ­ρας ἐ­σθί­ειν» καί αὐ­τό λί­αν ἐγ­κρα­τῶς. Ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λέ­γει ὁ βι­ο­γρά­φος του, ἡ ζω­ή του κύ­λι­σε μέ «βρα­χύ­τα­τη μο­νο­φα­γί­α». Ἐκ δέ τῆς νη­στεί­ας, τῆς προ­σευ­χῆς καί τῆς με­λέ­της ἐ­κα­θάρ­θη ὁ νοῦς του καί ἔ­φθα­σε σέ ὕ­ψη θε­ω­ρί­ας. Ὁ βι­ο­γρά­φος του Νεῖλος Σταυρᾶς ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι μό­νο δύ­ο σύγ­χρο­νοί του ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ἦ­ταν ἰ­σο­στά­σι­οι στήν νη­πτι­κή ἐρ­γα­σί­α.

Ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὁ ὅ­σι­ος προ­σπα­θοῦ­σε νά κα­τα­κτή­σει τήν πι­ό με­γά­λη ἀ­ρε­τή, τήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη, κρύ­βον­τας ἐ­πι­με­λῶς τίς πνευ­μα­τι­κές του ἀ­σκή­σεις καί τό ὕ­ψος τῆς ἀ­ρε­τῆς του. «Ἔ­σπευ­δε γὰρ δι­ὰ θυ­ρε­οῦ τα­πει­νώ­σε­ως ἄ­συ­λον τη­ρῆ­σαι τὸν θη­σαυ­ρόν». Καί ὅ­ταν τόν ἐ­ρω­τοῦ­σαν γι­ά ὑ­ψη­λές θε­ω­ρί­ες καί οὐ­ρά­νι­α βι­ώ­μα­τα, ἔ­λε­γε μέ τα­πεί­νω­ση, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ἀρ­χά­ρι­ος, ἰ­δι­ώ­της καί ἀ­γροῖ­κος καί ὅ­τι δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­π’ αὐ­τά. Καί ἐνῶ ἦταν ἄξιος γιά ἀρχιερωσύνη, δέν δέχτηκε οὔτε τόν βαθμό τῆς ἱερωσύνης, γιά νά μείνει μέχρι τέλος ταπεινός ἡσυχαστής μοναχός.

Ἐμπνευσμένος ἀπό τήν ἁγία του μορφή ὁ ἑλληνοσέρβος βασιλεύς Ἰωάννης Οὔρεσης Παλαιολόγος ἀνῆλθε στό Μετέωρο καί ἔγινε ὑποτακτικός του καί μετά θάνατον προεστώς καί συγκτίτωρ. Ἀ­κό­μη καί πνευ­μα­τι­κοί γέ­ρον­τες ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες, πα­λαι­οί του γνώ­ρι­μοι ἐκ τοῦ Ἄ­θω, ὅ­πως ὁ Ἰ­γνά­τι­ος καί ὁ Ἀ­γά­θων πα­ρέ­λα­βαν τούς ὑ­πο­τα­κτι­κούς τους καί ἦλ­θαν στήν ὑ­πο­τα­γή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου δεί­χνον­τας ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη εὐ­λά­βει­α καί ἀ­γά­πη στόν φω­τι­σμέ­νο προ­ε­στῶ­τα τους.

Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὡς καθοδηγητής τοῦ κοινοβίου

Ἡ πο­λυ­χρό­νι­α ὑ­πα­κο­ή στόν γέ­ρον­τά του καί ἡ ἐ­κεί­νου παι­δα­γω­γί­α καί πεί­ρα τόν κα­τέ­στη­σαν δι­α­κρι­τι­κό­τα­το ποι­μέ­να. Ὁ ὅ­σι­ος συ­νέ­τα­ξε τόν κα­νο­νι­κό τύ­πο [=κα­νο­νι­σμό τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου του] ἐ­πά­νω σέ χαρ­τί, ἰ­δί­αις χερ­σί, καί τόν κατοχύρωσε μέ τήν ἀρχιερατική ἔγκριση.

 Ἄν κα­νείς ἀ­με­λοῦ­σε τόν κα­θ’ ἡ­μέ­ραν κα­νό­να του, δη­λα­δή τίς τα­κτές με­τά­νοι­ες καί προ­σευ­χές, τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα τό πρωΐ τό ἀ­νέ­φε­ρε στόν Ὅ­σι­ο καί ἐ­κεῖ­νος ἔ­θε­τε κα­νό­να ὑ­δρο­πο­σί­ας μό­νο, ἤ ἀ­σι­τί­ας καί δι­πλό κα­νό­να προ­σευ­χῆς. Γι­ά τούς ἀ­δι­ά­φο­ρους συγ­γε­νεῖς του πού κα­τέ­φθα­ναν στό Με­τέ­ω­ρο, ἀ­σκῶν ξε­νι­τεί­α καί ἀ­πο­τα­γή, δέν ἔ­δει­χνε καμία φροντίδα. «Συγ­γε­νεῖς μου εἰ­σι οὗ­τοι· οἱ συ­να­γω­νι­ζό­με­νοι με­τ’ ἐ­μοῦ» ἔ­λε­γε καί στήριζε τούς ὑποτακτικούς του. Ἀν­τί­θε­τα ἐν πά­σῃ ἀ­φο­σι­ώ­σει τι­μοῦ­σε τόν ἐν Κυ­ρί­ῳ γεν­νή­σαν­τα αὐ­τόν ἅ­γι­ο γέ­ρον­τα Γρη­γό­ρι­ο. Συμπονώντας στούς κόπους τῶν Πατέρων γιά τό ἀνέβασμα μέ ὑλικά στόν πανύψηλο βράχο ζητεῖ τήν οἰκονομική χορηγία κάποιου Σέρβου ἄρ­χον­τα καί συντέμνει τήν κλί­μα­κα καί δημιουργεῖ τήν ὑπάρχουσα λαξευτή στόν βράχο στοά.

Δι­α­κρι­τι­κός κοι­νο­βι­άρ­χης ὁ Ὅ­σι­ος «τοῖς μὲν γη­ραι­οῖς ἐρ­γό­χει­ρα προ­σέ­τα­ξε με­τέρ­χε­σθαι, ὅ­σα θο­ρύ­βου καὶ κτύ­πων καὶ συγ­χύ­σε­ως κο­σμι­κῆς εἰ­σιν ἄ­μοι­ρα. Τοῖς δὲ σφρι­γῶ­σι νέ­οις σκα­πά­ναις ἐ­πέ­τα­ξε φέ­ρειν καὶ τὴν γν ἐρ­γά­ζε­σθαι, ἵ­να αὐ­τοὶ μὲν κ τν κό­πων αὐ­τῶν τρέ­φων­ται καὶ τοῖς ἐν­δε­έ­σι χο­ρη­γῶ­σι».

Ἀ­σκη­τής, ἡ­συ­χα­στής, ἄ­γρυ­πνος ποι­μέ­νας ὁ ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ἔ­λα­βε ἀ­πό τόν Θε­ό με­γά­λα χα­ρί­σμα­τα. Χά­ρι­σμα νά προ­λέ­γει τά μέλ­λον­τα καί χά­ρι­σμα νά θαυ­μα­τουρ­γεῖ. Τήν ἡ­μέ­ρα δέ κα­τά τήν ὁ­ποί­α στήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη ἐ­ξε­δή­μη­σε πρός Κύ­ρι­ον ὁ πνευ­μα­τι­κός του πα­τέ­ρας Γρη­γό­ρι­ος, ὁ δι­ο­ρα­τι­κός Ἀ­θα­νά­σι­ος, ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τούς ἀ­δελ­φούς, τούς εἶ­πε: «Δεῦ­τε, ἀ­δελ­φοί, ποι­ή­σω­μεν σύ­να­ξιν ὑ­πὲρ το κοι­νοῦ πα­τρός. Οἶ­μαι γάρ [= δι­ό­τι νο­μί­ζω] ἄρ­τι πρὸς Κύ­ρι­ον ὑ­πά­γειν, ὅ­πως δε­η­θῇ καὶ ὑ­πὲρ ἡ­μῶν».

Ἡ ἐκδημία τοῦ Ὁσίου

Γι­ά νά λά­βει καί τόν στέ­φα­νο τῆς ἀ­σθε­νεί­ας ὁ Θε­ός πα­ρε­χώ­ρη­σε στόν γεν­ναῖ­ο ἀ­σκη­τή ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο νά προ­σβλη­θεῖ ἀ­πό κίρ­ρω­ση τοῦ ἥ­πα­τος. Σέ σα­ράν­τα μέ­ρες ὁ Κύ­ρι­ος τόν ἐ­κά­λε­σε κον­τά Του. Λί­γο πρίν σύ­να­ξε τούς ἀ­δελ­φούς, τούς ἔ­δω­σε τίς τε­λευ­ταῖ­ες πα­ραγ­γε­λί­ες καί τήν εὐ­χή του. Τό κύ­κνει­ο ἆ­σμα του πρός τούς συ­να­σκη­τές πα­τέ­ρες εἶ­ναι συγ­κι­νη­τι­κό: «Καί πρῶ­τα πρῶ­τα σᾶς ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι στν Σκέ­πη τς Ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νης Θε­ο­τό­κου κα ἀ­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας, κα­θώς καί τό μο­να­στή­ρι μας βρί­σκε­ται ὑ­πό τήν προ­στα­σί­α της, στήν ὁ­ποί­α ἐ­γώ, ἔ­χον­τας τίς ἐλ­πί­δες καί τήν πί­στη μου ἕ­ως σή­με­ρα, δέν στε­ρή­θη­κα τί­πο­τε ἀ­πό τά ἀ­ναγ­καῖ­α. Καί πά­λι ἐλ­πί­ζω ὅ­τι μέ τήν με­σι­τεί­α καί τήν χά­ρη της θά σω­θῶ, ἄν καί τί­πο­τε κα­λό δέν ἔ­πρα­ξα σ’ ὅ­λη μου τήν ζω­ή.­.. Καί ἀ­να­με­τα­ξύ σας νά ἔ­χε­τε ἀ­γά­πη καί ὁ­μό­νοι­α καί νά ζεῖ­τε σύμ­φω­να μέ τίς πα­ρα­δό­σεις τῶν Ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων .­.. Λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί μου, εὔ­χο­μαι νά πε­τύ­χε­τε ὅ­λοι τήν σω­τη­ρί­α σας καί ὁ Θε­ός τῆς εἰ­ρή­νης νά εἶ­ναι μέ ὅ­λους σας». Στίς 20 Ἀ­πρι­λί­ου τοῦ 1380 ὁ πο­λι­ός ἀ­σκη­τής Ἀ­θα­νά­σι­ος ἄ­φι­νε τούς Με­τέ­ω­ρους βρά­χους γι­ά νά σκη­νώ­σει στίς αἰ­ώ­νι­ες μο­νές τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ. Ἐ­λεί­α­νε τόν βρά­χο μέ τίς γο­νυ­κλι­σί­ες του καί τόν ἄ­οι­κο Πλα­τύ­λι­θο με­τέ­βα­λε σέ ἱ­ε­ρό φρον­τι­στή­ρι­ο ὁσίων πα­τέ­ρων.ά θαύ­μα­τα, πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν κοί­μη­σή του καί ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων του, ἦ­ταν μί­α ἀ­κό­μη ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη, τόν ὁ­ποῖ­ο ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας κα­τέ­τα­ξε στούς ἁ­γί­ους της καί οἱ μο­να­χοί στούς κο­ρυ­φαί­ους τους κα­θη­γη­τές. Ἑορτάζεται συνήθως τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ Πάσχα μέ ὁλονύκτια ἀγρυπνία. Ἡ ἁγία Κάρα του τίθεται πρός προσκύνηση στό καθολικό τοῦ Ἁγίου Μετεώρου, ὁμοῦ μέ τήν τιμία Κάρα τοῦ β΄ κτίτορα ἁγίου Ἰωάσαφ.

Τό ἔτος 2006 ὁ πο­λύ­δρα­στος ἡ­γού­με­νος τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου Ἀ­θα­νά­σι­ος Ἀ­να­στα­σί­ου ἀ­νή­γει­ρε πε­ρι­καλ­λή με­το­χι­α­κό να­ό στήν Ὑ­πά­τη, στόν χῶ­ρο τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κί­ας τοῦ ὁ­σί­ου. Ὁ ἐν λόγῳ να­ός τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη ἐγ­και­νι­ά­στη­κε στίς 27 Αὐ­γού­στου 2006 ὑ­πό τοῦ μη­τρο­πο­λί­του Φθι­ώ­τι­δος κ. Νι­κο­λά­ου.

Σέ ἕ­να τρο­πά­ρι­ο τῆς ἐ­νά­της ὠ­δῆς ὁ ὑ­μνο­γρά­φος θε­ό­πνευ­στα προ­τρέ­πει νά γε­ραί­ρου­με τόν ἀ­ε­τό τῶν βρά­χων: «Ὁ πύρ­γος ἐκ­κλη­σί­ας ὁ ἀῤ­ῥα­γής / μο­να­στῶν Τα­ξι­άρ­χης ὁ κρά­τι­στος, ὁ ἀ­πλα­νής, / πᾶ­σι τῆς ἀ­σκή­σε­ως ὁ­δη­γός, / τοῦ Με­τε­ώ­ρου καύ­χη­μα, τού­του τοῦ γη­λό­φου τοῦ ἱ­ε­ροῦ, / δο­μή­τωρ καὶ προ­στά­της, / ἐ­πί­σκο­πος καὶ φύ­λαξ, ὕ­μνοις τι­μά­σθω Ἀ­θα­νά­σι­ος».

Πηγή: Θε­ο­τε­κνησ Μο­να­χησ, «Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης. Σπηλαιώτης ἀσκητὴς καὶ θεόπνευστος κοινοβιάρχης», περιοδικό Πειραϊκὴ Ἐκκλησία, τεῦχ. 283 (2016) 32-34.

 

*  *  *

Β­ος το ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου πε­ρι­έ­χε­ται στόν κώ­δι­κα ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 257 Ε.Β.Ε., στά φ­. 247r-257v, (τέ­λη 14ου αἰ.), συ­ντά­κτης καί κω­δι­κο­γρά­φος εἶ­ναι ὁ μο­να­χός τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς. Ὁ βί­ος πε­ρι­έ­χε­ται ἐ­πί­σης στόν κώδ. ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 404, μονῆς Με­τε­ώ­ρου, φ­. 323r-340v, (ἔ­τους 1570). Ὁλοκληρωμένη ἐπιστημονική ἔκδοση γιά τόν ὅσιο Ἀθανάσιο συνέγραψε ὁ καθηγητής Δημήτριος Σοφιανός μέ τίτλο: ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Με­τε­ω­ρί­της. Βί­ος - Ἀ­κο­λου­θί­α - Συ­να­ξά­ρι­α, Προ­λε­γό­με­να, Με­τά­φρα­ση τοῦ βί­ου, Κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου (Με­τα­μορ­φώ­σε­ως), Ἅγια Με­τέ­ω­ρα 1990.     

*  *  *

Ἀ­πο­λυ­τί­κι­ον τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου.

 Ἦ­χος γ΄. Μέ­γαν εὕ­ρα­το.

Στῦλoς ἄ­σει­στος καὶ στεῤῥ­ρὸν τεῖ­χος, καὶ προ­πύρ­γι­ον, γε­νοῦ καὶ σκέ­πη, τοῦ σοῦ ποι­μνί­ου, σο­φὲ Ἀ­θα­νά­σι­ε, τῶν πρε­σβει­ῶν σου σκε­πά­ζων ταῖς πτέ­ρυ­ξι, τοὺς ἐν αὐ­τῷ ἀ­σκου­μέ­νους ἑ­κά­στο­τε· πά­τερ ὅ­σι­ε, Χρι­στὸν τὸν Θε­ὸν δο­ξά­ζον­τας, καὶ ἀ­νυ­μνοῦν­τας ἐκ πό­θου τὴν μνή­μην σου.