Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών

Ιστορικολειτουργική προσέγγιση της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών

Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου

 

Το παλαιό θέμα της Κυριακής

   Σε μία πορεία δύσκολη, όπως αυτή της Μ. Τεσσαρακοστής, κάθε βήμα προς την ολοκλήρωσή της, που έχει ως στόχο το Μέγα Πάσχα, είναι ξεχωριστό  και ολότελα σημαντικό. Ένα τέτοιο βήμα είναι και η Ε΄ Κυριακή των νηστειών, η οποία είναι και η τελευταία της τεσσαρακονθήμερης περιόδου.

   Το παλαιότερο λειτουργικό θέμα της ημέρας που εντοπίζεται ανάμεσα στις πρωτογενείς πηγές (Τυπικά και χειρόγραφα Τριώδια) είναι αυτό της παραβολής του «Πλούσιου και του Πτωχού Λαζάρου». Το θέμα αυτό παρουσιάζεται ήδη από τον 7ο αι. στο ιεροσολυμιτικό «Κανονάριο»[1], αλλά και σε όσα μεταγενέστερα υμνογραφικά κείμενα αντλούν τη θεματολογία τους από αυτό. Το παλαιό αυτό Κανονάριο προτείνει την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής που αναφέρεται στην παραβολή «του Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου», όπως αυτή περιγράφεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά (Λκ. 16, 19-31).

   Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο Κύριος αφηγείται την σχέση δύο ανθρώπων, οι οποίοι ευρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση, πριν και μετά από τον θάνατο. Ο ένας, αρκετά πλούσιος, ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν λαμπρῶς, και ο άλλος, ο Λάζαρος, ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου, ενώ μοναδική παρηγοριά ήταν μερικά σκυλιά, που παράλληλα φρόντιζαν τις πληγές του γλείφοντάς τες. Και όταν ο θάνατος τους χώρισε από την επίγεια ζωή, ο Λάζαρος, συνοδεία αγγέλων, έφτασε στους κόλπους του Αβραάμ, ενώ ο Πλούσιος κατέληξε στα βάσανα του Άδη. Η κατάσταση του Πλουσίου ήταν τέτοια που παρακαλούσε τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο να καταβρέξει το δάχτυλό του με δροσερό νερό και εκείνος με τη σειρά του να τον δροσίσει. Ο Αβραάμ, όμως, του απάντησε πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον και λόγω απόστασης ανάμεσα στους δύο αλλά και εξ αιτίας της προτέρας κατάστασης στην επίγεια ζωή του, όπου απόλαυσε τα πάντα, σε αντίθεση με τον Λάζαρο. Τότε, η έκδηλη ανησυχία του Πλουσίου για τα αδέρφια του τον φέρνει σε τέτοια θέση που να ψάχνει λύση για να σωθούν έστω εκείνα. Ο Πατριάρχης όμως του αναφέρει πως εκείνοι έχουν την διδασκαλία των Προφητών, αλλά ο Πλούσιος πάλι δεν πείσθηκε και του αντιπροτείνει να αποστείλει τον Λάζαρο να τους διηγηθεί την τραγική κατάσταση που έχει περιέλθει. Η απόκριση, ωστόσο, του Αβραάμ έρχεται ως επιστέγασμα της παραβολής, καθώς υπογραμμίζει πως ακόμα και κάποιος από τους νεκρούς να επιστρέψει, εκείνοι δεν επρόκειτο να τον πιστέψουν.

   Λίγες μόλις ημέρες πριν από την εορτή της εγέρσεως του φίλου του Χριστού Λαζάρου, γίνεται ξεκάθαρη προμήνυση του επικείμενου γεγονότος με την συγκεκριμένη περικοπή και την αναφορά στον πτωχό Λάζαρο αλλά και με την πρόρρηση ότι «οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται»[2]. Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας είναι σε πλήρη θεματολογική συνάφεια με το αποστολικό της αντίστοιχης ιεροσολυμιτικής παράδοσης καθώς «ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ παρέδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν», (Εφ. 4, 25-5, 2)[3] αποτελώντας με αυτό τον τρόπο μία προοικονομία, μία θεία προπαρασκευή για το Πάθος του Κυρίου.

   Το θέμα του Ευαγγελίου παρουσιάζεται και στις εκτενείς δεήσεις της γεωργιανικής λειτουργικής παράδοσης που αντλεί το περιεχόμενό της από την αντίστοιχη των Ιεροσολύμων. Πιο αναλυτικά, μερικές από αυτές σώζονται ως εξής: (α)  «Ὁ μετὰ θάνατον ἀποδιδοὺς τοῖς ὑπομένουσί σε τὴν ἐν κόλποις Ἀβραὰμ ἀνάπαυσιν, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (β) «Ὁ διὰ τῆς περὶ τῆς πτωχείας καὶ ὑπομονῆς παραβολῆς ἐλπίζειν τὴν αἰώνιον ζωὴν ἡμᾶς διδάξας, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον». (γ) «Ὁ διὰ Μωυσέως καὶ προφητῶν διδάξας ἡμᾶς ἀναστάσεως καὶ ζωῆς τὸ κατοικητήριον, δεόμεθά σου, Κύριε∙ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον»[4]. Επομένως, γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτή η επιρροή από το ιεροσολυμιτικό «Κανονάριο»[5] και από την ευαγγελική περικοπή την οποία ορίζει προς ανάγνωση για την Ε΄ Κυριακή των νηστειών.

   Πέραν όμως αυτών που εύκολα διακρίνονται, κρύβεται και ένα κυκλικό μοτίβο μεταξύ της Α΄ Κυριακής των νηστειών και αυτής της Ε΄. Ο εορτασμός και η σημαντικότητα της διδασκαλίας των Προφητών μετά την Α΄ Κυριακή, της οποίας το παλαιό θέμα ήταν η τιμή προς τους Προφήτες[6], εμφανίζεται εκ νέου. Έτσι, διαφαίνεται και το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης, η  οποία συμπληρώνεται από την Καινή.

   Το θέμα αυτό παρουσιάζεται από διάφορα Τυπικά και Ευαγγελιστάρια, κατά κύριο λόγο, μέσω του ορισμού της ανάγνωσης του συγκεκριμένου ευαγγελικού αποσπάσματος. Ένα από αυτά είναι αυτό που κατεγράφη στο χφ. Σινά αρ. 150 (10ος-11ος αι.) και τιτλοφορείται στη συλλογή Τυπικών του A. Dmitrievski[7] ως «Κυριακὴ μετὰ τὴν μέσην ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν, τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου», χωρίς περαιτέρω αναφορές στο τι ψάλλεται. Αντίστοιχη θεματολογία ορίζεται και από το χφ. Ευαγγελιστάριο αρ. 210 (9ος-10ος αι.) του Σινά[8].

   Σε μεταγενέστερα Τυπικά, όπως της Μονής Ευεργέτιδος στην Κωνσταντινούπολη (12ος αι.)[9], επισημαίνονται ορισμένες λειτουργικές συνθέσεις σχετικά με αυτό το παλαιό θέμα, όπως ένας Κανόνας στην Παννυχίδα και το Στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων «Οὐκ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις». Αντίθετα, το Τυπικό της Μεσσήνης της Ιταλίας[10], που είναι σύγχρονο με αυτό της Ευεργέτιδος, αρκείται στο να αναφέρει πως «τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὡς διετάχθη ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς», αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν μία απλή αναστάσιμη Κυριακή,  χωρίς να υπάρχουν περιθώρια για παραπάνω μελέτη.

   Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, ήδη από τον 11ο αι., σύμφωνα με τον Ευάγγελο Θεοδώρου[11] και τον Ιερομ. Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[12], ξεκινά και ισχυροποιείται το νέο θέμα της εορτής της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και να εμφανίζεται σε όλο και περισσότερα χειρόγραφα. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[13]. Παρά το γεγονός αυτό, το παλαιό θέμα επιβιώνει μέχρι και τις ημέρες μας κυρίως μέσω του Κανόνα, μερικών ιδιομέλων και των ακολουθιών της επομένης εβδομάδος, της ΣΤ΄ των νηστειών.

   Αναλυτικότερα, ο Εσπερινός του Σαββάτου δεν περιέχει υμνογραφικά κείμενα τα οποία σχετίζονται με την παραβολή «του Πλουσίου και του Λαζάρου», ή να παραπέμπουν σε κάποιο παλαιό θέμα. Ωστόσο, όσον αφορά στον Όρθρο, ο Κανόνας έχει εξέχουσα θέση και προηγείται της ψαλμώδησης του αντίστοιχου του νέου θέματος, σύμφωνα με τη σειρά που παρουσιάζονται στα έντυπα «Τριώδια». 

Κανών α΄, ᾨδὴ α΄, Τοῦ Τριῳδίου[14].
Ἦχος πλ. δ΄.
«Ὑγρὰν διοδεύσας».
«Παρεῖκάς με πλούτῳ τῶν ἡδονῶν τῷ εὐφραινομένῳ καθ' ἡμέραν ἐν τῇ τρυφῇ, Πλουσίῳ· διό σε ἱκετεύω, Σῶτερ πυρός με ὡς Λάζαρον λύτρωσαι».
«Εὐφραίνετο πλούτῳ καὶ τῇ τρυφῇ ὁ Πλούσιος πάλαι ἐν τῷ βίῳ τῷ φθαρτικῷ· διό περ βασάνοις κατεκρίθη, ὁ δὲ πτωχὸς ἐδροσίζετο Λάζαρος».

ᾨδὴ γ΄

«Λάζαρον ὡς ἔσωσας, ἐκ τῆς φλογὸς Χριστέ, οὕτω με ἐκ τοῦ πυρός, ῥῦσαι τῆς γεέννης τὸν ἀνάξιον δοῦλόν σου».

«Κόκκινον καὶ βύσσινον ἐνεδιδύσκετο Πλούσιος, ταῖς ἡδοναῖς καὶ ταῖς ἁμαρτίαις· διὰ τοῦτο φλογίζεται».

 

ᾨδὴ δ΄

«Οἱ μὲν κύνες ἀπέλειχον γλώττῃ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου τοὺς μώλωπας συμπαθέστεροι γινόμενοι τῆς Πλουσίου γνώμης εἰς τὸν πένητα».

 

ᾨδὴ ε΄

«Ἀβραὰμ ἐν τοῖς κόλποις Λάζαρον ὁ Πλούσιος ὡς ἐθεάσατο, ἐν φωτὶ καὶ δόξῃ εὐφραινόμενον Πάτερ, ἐκραύγαζεν· Ἀβραὰμ ἐλέησόν με τὸν ἐν πυρὶ κατακριθέντα καὶ τὴν γλῶτταν δεινῶς φλογιζόμενον».

   Στον Κανόνα, επομένως, υπάρχουν σαφείς και ξεκάθαρες αναφορές στο παραβολικό θέμα, ενώ δηλώνεται η ανάγκη της σωτηρίας του υμνογράφου - και κατ’ επέκτασιν κάθε πιστού - όπως του Λαζάρου, καθώς θεωρεί τον εαυτό του «βυθισμένο» στις απολαύσεις σαν τον Πλούσιο της παραβολής.

   Μετά το πέρας του Κανόνα, το παλαιό αυτό θέμα συναντάται εκ νέου στους Αίνους, και πιο συγκεκριμένα στο Δοξαστικό ιδιόμελο. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[15], αυτό ψάλλεται ως τελευταίο Στιχηρό των Αίνων, ενώ ως Δοξαστικό ορίζεται το εωθινό. Σταδιακά επικράτησε να ψάλλεται και ως Δοξαστικό, παράλληλα, όπως διαπιστώνεται στο Τυπικό της Μονής του Οσίου Σάββα (16ος αι.)[16]. Στις ημέρες μας ψάλλεται αποκλειστικά ως Δοξαστικό[17].

Ἦχος α΄[18]. Ἰδιόμελον.
«Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ' ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν ὃς οὐ μὴ    προσκόψῃ, ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν, καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια».

   Το παραπάνω ιδιόμελο χαρακτηρίζεται από μία παραινετική διάθεση για τον δέκτη του μηνύματός του, με βάση την ευαγγελική περικοπή «του Πλούσιου και του Πτωχού Λαζάρου». Επισημαίνει πως, η επουράνιος Βασιλεία δεν στηρίζεται στην τροφή ή το ποτό, αλλά σε ηθικές αρετές, και γι’ αυτό κάποιος πλούσιος δύσκολα καταφέρνει να εισέλθει σε αυτήν. Ο Υμνογράφος ολοκληρώνει το ποίημά του με την υποσημείωση πως όλα όσα γράφει έχουν σκοπό να συμβουλεύσουν, ώστε να λάβουμε από τον Κύριο την επουράνια χαρά και ανταμοιβή.

   Χαρακτηριστικότατο επίσης παράδειγμα του θέματος της ελεημοσύνης και της αντιμετώπισης που πρέπει να έχει ο κάθε ένας προς τους πτωχούς, αποτελεί το ιδιόμελο των Αποστίχων του λατανυκτικού Εσπερινού της Κυριακής:

 

Ἦχος α'. Ἰδιόμελον[19].

«Θαυμαστὴ τοῦ Σωτῆρος, ἡ δι' ἡμᾶς φιλάνθρωπος γνώμη· τῶν μελλόντων γὰρ τὴν γνῶσιν, ὡς παρόντων κεκτημένος, τοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ Πλουσίου, τὸν βίον ἐστηλίτευσε· τῶν ἑκατέρων οὖν τὸ τέλος ἑνοπτριζόμενοι, τοῦ μὲν φύγωμεν, τὸ ἀπηνὲς καὶ μισάνθρωπον, τοῦ δὲ ζηλώσωμεν, τὸ καρτερὲς καὶ μακρόθυμον, πρὸς τὸ σὺν αὐτῷ τοῦ Ἀβραὰμ κόλποις, ἐνθαλπόμενοι βοᾶν· Δικαιοκρῖτα Κύριε, δόξα σοι».

   Είναι ξεκάθαρη η έμπνευση του Υμνογράφου από την ευαγγελική περικοπή με το επιστέγασμα να βρίσκεται στην προτροπή ώστε «τοῦ μὲν [Πλουσίου] φύγωμεν, τὸ ἀπηνὲς καὶ μισάνθρωπον, τοῦ δὲ [Λαζάρου] ζηλώσωμεν, τὸ καρτερὲς καὶ μακρόθυμον».

   Ωστόσο, το θέμα της παραβολής του «Πλουσίου και του Πτωχού Λαζάρου» δεν είναι το μοναδικό πριν από την επικράτηση της εορτής της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μάλιστα, όπως και στην προηγούμενη Κυριακή, έτσι και σε αυτήν, υπήρχαν εορτές τοπικού χαρακτήρα εκ των οποίων μία ετελείτο στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας (9ος-10ος αι.) [20], κατά την Κυριακή αυτή εορταζόταν η «μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ζηνοβίου πέραν ἐν Ἰουστινιαναῖς». Ο G. Bertoniere[21] στην μελέτη του υποστηρίζει πως η περίπτωση της μνήμης του αγίου Ζηνοβίου αποτελεί άλλη μία περίπτωση μεταφοράς μνήμης ενός αγίου εντός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Όπως επισημαίνει, η μνήμη του συγκεκριμένου Αγίου κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών είναι η μοναδική σε ολόκληρο το Τυπικό της Μ. Εκκλησίας. Παρόλα αυτά, όμως, δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες επί του θέματος για περαιτέρω ανάλυση.

   Επομένως, το παλαιό κεντρικό θέμα της εορτής υπήρξε για αρκετούς αιώνες, με βεβαιότητα από τον 7ο έως και τον 11ο αι., η παραβολή «του Πλουσίου και Πτωχού Λαζάρου». Ωστόσο, μέχρι και σήμερα εντοπίζονται υμνογραφικά στοιχεία που επηρεάζουν την σύγχρονη λειτουργική παράδοση, αν και τη θέση του παλαιού θέματος έχει λάβει η εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.

 

Το νέο θέμα της Κυριακής.
Εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας

 

   Η μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας έχει θεσμοθετηθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την 1η Απριλίου εκάστου έτους. Βέβαια, κάτι τέτοιο αυτόματα σημαίνει ότι η ημέρα αυτή ευρίσκεται εντός της περιόδου της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μία τέτοια συνθήκη σαφώς δεν επιτρέπει την εορταστική ακολουθία προς τιμήν της Οσίας, όσο μεγάλη κι αν είναι η σημασία της μνήμης της. Πιθανόν το γεγονός αυτό να είναι και η αιτία που η εορτή της μετετέθη στον κινητό κύκλο των εορτών του έτους, δηλαδή κατά την Ε΄ Κυριακή των νηστειών, για να της αποδοθεί η τιμή και η αίγλη που της αρμόζει[22], λαμβάνοντας υπ΄ όψιν και τους Κανόνες της εν Λαοδικεία Συνόδου: (49ος): «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ ἄρτον προσφέρειν, εἰ μὴ ἐν Σαββάτῳ καὶ Κυριακῇ μόνον», (51ος): «ὅτι οὐ δεῖ ἐν τῇ Τεσσαρακοστῇ μαρτύρων γενέθλια ἐπιτελεῖν, ἀλλὰ τῶν ἁγίων μαρτύρων μνήμας ποιεῖν ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ταῖς Κυριακαῖς».

   Πώς, όμως, μία μορφή όπως αυτή της οσίας Μαρίας καθιερώθηκε στη συνείδηση των πιστών ως ξεχωριστή ανάμεσα σε τόσες άλλες; Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί πως πρόκειται για μία ασκητική μορφή που ο βίος της έχει πολλές ομοιότητες με εκείνον της οσίας Μαρίας της Παλαιστίνης, κάτι που οδηγεί πολλούς μελετητές να θεωρούν πως ο βίος της Αιγυπτίας αντιγράφει εν πολλοίς τον έτερο με ορισμένες μικροδιαφορές. Η βασική διαφορά των δύο βίων όμως έγκειται στο γεγονός πως η μεν Μαρία της Παλαιστίνης έφυγε στην έρημο για να αποφύγει την αμαρτία, η δε Αιγυπτία ανεχώρησε για την έρημο για προσευχή και άσκηση, αφού είχε εξαρτηθεί από την αμαρτία. Όπως και αν έχει πάντως, η περίπτωση του βίου της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, όπως περιγράφεται από τον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, γνώρισε μεγάλη διάδοση και την έκανε αγαπητή στον χριστεπώνυμο λαό, αλλά κυρίως ανυψώθηκε ως πρότυπο μετανοίας για κάθε πιστό[23].

   Πιο συγκεκριμένα, ο συναξαριστής αναφέρει πως η Μαρία υπήρξε «τυφλωμένη» από το πάθος της σε τέτοιο βαθμό που δεν ήλεγχε την ροπή της προς την αμαρτία. Κατ’ ουσίαν είχε εξουσιαστεί από αυτήν. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή θέλοντας να εισέλθει στον ναό να προσκυνήσει, μία θεϊκή δύναμη την απέτρεπε, και έτσι συνειδητοποίησε την αμαρτωλότητά της και αποφάσισε να αναχωρήσει για την έρημο, όπου ασκήτεψε για σαράντα έτη. Εκεί, η άσκησή της συνοδεύτηκε από την γνωριμία της με τον όσιο Ζωσιμά, ο οποίος, όταν κάποια στιγμή την αναζήτησε, την βρήκε νεκρή και την ενεταφίασε[24].

   Φυσικά, μία τέτοια περίπτωση μεταστροφής και οσιότητος ήταν δεδομένο πως θα έπρεπε να εξυμνηθεί από την Εκκλησία και να προταθεί ως παράδειγμα μίμησης στους πιστούς. Ήδη, πριν καλά καλά διαδοθεί η διήγηση του αγίου Σωφρονίου για τον βίο της, φαίνεται πως ήταν ένα πρόσωπο το οποίο ετιμάτο έστω και σε τοπικό επίπεδο. Αλλά καθίσταται βέβαιο μέσα από την χειρόγραφη παράδοση πως η μνήμη της είναι γνωστή από τον 11ο αι. και εξής, αναφερόμενη σε Τυπικά και Τριώδια του 12ου αι.[25], και με κάπως αργό ρυθμό παίρνει την θέση της στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου, ώσπου παγιώνεται κατά τον 15ο αι. και εξής[26].

   Αυτό σημαίνει πως η μνήμη της Οσίας Μαρίας προϋπήρξε στον κύκλο των κινητών εορτών από εκείνη του Οσίου Ιωάννου του συγγραφέως της «Κλίμακος», η οποία εντοπίζεται από τον 13ο αι. και έπειτα[27]. Μάλιστα, το παλαιότερο χειρόγραφο (Βατοπεδίου αρ. 625), που αναφέρει την μνήμη του οσίου Ιωάννου της «Κλίμακος» κατά την Δ΄ Κυριακή, περιέχει και την μνήμη της οσίας Μαρίας κατά την Ε΄[28]. Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης υπογραμμίζει πως ίσως αυτή η διάθεση να συνυπάρξουν οι δύο εορτές των ασκητικών προτύπων στις δύο τελευταίες Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής οφείλεται στις δύο πρώτες (της Ορθοδοξίας και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά) με τον «δογματικό» χαρακτήρα και περιεχόμενο που τις χαρακτηρίζει [29], αφού έρχονται ως απάντηση σε εκείνες.

   Ένα από τα πρώτα Τυπικά που συναντάται η μνήμη της Οσίας είναι το Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος της Κωνσταντινουπόλεως (12ος αι.)[30]. Η ακολουθία της φαίνεται συνολικά να παραμερίζει το παλαιό θέμα και να λαμβάνει θέση μετά τα αναστάσιμα τροπάρια του τυχόντος ήχου. Μάλιστα, υπάρχει και σημείωση αρκετά αυστηρή που αναφέρει τα εξής: «ἀεὶ γὰρ τῇ ε΄ κυριακῇ τῶν νηστειῶν ψάλλομεν τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὁσίας Μαρίας». Έτσι, ορίζεται στον Εσπερινό μετά τα αναστάσιμα Στιχηρά να ψάλλονται και τα της Οσίας, καθώς και ένα ιδιόμελο στα Απόστιχα σε ήχο β΄ «Τὰ τῆς ψυχῆς θηράματα» που ακολουθείται από το δογματικό θεοτοκίο του ίδιου ήχου ως δοξαστικό «Παρῆλθεν ἡ σκιὰ τοῦ νόμου». Στα Απολυτικία δεν διευκρινίζεται αν ψαλλόταν και της Οσίας, καθώς εγγράφεται μονάχα η ένδειξη «Ἀπολυτίκιο». Επίσης, στον Όρθρο υπήρχε η τάξη να ψάλλεται ο Κανόνας της Οσίας, μετά τον αναστάσιμο και του Τριωδίου, αλλά και το Κοντάκιό της μετά την στ΄ ωδή του Κανόνα. Δεν υπάρχει κάποια άλλη σημείωση που να υποδεικνύει την ψαλμώδηση άλλων τροπαρίων σχετικών με την Οσία είτε στους Αίνους είτε στους μακαρισμούς της θείας Λειτουργίας.

   Ένα άλλο σύγχρονο μοναστικό Τυπικό προς αυτό της Μονής Ευεργέτιδος είναι της Μονής του Σωτήρος στην Μεσσήνη της Ιταλίας (12ος αι.)[31]. Σε αυτό το Τυπικό δεν σημειώνεται τίποτε άλλο παρά το ότι «τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὡς διετάχθη ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς», ενώ ορίζονται και τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας κατά την παράδοση της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι η ακολουθία της Οσίας δεν είχε λάβει ακόμα την διάδοση και την καθολική αποδοχή κατά τον 12ο αι., μιας και το «ἐν ταῖς προλαβούσαις κυριακαῖς» μάλλον υπονοεί την τυπική διάταξη μίας συνηθισμένης Κυριακής με τα αναστάσιμα τροπάριά της.

   Λίγους αιώνες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα στα μέσα του 16ου, συναντάται στο Τυπικό της Λαύρας του οσίου Σάββα κοντά στα Ιεροσόλυμα ο εξής πρόλογος: «Τελεῖται ἡ ἀκολουθία ὁμοίως ὡς καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς Κυριακαῖς, ἐν ᾗ ψάλλομεν καὶ τοῦ Μηναίου τὴν ἀκολουθίαν τοῦ ἐπιλαχόντος ἁγίου. Ἄλλοι δὲ μεταγενέστεροι παρέδωκαν ψάλλεσθαι ἐν ταύτῃ τῇ Κυριακῇ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὁσίας μητρὸς ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας»[32]. Κάτι τέτοιο, όπως είναι λογικό, επισημαίνει πως πρόκειται για μία αλλαγή στις μέχρι τότε συνήθειες της μονής, η οποία όμως προσαρμόστηκε σε μία γενική τάξη που φαίνεται πως είχε ήδη επικρατήσει.

   Πιο αναλυτικά[33], στον Εσπερινό το Τυπικό της μονής προβλέπει την ψαλμώδηση Στιχηρών της Οσίας μετά τα αναστάσιμα, καθώς και Δοξαστικό και των Στιχηρών και των Αποστίχων της Οσίας. Ως Δοξαστικό των Αποστίχων παρουσιάζεται αυτό που στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος[34] φερόταν ως απλό ιδιόμελο των Αποστίχων «Τὰ τῆς ψυχῆς θηράματα». Στα Απολυτίκια αναφέρονται το Αναστάσιμο, της Οσίας «Ἐν σοὶ Μῆτερ ἀκριβῶς» σε ήχο πλάγιο του δ΄ και το ομόηχο θεοτοκίο. Στον δε Όρθρο προβλέπεται η ψαλμώδηση των τριών Κανόνων - του αναστάσιμου, του Τριωδίου και της Οσίας - καθώς και μεσώδιο Κάθισμα της Οσίας. Επιπρόσθετα, κατά την ίδια διάταξη ψάλλεται το Κοντάκιο της Οσίας μετά την στ΄ ωδή και το Εξαποστειλάριό της μετά το αναστάσιμο. Στους Αίνους δεν ορίζεται κάποιο τροπάριο της Οσίας, όπως και στους μακαρισμούς.

   Η σημερινή τυπική διάταξη του πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού σύμφωνα με τα Τυπικά που κατέγραψαν οι Πρωτοψάλτες Κωνσταντίνος (1838)[35] και Γεώργιος Βιολάκης (1888)[36] διασώζουν πανομοιότυπη διάταξη με αυτήν που περιγράφει το Τυπικό του οσίου Σάββα. Αυτό σημαίνει πως δεν προβλέπονται Στιχηρά των Αίνων της Οσίας, παρά τα οκτώ αναστάσιμα ιδιόμελα του τυχόντος ήχου. Συν τω χρόνω μεταβλήθηκε αυτή η τάξη και επεκράτησε μία νεώτερη που μοιάζει να αποδίδει στην Οσία ακόμη μεγαλύτερη τιμή, σε σχέση με τις προγενέστερες παραδόσεις. Χαρακτηριστικά αναφέρει την επανάληψη των τριών στιχηρών του Εσπερινού της Οσίας και στους Αίνους ως Στιχηρά σε τέσσερα τροπάρια[37]. Την ίδια τυπική διάταξη υιοθετεί και η Εκκλησία της Ελλάδος στα «Δίπτυχα», στα οποία σημειώνεται η φράση «κατ’ἀπαίτησιν τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας»[38].

   Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει, μέσω της χειρόγραφης παράδοσης, είναι ότι η εορτή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας φαίνεται πως καθιερώνεται σταδιακά από τον 11ο αι. και εξής, ενώ από τον  15ο αι. λαμβάνει ισχυρή θέση στην Ε΄ Κυριακή των νηστειών. Μάλιστα, με την πάροδο των χρόνων επεσκίασε το παλαιό θέμα, καθώς η ακολουθία της Οσίας σχεδόν συμψάλλεται με τα αναστάσιμα του τυχόντος ήχου. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως, αν και το νέο θέμα παραμερίζει το παλαιό, υπάρχουν ακόμα σημεία στα οποία αυτό διαφαίνεται, κρατώντας ζωντανή την παράδοση δεκατριών και πλέον αιώνων.

 

[1] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[2] Galadza Daniel, Liturgy and Byzantinization in Jerusalem, Oxford 2017, p. 314.

[3] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[4] Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἐκτενεῖς τῶν Ἑορτῶν, Ἅγιον Ὄρος 2020, σσ. 41 - 42.

[5] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221.

[6] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 44.

[7] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 187.

[8] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 159.

[9] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[10] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 225.

[11] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 31.

[12] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 595.

[13] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[14] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 308.

[15] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 538.

[16] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 317.

[17] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σ. 180.

[18] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 312.

[19] Ιδιόμελο των Αποστίχων του Κατανυκτικού Εσπερινού της Ε΄ Κυριακής. (Βλ. Τριῴδιον Κατανυκτικόν, σ. 313).

[20] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 54.

[21] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 44.

[22] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[23] αυτόθι, σσ. 600 – 601.

[24] αυτόθι.

[25] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 92.

[26] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, , Ἀθήνα 1958 σ. 31. Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 596.

[27] Bertoniere Gabriel, The Sundays of Lent in the Triodion: The Sunadays without a Commemoration, [Orientalia Cristiana Analecta, 253], Roma 1997, p. 92.

[28] αυτόθι.

[29] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σσ. 595 - 596.

[30] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 538 - 539.

[31] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 225.

[32] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 316.

[33] αυτόθι, σσ. 316 - 317.

[34] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, pp. 538 - 539.

[35] Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου, Τυπικὸν Εκκλησιαστικὸν κατὰ τὴν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Βενετία 1881, σσ. 272 - 273.

[36] Βιολάκη Γεωργίου, Τυπικὸν κατὰ τὴν τάξιν τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Κωνσταντινούπολις 1888, σσ. 366 – 367.

[37] https://www.ec-patr.net/typikon/TYPIKO_2/2021/2021-04-18.htm

[38] Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2021, σσ. 179-180.