Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (α' μέρος)

Δομή, εξέλιξη και χαρακτηριστικά του Τριωδίου (α' μέρος)

(Διακόνου Αχιλλέα Πολύζου)

 

Εδώ και λίγες ημέρες η Εκκλησία μας εισήγαγε στην κατανυκτικότερη περίοδο όλου του λειτουργικού έτους και της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, γνωστή ως Τριώδιο. Κανείς δεν μπορεί να μην επηρεαστεί από αυτήν, πολλώ δε μάλλον όταν συμμετέχει ενεργά και βιώνει την έντονη εναλλαγή συναισθημάτων, την κατάνυξη και την συντριβή καρδίας που προσφέρει η Εκκλησία στο λειτουργικό αυτό πλαίσιο.

Όπως είναι γνωστό, η περίοδος του Τριωδίου, και κατ’ αντιστοιχίαν της Μ. Τεσσαρακοστής, εξαρτάται ημερολογιακά από την εορτή του Πάσχα, και εντάσσεται σε ένα χρονικό πλαίσιο το οποίο ξεκινά δέκα εβδομάδες πριν από αυτήν. Η περίοδος αυτή, γνωστή με την ονομασία Τριῴδιον Κατανυκτικόν, αρχίζει με την «Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου» και ολοκληρώνεται το Μεγάλο Σάββατο με τον Εσπερινό της ἑορτῆς τῶν ἑορτῶν, του Πάσχα. Εκτός από την περίοδο, Τριώδιο καλείται και το λειτουργικό βιβλίο που καλύπτει όλο αυτό το προαναφερθέν χρονικό πλαίσιο, με την πρώτη ελληνική έκδοση να ανάγεται στο 1522 στην Βενετία[1].

Ο παρακάτω πίνακας περιγράφει σχηματικά την διάταξη του Τριωδίου και κάνει σαφέστερο το περιεχόμενο κάθε επιμέρους μικρο-περιόδου.

Τριώδιον

Προπαρασκευαστικές
Κυριακές - Εβδομάδες

Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου

 

Κυριακή του Ασώτου

 

Κυριακή της Απόκρεω

 

Κυριακή της Τυρινής

 

Μεγάλη Τεσσαρακοστή

 

Κυριακή Α΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Β΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Γ΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Δ΄ των Νηστειών

 

Κυριακή Ε΄ των Νηστειών

 

 

         Κυριακή των Βαΐων

 

     Μεγάλη Εβδομάς

 

Την ονομασία του το Τριώδιο την οφείλει ασφαλώς στην αρχαία πρακτική της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία κάθε ημέρα, κατά την ακολουθία του Όρθρου, ψάλλονταν τρεις από τις συνολικά εννέα βιβλικές ωδές, στις οποίες, αιώνες αργότερα, προστέθηκαν οι, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, τριώδιοι κανόνες (τροπάρια αφιερωμένα σε κάποια εορτή ή άλλο θέμα)[2].

Η στιχολόγηση των τριών καθ’ ημέραν ωδών γινόταν με το εξής αρχαιοπρεπές σύστημα. Κάθε μία από τις επτά πρώτες ωδές εστιχολογείτο στην αντίστοιχή της ημέρα (η πρώτη ωδή την Κυριακή, η δεύτερη ωδή την Δευτέρα, η τρίτη ωδή την Τρίτη  κ.ο.κ.) προστιθεμένων καθημερινώς της η΄ και της θ΄ ωδής. Αργότερα, η πρακτική αυτή διαφοροποιήθηκε για την Κυριακή, η οποία έλαβε πανηγυρικότερο χαρακτήρα με ολόκληρη την στιχολογία των ωδών (αφού στην ουσία είναι και πρώτη και όγδοη-τελευταία ημέρα της εβδομάδος), αφήνοντας έτσι μία επιπλέον ωδή για την ημέρα του Σαββάτου, η οποία με αυτόν τον τρόπο απέκτησε τέσσερις ωδές[3].

Μία απλή παρατήρηση στο βιβλίο του Τριωδίου και στις ακολουθίες του Όρθρου σήμερα, φανερώνει ότι ο κανόνας αυτός (της στιχολογίας τριών ωδών) έχει κάπως ατονήσει. Όπως σημειώνει στον πρόλογο των Συναξαρίων ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος: «Καταχρηστικῶς δὲ Τριῴδιον ὀνομάζεται· οὐ γὰρ ἀεὶ Τριῴδια ἔχει, καὶ γὰρ ὁλοτελεῖς Κανόνας προβάλλεται· ἀλλ΄ οἶμαι, ἀπὸ τοῦ πλεονάζοντος τὴν ἐπωνυμίαν λαβεῖν»[4]. Η ατονία της αρχαίας συνήθειας των τριωδίων γίνεται εμφανής και από την σύνθεση, αργότερα, εννεαώδιων (στην ουσία υπάρχουν οκτώ ωδές) Κανόνων για τον εμπλουτισμό των ακολουθιών των Μηναίων.

Με την σημερινή του μορφή, το Τριώδιο διαιρείται σε τρία αρκετά διακριτά μεταξύ τους μέρη. Αρχικά τοποθετείται η προκαταρκτική περίοδος με τρεις εβδομάδες και τέσσερις Κυριακές, ακολουθεί η περίοδος έξι εβδομάδων που αποτελούν την Μ. Τεσσαρακοστή (με πέντε Κυριακές) και εν συνεχεία έπονται το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων με την Μεγάλη Εβδομάδα.

Μία παρατήρηση που οφείλουμε να κάνουμε στο σημείο αυτό είναι ότι, σύμφωνα με παλαιότερο διαχωρισμό, το Τριώδιο αποτελούσε μία ενότητα με το Πεντηκοστάριο (την περίοδο δηλαδή που σήμερα άρχεται την Κυριακή του Πάσχα και λήγει με την Κυριακή των Αγίων Πάντων), με το πρώτο να αποτελεί το Τριῴδιον Κατανυκτικόν και το δεύτερο το Τριῴδιον Χαρμόσυνον[5]. Αυτή η ενότητα παρατηρείται ακόμα και σήμερα στην ρωσική Εκκλησία, η οποία διακρίνει τα δύο μέρη σε Triod΄ Postnaja και Triod΄ Cvetnaja[6]. Πάντως, ο χωρισμός μεταξύ των δύο λειτουργικών βιβλίων υφίσταται ήδη από τον 10ο αι.[7]

Είναι αυτονόητο ότι, για να λάβει η συγκεκριμένη περίοδος την δομή και τα χαρακτηριστικά που παρατηρούμε σήμερα, πέρασε μέσα από μακραίωνη ζύμωση, με πολλούς παράγοντες να επηρεάζουν την τελική της διαμόρφωση. Αυτή όμως η συνεχής εξέλιξη και εισαγωγή νέων στοιχείων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (τουλάχιστον μέχρι και τον 16ο αι.), δεν διατάραξε επ΄ ουδενί τον χαρακτήρα και την ενότητα που διακρίνει την περίοδο αυτή[8].

Αρχική προέλευση της περιόδου του Τριωδίου μπορεί να θεωρηθεί, με σχετική βεβαιότητα, η εορτή του Πάσχα[9] και η προ αυτής προετοιμασία των πρώτων Χριστιανών των αποστολικών χρόνων «ὅπως, διαπλεύσαντες τὸ τῆς νηστείας μέγα πέλαγος, εἰς τὴν τριήμερον Ἀνάστασιν καταντήσωσιν, τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[10]. Ως πρωταρχικός αγώνας των πιστών για την εορτή ήταν η νηστεία, τηρώντας έτσι τα κυριακά λόγια ότι «ἐλεύσονται ἡμέραι, ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ΄ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν[11]». Η διάρκεια και το είδος της νηστείας αυτής αρχικά ποικίλλουν, ανάμεσα σε μία, δύο ή και περισσότερες ημέρες μέχρις ότου, στα μέσα του 3ου αι., λάβει μορφή μίας ολόκληρης εβδομάδος[12], αποτελώντας με αυτό τον τρόπο τον προάγγελο της διαμόρφωσης της Μ. Εβδομάδος.

Σημαντικό ρόλο στην επιμήκυνση των ημερών και την ένταση του αγώνα διαδραμάτισε, σύμφωνα με τον Ιερομόναχο Μακάριο Σιμωνοπετρίτη[13] (δίνοντας έτσι μία άλλη διάσταση στο θέμα), η παύση των διωγμών των Χριστιανών και το άνοιγμα της Εκκλησίας σε πολύ ευρύτερο περιβάλλον. Οι αγώνες και το αίμα των Μαρτύρων της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας αντικαταστάθηκαν τώρα από το πνευματικό στάδιο, ούτως ώστε να μην πέσουν οι Χριστιανοί σε αδράνεια και να μην υποταχθεί το πνεύμα των Μαρτύρων στο πνεύμα του κόσμου. 

Σύμφωνα με τον ε΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ. Χ.), η Τεσσαρακοστή ήταν ήδη διαμορφωμένη στην χριστιανική πρακτική[14]. Μερικές δεκαετίες αργότερα, ο ξθ΄ (69ος) [15] Αποστολικός Κανόνας (η συγγραφή τους τοποθετείται χρονικά κατά το δεύτερο μισό του 4ου αι.) έχει πλήρη γνώση για την Μ. Τεσσαρακοστή, ορίζοντας μάλιστα βαρύτατες συνέπειες για την μη τήρησή της. Μαρτυρίες, επίσης, περί της επικράτησης της Μ. Τεσσαρακοστής εκείνη την χρονική περίοδο, μας μεταφέρουν διάφοροι σύγχρονοι συγγραφείς όπως[16], ο Άγιος Αθανάσιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, ο ιερός Χρυσόστομος, αλλά και ιστορικοί της εποχής όπως ο Σωκράτης ο Σχολαστικός και ο Σωζομενός[17]. Σύμφωνα με αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η τεσσαρακονθήμερη νηστεία έχει εδραιωθεί τουλάχιστον από τις αρχές του 4ου αι. στην συνείδηση σύνολης της Εκκλησίας, έχοντας λάβει μάλιστα και ισχυρή θέση στην πράξη.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί το γεγονός περί της διαφορετικής προσέγγισης του τρόπου υπολογισμού αυτών των σαράντα ημερών σε Παλαιστίνη και Αντιόχεια[18]. Σύμφωνα με τον παλαιστινιακό τύπο, στις έξι εβδομάδες της Σαρακοστής συμπεριλαμβάνονταν και η Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και οι ημέρες των Σαββάτων και των Κυριακών (παρόλο που η νηστεία τότε καταλύεται) εκτός από τις δύο ημέρες πριν από το Πάσχα, οι οποίες παρέμεναν να θυμίζουν την αρχική ξεχωριστή διήμερη προπασχάλια νηστεία.

Αντίθετα, ο αντιοχειανός τύπος εφάρμοζε άλλη, αυστηρότερη θα λέγαμε, μέθοδο. Προσμετρούσε στο τεσσαρακονθήμερο μόνο τις ημέρες πραγματικής νηστείας (χωρίς τα Σάββατα και τις Κυριακές δηλαδή) αφαιρώντας ταυτόχρονα και την Μ. Εβδομάδα. Με αυτόν τον τρόπο οι εβδομάδες της νηστείας ήταν αυξημένες σε σχέση με την Παλαιστίνη. Ο τρόπος μέτρησης της Αντιοχείας έγινε εν τέλει δεκτός στο μεγαλύτερο μέρος της Ορθόδοξης Ανατολής τον 4ο  και 5ο αι., χωρίς όμως να λείπουν οι έριδες και οι διαμάχες μέχρι και αρκετούς αιώνες αργότερα περί της όγδοης εβδομάδος των νηστειών[19].

Μαρτυρίες περί του διαφορετικού τρόπου μετρήσεως των ημερών μας παρέχουν, συν τοις άλλοις, και οι ιστορικοί της εποχής Σωκράτης ο Σχολαστικός και ο Σωζομενός. Σύμφωνα με τον πρώτο[20]:

«Αὐτίκα τὰς πρὸ τοῦ Πάσχα νηστείας, ἄλλως παρ΄ ἄλλοις φυλαττομένας ἔστιν εὑρεῖν. Οἱ μὲν γὰρ ἐν Ῥώμῃ, τρεῖς πρὸ τοῦ Πάσχα ἑβδομάδας, πλὴν Σαββάτου καὶ Κυριακῆς, συνημμένας νηστεύουσιν. Οἱ δὲ ἐν Ἰλλυριοῖς καὶ ὅλη τῇ Ἑλλάδι, καὶ οἱ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, πρὸ ἑβομάδων ἓξ τὴν πρὸ τοῦ Πάσχα νηστείαν νηστεύουσι, Τεσσαρακοστὴν αὐτὴν ὀνομάζοντες. Ἄλλοι δὲ παρὰ τούτους, ἄλλοι πρὸ ἑπτὰ τῆς ἑορτῆς ἑβδομάδων τῆς νηστείας ἀρχόμενοι, καὶ τρεῖς μόνας πενθημέρους ἐκ διαλειμμάτων νηστεύοντες, οὐδὲν ἧττον καὶ αὐτοὶ Τεσσαρακοστὴν τὸν χρόνον τοῦτον καλοῦσι. Καὶ θαυμάσαι μοι ἔπεισι, πῶς οὗτοι περὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν διαφωνοῦντες, Τεσσαρακοστὴν αὐτὴν ὀνομάζουσι».

Αντίστοιχη εικόνα μας παρουσιάζει και ο έτερος ιστορικός της εποχής, ο Σωζομενός, ο οποίος σημειώνει[21]: «Καὶ τὴν πρὸ ταύτης δὲ καλουμένην τεσσαρακοστήν, ἐν ᾗ νηστεύει τὸ πλῆθος, οἱ μὲν εἰς ἓξ ἑβδομάδας ἡμερῶν λογίζονται, ὡς οἱ ᾿Ιλλυριοὶ καὶ οἱ πρὸς δύσιν, Λιβύη τε πᾶσα καὶ Αἴγυπτος σὺν τοῖς Παλαιστίνοις, οἱ δὲ ἑπτά, ὡς ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ τοῖς πέριξ ἔθνεσι μέχρι Φοινίκων, ἄλλοι δὲ τρεῖς σποράδην ἐν ταῖς ἓξ ἢ ἑπτὰ νηστεύουσιν, οἱ δὲ ἅμα τρεῖς πρὸ τῆς ἑορτῆς συνάπτουσιν, οἱ δὲ δύο, ὡς οἱ τὰ Μοντανοῦ φρονοῦντες».

 Η διαφωνία αυτή ανάμεσα στις κατά τόπους Εκκλησίες δεν έγκειται μόνο στην διαφορά μέτρησης των ημερών της προ του Πάσχα νηστείας, αλλά και στην διαφορετική προσέγγιση ως προς τον τρόπο τηρήσεώς της. Όπως σημειώνει ο Σωκράτης στην συνέχεια του έργου του:

«Ἔσται δὲ εὑρεῖν οὐ μόνον περὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν διαφωνοῦντας, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποχὴν τῶν ἐδεσμάτων οὐχ ὁμοίαν ποιουμένους. Οἱ μὲν γάρ, πάντη ἐμψύχων ἀπέχονται· οἱ δέ, τῶν ἐμψύχων ἰχθῦς μόνους μεταλαμβάνουσι. Τινὲς δὲ σὺν τοῖς ἰχθύσι, καὶ τῶν πτηνῶν ἀπογεύονται…οἱ δὲ καὶ ἀκροδρύων καὶ ὠῶν ἀπέχονται. Τινὲς δὲ καὶ ξηροῦ ἄρτου μόνου μεταλαμβάνουσιν».    

Όπως ήδη προαναφέραμε, στην σημερινή τελική του μορφή, το Τριώδιο εισάγεται με την προκαταρκτική περίοδο τριών εβδομάδων. Αυτή η μορφή, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν εξαρχής απόλυτη και ομοιόμορφη. Στην Παλαιστίνη και τα Ιεροσόλυμα, οι προπαρασκευαστικές ημέρες εξαντλούνται με την εβδομάδα της Τυρινής, όπως μαρτυρεί το Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο του 7ου αι.[22], στο οποίο η περίοδος ξεκινά με την Κυριακή της Απόκρεω, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να διαφοροποιείται μέχρι και τον 11ο αι.[23].

Στην Κωνσταντινούπολη, αντίθετα, η προκαταρκτική περίοδος έλαβε σταδιακά μεγαλύτερη διάρκεια, μέχρις ότου φθάσει στην σημερινή της μορφή. Αρχικά, η εβδομάδα της Τυροφάγου βρίσκεται και εδώ αρκετά νωρίς θεσμοθετημένη, αφού μνημονεύεται ήδη επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου (7ος αι.)[24]. Εν συνεχεία, σύμφωνα με το Κανονάριο της Μ. Εκκλησίας του χφ. αρ. 266 της Πάτμου (9ος-10ος αι,) φαίνεται να προστίθεται μία ακόμη εβδομάδα, με την προ αυτής Κυριακή να ονομάζεται Κυριακὴ πρὸ τῆς Ἀπόκρεω[25]. Αντίστοιχη ρύθμιση παρατηρούμε και στο Κανονάριο του χφ. αρ. 150 της Σιναϊτικής βιβλιοθήκης (10ος-11ος αι.)[26], γεγονός που δείχνει την καθιέρωση της εβδομάδας αυτής αλλά όχι και της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου. Παρόλο που η συγκεκριμένη Κυριακή (του Τελώνου και του Φαρισαίου) μνημονεύεται ως έχουσα οργανική θέση στο Τριώδιο από τον 10ο αι.[27], εντούτοις έλαβε οριστική μορφή αργότερα και συγκεκριμένα τον 11ο και τον 12ο αι.[28]. Έτσι παρατηρούμε να έχει την σημερινή της θέση, στο Τυπικό της Μονής Ευεργέτιδος (12ος αι.)[29] καθώς και στης Μονής του Σωτήρος Μεσσήνης (του έτους 1131)[30].

Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος θεωρεί[31] ότι η προπαρασκευή αυτή έχει την σημασία του προγυμνάσματος, ώστε ο πιστός να προετοιμασθεί κατάλληλα και να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τους πνευματικούς αγώνες της Σαρακοστής. Ο Ι. Φουντούλης[32] διαβλέπει συμβολικό χαρακτήρα στην διαμόρφωση των τριών προκαταρκτικών εβδομάδων, τονίζοντας ότι ο καταρτισμός αυτός έγινε εις τιμήν της Αγίας Τριάδος.

Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης έχει μία κάπως διαφορετική άποψη επί του θέματος. Θεωρεί ασφαλώς, όπως και οι προηγούμενοι, ότι αυτή η περίοδος έχει λάβει, ως πλήρως εναρμονισμένη με το όλο κλίμα της επερχόμενης Μ. Τεσσαρακοστής, τις πνευματικές διαστάσεις που τις δίνουμε σήμερα (όπως προετοιμασία για τον αγώνα), αλλά οι πρωταρχικοί λόγοι καθιερώσεώς της ήταν εντελώς διαφορετικοί. Όπως επισημαίνει[33], υπάρχουν λόγοι ιστορικοί και πολιτικής φύσεως που ευνόησαν την προσθήκη των προκαταρκτικών εβδομάδων. Αρχικά, για την εβδομάδα της Τυρινής, θεωρεί ότι είναι απόρροια της προσπάθειας του Αυτοκράτορα Ηρακλείου να επιτύχει στις πολεμικές του προσπάθειες για ανάκτηση της Ιερουσαλήμ. Προσπαθώντας λοιπόν να συμφιλιώσει τους Ορθοδόξους με τους Αντιχαλκηδονίους, ώστε να λάβει την στήριξη των δευτέρων, παρέτεινε την νηστεία κατά μία εβδομάδα, σύμφωνα με την πρακτική των Μονοφυσιτών. Παρόλο που το πολιτικό εγχείρημα απέτυχε, εντούτοις παρέμεινε η νηστεία, αφού εξυπηρετούσε και την εισαγωγή στην Μ. Τεσσαρακοστή.

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν το γεγονός της αλλαγής της θεματολογίας της Κυριακής της Τυροφάγου στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, όπως παρατηρούμε στο Τυπικό της Μ. Εκκλησίας[34], η Κυριακή αυτή ήταν αφιερωμένη στην μνήμη του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, του Πάπα Ρώμης Λέοντος και των Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης υποθέτει[35] ότι η αλλαγή της θεματολογίας από τους Υμνογράφους με κατάληξη στο σημερινό θέμα (έξωση του Αδάμ από τον Παράδεισο) ήταν αποτέλεσμα της έμπνευσης από το θέμα της προηγούμενης Κυριακής (τελική κρίση), αλλά και μεγαλύτερης σχέσης με την περίοδο της Τεσσαρακοστής.

Για τις δύο προηγούμενες Κυριακές (του Τελώνου και του Φαρισαίου και του Ασώτου), ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης πιστεύει[36] ότι είναι απότοκος της βασικής αρχής της λειτουργικής ιστορίας, σύμφωνα με την οποία οι λειτουργικές περίοδοι επιμηκύνονται μέσα από τον διπλασιασμό και την μίμηση. Έτσι, ως απάντηση στο ζεύγος των Κυριακών της Απόκρεω και της Τυροφάγου, δημιουργήθηκαν οι δύο προηγούμενες από αυτές Κυριακές. Παρατηρείται, επομένως, μία συμμετρία ανάμεσα στις τέσσερις αυτές Κυριακές της προπαρασκευαστικής περιόδου, με τις δύο πρώτες να συντρέχουν στην πνευματική προετοιμασία και τις δύο επόμενες  να εξυπηρετούν την ετοιμασία για την νηστεία από τις τροφές.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πνευματική προετοιμασία για την περίοδο της Τεσσαρακοστής εκτείνεται και στις προ του Τελώνου και Φαρισαίου Κυριακές[37]. Οι ευαγγελικές περικοπές που έχουν επιλεγεί για την περίοδο μετά τα Φώτα και μέχρι την έναρξη του Τριωδίου μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Σμέμαν[38], η Κυριακή του Ζακχαίου[39], που τοποθετείται κατ’ εκείνη την περίοδο, αποτελεί την πρώτη αναγγελία για την έναρξη της Σαρακοστής, με την επιθυμία του Ζακχαίου να συναντήσει τον Χριστό να λειτουργεί ως κίνητρο για τους πιστούς ώστε να τον μιμηθούν. Τον ίδιο ρόλο φαίνεται να επιτελούν και οι υπόλοιπες Κυριακές[40] με τις περικοπές της Χαναναίας, των Δέκα Λεπρών και του Πλουσίου Νεανίσκου[41]. Βέβαια, αυτές οι ημέρες δεν έλαβαν ποτέ την μορφή των τεσσάρων προπαρασκευαστικών Κυριακών, αφού δεν εντάχθηκαν στο λειτουργικό βιβλίο του Τριωδίου και δεν ανέπτυξαν δική τους υμνογραφία.

Από άποψη Τυπικού, οι προπαρασκευαστικές Κυριακές παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Μοιάζουν με τον συνεορτασμό κάποιας εορτής Αγίου με την αναστάσιμη ακολουθία, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις. Απουσιάζουν Απολυτίκια, αναγνώσματα του Εσπερινού και Καθίσματα των στιχολογιών στον Όρθρο. Παρατηρείται η εισαγωγή των τριών ιδιομέλων: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας», «Τῆς Σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους» και «Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν», τα οποία παρακινούν τους πιστούς σε μετάνοια και συντριβή. Όλες αυτές τις ημέρες οι ακολουθίες έχουν ιδιόμελα Στιχηρά και Δοξαστικά, Εξαποστειλάρια καθώς και Κανόνες με μεσώδια Καθίσματα. Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των πρώτων δύο Κυριακών αποτελούν οι ευαγγελικές περικοπές, στις οποίες οφείλουν και την ονομασία τους. Στην Παλαιστίνη, η ανάγνωση αυτών των περικοπών και η αντίστοιχη υμνογραφική θεματολογία, τοποθετούνταν εντός της Σαρακοστής, αφού, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, εκεί απουσίαζε η προκαταρκτική περίοδος.

Σύμφωνα με την σημερινή πρακτική, η νηστεία εισάγεται σταδιακά και τμηματικά σε κάθε μία εβδομάδα της προπαρασκευαστικής περιόδου. Την πρώτη εβδομάδα επιτρέπεται κατάλυσις εἰς πάντα, την επόμενη τηρείται η συνήθης κατάλυση, ενώ την τελευταία εβδομάδα υπάρχει η νηστεία από το κρέας αλλά ταυτόχρονα κατάλυση γαλακτοκομικών και αυγών ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Η κατάλυση των εβδομάδων αυτών και η σταδιακή είσοδος στην νηστεία έχουν λάβει την έννοια της ενισχύσεως των πιστών στον επερχόμενό τους αγώνα. Επιπλέον, η εβδομάδα του Τελώνου και Φαρισαίου αντιστοιχεί συμμετρικά[42] στην Διακαινήσιμο εβδομάδα αποτελώντας την αρχή και το τέλος της περιόδου (και οι δύο αυτές εβδομάδες έχουν πλήρη κατάλυση).

Φυσικά, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, οι αρχικοί λόγοι της καθιερώσεως της καταλύσεως της νηστείας ήταν διαφορετικοί από ό, τι σήμερα. Σύμφωνα με το Τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα[43], σε σημείωση την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου: «χρὴ γινώσκειν ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ ἑβδομάδι νηστεύουσιν οἱ τρισκατάρατοι Ἀρμένιοι τὴν βδερυρὰν αὐτῶν νηστείαν, τὴν λεγομένην τοῦ ἀρτζιβουρίου. Ἡμεῖς δὲ καθ΄ ἑκάστην ἐσθίομεν τυρὸν καὶ ὠά, ἀνατρέ-ποντες τὸ ἐκείνων δόγμα τῆς τοιαύτης αἱρέσεως».  Σύμφωνα με αυτήν την σημαντική πληροφορία η κατάλυση της εβδομάδος φαίνεται να έχει καθιερωθεί ώστε να διακριθούν οι Ορθόδοξοι από τους Μονοφυσίτες Αρμενίους και να μην υπάρχει καμία σύγχυση μεταξύ τους.

Παρόμοιος λόγος καταλύσεως της νηστείας φαίνεται να υπάρχει και για την εβδομάδα της Τυρινής. Σύμφωνα με διάταξη στο Τυπικό του Αγίου Σάββα[44], το οποίο μεταφέρει κανόνα του Αγίου Νικηφόρου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: «δεῖ νηστεύειν τοὺς μοναχοὺς τῇ δ΄ και στ΄ τῆς Τυροφάγου, καὶ μετὰ τὴν τῶν προηγιασμένων ἀπόλυσιν, ἐσθίειν τυρὸν καὶ ὠά, ὅπου ἂν εὑρεθῶσιν. Ἀνατρέπει δὲ οὗτος ὁ κανὼν τὸ δόγμα τῶν Ἰακωβιτῶν καὶ τὴν τῶν Τετραδιτῶν αἵρεσιν».

Η νηστεία, που, όπως αναφέραμε παραπάνω, διαρκούσε το περισσότερο μία εβδομάδα έδωσε την ώθηση και την έμπνευση στους πιστούς, εξαιτίας του ζήλου τους για μεγαλύτερο αγώνα και προετοιμασία, ώστε με την πάροδο λίγων μόλις ετών να διαμορφώσουν μία περίοδο σαράντα ημερών νηστείας[45], η οποία στην ουσία θα λάβει χαρακτήρα προετοιμασίας για την Μ. Εβδομάδα και είναι συνδεδεμένη με την νηστεία της. Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη[46] ότι η νηστεία αυτή είναι μίμηση της νηστείας του Χριστού μετά την βάπτισή του, και έτσι έχει αφετηρία την εορτή των Θεοφανείων, θεωρία η οποία δεν βρίσκει πολλούς υποστηρικτές.

Στην πρώτη Εκκλησία η Τεσσαρακοστή είχε την σημασία της κατηχήσεως των Κατηχουμένων, οι οποίοι, όντες ενήλικοι, περνούσαν από την διαδικασία της κατηχήσεως και της δοκιμασίας, ώστε να γίνουν πλήρη μέλη του εκκλησιαστικού σώματος[47]. Αυτό θα συνέβαινε κατά την ακολουθία της Παννυχίδος του Πάσχα, η οποία ετελείτο κατά τις πρώτες ώρες της νυκτός (μετά την δύση του ηλίου δηλαδή) και ήταν συνδεδεμένη με την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Τα αποτελέσματα αυτής της πρακτικής είναι εμφανή ακόμα και σήμερα. Παρατηρούμε, έτσι, στην ακολουθία του Εσπερινού μετά της θείας Λειτουργίας του Μ. Σαββάτου, την ύπαρξη δεκαπέντε αναγνωσμάτων στον Εσπερινό (κατά την ανάγνωση των οποίων τελούνταν οι βαπτίσεις στο βαπτιστήριο), την αντικατάσταση του Τρισαγίου Ύμνου από το «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε» καθώς, επίσης, και την ύπαρξη του αποστολικού αναγνώσματος της ακολουθίας του βαπτίσματος.

Ο Μακάριος Σιμωνοπετρίτης διακρίνει στοιχεία της προετοιμασίας των Κατηχουμένων,  καθ΄ όλην την διάρκεια του τεσσαρακονθημέρου[48]. Οι σαράντα ημέρες της νηστείας, είναι ημέρες πνευματικού αγώνα για τους Κατηχουμένους, οι οποίοι σε καθημερινή βάση δέχονταν εξορκισμούς και κατηχητικούς λόγους από τον εκάστοτε Επίσκοπο, ο οποίος και επόπτευε γενικά την όλη διαδικασία[49]. Με αυτό τον τρόπο κατανοείται η έμφαση που δίνεται στις ακολουθίες της Σαρακοστής στην ανάγνωση από την Π. Διαθήκη, η οποία χρησίμευε για την διδασκαλία των προς το Βάπτισμα Κατηχουμένων[50]. Αντίστοιχα, μπορεί να ερμηνευτεί και η ανάγνωση στο Πεντηκοστάριο από το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αφού έτσι επιτελείται η μύηση των Νεοφύτων στην λατρεία της Εκκλησίας. Καλύτερος μύστης από τον θεολόγο Ιωάννη δεν θα μπορούσε να βρεθεί[51].

Διάφοροι συμβολισμοί έχουν αποδοθεί στην τεσσαρακονθήμερη αυτή περίοδο[52]. Κατά μία άποψη, η καθιέρωση των σαράντα ημερών γίνεται κατά μίμηση των Προφητών Μωυσέως και Ηλία αλλά και του ίδιου του Ιησού Χριστού, οι οποίοι νήστευσαν σαράντα ημέρες. Επίσης, άλλη ερμηνεία θεωρεί την καθιέρωση της νηστείας, ως μίμηση της αποδεκατώσεως των Εβραίων στην Παλαιά Διαθήκη[53]. Όπως εκείνοι απέδιδαν το ένα δέκατο της παραγωγής τους στον ναό, έτσι και οι Χριστιανοί αφιερώνουν το ένα δέκατο περίπου του έτους στον πνευματικό αγώνα.

 

[1] Τριῴδιον, Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11, σ. 864· Μετά από αυτή την χρονολογία δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες τροποποιήσεις στην δομή και το περιεχόμενο του Τριωδίου, φανερώνοντας έτσι την επιρροή της τυπογραφίας στην μη εμφάνιση νέων λειτουργικών στοιχείων και στην παγίωση της λειτουργικής πρακτικής, η οποία μέχρι τότε λάμβανε συνεχείς μεταβολές.

[2] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 18.

[3] Ἀγάθωνος Παρασκευᾶ (Πρωτοπρ.), «Οἱ ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου κατὰ τὶς καθημερινὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς», στο Οἱ ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, Πρακτικὰ ΙΕ΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2015, σ. 257.

[4] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σσ. 8-9.

[5] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 18

[6] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 44.

[7] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 46.

[8] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 25.

[9] Βλ. σωρευτικές μαρτυρίες στο Cantalamessa Raniero, La Pasqua nella Chiesa antica, Societa Editrice Internazionale, Torino 1978.

[10] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σ. 72 (Ιδιόμελο Αποστίχων Α’ Κατανυκτικού Εσπερινού).

[11] Μτθ. 9, 15.

[12] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 47.

[13] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 24.

[14] «Αἱ δὲ σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μὲν πρὸ τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἵνα πάσης μικροψυχίας ἀναιρουμένης, τὸ δῶρον καθαρὸν προσφέρηται τῷ Θεῷ· δευτέρα δέ, περὶ τὸν τοῦ μετοπώρου καιρόν».

[15] «Εἴ τις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος ἢ Ὑποδιάκονος ἢ Ψάλτης τὴν ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν οὐ νηστεύει…καθαιρείσθω…εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω».

[16] Μηλιαρᾶ Καλλίστου, «Ἱστορικὴ ἐπισκόπησις τοῦ Τριῳδίου. Τὸ σχέδιον καὶ ὁ καταρτισμὸς αὐτοῦ», Νέα Σιών, τεῦχος 29, Ἱεροσόλυμα 1934, σ. 53 κ. ε.

[17] Τα έργα τους «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» καλύπτουν την περίοδο 305-439 μ. Χ.

[18] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 30.

[19] αυτόθι, σ. 31.

[20] Σωκράτους, Ἐκκλ. Ἱστορία, 5, 22, PG 67, 632.

[21] Σωζομενοῦ, Ἐκκλ. Ἱστορία, 7, 10, PG 67, 1477.

[22] Κεκελίδζε Κ., Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον (Τυπικὸν) τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, [μτφρ. ἐκ τοῦ ῥωσικοῦ ὑπὸ ἀρχιμ. Καλλίστου Μηλιαρᾶ], Ἀνατύπωσις ἐκ τῆς Νέας Σιών, Ἱεροσόλυμα 1914, σ. 221

[23] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 33

[24] αυτόθι, σ. 32

[25] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 110

[26] αυτόθι, p. 185

[27] Θεοδώρου Εὐαγγέλου, μορφωτικὴ ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθήνα 1958, σ. 33.

[28] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 490 · Μηλιαρᾶ, «Ἱστορική ἐπισκόπησις», σ. 158.

[29] Dmitrievski J.A., Opisanie Liturgitjeskish Rucopisej, T. A΄, Kiev 1895, p. 501.

[30] Arranz Miguel, Le Typicon du Monastere du Saint Sauver a Messine, [Orientalia Cristiana Analecta, 185], Roma 1969, p. 186.

[31] Τριῴδιον Κατανυκτικόν , Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1960, σσ. 8 - 9.

[32] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 20.

[33] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 487.

[34] Mateos Juan, Le Typikon de la Grande `Eglise, T. B΄, [Orientalia Christiana Analecta, 186], Roma 1962, p. 8.

[35] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 489.

[36] αυτόθι, σ. 490.

[37] αυτόθι, σ. 492.

[38] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 25.

[39] Λκ. 19, 1-10.

[40] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 493.

[41] Μτθ. 15, 21-28· Λκ. 17, 11-19· Λκ. 28, 18-27.

[42] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 498.

[43] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 266· Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 496.

[44] Τυπικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκολουθίας, Ἐπιμέλεια Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Ἁγία Λαύρα τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου, Ἱεροσόλυμα 2012, σ. 268.

[45] Όπως συμπεραίνεται από το κείμενο των αποστολικών Διαταγών, η νηστεία της Τεσσαρακοστής είναι ξεχωριστή από την νηστεία της Μ. Εβδομάδος: «φυλακτέα ἡ νηστεία τῆς τεσσαρaκοστῆς, μνήμην περιέχουσα τῆς τοῦ Κυρίου πολιτείας τε καὶ νομοθεσίας. Ἐπιτελείσθω δὲ ἡ νηστεία αὕτη πρὸ τῆς νηστείας τοῦ πάσχα, ἀρχομένη μὲν ἀπὸ δευτέρας, πληρουμένη δὲ εἰς παρασκευήν. Μεθ' ἃς ἀπονηστεύσαντες ἄρξασθε τῆς ἁγίας τοῦ πάσχα ἑβδομάδος, νηστεύοντες αὐτὴν πάντες μετὰ φόβου καὶ τρόμου, προσευχόμενοι ἐν αὐταῖς περὶ τῶν ἀπολλυμένων». Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ, 5, 13, PG, 1, 868.

[46] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 264.

[47] αυτόθι, σ. 21.

[48] Μακαρίου Ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου, Μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, Συμβολὴ στὴν Θεολογία τοῦ Λειτουργικοῦ Χρόνου, Αθήνα 2021, σ. 47.

[49] Γιάγκου Θεοδώρου, «Κανόνες καὶ διατάξεις περὶ τοῦ Βαπτίσματος, Ἐπισκόπηση τῆς παραδόσεως», στο Τὸ Ἅγιον Βάπτισμα (Χρονικόν, Εἰσηγήσεις, Πορίσματα Ἱερατικοῦ Συνεδριου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, ἔτους 1996), Ἱερὰ Μητρόπολις Δράμας, Δράμα 1996, σ. 60.

[50] Schmemann Alexander, Μεγάλη Σαρακοστή. Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα, μτφρ. Ἑλένη Γκανούρη, ἐκδ. Πορφύρα, Ἀθήνα 2016, σ. 71.

[51] Φίλια Γεωργίου, «Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου», στο Πρακτικὰ Ε΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2004, σ. 220.

[52] Φουντούλη Ἰωάννου, Λογική Λατρεία, Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1997, σ. 26· βλ. σχετικά Σκρέττα Νικοδήμου (αρχιμ.), Λατρεία καὶ Ἁγιότητα. Μαθητεία στὸ Συναξάρι τὴς Ὀρθοδοξίας, [Κανονικὰ καὶ Λειτουργικὰ 10], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 253-341.

[53] Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας ἐρωτήσεις Ἀρχιερέως, PG 155, 868A-B, 897A, 908D.