ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΡΟΥΣΑΝΟΥ - ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ

Η Ἱερὰ Μονὴ Ρουσάνου–Ἁγίας Βαρβάρας βρίσκεται στὰ Ἅγια Μετέωρα, δίπλα στὸ δυτικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα καὶ τὸ Καστράκι πρὸς τὰ monastery roussanou 1 398793446μοναστήρια τῶν Μετεώρων. Εἶναι κτισμένη πάνω σ' ἕναν κατακόρυφο βράχο ἑξήντα περίπου μέτρων, σὲ ὑψόμετρο 484 μέτρων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ὁλόκληρο τὸ πλάτωμα τῆς κορυφῆς του (500μ2) καλύπτεται ἀπὸ τὸ κτηριακὸ συγκρότημά της, ποὺ φαντάζει σὰν φυσικὴ ἀπόληξη, δένοντας τὰ ποικίλα φυσικὰ καὶ δομημένα συστατικὰ σ' ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο.

Τριγύρω της τὸ πέτρινο δάσος τῶν Μετεώρων μὲ τὶς ἱερὲς μονές. Ἀπέναντί της πρὸς βορρᾶ βρίσκεται ἡ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ πίσω ἀπʼ αὐτὴν ἡ μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Πρὸς τὰ βορειοδυτικὰ ἡ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ ἐνῶ πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ οἱ μονὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπὸ τὸν βορεινὸ ἐξώστη τοῦ Ρουσάνου ἀντικρίζει τὶς ἐρειπωμένες μονὲς τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Ἁγίας Μονῆς. Ἀπὸ τὸν νότο φαίνονται οἱ Φυλακὲς τῶν Μοναχῶν (Παναγία τῶν Φυλακῶν) στὸν γιγαντόλιθο μὲ τὴν ὀνομασία Στῦλος Σταγῶν, τὸ σύμπλεγμα βράχων Κουμαριές, Παλαιοκρανιὲς καὶ Λιανομόδια, καθὼς καὶ τὰ βράχια τῶν κατεστραμμένων σήμερα μονυδρίων Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ Ταξιαρχῶν. Κοντά της ἐπίσης βρισκόταν καὶ τὸ μονύδριο τοῦ Καλλιστράτου καθὼς καὶ τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία τους εἶναι ἀβέβαιη, ἐνῶ στὰ ἀνατολικά της δεσπόζει ὁ βράχος τῆς Ψαροπέτρας μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ θέα πρὸς ὅλο τὸ μετεωρικὸ τοπίο.

Δὲν εἶναι γνωστὸ γιατί ἡ μονὴ ὀνομάζεται Ρουσάνου. Ἴσως ἡ ἐπωνυμία νὰ ὀφείλεται στὸν πρῶτο οἰκιστὴ τοῦ βράχου ἢ στὸν κτίτορα τοῦ πρώτου ναοῦ κατὰ τὸν 13ο ἢ 14ο αἰώνα.

Ἡ πρώτη γραπτὴ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος Ρουσάνου βρίσκεται στὸ λεγόμενο «Γράμμα ἱστορικὸν» ἢ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», γραμμένο λίγο μετὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1529, ποὺ κάνει λόγο γιὰ «τὴν μονὴν τοῦ Ρουσάνου» ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα ἔτη ἦταν «ἠρημωμένη τῶν κατοίκων».

Πάντως καὶ σὲ ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 16ου αἰώνα ἡ μονὴ ἀναφέρεται μὲ τὸ ὄνομα Ρουσάνου, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει πὼς καὶ πιὸ πρὶν εἶχε ἐπικρατήσει αὐτὴ ἡ ὀνομασία.

Ἀπὸ παλιά, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸ ἀπὸ πότε, ἡ μονὴ ἔχει καὶ τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, πρὸς τιμὴν τῆς ὁμώνυμης ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ποὺ ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Πιθανὸν ἀπὸ τὸ 1744/45 καὶ ἐντεῦθεν, ποὺ ἦρθε στὴν κατοχὴ τοῦ μοναστηριοῦ ὡς εὐλαβικὸ προσκύνημα καὶ τιμητικὸ ἀγλάισμα τμῆμα τῆς κάρας τῆς Ἁγίας, νὰ ἀπέκτησε ἡ μονὴ καὶ τὴν ἐπωνυμία αὐτή. Φυλάσσεται μάλιστα στὸ μοναστήρι καὶ μία μικρὴ παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς μεγαλομάρτυρος.

Ὁ πρώην ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Πολύκαρπος Ραμμίδης στὸ βιβλίο του «Τὰ Μετέωρα» (1882), ἀναφέρει, χωρὶς ὅμως νὰ παραπέμπει σὲ κάποια πηγὴ ποὺ νὰ τεκμηριώνει τὰ λεγόμενά του, πὼς ὁ βράχος τοῦ Ρουσάνου πρωτοκατοικήθηκε τὸ 1388 ἀπὸ κάποιον ἱερομόναχο Νικόδημο καὶ τὸν συνασκητή του Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τὴν ἄδεια τοῦ Πρώτου τῆς Σκήτεως τῶν Σταγῶν καὶ οἰκοδόμησαν στὸν βράχο ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

ktitores rousanouΣτὴ συνέχεια, καὶ γιὰ ἑκατὸν σαράντα περίπου ἔτη, ὁ ρουσανίτικος βράχος ἔμεινε ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος καὶ πέρασε στὴ δικαιοδοσία τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.

Ἐπίσημοι κτίτορες τῆς μονῆς εἶναι οἱ αὐτάδελφοι Γιαννιῶτες ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμος. Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1527 καὶ 1529 ζήτησαν καὶ ἔλαβαν τὴν ἄδεια νὰ ἐγκατασταθοῦν καὶ νὰ μονάσουν στὸν λίθο τοῦ Ρουσάνου.

Μόλις ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ ἀνέπτυξαν ἰδιαίτερη οἰκοδομικὴ δραστηριότητα. Ξαναέκτισαν ἐκ θεμελίων τὸ παλαιὸ καὶ ἐρειπωμένο καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Οἰκοδόμησαν κελλιὰ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους. Ἐνίσχυσαν τὴ μονὴ μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή της περιουσιακὰ στοιχεῖα (κτήματα, ἀμπέλια, κήπους, μύλους, ζῶα) καὶ τὴν ἐφοδίασαν μὲ ἱερὰ σκεύη, ἄμφια, χειρόγραφα βιβλία καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια. Τὴν ὀργάνωσαν σὲ αὐστηρὸ κοινόβιο, παρέχοντας ὡς πρότυπο ἀσκητικῆς ζωῆς τὸν προσωπικό τους ἀγώνα.

Τέλος, καθόρισαν τὶς σχέσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις της πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Σταγῶν καὶ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε μόνο πνευματικὴ δικαιοδοσία καὶ ἐποπτεία στὴ μονὴ Ρουσάνου.

Τὸ 1545 οἱ κτίτορες συνέταξαν τὴ διαθήκη τους καὶ ἐνέταξαν σ᾽ αὐτὴν τὶς τυπικὲς κοινοβιακὲς καὶ μοναστικὲς διατάξεις, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμα τὴν ἀνάλογη διαθήκη τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης ἁγίου Βησσαρίωνος Βʹ καθὼς καὶ σχετικὴ διαθήκη τῶν ὁσίων κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ.

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τοὺς Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμο ὡς ἁγίους καὶ ἑορτάζει τὴ μνήμη τους στὶς 7 Αὐγούστου, τὴν ἑπομένη δηλαδὴ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καὶ ἡ μοναδικὴ παλαιὰ φορητὴ εἰκόνα τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς, λαϊκῆς τεχνοτροπίας, τοῦ 17ου αἰώνα. Τοὺς παριστᾶ νὰ κρατοῦν στὰ χέρια τους ἕνα τεράστιο ἀντίγραφο τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς ποὺ οἱ ἴδιοι ἔκτισαν. Κατὰ τὰ ἔτη 1975–1995 ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε πρὸς φύλαξη στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Ἀπὸ τὸ 1995 ἐπανῆλθε στὴν ἱερὰ μονὴ Ρουσάνου.

Τὴν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν ποὺ εἶχαν ξεκινήσει οἱ κτίτορες ἀνέλαβε καὶ συνέχισε ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πιθανὸν καὶ ὁ διάδοχος στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο τῆς μονῆς. Ἐπὶ ἡγουμενίας Ἀρσενίου ὁλοκληρώθηκε τὸ 1560 ἀπὸ τὸν Κρητικὸ ἁγιογράφο Τζώρτζη ἢ Ζώρζη ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Καθολικοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ λειτούργησε στὴ μονὴ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο ποὺ ἐξυπηρετοῦσε κυρίως τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες της.

Τὸν 16ο ὡς καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα ἡ μονὴ Ρουσάνου γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμὴ μὲ σημαντικὸ ἀνακαινιστικὸ καὶ ἐπισκευαστικὸ κτηριακὸ πρόγραμμα. Στὴ συνέχεια ὅμως πέφτει σὲ παρακμή. Κατὰ τὸν 18ο αἰώνα συνεχίζεται ἡ πτωχεία καὶ ἡ λειψανδρία τῆς μονῆς. Ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴ Θεσσαλία ἡ κατάσταση εἶναι ἄσχημη, ἐξαιτίας τοῦ ἐπαχθοῦς πρὸς τοὺς Ἕλληνες διοικητικοῦ καθεστῶτος, τῶν Ρωσοτουρκικῶν Πολέμων, τῶν ἐπιδρομῶν Τουρκαλβανῶν καθὼς καὶ τῆς ὑπαγωγῆς τῆς Θεσσαλίας στὴ δικαιοδοσία τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος αὔξησε τὴ φορολογία. Τότε πιθανὸν διακόπτεται ἡ κοινοβιακὴ λειτουργία τῆς μονῆς Ρουσάνου, τὴν ὁποία κρατοῦν ἀνοικτὴ ἕνας–δύο καλόγεροι.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1745 ὁ Οὐκρανὸς μοναχὸς καὶ περιηγητὴς Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκι (Василий Григорович Барский) ἐπισκέφτηκε τὴ μονὴ Ρουσάνου καὶ τὴν ἀποτύπωσε σὲ σχέδιό του.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἡ σχέση τῶν μετεωρίτικων μονῶν μὲ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ ἐπιδεινώθηκε ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἀποτυχημένο ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ παπα–Θύμιου Βλαχάβα κατὰ τὸ ἔτος 1808. Βιαιοπραγίες ὑπέστησαν οἱ μονὲς μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης στὴ Μολδοβλαχία, κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καθὼς καὶ στὴν διάρκεια τῶν θεσσαλικῶν ἐξεγέρσεων τὸ 1854 καὶ τὸ 1878.

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα ἐπισκέπτονται τὴ μονὴ διάφοροι ξένοι περιηγητὲς καὶ βρίσκουν νὰ μονάζουν σ' αὐτὴ λίγοι καὶ ὑπέργηροι μοναχοὶ ἢ —μερικὲς φορὲς— κανένας.

Στὸν ἀτυχῆ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 πολλοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Τρικάλων βρίσκουν ἀσφαλὲς καταφύγιο στὴ μονὴ Ρουσάνου.

Στὰ 1930, μὲ δωρεὰ τῆς καστρακινῆς Δάφνως Μπούκα κατασκευάστηκαν σκαλοπάτια καθὼς καὶ δύο μικρὲς σιδερένιες γέφυρες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὶς παλαιότερες ξύλινες, ποὺ τότε ἦταν ἑτοιμόρροπες.

Στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς (1941–1944) ἡ μονή, ἔρημη καὶ ἐγκαταλελειμμένη, γνώρισε λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς κειμηλίων καὶ πολύτιμων χειρογράφων κωδίκων, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλες μονὲς τῶν Μετεώρων.

Τὸ 1950 ἐγκαθίστανται στὴ μονὴ ἡ Κασσιανὴ Δημητριάδου καὶ ἡ Κυριακὴ Μπούκα ἀπὸ τὸ Καστράκι. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1955 ἀπεδήμησε πρὸς Κύριον ἡ Κασσιανὴ καὶ στὸ μοναστήρι μένει πλέον μόνη της ἡ Κυριακὴ Μπούκα, ποὺ ἐπέδειξε ἀξιόλογο ζῆλο στὴν κτηριακὴ καὶ ἄλλη στοιχειώδη ἀνασυγκρότηση τῆς μονῆς παρέχοντας συγχρόνως ἐγκάρδια φιλοξενία. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της, ποὺ ἐπῆλθε στὶς 26 Ἰανουαρίου τοῦ 1971, ἔγινε μεγαλόσχημη μοναχὴ λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Εὐσεβία.

Στὶς 17 Ὀκτωβρίου 1988, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ ἀνδρικὴ μονὴ Ρουσάνου μετατράπηκε ἐπίσημα σὲ γυναικεία καὶ ἐγκαταστάθηκε σʼ αὐτὴν ὀκταμελὴς ἀδελφότητα μοναζουσῶν ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σταγιάδων μὲ ἡγουμένη τὴ μοναχὴ Φιλοθέη (Κοσβύρα), ἐπαναφέροντας ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὶς κτιτορικὲς ὑποθῆκες καὶ ἐπιταγές, τὸ κοινοβιακὸ μοναχικὸ σύστημα καὶ συμβάλλοντας στὴν ἐκ νέου ἀνάπτυξη, ὑλικὴ καὶ πνευματική, τῆς ἱερᾶς μονῆς.

Ἡ νέα ἀδελφότητα ἄρχισε ἀμέσως τὸ ἔργο τῆς ἀναδιοργάνωσης, συντήρησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἡμικατεστραμμένου μοναστηριοῦ. Στὶς 22 Ὀκτωβρίου τοῦ 1996 ἔγινε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων μακαριστὸ Σεραφεὶμ ἡ θεμελίωση τῆς νέας τριώροφης πτέρυγας στὸν χῶρο τοῦ παλαιοῦ βουρδοναριοῦ τῆς μονῆς, τοῦ ὁποίου βρέθηκαν κτηριακὰ ὑπολείμματα. Σʼ αὐτὴ βρίσκονται τὸ παρεκκλήσι τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, κελλιά, τράπεζα, ἀρχονταρίκι, ἀναρρωτήριο, βιβλιοθήκη καὶ ἐργαστήρια, στὰ ὁποῖα οἱ μοναχὲς ἐξασκοῦν τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, τῆς ἱερορραπτικῆς καὶ τῆς χρυσοκεντητικῆς.meteorarocks roussanou 009x14458

Ἡ κυρίως πρόσβαση στὴν ἱερὰ μονὴ γίνεται ἀπὸ τὴ βορειοδυτική της πλευρὰ καὶ διαμορφώθηκε τὴ δεκαετία τοῦ 1990. Ἀνεβαίνοντας τὰ σκαλιά, ὁ ἐπισκέπτης / προσκυνητὴς φθάνει σ' ἕναν μικρὸ βράχο, στὸν ὁποῖο κατὰ πᾶσα πιθανότητα εἶχαν κτίσει οἱ πρῶτοι κτίτορες τὸ ἀρχικὸ μοναστήρι, τὸ «Παλαιὸ Ρουσάνου». Ἔξω ἀπὸ τὸ Καθολικό ἔχουν διαμορφωθεῖ εἰδικὲς προθῆκες, ὅπου ἐκτίθενται διάφορα κειμήλια τῆς μονῆς, ὅπως κάποιες ἀπὸ τὶς παλαιὲς εἰκόνες της. Ἡ παλαιότερη καὶ ἐντυπωσιακότερη εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ εἰκονίζεται ἔνθρονος, «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Μέγας Ἀρχιερεύς». Εἶναι Κρητικῆς τεχνοτροπίας, ἐνδεχομένως τοῦ Θεοφάνους τοῦ Κρητός, καὶ χρονολογεῖται στὸν 16ο αἰώνα.

Τὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς, δηλαδὴ ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία της, εἶναι ἕνας μικρὸς χαριτωμένος ναός, 12,2 Χ 5,4 μέτρων, σταυροειδὴς μὲ τροῦλλο, ἀφιερωμένος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου, μὲ τὸ Ἱερό του Βῆμα νὰ εἶναι προσανατολισμένο πρὸς τὰ βορειοανατολικά, λόγῳ περιορισμῶν τοῦ χώρου.

Στὴ σχετικὴ ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὸν Κυρίως Ναό, τὸ ὄνομα τοῦ ἁγιογράφου δὲν ἀναφέρεται. Κατὰ πᾶσα πιθανότητα πρόκειται γιὰ τὸν μαθητὴ τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός, τὸν Κρητικὸ ἁγιογράφο Τζώρτζη ἢ Ζώρζη, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἔρευνα ποὺ πραγματοποιήθηκε σχετικὰ μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὴν τεχνικὴ ζωγραφικῆς στὰ Καθολικὰ τῶν μονῶν Μεγάλου Μετεώρου, Δουσίκου καὶ Ρουσάνου.

Ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Κυρίως Ναοῦ, τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καὶ τοῦ Ἐσωνάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς Ρουσάνου ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρότερα τοιχογραφικὰ σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς κατὰ τὸ βʹ μισὸ τοῦ 16ου αἰώνα.

Ὁ ἁγιογράφος φαίνεται νὰ ἔχει θεολογικὴ παιδεία, νὰ γνωρίζει τὶς εἰκονογραφικὲς ἀναζητήσεις καὶ τάσεις τῆς ἐποχῆς του καὶ νὰ προσαρμόζει μὲ δημιουργικὸ τρόπο τὶς ἁγιογραφίες καὶ τὰ σχέδιά του στὸ μικρὸ σχετικὰ Καθολικὸ μὲ τὶς περιορισμένες ἐπιφάνειες. Ἀκολούθησε τὴν τεχνικὴ τῆς νωπογραφίας (Fresco), κατὰ τὴν ὁποία οἱ χρωστικὲς οὐσίες ἐφαρμόζονται στὴν ἐπιφάνεια τοῦ τοίχου ὅσο τὸ κονίαμα εἶναι ὑγρό, τεχνικὴ ποὺ ἀπαιτεῖ ταχύτητα, ἀκρίβεια, ἐπιδεξιότητα καὶ ἕνα ὀργανωμένο συνεργεῖο ἁγιογράφων καὶ τεχνιτῶν.

Ὁ ἐσωνάρθηκας εἶναι σχεδὸν τετράγωνος, μὲ διαστάσεις 4 Χ 4 περίπου μέτρων, καὶ καλύπτεται ἀπὸ ἑνιαῖο ἐλλειψοειδῆ θόλο, ποὺ στηρίζεται σὲ τέσσερα μικρὰ ἁψιδώματα – τόξα. Στὸν βορειοανατολικὸ τοῖχο τοῦ νάρθηκα κυριαρχεῖ ἡ ἁγιογραφικὴ ἐπιβλητικὴ πολυπρόσωπη σύνθεση τῆς Μέλλουσας Κρίσης. Στὸν θόλο ἀναπτύσσονται εἰκαστικὰ οἱ Αἶνοι, ἡ εἰκονογραφικὴ δηλαδὴ ἀπόδοση τῶν τριῶν τελευταίων ψαλμῶν τοῦ Δαβίδ. Στοὺς ὑπόλοιπους τρεῖς τοίχους ἀναπτύσσονται τριάντα ἕξι σκηνὲς μαρτυρίων σὲ ἐπάλληλες ὁριζόντιες ζῶνες.

Ὁ Κυρίως Ναὸς τοῦ Καθολικοῦ εἶναι «ἁγιορείτικου» ἢ «ἀθωνικοῦ» τύπου σταυροειδὴς δικιόνιος ἐγγεγραμμένος μὲ πολυγωνικὸ τροῦλλο, ποὺ στηρίζεται σὲ δύο κίονες στὰ δυτικὰ καὶ δύο πεσσοὺς στὰ ἀνατολικά. Σύμφωνα μὲ ἐπιγραφὴ ποὺ βρίσκεται στὸν Κυρίως Ναὸ πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο καὶ κάτω ἀπὸ τὴν παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ ἔγινε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1560, τριάντα ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ἐπὶ ἡγουμενίας τοῦ ἱερομονάχου Ἀρσενίου. «Ἱστορήθη ὁ πάνσεπτος καὶ θεῖος οὗτος ναὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς Μεταμορφώσεως διὰ συνδρομῆς, κόπου καὶ ἐξόδου τοῦ ὁσιωτάτου ἐν ἱερομονάχοις καὶ ἡγουμένου τῆς σεβασμίας αὐτῆς μονῆς κυροῦ Ἀρσενίου· ἐπὶ ἔτους ,ζξθʹ, μηνὶ Νοεμβρίῳ κʹ, ἰνδικτιῶνος δʹ».

Οἱ ἁγιογραφίες ἀναφέρονται στὸν Χριστολογικὸ Κύκλο (Δωδεκάορτο, Πάθη καὶ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), στὸν Θεομητορικὸ Κύκλο (Γέννηση, Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου), καθὼς καὶ στὸν Ἁγιολογικὸ Κύκλο (προπάτορες, προφῆτες, ἀσκητές, στυλίτες κ.ἄ. ἅγιοι). Πάνω ἀπὸ τὴν εἴσοδο, εἰκονίζεται ἡ πολυπρόσωπη παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. 

Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ξυλόγλυπτο καὶ ἐπίχρυσο τέμπλο τοῦ Καθολικοῦ διασώζεται μέχρι σήμερα μόνο τὸ ἐπάνω μέρος, μὲ εἰκόνες μᾶλλον τοῦ ἁγιογράφου τοῦ ναοῦ, καθὼς καὶ τὰ παλαιὰ Βημόθυρα στὴν Ὡραία Πύλη, μὲ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Στὰ 2017 ὁ ἁγιογράφος Βλάσης Τσοτσώνης ἁγιογράφησε στὸν βορειοανατολικὸ πεσσὸ τοῦ Καθολικοῦ τὴ Θεομήτορα καὶ τοὺς δύο κτίτορες Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμο νὰ τῆς προσφέρουν εὐλαβικὰ ἀντίγραφο τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ ἔκτισαν.

Στὸ Ἱερὸ Βῆμα οἱ ἁγιογραφίες ἔχουν ἀνάλογο δογματικὸ καὶ εὐχαριστιακὸ χαρακτήρα. Σὲ χῶρο δίπλα στὴν Πρόθεση εἰκονίζεται γονατιστὸς καὶ χωρὶς φωτοστέφανο κάποιος μοναχὸς νὰ θυμιᾶ. Ἴσως πρόκειται γιὰ τὸν ἱερομόναχο καὶ ἡγούμενο τῆς μονῆς (μέσα 16ου αἰῶνος) Ἀρσένιο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐπιγραφὴ τῆς ἁγιογράφησης τοῦ ναοῦ ὡς χορηγός της.

Βόρεια τοῦ Καθολικοῦ βρίσκεται τὸ μικρὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Ἡ μνήμη τῆς μεγαλομάρτυρος ἁγίας Βαρβάρας τιμᾶται καὶ πανηγυρίζεται μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια καὶ μεγαλοπρέπεια στὶς 4 Δεκεμβρίου.

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισαν νὰ μελετῶνται τὰ χειρόγραφα τῆς ἱερᾶς μονῆς. Καταγράφηκαν ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν βυζαντινολόγο Νίκο Βέη (1883–1958), ἐνῷ ἀπὸ τὸ 1985 τὴ συστηματικὴ μελέτη καὶ καταγραφὴ τῶν ρουσανίτικων χειρογράφων ἀνέλαβε ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου καὶ Διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Δημήτριος Σοφιανός. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2007 ὁλοκλήρωσε τὴν ἐργασία του γιὰ χωριστὴ ἔκδοση τῶν χειρογράφων αὐτῶν, ἡ ὁποία κυκλοφόρησε σὲ τόμο στὰ 2009, ἕναν χρόνο μετὰ τὸν θάνατό του.

Ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο γιὰ μοναστηριακὴ βιβλιοθήκη, οἱ περισσότεροι κώδικες, ποὺ ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν 13ο ὡς τὸν 19ο αἰώνα, εἶναι ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου. Πρόκειται κυρίως γιὰ Λειτουργικὰ Βιβλία, Μηναῖα, Παρακλητικές, Συναξαριστές, Λόγους Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, Δογματικὰ κ.ἄ.

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο, τὸν τρίτο καὶ τὸν δέκατο ἕκτο κώδικα τῆς καταγραφῆς Σοφιανοῦ, ποὺ εἶναι οἱ ἀρχαιότεροι τῆς μονῆς καὶ χρονολογοῦνται στὸν 13ο αἰώνα. Μάλιστα στὸν τρίτο, τοῦ ἔτους 1285, ἔχουμε —ἴσως— αὐτόγραφο σημείωμα τοῦ κτίτορα Μαξίμου καθὼς καὶ ἐνθύμηση γιὰ τὴν κοίμηση δύο ἄλλων ἡγουμένων τῆς μονῆς, τοῦ Νεοφύτου καὶ τοῦ Εὐθυμίου.

Στὸν 14ο αἰώνα χρονολογεῖται ὁ κώδικας μὲ ἀριθμὸ 35, ποὺ περιέχει τὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, ἐρείπια τῆς ὁποίας σώζονται μέχρι σήμερα στὸν βράχο τῆς Δούπιανης λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Καστράκι. Ἐπίσης καὶ ὁ κώδικας ὑπ' ἀριθμὸν 36 ποὺ περιλαμβάνει τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς τῶν «πανευφήμων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου». Κατὰ τὸν 16ο αἰώνα λειτουργοῦσε στὴ μονὴ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο, ὄχι βέβαια ὀργανωμένο καὶ συστηματικό, ὅπως στὴ μονὴ τῆς Ὑψηλοτέρας ἢ στὴ μονὴ Βαρλαάμ. Ὑπῆρχαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ρουσάνου ἁπλοὶ γραφεῖς, ἀντιγραφεῖς κωδίκων καὶ καλλιγράφοι, ἐξυπηρετώντας τὶς ἀνάγκες τοῦ κοινοβίου. Στὸν ἴδιο αἰώνα ἀνήκει ὁ κώδικας μὲ ἀριθμὸ 25, ποὺ περιέχει μία δημώδη διασκευὴ τοῦ βίου τοῦ Αἰσώπου.

Στὴν ἱερὰ μονὴ Ρουσάνου, ὅπως καὶ στὶς περισσότερες ὀρθόδοξες μονές, φυλάσσονται ἀπὸ παλαιὰ πολλὰ λείψανα Ἁγίων μέσα σὲ ἀργυρὲς ἢ ἐπάργυρες λειψανοθῆκες. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1745 ὁ Οὐκρανὸς μοναχὸς καὶ περιηγητὴς Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκι (Василий Григорович Барский) προσκύνησε τὰ ἅγια λείψανα ποὺ βρῆκε νὰ φυλάσσονται στὸ μοναστήρι, ὅπως τὴν κάρα τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας καὶ ἱερὰ λείψανα ἄλλων ἁγίων. Τὰ ἴδια περίπου λείψανα ἀναφέρει πὼς προσκύνησε τὸ 1859 ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος Οὐσπένσκι (Порфирий Успенский) καθὼς καὶ ὁ Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης, βυζαντινολόγος καὶ περιηγητὴς Ἀντωνίνος Καπούστιν (архимандрит Антонин Капустин), ποὺ τὸ 1865 ἐπισκέφθηκε τὴ μονή. Σήμερα στὸ μοναστήρι φυλάσσεται μία ἀργυρὴ λειψανοθήκη μὲ τεμάχια λειψάνων τῆς μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας καὶ τῶν ἁγίων Παντελεήμονος, Προκοπίου καὶ Μοδέστου καθὼς καὶ ἄλλα λείψανα ἁγίων σὲ ἐπάργυρες ἢ ξύλινες λειψανοθῆκες.

Ὅπως ὅλες οἱ μετεωρίτικες καὶ ἄλλες μονές, καὶ ἡ μονὴ τοῦ Ρουσάνου ἔχει στὴν κατοχή της διάφορα μετόχια. Τὸ παλαιότερο βρίσκεται στὴν Κόπερνα, τὸ σημερινὸ χωριὸ Αὔρα Καλαμπάκας, τὸ ὁποῖο στὰ 1574 οἱ μοναχοὶ τοῦ Ρουσάνου ἀγόρασαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐνῶ πρὶν ἀνῆκε στὸ μετεωρίτικο μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος. Στὶς 22 Δεκεμβρίου τοῦ 1994 ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Σταγῶν καὶ Μετεώρων Σεραφεὶμ μὲ σχετικὸ ἔγγραφο ἀπέδωσε στὴ μονὴ Ρουσάνου τὴν κυριότητα δύο παλαιῶν μετεωρίτικων μονυδρίων καὶ τῆς ἀνέθεσε τὴν προσπάθεια συντήρησης, ἀναστήλωσης καὶ ἀνάδειξής τους: τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἁγιᾶς καθὼς καὶ τοῦ ἀσκητηρίου μὲ τὴν ἐπωνυμία Φυλακὲς τῶν Μοναχῶν (Παναγία τῶν Φυλακῶν) ἢ Ὀγλᾶς.

Μετόχια τῆς μονῆς Ρουσάνου θεωροῦνταν καὶ τὰ γειτονικὰ πρὸς αὐτὴν —κατεστραμμένα στὶς μέρες μας— μετεωρίτικα μονύδρια τῶν Ταξιαρχῶν καὶ τοῦ Καλλιστράτου, ὅπως ἀναφέρεται σὲ σιγίλλιο τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Τιμοθέου Βʹ τὸ 1614, καθὼς καὶ τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου.

Σήμερα ἡ ἱερὰ μονὴ Ρουσάνου συνεχίζει τὴν πορεία της ὑπὸ τὴ σοφὴ καθοδήγηση τῆς συνετῆς γερόντισσας Φιλοθέης, ἡ ὁποῖα μὲ τὴν πολύχρονη πεῖρα τῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν προσήνεια ποὺ τὴν χαρακτηρίζουν, στηρίζει καὶ ἐμπνέει στὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ ὄχι μόνο τὶς ρουσανίτισσες μοναχὲς ἀλλὰ καὶ πολλοὺς προσκυνητὲς ποὺ προσέρχονται στὴ μονή.

Τηλ. Επικοινωνίας : 2432022649 

ΩΡΑΡΙΟ

 

ΘΕΡΙΝΟ

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

16 / 5 – 31 / 10

1/ 11 -  15 / 5

ΔΕΥΤΕΡΑ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00

ΤΡΙΤΗ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00

ΤΕΤΑΡΤΗ

ΚΛΕΙΣΤΟ 

ΚΛΕΙΣΤΟ 

ΠΕΜΠΤΗ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00

ΣΑΒΒΑΤΟ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00

ΚΥΡΙΑΚΗ

9:00 - 16:30

10:00 - 14:00