Α΄ Παμμοναστική Σύναξη
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων
(13 Δεκεμβρίου 2018)
«Πνευματικὲς παραινέσεις πρὸς τοὺς κοινοβιάτες μοναχοὺς στὰ διασωθέντα διαθηκῷα γράμματα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄, μητροπολίτου Λαρίσης καὶ ἐξάρχου Σταγῶν, καὶ τῶν Ἁγίων Κτιτόρων τῶν Ἁγίων Μετεώρων».
Σεβαστοί μου καὶ ἀγαπητοί μου Πατέρες, ὁσιώτατες Γερόντισσες
Στὰ «Γεροντικά», στὰ τόσα προσφιλῆ στὶς μοναστικές κοινότητες συγγράματα, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Γέροντες τῆς Σκήτης καὶ οἱ ἐρημίτες συχνότατα «παρέβαλλον ἀλλήλοις», δηλαδή, ἐπισκέπτονταν τοὺς διακριτικούς πατέρας, ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ νὰ λάβουν ἐκ Θεοῦ ἀπάντηση γιὰ ἀνακύπτοντα ποιμαντικὰ θέματα καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τόν κίνδυνο τῆς πλάνης ἀπὸ τὴν προσωπικὴ αὐτονόμηση.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης γράφει: «Εἶναι καλὸν νὰ συνεδριάζουν κάποτε οἱ προεστῶτες τῶν ἀδελφοτήτων εἰς ὡρισμένους καιροὺς καὶ τόπους, τότε δέ, θὰ ἀναφέρουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ τὰ παράλογα συμβάντα καὶ τὰ δυσεπίλυτα ἠθικὰ προβλήματα καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἐτακτοποίησαν τὸ καθένα, ὥστε καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινεν ἐσφαλμένως κάποτε ἀπὸ κάποιον, νὰ ἐκτεθῇ μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν κρίσιν τῶν πολλῶν, νὰ ἐπικυρωθοῦν δὲ οἱ ὀρθὲς ἐνέργειες διὰ τῆς μαρτυρίας των»[1].
Ἔτσι σκεφθήκαμε καὶ ἐμεῖς νὰ τελέσουμε σήμερα τὴν πρώτη Παμμοναστικὴ Σύναξη τῆς Μητροπόλεώς μας μὲ πρωϊνὴ Θεία Λειτουργία καὶ πνευματικὴ ἡμερίδα, στὸ φιλόξενο καὶ εὐπρεπὲς Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τὸ ὁποῖο ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μου κυρὸς Σεραφείμ μὲ κόπους, δαπάνες καὶ μέθεξη ψυχῆς ἀνεστήλωσε.
Στὴν ἐπιμονὴ τῶν ἡγουμένων νὰ ἀναπτύξουμε ἡμεῖς προσωπικὰ τὴν πρώτη ἀνακοίνωση, ἐπιλέξαμε τὸ θέμα: «Πνευματικὲς παραινέσεις πρὸς τοὺς κοινοβιάτες μοναχοὺς στὰ διαθηκῷα γράμματα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄, μητροπολίτου Λαρίσης καὶ ἐξάρχου Σταγῶν, καὶ τῶν Ἁγίων Κτιτόρων τῶν Ἁγίων Μετεώρων», πιστεύοντας ὅτι ἀπὸ τὶς πλούσιες πνευματικὲς κυψέλες τῶν ἱερῶν διαθηκῶν τους θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντλήσουμε νέκταρ θείας ζωῆς.
1. Ἡ Διαθήκη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου. Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος[2], πρὸ τοῦ 1380, συνέταξε τὸν κανονικὸ τύπο [=κανονισμὸ τοῦ ἀσκητηρίου του] ἐπάνω εἰς χάρτην, ἰδίαις χερσί, καὶ τὸν κατωχύρωσε μὲ τὴν ἀρχιερατικὴ ἔγκριση.
Ἡ αὐτόγραφος διαθήκη, ἡ ὁποία εἶχε συνταχθεῖ πρὸ τοῦ 1380, ὅταν ἦταν πλέον κοινοβιάρχης, δυστυχῶς δὲν σώζεται. Διασώθηκε περίληψη αὐτῆς στὴν βιογραφία του:
«Ἐξέθετο οὖν τύπον [= κανονισμόν] ὁ πατήρ:
α΄. Ἐν τῷ κελλίῳ τῷ καθολικῷ πάντας ἐν κοινοβίῳ πολιτεύεσθαι.
β΄. Μία γνώμη, ἓν θέλημα, ἐξίσου παλαίειν καὶ τὸ ἓν φρονεῖν.
γ΄. Βρῶσις τε καὶ πόσις καὶ ἔνδυμα, ὡς τὸν ἔσχατον οὕτω καὶ τὸν πρῶτον ἔχειν, δίχα ἀσθενείας.
δ΄. Ἐν πλεονασμῷ σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου μὴ καπηλεύειν [= νὰ μὴ πωλοῦν].
ε΄. Ξένα πράγματα κοσμικὰ μὴ παραδέχεσθαι.
στ΄. Παιδία κοσμικὰ γράμματα μὴ μανθάνειν.
ζ΄. Γυναῖκα μὴ προβαίνειν τοῦ τεταγμένου ὄρους.
η΄. Μὴ ἔχειν τινὰ ἴδιον ὅλως ἄνευ τῶν ἐνδυμάτων αὐτοῦ, διότι οὐκ ἐξίσου ἡλικίαν [=ἀνάστημα] ἔχουσιν.
θ΄. Κτῆσιν δὲ ἰδιόκτητον μηδόλως πολιτεύεσθαι ἐν αὐτοῖς. Διὰ τοῦτο γὰρ λέγεται κοινόβιον· ὅπου γὰρ οὐκ ἔνι ἡ τοιαύτη ἰσότης, οὐ χρὴ ὀνομάζεσθαι κοινόβιον, ἀλλὰ συνέδριον λῃστῶν καὶ ἱεροσύλων κατοικία.
ι΄. Ὅστις οὖν φωραθῇ [=γίνει ἀντιληπτός] ἔχειν ἴδιόν τι, ἢ χάραγμα [=νόμισμα] ἕως τριῶν ὀβολῶν, μὴ κοινωνείτω τῶν θείων μυστηρίων.
ια΄. Καὶ διετάξατο, ἵνα μὴ μόνον ἐν ταῖς παννυχίσι τῆς Κυριακῆς καὶ τῶν λοιπῶν μεγάλων ἑορτῶν ἀθροίζεσθαι τοὺς ὑπ᾿αὐτοῦ πάντας ἀδελφούς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλὰ καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἀνελλιπῶς ἐπιτελεῖν τὴν ἀκολουθίαν κατὰ τὴν τοῦ τυπικοῦ ἀκριβῆ παράδοσινï.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ ὅσιος πατὴρ δέν ἀναφέρεται ἀρχικῶς στὴν ἀρετὴ τῆς ὑποταγῆς. Αὐτὸ ἦταν αὐτονόητο γιὰ τοὺς ὑποτακτικοὺς τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου. Εἰς τὴν βιογραφία του τὴν περιλαμβανομένη στὴν Ἱερὰ Ἀκολουθία ἀναφέρεται ὅτι οἱ μοναχοὶ του, ἂν παρέλειπαν τὸν κανόνα προσευχῆς μία ἡμέρα, τὸ ἀνέφεραν τὸ πρωΐ εἰς τὸν Ὅσιον καὶ ἐκεῖνος ἔθετε ἐπιτίμιο ἀσιτίας ἢ ὑδροποσίας καὶ διπλὸ κανόνα προσευχῆς! Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὁ βιογράφος, ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου Προεστῶτος οἱ ὑποτακτικοὶ του τοῦ εἶχαν ἐξαίρετη εὐλάβεια καὶ ἀγάπη.
Ὁ Μετεωρίτης ὅσιος τονίζει τὸν κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς, ὡς ἀσφαλέστερο τῶν κατὰ μόνας ἀσκητῶν, καὶ παροτρύνει εἰς τὴν ὁμοφροσύνη, τὴν σύμπνοια, τὸ ὁμόγνωμο καὶ τὴν κοινὴ ἄσκηση, «ἵνα μὴ τις ὑπεραίρηται».
Συνιστᾷ τὴν κοινὴ δίαιτα ὅλων τῶν πατέρων, τόσο τῶν προϊσταμένων ὅσων καὶ τοῦ συνόλου, μὲ ἐξαίρεση τοὺς ἀσθενεῖς.
Ἀπαιτεῖ τελεία ἀκτημοσύνη σὲ πράγματα καὶ σὲ χρήματα. Ἐὰν ἀπεκαλύπτετο ὅτι κάποιος μοναχὸς κατεῖχε κρυφίως ἕως καὶ τρεῖς ὀβολούς, ἐστερεῖτο τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο γυναικῶν, τὴν παραμονὴ μικρῶν παιδίων, τὴν πώληση ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν ἀποδοχὴ δώρων ἐκ μέρους τῶν κοσμικῶν.
Τέλος ἀπαιτεῖ γιὰ τοὺς κοινοβιάτες τὴν κοινὴ λατρεία στὴν Ἐκκλησίᾳ, διότι σὲ αὐτὴ δημιουργεῖται ἐγρήγορση τοῦ νοῦ καὶ ἀπέλαση τῆς ἀκηδίας.
Ὁ σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος διατείνεται ὁμοίως ὅτι, ὅταν ὅλοι οἱ κοινοβιάτες παρακολουθοῦν ἐνσυνειδήτως τὰ ψαλλόμενα στὴν λατρείᾳ, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα συνδέει αὐτοὺς ἀδελφικῶς, διότι τὰ ψαλλόμενα ἐγράφησαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
2. Ἡ Διαθήκη τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, μητροπολίτου Λαρίσης.
Ὁ ἅγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-†1540), ἔξαρχος καὶ τοποτηρητὴς στὴν ἐπισκοπὴ Σταγῶν (1521-29), ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ κτίτορας τῆς περιφήμου μονῆς Δουσίκου, πλησίον τῆς Πύλης Τρικάλων, περὶ τὸ 1534/35 συνέταξε τὴν πρώτη δικὴ του λίαν ἐκτενῆ καὶ ἀναλυτικὴ Διαθήκη[3] μὲ παραινέσεις καὶ κανόνες πρὸς τοὺς πατέρες τοῦ Μοναστηρίου του. Εἶχε, βεβαίως, ὑπ’ ὄψιν τὸ Τυπικὸ καὶ τὴν τάξη τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου.
«Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, οἱ θεόθεν κληθέντες καὶ ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ..., δεῦτε ἀκούσατε καὶ διηγήσομαι ὑμῖν ... Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, -λέγει ὁ Κύριος- ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθήτω μοι». «Τοίνυν (λοιπόν) καὶ ὑμεῖς νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, δι’ ἐγκρατείας, διὰ ταπεινώσεως, δι’ ὑπομονῆς, δι’ ὑπακοῆς τῆς χριστομιμήτου».
Ἐὰν ἐφορέσατε, τέκνα μου, τὸ ράσο, μὴν ἐπαναπαύεσθε. Μὴν λησμονεῖτε, ὅτι ὁ δαίμων ὡς λέων ὠρυόμενος περιέρχεται ζητῶν τίνα καταπίῃ: «Διὸ γρηγορεῖτε· στήκετε· ἑδραῖοι γίνεσθε».
Ὁ πρῶτος πειρασμὸς εἰς τὸ κοινόβιο εἶναι ὁ πειρασμός τῆς διχονοίας καὶ τῶν ἀντιθέσεων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ ἅγιος Βησσαρίων συνιστᾶ: «Πρὸ πάντων μὲν ἔχετε πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, τὴν κορωνίδα καὶ περικεφαλαίαν τῶν ἀρετῶν πάντων,... αὕτη τοὺς ἀγγέλους συνέχει ἐπὶ τὸ αὐτό».
Ἀντιθέτως «μνησικακία, φιλονεικία, ἀντιλογία ἀπέστω ἀφ’ ἡμῶν», διότι οἱ συμπεριφορὲς αὐτές εἶναι θεοστυγεῖς καὶ δαιμονοφιλεῖς (μισητὲς στὸν Θεὸ καὶ προσφιλεῖς στοὺς δαίμονες.
Ὁ δεύτερος πειρασμὸς εἶναι τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας. «Μηδεὶς ἐξ ὑμῶν κακιζέτω τὸν τόπον καὶ τὴν οἴκησιν τοῦ μοναστηρίου, μεμψίμοιρος ὤν», διότι οὔτε ὁ Ἀδὰμ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, οὔτε ὁ Λὼτ ζημιώθηκε ἀπὸ τὰ Σόδομα. Ἄν κάποιος ἡττᾶται εἴτε ἀπὸ τὴν ραθυμία, εἴτε ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια καὶ νομίζει ὅτι αἰτία εἶναι ὁ τόπος ἢ οἱ συνασκητές πατέρες, ὁ ἅγιος διορθώνει αὐτὸν τὸν λογισμὸ λέγοντας: «Οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος τὴν ἀρετὴν ἐπιτηδεύει».
«Μηδεὶς -συνεχίζει- φιλοδοξείτω· ἢ φιλαρχείτω· ὀλέθριον τὸ πάθος» καὶ διαλυτικὸ τῆς ἑνότητας τοῦ κοινοβίου.
Τὸ ἀσκητικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὁσίου στὴν Μονὴ ἦταν ἔντονο καὶ ἔμπονο. Οἱ κόποι γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀγρῶν ὑπέρμετροι. Ὁ ἅγιος συνιστᾷ στοὺς μοναχούς του νὰ κοπιάζουν τὴν ἡμέραν μετὰ ζήλου, ὥστε ἐκ τῆς παραγωγῆς τῶν προϊόντων νὰ μποροῦν καὶ ἄλλους νὰ ἐλεοῦν: «Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοί, τοῦ κοπιᾶν καὶ ἐργάζεσθαι ἀδιαλείπτως ταῖς ἰδίαις χερσίν, ἵν’ ἔχητε καὶ ἑτέροις μεταδιδόναι».
Κανείς, ὁμοίως, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους πατέρες νὰ μὴν ἀπαιτῆ ἐνδυμασία ἢ ὑποδήματα πολυτελέστερα τῶν λοιπῶν. Οὔτε πάλι κάποιος, ἐπικαλούμενος τὴν πολυχρόνια ὑπηρεσία στὴν Μονὴ μπορεῖ νὰ λέγη «ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια εἰς τὸ Μοναστήριον καὶ ὅτι θέλω κάνω», καταδυναστεύοντας τοὺς νεωστὶ προσερχομένους.
«Μηδεὶς φιλιππευέτω τῶν ἄλλων». Νὰ μὴν θέλη δηλαδὴ νὰ ἱππεύη αὐτὸς στὶς διακονίες, παραβλέποντας τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὅποιος προσταχθῆ ἀπὸ τὸν προεστῶτα. Σήμερα, ἀντίστοιχα θὰ λέγαμε, νὰ μὴν ἔχη ὁ μοναχὸς προτίμηση καὶ προσπάθεια σὲ ἐξόδους μὲ τὸ αὐτοκίνητο τῆς Μονῆς, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται στὴν κρίση τοῦ ἡγουμένου.
Ὁ ἅγιος συνιστᾷ τὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πειρασμικῶν λογισμῶν. Ἐντόνως ἐλέγχει τὴν παρουσιαζομένη ἐνίοτε ἐκ μικροψυχίας συνήθεια μερικῶν μοναχῶν -κυρίως ἡλικιωμένων- νὰ ἀποκρύπτουν τρόφιμα, πράγματα ἢ χρήματα γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν στὸ γῆρας: «ὢ οἷον ὄλεθρον κρύπτουσιν οἱ τάλανες».
Ἰδιαιτέρως ὀνειδίζει τὴν ἰδιορρυθμία, ἡ ὁποία πληγώνει τὸν κοινοβιακὸ ἱστό. «Ὦ ἰδιορρυθμία, ἀναιδέστατον, καὶ κατάπικρον ὄνομα καὶ πρᾶγμα. Φύγετε ταύτην παρακαλῶ, φύγετε, ὅσοι τῷ Κυρίῳ τὰς ἑαυτῶν ἀφιερώσατε ψυχάς». Ἀπειλεῖ δέ μὲ ἀρὲς τοὺς τυχὸν ἀφαιροῦντες βιβλία ἢ σκεύη ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.
Καταλήγων ὁ Ὅσιος Βησσαρίων τονίζει ὅτι «ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ πάντα ἐγγράφως διεταξάμεθα καὶ πάντες ἠκούσατε· καὶ ἐμάθετε». «Φεύγετε, λοιπόν, τὴν ἀνηκοΐαν καὶ τὴν ἰδιορρυθμίαν, ἵνα καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέτοχοι γένησθε καὶ τῆς χαρᾶς τῶν ἐκλεκτῶν ἀξιωθείητε».
Τὸ αὐτὸ ἔτος 1534/35 ὁ ἅγιος Βησσαρίων συντάσσει Γράμμα διατακτικὸ καὶ Διαθήκης ἀναπληρωματικό. Ἡ διαθήκη αὐτὴ εἶναι συντομωτέρα, εὔληπτος καὶ μὲ καλλιέπεια γραμμένη. Ἐκ τοῦ κειμένου αὐτοῦ -καθὼς ἐξακρίβωσεν ὁ ἀείμνηστος Δημ. Σοφιανός- ἀντέγραψαν μὲ μερικὰς διαφοροποιήσεις καὶ οἱ κτίτορες καθὼς τῆς Μονῆς Ρουσάνου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ.
3. Ἡ Διαθήκη τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Ρουσάνου.
Τὸ διαθηκῶο γράμμα[4] τῶν κτιτόρων ἁγίου Ἰωάσαφ καὶ ἁγίου Μαξίμου εἶναι γραμμένο σὲ περγαμηνὸ εἰλητάριο, (διαστάσεων 0,47Χ0,40μ.), καὶ φυλάσσεται στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος (εἰλητὸ ὑπ’ ἀριθ. 1465).
Οἱ παραινέσεις τῶν ὁσίων Κτιτόρων τοῦ Ρουσάνου μέσα στὸ διαθηκῶο τους γράμμα εἶναι καθοδηγητικὲς γιὰ κάθε κοινοβιάτη μοναχό. «Κοινόβιον εἰλικρινές τε καὶ ἄδολον εἶναὶ τε ὁμοῦ καὶ ὀνομάζεσθαι καὶ πράττεσθαι». «Ἔχειν δὲ τοὺς ἐνασκουμένους (ἐν τῇ Μονῇ) κοινὰ πάντα, κοινῇ ὦσι τῇ τραπέζῃ· τοῖς ἐνδύμασί τε καὶ ὑποδήμασι· κοινῇ τῇ βουλῇ· κοινῇ τῇ οἰκήσει».
Ἡ συμμόρφωση πάντων στοὺς κοινοὺς κανονισμούς καλλιεργεῖ τὴν ταπείνωση, τὴν κοινοκτημοσύνη καὶ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἐμμονὴ στὴν ἰδία γνώμη καὶ στὸ ἴδιο θέλημα.
Ὁ σοφὸς Βαρσανούφιος τονίζει ὅτι ἡ ὑποταγὴ πάντων στὸν κοινὸ Κανονισμὸ ἀπεργάζεται τὴν ἰσότητα τῶν μελῶν τοῦ κοινοβίου.
Ἐμμένων ὁ μοναχὸς ἰδιορρύθμως σὲ ἕνα θέλημά του ἐμποδίζει τὴν καλὴ λειτουργία τοῦ κοινοβίου, ὁδηγῶν στὴν ὑποτίμηση ἢ τὴν βαθμιαία διάλυση αὐτοῦ.
Διὰ τοῦτο ἐν συνεχείᾳ οἱ Ὅσιοι τονίζουν ὅτι «ὁ φωραθησόμενος ἰδιοῤῥυθμίᾳ ταττόμενος ἢ μᾶλλον εἰπεῖν νοσηλευόμενος, ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι ὁ προεστώς τοῦ κοινοβίου... ἐκκοπέσθω τῆς μονῆς αὐτῆς καὶ διωκέσθω τῆς ἀδελφότητος».
Ἐπιθυμοῦντες νὰ ἐκβάλλουν ἐκ τοῦ κοινοβιακοῦ ἀγροῦ τὰ ζιζάνια τῆς φιλαρχίας συνιστοῦν τὸ τοῦ Ἀποστόλου: «Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι ... καὶ ἔστωσαν ἅπαντες συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ, ὡς μία ψυχὴ ἐν πολλοῖς σώμασιν· ἀλλ’ οὐ γνώμαις».
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, μεγάλος θεολόγος καὶ βαθὺς ψυχολόγος τῶν μοναχῶν, γράφει πὼς ἐὰν ἕνας μοναχὸς ἢ μία μοναχὴ ἀντιπαθῆ καὶ ἀποκλείη ἐκ τῆς καρδίας ἔστω καὶ ἕνα μέλος τοῦ κοινοβίου, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτὸν κρημνίζει ἕνα μέρος τοῦ νοητοῦ τείχους τῆς Ἀδελφότητος.
Στὸ κοινόβιο δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀνταγωνισμός, ἀλλὰ συναγωνισμὸς καὶ ἅμιλλα στὴν θυσία, στὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις, στὴν προσφορὰ στὰ θεοφιλῆ ἔργα: «ἅμιλλαν ἔχειν αὐτοὺς οὐ τὴν τυχοῦσαν, πρὸς τὰ θεοφιλῆ ἔργα τε καὶ πρά-ξεις».
Ἡ ἀνέγερση μίας νέας Μονῆς ἐπάνω σὲ ἕνα βράχο στενὸ καὶ ὁλόκρημνο, ὡς τοῦ Ρουσάνου, καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀνελλιπὴς τέλεση τοῦ κανόνα τῆς προσευχῆς καὶ τῶν καθ’ ἡμέραν διακονιῶν ἀπαιτοῦσαν ἐξαιρετικοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτες. Οἱ θεόληπτοι Πατέρες προβάλλουν ὡς ἀνάπαυση τῶν ἡμερησίων κόπων, τὴν ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ ἀνάταση τῶν νυκτερινῶν ἀκολουθιῶν. «Αἱ νύκτες –γράφουν– ὦσιν αὐτοῖς ἀμειβόμεναι καὶ μᾶλλον ὑπεραμειβόμεναι τὰ τῶν ἡμερῶν».
Δηλαδὴ οἱ νυκτερινὲς ψαλμωδίες νὰ εὐφραίνουν καὶ νὰ ἀνταμείβουν μὲ τὸ παραπάνω τοὺς κόπους τῆς ἡμέρας. Ὑπογραμμίζουν ἐν τέλει «ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν εἰς τὸν ἐπίσκοπον καὶ τὸν ἡγούμενον τοῦ Μετεώρου, ὡς προεστῶτα τῆς Σκήτης, καὶ εὔχονται νὰ τηρήσῃ ὁ Κύριος ἀνεπηρέαστον, ἀκαταμάχητον καὶ αὔθραστον τὴν μονὴν ταύτην καὶ νὰ χαρίσῃ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰς τοὺς ἐνασκουμένους μοναχούς».
4. Ἡ Διαθήκη τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ.
Τὸ διαθηκῷο γράμμα[5] τῶν αὐταδέλφων κτιτόρων καὶ ὀργανωτῶν τῆς μονῆς Βαρλαὰμ ὁσίων Θεοφάνους († 1544) καὶ Νεκταρίου († 1550) ἀρχίζει μὲ δοξολογία στὸν Δωρεοδότη Χριστό, τὸν δωρησάμενο σὲ αὐτοὺς τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, τὴν ἄνοδο ἐπὶ τῆς Πέτρας τοῦ Βαρλαάμ, τὴν ἀνέγερση ἐπὶ τοῦ βράχου ναοῦ καὶ κελλίων, τὴν καταπλούτιση τῆς Μονῆς μὲ βιβλία, ἱερὰ σκεύη καὶ πλεῖστα κτήματα, πάντα ἐκ τῆς πατρικῆς αὐτῶν περιουσίας.
Ἡ ἄνοδος καὶ οἴκηση ἐπὶ τοῦ βράχου ἔγινε μὲ τὴν ἄδεια «τοῦ πανιερωτάτου Λαρίσης, καὶ τοῦ τότε ὁσιωτάτου καθηγουμένου τῆς σεβασμίας καὶ βασιλικῆς μονῆς τοῦ Μετεώρου».
Οἱ ἐντολὲς εἶναι παραπλήσιες τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος: «κοινόβιον εἰλικρινές τε καὶ ἄδολον, εἶναὶ τε ὁμοῦ καὶ ὀνομάζεσθαι». Ἀπαιτοῦν ἀκτημοσύνη, κοινοκτημοσύνη, κοινὴ τράπεζα, ὁμοφροσύνη καὶ ἀποφυγὴ τῆς φιλαρχίας: «Ἔχειν δὲ τοὺς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινὰ πάντα· κοινῇ ὦσι τῇ τραπέζῃ· κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καὶ ὑποδήμασι· κοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει».
Συνιστῶντες τὴν ἀποφυγὴ τῆς φιλαρχίας ἐνθυμίζουν τὸ τοῦ Ἀποστόλου: «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι». Καὶ ἐντέλλονται νὰ εἶναι ὅλοι «συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καὶ ἀληθείᾳ, ὡς μία ψυχὴ ἐν πολλοῖς σώμασιν, ἀλλ’ οὐ γνώμαις, καλῶς τε καὶ θεοφιλῶς μετερχόμενοι πάντα καὶ μεταχειριζόμενοι».
Προτρέπουν ἐπίσης τὸν Προεστῶτα σὲ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς πνευματικῆς πορείας τῶν ὑποτακτικῶν μὲ συνεχεῖς ὑποδείξεις: «ὁ γὰρ παρασιωπῶν τῶν ὑπηκόων τὰ πταίσματα, ὡς αὐτὸς πράξας κατακριθήσεται».
Ἀπαγορεύουν μὲ ποινὴ ἐκδιώξεως ἐκ τῆς Μονῆς τοὺς μοναχοὺς τοὺς μεταβαίνοντας εἰς γάμους καὶ κοσμοπρεπῆ τραπέζια καὶ εὐωχίες.
Προνοοῦντες γιὰ τὴν διάσωση τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία μὲ ἀπείρους κόπους καὶ δαπάνες μεγάλες δημιούργησαν, ἐντέλλονται: «Τὰ δ’ ἄνωθεν ῥηθέντα κτήματὰ τε καὶ πράγματα τὰ ἀφιερωθέντα παρ’ ἡμῶν ἢ καὶ παρ’ ἄλλων θεοφιλῶν Χριστιανῶν ἀδιάσπαστα μένειν ταῦτα καὶ ἀμεταποίητα βουλόμεθα». Αὐτὴ εἶναι μία πατερικὴ ἀπάντηση στὴν ἀδηφάγο ἀπληστία τῶν ἑκάστοτε κοσμικῶν ἔναντι τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
Συνιστοῦν στοὺς ὑποτακτικούς τους ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια στὸν ἐπίσκοπο Σταγῶν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Σκήτης, ἐν «καθαρῷ συνειδότι» σὲ ὅσα σω τηριώδη καὶ ψυχωφελῆ οἱ ἀνωτέρω ἐντέλλονται, καὶ παρακαλοῦν τοὺς ἀνωτέρω γιὰ πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν μονή. Οἱ ὅσιοι καταλήγουν στὴν αὐτοβιογραφία τους μὲ τὴν ποιητικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ προτροπή:
«Μηδεὶς οὖν ἀμελείτω, μηδεὶς καταφρονείτω, μηδεὶς περὶ τὰ πνευματικὰ νωθρός. Χριστὸν ζητεῖτε, Χριστὸν μελετᾶτε, τὰ τοῦ Χριστοῦ τηρεῖτε ἐν φόβῳ. Οὐδεὶς ἡμῶν κλῆρος, εἰ μὴ Χριστός Ἰησοῦς καὶ αὐτός ἐστι τὸ μόνιμον καὶ αἰώνιον ἀγαθόν»[6].
Ἐπίλογος
Σεβαστοὶ μου Πατέρες, ὁσιώτατες Ἀδελφές, εὐλογημένη χορεία τῆς ἰσάγγελης πολιτείας
Ὡς παλαιὸς κοινοβιάτης καὶ ἡγούμενος μονῆς θεωρῶ, ὅτι εἶναι πολύ σημαντικὲς αὐτὲς οἱ παραινέσεις, ὥστε σὲ ἑπόμενες ἡμερίδες νὰ δύνανται νὰ ἀναπτύξουν σὲ δεκάλεπτες εἰσηγήσεις οἱ Πατέρες ἤ οἱ Ἀδελφές μίαν ἑκάστην ἐξ αὐτῶν.
Ὡς ποιμενάρχης Σας, σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὁλοπρόθυμη συμμετοχὴ σας στὴν πρώτη μοναστικὴ μας ἡμερίδα. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσῃ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ σύναξη, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ λόγος τῶν Ἁγίων Κτιτόρων θὰ πέσῃ σὲ γῆ ἀγαθὴ καὶ θὰ δώσῃ διὰ πρεσβειῶν τους καρπὸ ἑκατονταπλάσιο τῶν ἀρχικῶν μας προσδοκιῶν πρὸς δόξαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ μας. Ἀμήν.
Πρακτικά τῆς Συνάξεως βλ.: Α΄ Παμμοναστική Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων γενομένη κατὰ τὴν 13ην Δεκεμβρίου 2018 ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», «Ἐν ἑνὶ φρονήματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων, Καλαμπάκα 2019, σ. 12-31.
[1] «Ἀγαθόν δέ ποτε καὶ συνέδριον κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς καὶ τόπους τῶν ἐπιταταγμένων ταῖς ἀδελφότησι γίνεσθαι, καθ’ οὓς τὰ τε παρὰ λόγον ἀπαντήσαντα πράγματα καὶ τῶν ἠθῶν τὰ δυσμεταχείριστα καὶ ὅπως διέθηκαν ἕκαστον ἀναθήσονται ἀλλήλοις, ὥστε καὶ τὸ ἐσφαλμένως ποτέ γενόμενον τινι τῇ κρίσει τῶν πολλῶν ἀξιοπίστως ἀποκαλυφθῆναι, καὶ τὸ κατορθωθὲν τῇ μαρτυρίᾳ τῶν πλειόνων βεβαιωθῆναι», Μ. Βασιλείου, «Ὅροι κατὰ πλάτος», Β΄ Ἀπόκρισις ΝΔ΄.
[2] Ὁ Βίος τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου περιέχεται εἰς τὸν κώδικα ὑπ᾿ ἀριθ. 257 Ε.Β.Ε., φ. 247r-257v, (τέλη 14ου αἰ.), συντάκτης καὶ κωδικογράφος τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ μοναχὸς τῆς μονῆς Ὑψηλοτέρας Νεῖλος Σταυρᾶς. Ὁ βίος περιέχεται ἐπίσης εἰς τὸν κώδ. ὑπ᾿ ἀριθ. 404 μονῆς Μετεώρου, φ. 323r-340v, (ἔτους 1570). Ἐκδόσεις τοῦ Βίου ἐκ τοῦ κώδ. ὑπ᾿ ἀριθ. 404 βλ.: Ν. Βεη, îΒίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀθανασίου, ἀσκήσαντος ἐν τοῖς Σταγοῖς, ἐν τῷ λίθῳ τῷ ὑπ᾽ αὐτοῦ κληθέντι Μετεώρῳï, «Συμβολή», Βυζαντὶς 1 (1909) 237-260· Δ. Σοφιανου, Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, Βίος - Ἀκολουθία - Συναξάρια, Προλεγόμενα, Μετάφραση τοῦ βίου, Κριτική ἔκδοση τῶν κειμένων, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Μετέωρα 1990. Νέα κριτικὴ ἔκδοσις τοῦ Βίου, βασισμένη εἰς τὸν αὐτόγραφον κώδικα (257 ΕΒΕ), βλ. Δ. Σοφιανου, îὉ συντάκτης τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτηï, Τρικαλινὰ 16 (1996) 7-56.
[3] Δ. Σοφιανου, «Ὁ ἅγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) καὶ κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου. Ἀνέκδοτα ἁγιολογικὰ καὶ ἄλλα κείμενα», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 4 (1992) 203-230, ἔνθα καὶ αἱ μεταγραφαὶ τῶν Διαθηκῶν.
[4] Πρώτη ἔκδοση τοῦ κειμένου τῆς Διαθήκης τῶν κτιτόρων βλ. Σπ. Λαμπρου, îΣυμβολαί», ΝΕ 2 (1905) 143-153. Κριτική ἔκδοση τοῦ κειμένου μὲ ἱστορικὰ σχόλια γιὰ τὴν μονὴ Ρουσάνου βλ. Δ. Σοφιανου, «Ἡ Διαθήκη (ἔτους 1545) τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ρουσάνου ἱερομονάχων Ἰωάσαφ καὶ Μαξίμου. Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς», Τρικαλινὰ 12 (1992) 7-38.
[5] Βλ. κώδ. ὑπ᾿ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 3r-31v. Τὴν μεταγραφὴ τῆς αὐτοβιογραφίας τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ καὶ τοῦ διαθηκῴου γράμματος (ἐκ τοῦ κώδ. 172 μονῆς Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, φ. 1r-27v, προερχομένου ἐκ τῆς μονῆς Βαρλαάμ) ἐποίησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Σπυρίδων Λάμπρος στὸν Νέο Ἑλληνομνήμονα. Βλ. «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν μονῶν τῶν Με τεώρων», ΝΕ 2 (1905) 93-143.
[6] Κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 11r· Σπ. Λαμπρου, «Συμβολαί», ΝΕ 2 (1905) 107.
[4] Πρώτη ἔκδοση τοῦ κειμένου τῆς Διαθήκης τῶν κτιτόρων βλ. Σπ. Λαμπρου, îΣυμβολαί», ΝΕ 2 (1905) 143-153. Κριτική ἔκδοση τοῦ κειμένου μὲ ἱστορικὰ σχόλια γιὰ τὴν μονὴ Ρουσάνου βλ. Δ. Σοφιανου, «Ἡ Διαθήκη (ἔτους 1545) τῶν κτιτόρων τῆς Μονῆς Ρουσάνου ἱερομονάχων Ἰωάσαφ καὶ Μαξίμου. Συμβολὴ στὴν ἱστορία τῆς μονῆς», Τρικαλινὰ 12 (1992) 7-38.
[5] Βλ. κώδ. ὑπ᾿ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 3r-31v. Τὴν μεταγραφὴ τῆς αὐτοβιογραφίας τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ καὶ τοῦ διαθηκῴου γράμματος (ἐκ τοῦ κώδ. 172 μονῆς Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, φ. 1r-27v, προερχομένου ἐκ τῆς μονῆς Βαρλαάμ) ἐποίησε γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Σπυρίδων Λάμπρος στὸν Νέο Ἑλληνομνήμονα. Βλ. «Συμβολαὶ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν μονῶν τῶν Με τεώρων», ΝΕ 2 (1905) 93-143.
[6] Κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 275 μονῆς Βαρλαάμ, φ. 11r· Σπ. Λαμπρου, «Συμβολαί», ΝΕ 2 (1905) 107.