ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΣΤΑΓΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΩΝ κ. ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ Α΄ Παμμοναστική Σύναξη

Α΄ Παμμοναστική Σύναξη

τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων

(13 Δεκεμβρίου 2018)

 

«Πνευματικὲς παραινέσεις πρὸς τοὺς κοινοβιάτες μοναχοὺς στὰ διασωθέντα διαθηκῷα γράμματα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄, μητροπολίτου Λαρίσης καὶ ἐξάρχου Σταγῶν, καὶ τῶν Ἁγίων Κτιτόρων τῶν Ἁγίων Μετεώρων».

Σεβαστοί μου καὶ ἀγαπητοί μου Πατέρες, ὁσιώτατες Γε­ρό­ντισ­σες

Στὰ «Γεροντικά», στὰ τόσα προσφιλῆ στὶς μοναστικές κοινότητες συγγράματα, ἀναφέρεται ὅτι οἱ Γέροντες τῆς Σκήτης καὶ οἱ ἐρημίτες συχνότατα «παρέβαλλον ἀλλήλοις», δηλαδή, ἐπισκέπτονταν τοὺς διακριτικούς πατέρας, ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ νὰ λάβουν ἐκ Θεοῦ ἀπάντηση γιὰ ἀνακύπτοντα ποιμαντικὰ θέματα καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τόν κίνδυνο τῆς πλάνης ἀπὸ τὴν προσωπικὴ αὐτονόμηση.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης γράφει: «Εἶναι καλὸν νὰ συνεδριάζουν κάποτε οἱ προεστῶτες τῶν ἀδελφοτήτων εἰς ὡρισμένους καιροὺς καὶ τόπους, τότε δέ, θὰ ἀναφέρουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ τὰ παράλογα συμβάντα καὶ τὰ δυσεπίλυτα ἠθικὰ προβλήματα καὶ τὸν τρόπον μὲ τὸν ὁποῖον ἐτακτοποίησαν τὸ καθένα, ὥστε καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινεν ἐσφαλμένως κάποτε ἀπὸ κάποιον, νὰ ἐκτεθῇ μὲ ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν κρίσιν τῶν πολλῶν, νὰ ἐπικυρωθοῦν δὲ οἱ ὀρθὲς ἐνέργειες διὰ τῆς μαρτυρίας των»[1].

Ἔτσι σκεφθήκαμε καὶ ἐμεῖς νὰ τελέσουμε σήμερα τὴν πρώτη Παμ­μο­να­στικὴ Σύναξη τῆς Μητροπόλεώς μας μὲ πρωϊνὴ Θεία Λειτουργία καὶ πνευ­μα­τι­κὴ ἡμερίδα, στὸ φιλόξενο καὶ εὐπρεπὲς Μοναστήρι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, τὸ ὁ­ποῖο ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μου κυρὸς Σεραφείμ μὲ κόπους, δαπάνες καὶ μέ­θεξη ψυχῆς ἀνεστήλωσε.

Στὴν ἐπιμονὴ τῶν ἡγουμένων νὰ ἀναπτύξουμε ἡμεῖς προσωπικὰ τὴν πρώτη ἀ­­να­κοίνωση, ἐπιλέξαμε τὸ θέμα: «Πνευματικὲς παραινέσεις πρὸς τοὺς κοινο­βιάτες μοναχοὺς στὰ διαθηκῷα γράμματα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος Β΄, μητρο­πο­λίτου Λαρίσης καὶ ἐξάρχου Σταγῶν, καὶ τῶν Ἁγίων Κτιτόρων τῶν Ἁγίων Με­τεώρων», πιστεύοντας ὅτι ἀπὸ τὶς πλούσιες πνευματικὲς κυψέλες τῶν ἱερῶν δια­θη­κῶν τους θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντλήσουμε νέκταρ θείας ζωῆς.

1. Ἡ Διαθήκη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτου. Ὁ ὅ­σι­ος Ἀθανάσιος[2], πρὸ τοῦ 1380, συ­νέ­τα­ξε τὸν κα­νο­νι­κὸ τύ­πο [=κα­νο­νι­σμὸ  τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου του] ἐ­πά­νω εἰς χάρτην, ἰ­δί­αις χερ­σί, καὶ τὸν κατωχύρωσε μὲ τὴν ἀρχιερατικὴ ἔγκριση.

Ἡ αὐτόγραφος διαθήκη, ἡ ὁποία εἶχε συνταχθεῖ πρὸ τοῦ 1380, ὅταν ἦταν πλέον κοινοβιάρχης, δυστυχῶς δὲν σώζεται. Διασώθηκε περίληψη αὐτῆς στὴν βιογραφία του:

«Ἐξέθετο οὖν τύπον [= κανονισμόν] ὁ πατήρ:

α΄. Ἐν τ κελ­λί­ῳ τῷ κα­θο­λι­κῷ πάν­τας ν κοι­νο­βί­ῳ πο­λι­τεύ­ε­σθαι.

β΄. Μί­α γνώ­μη, ν θέ­λη­μα, ἐ­ξί­σου πα­λαί­ειν καὶ τὸ ν φρο­νεῖν.

γ΄. Βρῶ­σις τε καὶ πό­σις καὶ ἔν­δυ­μα, ς τὸν ἔ­σχα­τον οὕ­τω καὶ τὸν πρῶ­τον ἔ­χειν, δί­χα ἀ­σθε­νεί­ας.

δ΄. ν πλε­ο­να­σμῷ σί­του, οἴ­νου καὶ ἐ­λαί­ου μὴ κα­πη­λεύ­ειν [= νὰ μὴ πωλοῦν].

ε΄. Ξέ­να πράγ­μα­τα κο­σμι­κὰ μὴ πα­ρα­δέ­χε­σθαι.

στ΄. Παι­δί­α κο­σμι­κὰ γράμ­μα­τα μὴ μαν­θά­νειν.

ζ΄. Γυ­ναῖ­κα μὴ προ­βαί­νειν το τε­ταγ­μέ­νου ὄ­ρους.

η΄. Μὴ ἔ­χειν τι­νὰ ἴ­δι­ον ὅ­λως ἄ­νευ τν ἐν­δυ­μά­των αὐ­τοῦ, δι­ό­τι οκ ἐ­ξί­σου ἡ­λι­κί­αν [=ἀ­νά­στη­μα] ἔ­χου­σιν.

θ΄. Κτῆ­σιν δὲ ἰ­δι­ό­κτη­τον μη­δό­λως πο­λι­τεύ­ε­σθαι ν αὐ­τοῖς. Δι­ὰ τοῦ­το γὰρ λέ­γε­ται κοι­νό­βι­ον· ὅ­που γὰρ οκ ἔ­νι ἡ τοι­αύ­τη ἰ­σό­της, ο χρὴ ὀ­νο­μά­ζε­σθαι κοι­νό­βι­ον, ἀλ­λὰ συ­νέ­δρι­ον λῃ­στῶν καὶ ἱ­ε­ρο­σύ­λων κα­τοι­κί­α.

ι­΄. Ὅ­στις ον φω­ρα­θῇ [=γίνει ἀντιληπτός] ἔ­χειν ἴ­δι­όν τι, χά­ραγ­μα [=νό­μι­σμα] ἕ­ως τρι­ῶν ὀ­βο­λῶν, μὴ κοι­νω­νεί­τω τν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων.

ι­α΄. Καὶ δι­ε­τά­ξα­το, ἵ­να μὴ μό­νον ν τας παν­νυ­χί­σι τς Κυ­ρι­α­κῆς καὶ τν λοι­πῶν με­γά­λων ἑ­ορ­τῶν ἀ­θροί­ζε­σθαι τοὺς π᾿αὐ­τοῦ πάν­τας ἀ­δελ­φούς ἐν τ ἐκ­κλη­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ καθ᾿ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ραν ἀ­νελ­λι­πῶς ἐ­πι­τε­λεῖν τὴν ἀ­κο­λου­θί­αν κα­τὰ τὴν το τυ­πι­κοῦ ἀ­κρι­βῆ πα­ρά­δο­σινï.

Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ὁ ὅσιος πατὴρ δέν ἀναφέρεται ἀρχικῶς στὴν ἀρετὴ τῆς ὑποταγῆς. Αὐτὸ ἦταν αὐτονόητο γιὰ τοὺς ὑποτακτικοὺς τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου. Εἰς τὴν βιογραφία του τὴν πε­ριλαμβανομένη στὴν Ἱερὰ Ἀκολουθία ἀναφέρεται ὅτι οἱ μοναχοὶ του, ἂν παρέλειπαν τὸν κα­­νόνα προσευχῆς μία ἡμέρα, τὸ ἀνέφεραν τὸ πρωΐ εἰς τὸν Ὅσιον καὶ ἐ­κεῖ­­­νος ἔθετε ἐπιτί­μι­ο ἀσιτίας ἢ ὑδροποσίας καὶ διπλὸ κανόνα προ­σευ­χῆς! Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὁ βιογράφος, ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου Προ­εστῶτος οἱ ὑποτακτικοὶ του τοῦ εἶχαν ἐξαίρετη εὐλάβεια καὶ ἀγά­πη.

Ὁ Μετεωρίτης ὅσιος τονίζει τὸν κοινοβιακὸ τρόπο ζωῆς, ὡς ἀσφα­λέστερο τῶν κατὰ μόνας ἀσκητῶν, καὶ παροτρύνει εἰς τὴν ὁμοφροσύνη, τὴν σύμπνοια, τὸ ὁμόγνωμο καὶ τὴν κοινὴ ἄσκηση, «ἵνα μὴ τις ὑπε­ραί­ρη­ται».

Συνιστᾷ τὴν κοινὴ δίαιτα ὅλων τῶν πατέρων, τόσο τῶν προϊ­στα­μέ­νων ὅσων καὶ τοῦ συνόλου, μὲ ἐξαίρεση τοὺς ἀσθενεῖς.

Ἀπαιτεῖ τελεία ἀκτημοσύνη σὲ πράγματα καὶ σὲ χρήματα. Ἐὰν ἀπεκα­λύ­πτετο ὅτι κάποιος μοναχὸς κατεῖχε κρυφίως ἕως καὶ τρεῖς ὀβολούς, ἐστερεῖτο τῆς Θεί­ας Κοινωνίας.

Ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο γυναικῶν, τὴν παραμονὴ μικρῶν παιδίων, τὴν πώ­ληση ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν ἀποδοχὴ δώρων ἐκ μέρους τῶν κοσμικῶν.

Τέλος ἀπαιτεῖ γιὰ τοὺς κοινοβιάτες τὴν κοινὴ λατρεία στὴν Ἐκκλησίᾳ, διότι σὲ αὐτὴ δημιουρ­γεῖται ἐγρήγορση τοῦ νοῦ καὶ ἀπέλαση τῆς ἀκηδίας.

Ὁ σύγχρονος ὅσιος Πορφύριος διατείνεται ὁμοίως ὅτι, ὅταν ὅλοι οἱ κοι­νο­βιάτες παρακολουθοῦν ἐνσυνειδήτως τὰ ψαλλόμενα στὴν λατρείᾳ, τὸ Πανάγι­ο Πνεῦμα συνδέει αὐ­τοὺς ἀδελφικῶς, διότι τὰ ψαλλόμενα ἐγράφησαν ἐν Πνεύ­ματι Ἁγίῳ.

2. Ἡ Διαθήκη τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος, μητροπολίτου Λαρίσης.

ἅ­γι­ος Βησ­σα­ρί­ων μη­τρο­πο­λί­της Λα­ρί­σης (1527-†1540), ἔ­ξαρ­χος καὶ το­πο­τη­ρη­τὴς στὴν ἐ­πι­σκο­πὴ Στα­γῶν (1521-29), ὁ πολιοῦχος τῆς Μητρο­πό­λεώς μας καὶ κτί­τορας τῆς περιφήμου μο­νῆς Δου­σί­κου, πλησίον τῆς Πύ­λης Τρι­κά­λων, περὶ τὸ 1534/35 συνέταξε τὴν πρώτη δικὴ του λίαν ἐκτενῆ καὶ ἀνα­λυτικὴ Διαθήκη[3] μὲ παραινέσεις καὶ κανόνες πρὸς τοὺς πατέρες τοῦ Μο­ναστηρίου του. Εἶχε, βεβαίως, ὑπ’ ὄψιν τὸ Τυπικὸ καὶ τὴν τάξη τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου.

«Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, οἱ θεόθεν κληθέντες καὶ ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ..., δεῦτε ἀκούσατε καὶ διηγήσομαι ὑμῖν ... Ὅστις θέλει ὀ­­πί­σω μου ἀκολουθεῖν, -λέγει ὁ Κύριος- ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθήτω μοι». «Τοίνυν (λοιπόν) καὶ ὑμεῖς νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, δι’ ἐγκρατείας, διὰ ταπεινώσεως, δι’ ὑπομονῆς, δι’ ὑπακοῆς τῆς χριστομιμήτου».

Ἐὰν ἐφορέσατε, τέκνα μου, τὸ ράσο, μὴν ἐπαναπαύεσθε. Μὴν λησμονεῖτε, ὅτι ὁ δαί­μων ὡς λέων ὠρυόμενος περιέρχεται ζητῶν τίνα καταπίῃ: «Διὸ γρηγορεῖτε· στή­κετε· ἑδραῖοι γίνεσθε».

Ὁ πρῶτος πειρασμὸς εἰς τὸ κοινόβιο εἶναι ὁ πειρασμός τῆς διχονοίας καὶ τῶν ἀντιθέσεων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ ἅγιος Βησσαρίων συνιστᾶ: «Πρὸ πάν­των μὲν ἔχετε πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, τὴν κορωνίδα καὶ περικεφαλαίαν τῶν ἀρετῶν πάντων,... αὕτη τοὺς ἀγγέλους συνέχει ἐπὶ τὸ αὐτό».

Ἀντιθέτως «μνησικακία, φιλονεικία, ἀντιλογία ἀπέστω ἀφ’ ἡμῶν», διότι οἱ συμπεριφορὲς αὐτές εἶναι θεοστυγεῖς καὶ δαιμονοφιλεῖς (μισητὲς στὸν Θεὸ καὶ προσφιλεῖς στοὺς δαίμονες.

Ὁ δεύτερος πειρασμὸς εἶναι τῆς ἐγκαταλείψεως τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας. «Μηδεὶς ἐξ ὑμῶν κακιζέτω τὸν τόπον καὶ τὴν οἴκησιν τοῦ μοναστηρίου, μεμψίμοιρος ὤν», διότι οὔτε ὁ Ἀδὰμ ὠφελήθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισον, οὔτε ὁ Λὼτ ζημιώθηκε ἀπὸ τὰ Σόδομα. Ἄν κάποιος ἡττᾶται εἴτε ἀπὸ τὴν ραθυμία, εἴτε ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια καὶ νομίζει ὅτι αἰτία εἶναι ὁ τόπος ἢ οἱ συνασκητές πατέρες, ὁ ἅγιος διορθώνει αὐτὸν τὸν λογισμὸ λέγοντας: «Οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ’ ὁ τρόπος τὴν ἀρετὴν ἐπιτηδεύει».

 «Μηδεὶς -συνεχίζει- φιλοδοξείτω· ἢ φιλαρχείτω· ὀλέθριον τὸ πάθος» καὶ διαλυτικὸ τῆς ἑνότητας τοῦ κοινοβίου.

Τὸ ἀσκητικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὁσίου στὴν Μονὴ ἦταν ἔντονο καὶ ἔμπονο. Οἱ κόποι γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Μονῆς καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀγρῶν ὑπέρμετροι. Ὁ ἅγιος συνιστᾷ στοὺς μοναχούς του νὰ κοπιάζουν τὴν ἡμέραν μετὰ ζήλου, ὥστε ἐκ τῆς παραγωγῆς τῶν προϊόντων νὰ μποροῦν καὶ ἄλλους νὰ ἐλεοῦν: «Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς ἀδελφοί, τοῦ κοπιᾶν καὶ ἐργάζεσθαι ἀδιαλείπτως ταῖς ἰδίαις χερσίν, ἵν’ ἔχητε καὶ ἑτέροις μεταδιδόναι».

Κανείς, ὁμοίως, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους πατέρες νὰ μὴν ἀπαιτῆ ἐνδυμασία ἢ ὑποδήματα πολυτελέστερα τῶν λοιπῶν. Οὔτε πάλι κάποιος, ἐπι­καλούμενος τὴν πολυχρόνια ὑπηρεσία στὴν Μονὴ μπορεῖ νὰ λέγη «ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια εἰς τὸ Μο­­να­­στήριον καὶ ὅτι θέλω κάνω», κατα­δυνα­στεύοντας τοὺς νεωστὶ προ­σερ­χομένους.

«Μηδεὶς φιλιππευέτω τῶν ἄλλων». Νὰ μὴν θέλη δηλαδὴ νὰ ἱπ­πεύη αὐτὸς στὶς διακονίες, παραβλέποντας τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὅποιος προ­στα­χθῆ ἀπὸ τὸν προεστῶτα. Σήμερα, ἀντίστοιχα θὰ λέγαμε, νὰ μὴν ἔχη ὁ μοναχὸς προ­τίμηση καὶ προσπάθεια σὲ ἐξόδους μὲ τὸ αὐτοκίνητο τῆς Μονῆς, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται στὴν κρίση τοῦ ἡγουμένου.

Ὁ ἅγιος συνιστᾷ τὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ τὴν ἐξαγόρευση τῶν πει­ρασμικῶν λογισμῶν. Ἐντόνως ἐλέγχει τὴν παρουσιαζομένη ἐνίοτε ἐκ μικρο­ψυχίας συνήθεια μερικῶν μοναχῶν -κυρίως ἡλικιωμένων- νὰ ἀποκρύπτουν τρό­φιμα, πράγματα ἢ χρήματα γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν στὸ γῆρας: «ὢ οἷον ὄ­λε­θρον κρύπτουσιν οἱ τάλανες».

Ἰδιαιτέρως ὀνειδίζει τὴν ἰδιορρυθμία, ἡ ὁποία πληγώνει τὸν κοινοβιακὸ ἱστό. «Ὦ διορρυθμία, ναιδέστατον, κα κατάπικρον νομα κα πργμα. Φύγετε ταύτην παρακαλῶ, φύγετε, σοι τ Κυρίῳ τὰς αυτν φιερώσατε ψυχάς». Ἀπειλεῖ δέ μὲ ἀρὲς τοὺς τυχὸν ἀφαιροῦντες βιβλία ἢ σκεύη ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Καταλήγων ὁ Ὅσιος Βησσαρίων τονίζει ὅτι «ἐν τ λόγῳ τούτ πάντα γ­­γράφως διεταξάμεθα κα πάντες κούσατε· κα μάθετε». «Φεύγετε, λοιπόν, τὴν ἀνηκοΐαν καὶ τὴν ἰδιορρυθμίαν, ἵνα καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέτοχοι γέ­νησθε καὶ τῆς χαρᾶς τῶν ἐκλεκτῶν ἀξιωθείητε».

Τὸ αὐτὸ ἔτος 1534/35 ὁ ἅγιος Βησσαρίων συντάσσει Γράμμα διατακτικὸ καὶ Διαθήκης ἀναπληρωματικό. Ἡ διαθήκη αὐτὴ εἶναι συντομωτέρα, εὔ­λη­πτος καὶ μὲ καλλιέπεια γραμμένη. Ἐκ τοῦ κειμένου αὐτοῦ -καθὼς ἐξα­κρί­βω­σεν ὁ ἀείμνηστος Δημ. Σοφιανός- ἀντέγραψαν μὲ μερικὰς διαφοροποιήσεις καὶ οἱ κτίτορες καθὼς τῆς Μονῆς Ρουσάνου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι κτίτορες τῆς Μονῆς Βαρλαάμ.

3. Ἡ Διαθήκη τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Ρου­σά­νου.

Τὸ δι­α­θη­κῶ­ο γράμ­μα[4] τῶν κτι­τό­ρων ἁγίου Ἰωάσαφ καὶ ἁγίου Μαξίμου εἶ­ναι γραμ­μέ­νο σὲ περ­γα­μη­νὸ εἰ­λη­τάριο, (δι­α­στά­σε­ων 0,47Χ0,40μ.), καὶ φυ­λάσ­σε­ται στὴν Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Ἑλ­λά­δος (εἰ­λη­τὸ ὑ­π’ ἀ­ριθ. 1465).

Οἱ πα­ραινέσεις τῶν ὁ­σί­ων Κτι­τό­ρων τοῦ Ρουσάνου μέ­σα στὸ δι­α­θη­κῶ­ο τους γράμ­­μα εἶ­ναι κα­θο­δη­γη­τι­κὲς γιὰ κάθε κοι­νο­βι­ά­τη μο­να­χό. «Κοι­νό­βι­ον εἰ­λι­κρι­νές τε καὶ ἄ­δο­λον εἶ­ναὶ τε ὁ­μοῦ καὶ ὀ­νο­μά­ζε­σθαι καὶ πράτ­τε­σθαι». «Ἔ­χειν δὲ τοὺς ἐ­να­σκου­μέ­νους (ν τῇ Μο­νῇ) κοι­νὰ πάν­τα, κοι­νῇ ὦ­σι τῇ τρα­πέ­ζῃ· τοῖς ἐν­δύ­μα­σί τε καὶ ὑ­πο­δή­μα­σι· κοι­νῇ τῇ βου­λῇ· κοι­νῇ τῇ οἰ­κή­σει».

Ἡ συμ­μόρ­φω­ση πάντων στοὺς κοινοὺς κα­νο­νι­σμούς καλ­λι­ερ­γεῖ τὴν τα­πεί­νω­­ση, τὴν κοι­νο­κτη­μο­σύ­νη καὶ ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πὸ τὴν πλε­ο­νε­ξί­α καὶ τὴν ἐμμονὴ στὴν ἰδία γνώμη καὶ στὸ ἴδιο θέλημα.

Ὁ σοφὸς Βαρσανούφιος τονίζει ὅτι ἡ ὑποταγὴ πάντων στὸν κοινὸ Κα­νο­νισμὸ ἀ­περγάζεται τὴν ἰσότητα τῶν μελῶν τοῦ κοινοβίου.

Ἐμμένων ὁ μοναχὸς ἰδιορρύθμως σὲ ἕνα θέλημά του ἐμποδίζει τὴν καλὴ λειτουργία τοῦ κοινοβίου, ὁδηγῶν στὴν ὑποτίμηση ἢ τὴν βαθμιαία διάλυση αὐτοῦ.

Διὰ τοῦτο ἐν συνεχείᾳ οἱ Ὅσιοι τονίζουν ὅτι «ὁ φω­ρα­θη­σό­με­νος ἰ­δι­οῤ­ῥυθ­μί­ᾳ τατ­τό­με­νος ἢ μᾶλ­λον εἰ­πεῖν νο­ση­λευ­ό­με­νος, ἀκόμη καὶ ἐὰν εἶναι ὁ προεστώς τοῦ κοινοβίου... ἐκ­κο­πέ­σθω τς μο­νῆς αὐ­τῆς καὶ δι­ω­κέ­σθω τς ἀ­δελ­φό­τη­τος».

Ἐπιθυμοῦντες νὰ ἐκβάλλουν ἐκ τοῦ κοινοβιακοῦ ἀγροῦ τὰ ζιζάνια τῆς φιλαρχίας συνιστοῦν τὸ τοῦ Ἀποστόλου: «Τῇ τι­μῇ ἀλ­λή­λους προ­η­γού­με­νοι ... καὶ ἔ­στω­σαν ἅ­παν­τες συ­νημ­μέ­νοι ἐν ἀ­γά­πῃ καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ, ς μί­α ψυ­χὴ ἐν πολ­λοῖς σώ­μα­σιν· ἀλ­λ’ οὐ γνώ­μαις».

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, μεγάλος θεολόγος καὶ βαθὺς ψυχολόγος τῶν μοναχῶν, γράφει πὼς ἐὰν ἕνας μοναχὸς ἢ μία μοναχὴ ἀντιπαθῆ καὶ ἀποκλείη ἐκ τῆς καρδίας ἔστω καὶ ἕνα μέλος τοῦ κοινοβίου, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτὸν κρημνίζει ἕνα μέρος τοῦ νοητοῦ τείχους τῆς Ἀδελφότητος.

Στὸ κοινόβιο δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχει ἀνταγωνισμός, ἀλλὰ συναγωνισμὸς καὶ ἅμιλλα στὴν θυσία, στὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις, στὴν προσφορὰ στὰ θεοφιλῆ ἔργα: «ἅμιλλαν ἔχειν αὐτοὺς οὐ τὴν τυχοῦσαν, πρὸς τὰ θεοφιλῆ ἔργα τε καὶ πρά-ξεις».

Ἡ ἀνέγερση μίας νέας Μονῆς ἐπάνω σὲ ἕνα βράχο στενὸ καὶ ὁλόκρημνο, ὡς τοῦ Ρουσάνου, καὶ ἡ ταυτόχρονη ἀνελλιπὴς τέλεση τοῦ κανόνα τῆς προσευχῆς καὶ τῶν καθ’ ἡμέραν διακονιῶν ἀπαιτοῦσαν ἐξαιρετικοὺς κόπους καὶ ἱδρῶτες. Οἱ θεόληπτοι Πατέρες προβάλλουν ὡς ἀνάπαυση τῶν ἡμερησίων κόπων, τὴν ψυχικὴ ἀνάπαυση καὶ ἀνάταση τῶν νυκτερινῶν ἀκολουθιῶν. «Αἱ νύ­κτες –γρά­φουν– ὦ­σιν αὐ­τοῖς ἀ­μει­βό­με­ναι καὶ μᾶλ­λον ὑ­πε­ρα­μει­βό­με­ναι τὰ τν ἡ­με­ρῶν».

Δηλαδὴ οἱ νυκτερινὲς ψαλμωδίες νὰ εὐφραίνουν καὶ νὰ ἀνταμείβουν μὲ τὸ παραπάνω τοὺς κόπους τῆς ἡ­μέρας. Ὑπογραμμίζουν ἐν τέλει «ὑποταγὴν καὶ εὐπείθειαν εἰς τὸν ἐπίσκοπον καὶ τὸν ἡγούμενον τοῦ Μετεώρου, ὡς προεστῶτα τῆς Σκήτης, καὶ εὔχονται νὰ τηρήσῃ ὁ Κύριος ἀνεπηρέαστον, ἀκαταμάχητον καὶ αὔθραστον τὴν μονὴν ταύτην καὶ νὰ χαρίσῃ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν εἰς τοὺς ἐνασκουμένους μοναχούς».

 

4. Ἡ Διαθήκη τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς ἱερᾶς μονῆς Βαρλαάμ.

Τὸ δι­α­θη­κῷ­ο γράμ­μα[5]  τῶν αὐ­τα­δέλ­φων κτι­τό­ρων καὶ ὀρ­γα­νω­τῶν τῆς μο­νῆς Βαρλαὰμ ὁ­σί­ων Θε­ο­φά­νους († 1544) καὶ Νε­κτα­ρί­ου († 1550) ἀρχίζει μὲ δοξολογία στὸν Δω­ρεο­δότη Χριστό, τὸν δωρησάμενο σὲ αὐτοὺς τὸ τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα, τὴν ἄνοδο ἐπὶ τῆς Πέτρας τοῦ Βαρλαάμ, τὴν ἀνέγερση ἐπὶ τοῦ βράχου ναοῦ καὶ κελ­λίων, τὴν καταπλούτιση τῆς Μονῆς μὲ βιβλία, ἱερὰ σκεύη καὶ πλεῖστα κτήματα, πάντα ἐκ τῆς πατρικῆς αὐτῶν περιουσίας.

Ἡ ἄνοδος καὶ οἴκηση ἐπὶ τοῦ βράχου ἔγινε μὲ τὴν ἄδεια «τοῦ πα­νι­ε­ρω­τά­του Λα­ρί­σης, καὶ τοῦ τό­τε ὁ­σι­ω­τά­του κα­θη­γου­μέ­νου τῆς σε­βα­σμί­ας καὶ βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου».

Οἱ ἐντολὲς εἶναι παραπλήσιες τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος: «κοινόβιον εἰλι­κρινές τε καὶ ἄδολον, εἶναὶ τε ὁμοῦ καὶ ὀνομάζεσθαι». Ἀπαιτοῦν ἀκτημοσύνη, κοι­­­νοκτημοσύνη, κοινὴ τράπεζα, ὁμοφροσύνη καὶ ἀποφυγὴ τῆς φιλαρχίας: «Ἔχειν δὲ τοὺς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινὰ πάντα· κοινῇ ὦσι τῇ τραπέζῃ· κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καὶ ὑποδήμασι· κοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει».

Συνιστῶντες τὴν ἀποφυγὴ τῆς φιλαρχίας ἐνθυμίζουν τὸ τοῦ Ἀποστόλου:  «τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι». Καὶ ἐντέλλονται νὰ εἶναι ὅλοι «συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καὶ ἀληθείᾳ, ὡς μία ψυχὴ ἐν πολλοῖς σώμασιν, ἀλλ’ οὐ γνώμαις, καλῶς τε καὶ θεοφιλῶς μετερχόμενοι πάντα καὶ μεταχειριζόμενοι».

Προτρέπουν ἐπίσης τὸν Προεστῶτα σὲ ἐγρήγορση καὶ παρακολούθηση τῆς πνευ­ματικῆς πορείας τῶν ὑποτακτικῶν μὲ συνεχεῖς ὑποδείξεις: «ὁ γὰρ πα­ρασιωπῶν τῶν ὑπηκόων τὰ πταίσματα, ὡς αὐτὸς πράξας κατακριθήσεται».

Ἀπαγορεύουν μὲ ποινὴ ἐκδιώξεως ἐκ τῆς Μονῆς τοὺς μοναχοὺς τοὺς μετα­βαί­νοντας εἰς γάμους καὶ κοσμοπρεπῆ τραπέζια καὶ εὐωχίες.

Προνοοῦντες γιὰ τὴν διάσωση τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία μὲ ἀπείρους κόπους καὶ δαπάνες μεγάλες δημιούργησαν, ἐντέλλονται: «Τὰ δ’ ἄ­νω­θεν ῥηθέντα κτήματὰ τε καὶ πράγματα τὰ ἀφιερωθέντα παρ’ ἡμῶν ἢ καὶ παρ’ ἄλ­­­­­λων θεοφιλῶν Χριστιανῶν ἀδιάσπαστα μένειν ταῦτα καὶ ἀμεταποίητα βουλόμεθα». Αὐτὴ εἶναι μία πατερικὴ ἀπάντηση στὴν ἀδηφάγο ἀπληστία τῶν ἑκάστοτε κοσμικῶν ἔναντι τῶν Ἱερῶν Μονῶν.

Συνιστοῦν στοὺς ὑποτακτικούς τους ὑπακοὴ καὶ εὐπείθεια στὸν ἐπίσκοπο Σταγῶν καὶ στὸν ἡγούμενο τῆς Σκήτης, ἐν «καθαρῷ συνειδότι» σὲ ὅσα σω­ τηριώδη καὶ ψυχωφελῆ οἱ ἀνωτέρω ἐντέλλονται, καὶ παρακαλοῦν τοὺς ἀνωτέρω γιὰ πατρικὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν μονή. Οἱ ὅσιοι καταλήγουν στὴν  αὐτοβιογραφία τους μὲ τὴν ποιητικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ προτροπή:

«Μη­δεὶς οὖν ἀ­με­λεί­τω, μη­δεὶς κα­τα­φρο­νεί­τω, μη­δεὶς πε­ρὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ νω­θρός. Χρι­στὸν ζη­τεῖ­τε, Χρι­στὸν με­λε­τᾶ­τε, τὰ τοῦ Χρι­στοῦ τη­ρεῖ­τε ἐν φό­βῳ. Οὐ­δεὶς ἡ­μῶν κλῆ­ρος, εἰ μὴ Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς καὶ αὐ­τός ἐ­στι τὸ μό­νι­μον καὶ αἰ­ώ­νι­ον ἀ­γα­θόν»[6].

 

Ἐπίλογος

Σεβαστοὶ μου Πατέρες, ὁσιώτατες Ἀδελφές, εὐλογημένη χορεία τῆς ἰσάγγελης πολιτείας

 

Ὡς παλαιὸς κοινοβιάτης καὶ ἡγούμενος μονῆς θεωρῶ, ὅτι εἶναι πολύ ση­μα­ντικὲς αὐτὲς οἱ παραινέσεις, ὥστε σὲ ἑπόμενες ἡμερίδες νὰ  δύνανται νὰ ἀνα­πτύξουν σὲ δεκάλεπτες εἰσηγήσεις οἱ Πατέρες ἤ οἱ Ἀδελφές μίαν ἑκάστην ἐξ αὐτῶν.

Ὡς ποιμενάρχης Σας, σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ὁλοπρόθυμη συμμετοχὴ σας στὴν πρώτη μοναστικὴ μας ἡμερίδα. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσῃ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ σύναξη, μὲ τὴν ἐλ­πίδα ὅτι ὁ λόγος τῶν Ἁγίων Κτιτόρων θὰ πέσῃ σὲ γῆ ἀγαθὴ καὶ θὰ δώσῃ διὰ πρεσβειῶν τους καρπὸ ἑκατονταπλάσιο τῶν ἀρχικῶν μας προσδοκιῶν πρὸς δόξαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ μας. Ἀμήν.

Πρακτικά τῆς Συνάξεως βλ.: Α΄ Παμμοναστική Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων γενομένη κατὰ τὴν 13ην Δεκεμβρίου 2018 ἐν τῇ ἱερᾷ μονῇ  τῶν Ἁγίων Θεοδώρων», «Ἐν ἑνὶ φρονήματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σταγῶν καὶ Μετεώρων, Καλαμπάκα 2019, σ. 12-31.

 

[1] «Ἀγαθόν δέ ποτε καὶ συνέδριον κατὰ τινας ὡρισμένους καιροὺς καὶ τόπους τῶν ἐπιταταγμένων ταῖς ἀδελφότησι γίνεσθαι, καθ’ οὓς τὰ τε παρὰ λόγον ἀπαντήσαντα πράγματα καὶ τῶν ἠθῶν τὰ δυσμεταχείριστα καὶ ὅπως διέθηκαν ἕκαστον ἀναθήσονται ἀλλήλοις, ὥστε καὶ τὸ ἐσφαλμένως ποτέ γενόμενον τινι τῇ κρίσει τῶν πολλῶν ἀξιοπίστως ἀποκαλυφθῆναι, καὶ τὸ κατορθωθὲν τῇ μαρτυρίᾳ τῶν πλειόνων βεβαιωθῆναι», Μ. Βασιλείου, «Ὅροι κατὰ πλάτος», Β΄ Ἀπόκρισις ΝΔ΄.

[2]Βί­ος το ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου πε­ρι­έ­χε­ται εἰς τὸν κώ­δι­κα ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 257 Ε.Β.Ε., φ­. 247r-257v, (τέ­λη 14ου αἰ.­), συν­τά­κτης καὶ κω­δι­κο­γρά­φος τοῦ ὁ­πο­ί­ου εἶ­ναι ὁ μο­να­χὸς τῆς μο­νῆς Ὑ­ψη­λο­τέ­ρας Νεῖ­λος Σταυ­ρᾶς. Ὁ βί­ος πε­ρι­έ­χε­ται ἐ­πί­σης εἰς τὸν κώδ. ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 404 μο­νῆς Με­τε­ώ­ρου, φ­. 323r-340v, (ἔ­τους 1570). Ἐκ­δό­σεις τοῦ Βί­ου ἐκ τοῦ κώδ. ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 404 βλ.: Ν. Βε­η, îΒί­ος καὶ πο­λι­τεί­α τοῦ ὁ­σί­ου πα­τρὸς ἡ­μῶν Ἀ­θα­να­σί­ου, ἀ­σκή­σαν­τος ἐν τοῖς Στα­γοῖς, ἐν τῷ λί­θῳ τῷ ὑπ᾽ αὐ­τοῦ κλη­θέν­τι Με­τε­ώ­ρῳï, «Συμ­βο­λή», Βυ­ζαν­τὶς 1 (1909) 237-260· Δ. Σο­φι­α­νου, ὅ­σι­ος Ἀ­θα­νά­σι­ος ὁ Με­τε­ω­ρί­της, Βί­ος - Ἀ­κο­λου­θί­α - Συ­να­ξά­ρι­α, Προ­λε­γό­με­να, Με­τά­φρα­ση το βί­ου, Κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τν κει­μέ­νων, ἔκ­δ. Ἱ­. Μ. Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, Με­τέ­ω­ρα 1990. Νέ­α κρι­τι­κὴ ἔκ­δο­σις τοῦ Βί­ου, βα­σι­σμέ­νη εἰς τὸν αὐ­τό­γρα­φον κώ­δι­κα (257 Ε­ΒΕ), βλ. Δ. Σο­φι­α­νου, îὉ συν­τά­κτης τοῦ βί­ου τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τηï, Τρι­κα­λι­νὰ  16 (1996) 7-56.

[3] Δ. Σο­φι­α­νου, «Ὁ ἅγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) καὶ κτίτορας τῆς μονῆς Δουσίκου. Ἀνέκδοτα ἁγιολογικὰ καὶ ἄλλα κείμενα», Μεσαιωνικὰ καὶ Νέα Ἑλληνικὰ 4 (1992) 203-230, ἔνθα καὶ αἱ μεταγραφαὶ τῶν Διαθηκῶν.

[4] Πρώ­τη ἔκ­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου τῆς Δι­α­θή­κης τῶν κτι­τό­ρων βλ. Σπ. Λαμ­πρου, îΣυμ­βο­λαί», ΝΕ 2 (1905) 143-153. Κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου μὲ ἱ­στο­ρι­κὰ σχό­λι­α γιὰ τὴν μο­νὴ Ρου­σά­νου βλ. Δ. Σο­φι­α­νου, «Ἡ Δι­α­θή­κη (ἔ­τους 1545) τῶν κτι­τό­ρων τῆς Μο­νῆς Ρου­σά­νου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων Ἰ­ω­ά­σαφ καὶ Μα­ξί­μου. Συμ­βο­λὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς», Τρι­κα­λι­νὰ 12 (1992) 7-38.

[5] Βλ. κώ­δ. ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ­. 3r-31v. Τὴν με­τα­γρα­φὴ τῆς αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­ας τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ καὶ τοῦ δι­α­θη­κῴ­ου γράμ­μα­τος (ἐκ τοῦ κώδ. 172 μο­νῆς Παν­τε­λε­ή­μο­νος Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, φ­. 1r-27v, προερχομένου ἐκ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ) ἐ­πο­ί­η­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ὁ Σπυ­ρί­δων Λάμ­προς στὸν Νέ­ο Ἑλ­λη­νο­μνή­μο­να.  Βλ. «Συμ­βο­λαὶ εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­αν τῶν μο­νῶν τῶν Με­­ τε­­ώ­­­ρων», ΝΕ 2 (1905) 93-143.

[6] Κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 11r· Σπ. Λαμ­πρου, «Συμ­βο­λαί», ΝΕ 2 (1905) 107.

[4] Πρώ­τη ἔκ­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου τῆς Δι­α­θή­κης τῶν κτι­τό­ρων βλ. Σπ. Λαμ­πρου, îΣυμ­βο­λαί», ΝΕ 2 (1905) 143-153. Κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου μὲ ἱ­στο­ρι­κὰ σχό­λι­α γιὰ τὴν μο­νὴ Ρου­σά­νου βλ. Δ. Σο­φι­α­νου, «Ἡ Δι­α­θή­κη (ἔ­τους 1545) τῶν κτι­τό­ρων τῆς Μο­νῆς Ρου­σά­νου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χων Ἰ­ω­ά­σαφ καὶ Μα­ξί­μου. Συμ­βο­λὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς», Τρι­κα­λι­νὰ 12 (1992) 7-38.

[5] Βλ. κώ­δ. ὑ­π᾿ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ­. 3r-31v. Τὴν με­τα­γρα­φὴ τῆς αὐ­το­βι­ο­γρα­φί­ας τῶν ἁγίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ καὶ τοῦ δι­α­θη­κῴ­ου γράμ­μα­τος (ἐκ τοῦ κώδ. 172 μο­νῆς Παν­τε­λε­ή­μο­νος Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, φ­. 1r-27v, προερχομένου ἐκ τῆς μο­νῆς Βαρ­λα­άμ) ἐ­πο­ί­η­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ὁ Σπυ­ρί­δων Λάμ­προς στὸν Νέ­ο Ἑλ­λη­νο­μνή­μο­να.  Βλ. «Συμ­βο­λαὶ εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­αν τῶν μο­νῶν τῶν Με­­ τε­­ώ­­­ρων», ΝΕ 2 (1905) 93-143.

[6] Κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 275 μο­νῆς Βαρ­λα­άμ, φ. 11r· Σπ. Λαμ­πρου, «Συμ­βο­λαί», ΝΕ 2 (1905) 107.